Μιὰ προσέγγιση τοῦ ἀειμνήστου π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
(Δημοσιεύθηκε στὸ Περιοδικὸ «Πρωτάτο»)
Ὁ ἀείμνηστος π. Θεόκλητος ἦταν μιὰ σύγχρονη προσωπικότητα τοῦ Ἁγίου Ὅρους, μὲ τὸν ὁποῖον πολλοὶ ἀσχολήθηκαν, εἴτε θετικὰ εἴτε ἀρνητικά, ἀκριβῶς γιατί ἐκπορευόταν ἀπὸ αὐτὸν μεγάλη ἐνέργεια. Μὲ τὴν ζωντανὴ παρουσία του, τὸν λόγο, τὴν συγγραφὴ καὶ τὴν διοίκηση ἀποτελοῦσε τὴν ἔκφραση τοῦ Ἁγίου Ὅρους, κυρίως σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ λίγοι μοναχοὶ ἔδιναν λόγο πρὸς τοὺς ἔξω τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ἐνῷ ἡ οὐσιαστικὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἦταν κεκρυμμένη ἀπὸ πολλούς. Ἔτσι, ὁ π. Θεόκλητος ἔδωσε τὴν δυνατότητα στοὺς ἔξω νὰ προσεγγίσουν ἡ νὰ ὀσφρανθοῦν λίγο τὰ ἔσω τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
Τὸν γνώρισα τὴν δεκαετία τοῦ ’60 πάνω στὴν ἀκμαία ἡλικία του καὶ θυμᾶμαι ἔντονα τὴν πνευματική του δύναμη ποὺ ἦταν ἀφοπλιστική, ὄχι μόνον σὲ μᾶς ποὺ ἤμασταν τότε φοιτητὲς τῆς θεολογίας, ἀλλὰ καὶ στοὺς Καθηγητὲς καὶ γενικὰ τοὺς μορφωμένους ἀνθρώπους. Μαζὶ δὲ μὲ τὸν ἀείμνηστο π. Γαβριὴλ ἀποτελοῦσε ἕνα δίδυμο μὲ κοινὰ καὶ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα, μὲ ἀλληλοσυμπληρούμενα χαρίσματα.
Βλέποντας τώρα, ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια γνωριμίας, καὶ μέσα σὲ σύγχρονη προοπτικὴ τὴν ζωὴ τοῦ ἀειμνήστου π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου θὰ μποροῦσα νὰ τονίσω τρεῖς πλευρές, μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθῇ λίγο ἡ πληθωρικὴ αὐτὴ προσωπικότητα. Φυσικά, δὲν εἶναι οἱ μόνες πλευρὲς τῆς ζωῆς του.
Ἡ πρώτη πλευρὰ εἶναι ὅτι ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης εἶχε ἔκτακτα διανοητικὰ καὶ φυσικὰ χαρίσματα, μεταξὺ τῶν ὁποίων μεγάλη χωρητικότητα διανοίας, τεράστια μνήμη, καταπληκτικὴ εὐφράδεια λόγου, καταπληκτικὴ γραφή, βροντερὴ φωνή, ὡς «φωνὴ ὑδάτων πολλῶν» κλπ. Ἀπὸ μικρὸς εἶχε μελετήσει λογοτεχνία, κυρίως τὰ ἔργα του Ντοστογιέφσκυ, καθὼς ἐπίσης εἶχε πλουτίσει τὴν μνήμη του μὲ πολλὲς ἐγκυκλοπαιδικὲς γνώσεις, τὶς ὁποῖες αὔξησε ἀργότερα καὶ μὲ αὐτὲς διήνθιζε τὸν λόγο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προξενῇ μεγάλη ἐντύπωση στοὺς συνομιλητές του. Σὲ πολλὰ κείμενά του φαίνεται ἔντονα τὸ λογοτεχνικό του χάρισμα, χωρὶς νὰ τὸ καλλιεργῇ ἰδιαίτερα. Ἦταν ἕνας καταπληκτικὸς λογογράφος, λογοπλόκος καὶ ἀκριβολόγος, χρησιμοποιῶντας θαυμάσιες εἰκόνες καὶ δυνατὲς λέξεις καὶ ἐκφράσεις, χωρὶς ὑπερβολὲς καὶ πάντοτε μέσα στὴν προοπτικὴ τοῦ θεολογικοῦ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου. Μαζὶ μὲ αὐτὰ εἶχε καὶ ὀξύνοια νοός, καὶ μποροῦσε νὰ διακρίνη τὴν σκέψη τοῦ συνομιλητοῦ του, νὰ τὴν προκαλή, καθὼς ἐπίσης νὰ ἀναπτύσση μὲ ἀκρίβεια καὶ ἐνάργεια τὶς ἀπόψεις του.
Ἡ δεύτερη πλευρὰ τῆς ζωῆς τοῦ π. Θεοκλήτου ἔχει σχέση μὲ τὴν ζωή του στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἰδιαιτέρως στὴν Μονὴ τοῦ ὁσίου Διονυσίου. Ὅταν πῆγε στὴν Ἱερὰ Μονή, ἔπρεπε νὰ δοκιμασθῇ καὶ μάλιστα μὲ τὶς τότε αὐστηρὲς ἁγιορείτικες παραδόσεις. Ὅσοι ἐνθυμοῦνται τὸ Ἅγιον Ὅρος σὲ παλαιότερους χρόνους καὶ ἰδίως ὅσοι ἔχουν φιλοξενηθῇ στὴν Μονὴ τοῦ Διονυσίου τὴν δεκαετία τοῦ ’60 καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὴν ἀντιλαμβάνονται τί ἐννοῶ.
Ἡ ἀσκητικὴ ζωὴ στὸ Ὅρος, καὶ μάλιστα στὴν Μονὴ Δονυσίου, ἦταν σκληρή, ἡ ἀδιάκριτη ὑπακοὴ ἦταν ἐπιβεβεβλημένη, ἡ δοκιμασία μοναχικῆς καθιερώσεως αὐστηρή, ὁ τρόπος διαμονῆς στὰ κελλιὰ σχεδὸν ἐρημικός, ἡ τράπεζα πτωχικὴ καὶ ὑπερβολικὰ λιτή. Μέσα σὲ μιὰ τέτοια ἀτμόσφαιρα ὁ δυναμικὸς νέος μοναχὸς μὲ τὸ ἀνήσυχο πνεῦμα καὶ τὰ ἔκτακτα φυσικὰ προσόντα, ἔπρεπε νὰ κάνη μεγάλο ἀγῶνα γιὰ νὰ παραμείνη. Ἔμαθε, ἔτσι, τὴν αὐστηρὴ ὑπακοή, τὶς πολύωρες προσευχὲς μέσα στὸν Ναό, τὴν μόνωση στὸ Διονυσιακὸ κελλί, τὴν νηστεία καὶ τὴν ἀγρυπνία, τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση. Οἱ Διονυσιάτες μοναχοὶ ζοῦσαν μέσα στὸ Κοινόβιο τὴν ἡσυχαστικὴ καὶ ἐρημικὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἔζησα μερικὲς τέτοιες καταστάσεις γι’ αὐτὸ καὶ γράφω μὲ λόγο καὶ ἐπίγνωση. Οἱ συνασκητές του δὲν μποροῦσαν νὰ ἐκτιμήσουν πλήρως τὸν λεγόμενο «πλοῦτο τῆς διανοίας» καὶ μερικοὶ ἔτρεφαν μιὰ περιφρόνηση σὲ αὐτόν, γιατί ὡς ὀλιγογράμματοι ζοῦσαν μιὰ ἄλλη πνευματικὴ κατάσταση ποὺ προϋπέθετε τὴν σταύρωση τῆς λογικῆς καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ νοός. Γενικά, μερικοὶ παλαιοὶ ἁγιορεῖτες δὲν ἔτρεφαν καὶ μεγάλη ἐκτίμηση στοὺς λεγόμενους λογίους μοναχούς, γιατί οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς ζοῦσαν τὸν ζείδωρο πλοῦτο τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως μὲ τὴν ἀνάπτυξη καὶ καλλιέργεια τοῦ νοὸς καὶ ὄχι τῆς λογικῆς καὶ τὴν ἀπάρνηση ὅλων τῶν ἐγκοσμίων.
Μέσα σὲ ἕνα τέτοιο κλίμα ὁ π. Θεόκλητος «ἔσπασε τὰ κοσμικὰ μοῦτρα του» ὅπως συνήθως λέγεται, ταπεινώθηκε, συνεθλίβη πνευματικά, ἔζησε τὴν πραγματικότητα τῆς κατὰ Χριστὸν σταύρωσης. Στὴν συνέχεια καὶ ὁ ἴδιος ἔζησε τὸ καθαρὸ ἁγιορείτικο πνευματικὸ κρασί, ἀπόρροια τῆς βαθυτάτης μετανοίας, ἀλλὰ γνώρισε καὶ ἄλλους ἁγιορείτας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ποὺ ζοῦσαν «τὴν νηφάλιον μέθην» τῆς κοινωνίας τους μὲ τὸν Θεό. Ἔζησε, ἔτσι, τὴν μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου εὐσεβείας ποὺ εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη, τὸν φωτισμό του νοὸς καὶ βίωσε τὶς κατὰ διαφόρους βαθμοὺς ἐλλάμψεις τῆς θείας Χάριτος.
Αὐτὸ τὸ εὐλογημένο κλίμα ποὺ ἔζησε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Διονυσίου τὸ συναντοῦμε σὲ πολλὰ σημεῖα τῶν βιβλίων του. Θὰ καταγραφῆ ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα.
«Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εὑρίσκεται ἐπάνω ἀπὸ ὅλας τοῦ κόσμου τὰς ἀγάπας. Ἀλλοίμονον δὲ εἰς ἐκείνου τὴν ψυχὴν ποὺ θὰ ἐπιφοιτήση. Δὲν θὰ τὸν ἀφήση νύκτα καὶ ἡμέραν ἥσυχον. Θὰ κοιμᾶται τὸ σῶμα καὶ ἡ καρδία θὰ ἀγρυπνῇ. ¨¨Ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ¨. Βαθυστένακτοι ἐρωτικαὶ νύκτες, μὲ δακρυώδεις ἐννοίας, θὰ συνθλίβουν ἱερῶς τὴν ψυχήν. Ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ εἶναι κύριος ἑαυτοῦ. Ἕνας ἱστὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν κινεῖ τὴν ψυχήν. Ὁ Χριστὸς ὁ ¨ἀχώρητος παντί¨, ἐνεργεῖ κατὰ τοιοῦτον ἀφόρητον τρόπον εἰς τὴν ψυχὴν ποὺ ἠγάπησεν, ὥστε ὅλος ὁ κόσμος χάνεται ἀπὸ αὐτήν. ¨Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ ὁ Χριστός¨. Ἡ ἁγία ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, εἰσδύσασα εἰς τὰς καρδίας, πείθει καὶ ἐνδυναμώνει τὰ παιδία νὰ ἐγκαταλείψουν ὅλα τὰ ἀνθρώπινα μεγαλεία πρὸς χάριν της! Ω βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὦ θεία υἱοθεσία! Τί εἶναι μεγαλύτερον καὶ ἁγνότερον καὶ ποθεινότερον;».
Μέσα στὸ ἀπόσπασμα αὐτό, βλέπει κανεὶς τὴν χρησιμοποίηση ἁγιογραφικῶν καὶ πατερικῶν χωρίων, ποὺ φλογίζονται ὅμως ἀπὸ τὴν δική του πεπυρακτωμένη καρδία καὶ ἔτσι ἐκφράζονται τὰ ἁγνὰ βιώματα ποὺ ἔζησε ὁ ἴδιος καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς του ζωῆς καὶ στὴν μετέπειτα ἀσκητικὴ βιοτή. Αὐτὸ τὸ «βαθυστένακτοι ἐρωτικαὶ νύκτες, μὲ δακρυώδεις ἐννοίας, θὰ συνθλίβουν ἱερῶς τὴν ψυχήν. Ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ εἶναι κύριος ἑαυτοῦ. Ἕνας ἱστὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν κινεῖ τὴν ψυχήν», νομίζω εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο αὐτοβιογραφικό του. Τὸ ἴδιο φαίνεται καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα κείμενά του, ὅπως καὶ σὲ διαφόρους λόγους ποὺ τοποθετεῖ στὰ στόματα πεπειραμένων ἐρημιτῶν - Γερόντων καὶ ἐξαγιασμένων ὑποτακτικῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν περιγραφὴ ποὺ τοὺς κάνει.
Ἔχω πληροφορία ἀπὸ παλαιοὺς ἁγιορείτας ὅτι οἱ Διονυσιάτες μοναχοί, στὴν ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς ζωῆς του π. Θεοκλήτου, ἄκουγαν νὰ βγαίνη ἀπὸ τὸ κελλί του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλους χώρους τῆς Μονῆς, τὸ βαθύτατο κλάμα μὲ ἀναστεναγμοὺς ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸν ἔνοικό τους, τὸν π. Θεόκλητο. Πέρασε μέσα ἀπὸ μεγάλη μετάνοια, ζοῦσε σὲ μιὰ διαρκῆ κατάνυξη, ὅπως ἄλλωστε καὶ ἡ πλειονότητα τῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Στὰ κείμενά του, ὅπου περιγράφονται διάφοροι διάλογοι, σκιαγραφεῖ τὸν ὑποτακτικὸ καὶ τὸν Γέροντα μὲ τὶς δικές του ἐμπειρίες. Μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του τὸν ἀκολούθησε ἡ αὐτομεμψία.
Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ ἐμπειρία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ δὲν καταστρέφει τὰ φυσικὰ χαρίσματα, ἀλλὰ τὰ λαμπρύνει ἀκόμη περισσότερο καὶ τὰ καθιστᾶ πνευματικά. Ἔτσι ὁ π. Θεόκλητος ἔγραψε διάφορα κείμενα, μὲ τὴν βοήθεια τῶν φυσικῶν καὶ πνευματικῶν του χαρισμάτων, καὶ ἀκόμη βιογράφησε, κατὰ θαυμαστὸ τρόπο, μεγάλες μορφές, ὅπως τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, τὸν ἅγιο Νεκτάριο κλπ. Μέσα σὲ τέτοια κείμενα βλέπει κανεὶς καὶ τὴν πνευματικὴ πορεία του π. Θεοκλήτου. Βιογραφῶντας τοὺς ἁγίους πολλὲς φορὲς αὐτοβιογραφεῖτο. Ἔχω μιὰ αἴσθηση ὅτι κυρίως μέσα ἀπὸ τὴν μελέτη τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου γνώρισε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ μέσα ἀπὸ τοὺς φιλοκαλικοὺς Πατέρας κατάλαβε κατὰ θαυμαστὸ τρόπο τὸν ἅγιο Νεκτάριο καὶ ἐξέφρασε τὸ ἡσυχαστικὸ καὶ εἰρηναῖο πνεῦμα του.
Τοῦ ἄρεσε νὰ γράφη διαλογικὰ καὶ νὰ παρουσιάζη συνομιλίες μὲ ἐρημίτας καὶ θεολόγους. Νομίζω ὅμως ὅτι μιλοῦσε ὁ ἴδιος μὲ ὅλα τὰ πρόσωπα, γιατί εἶχε γνώσεις θεολογικὲς καὶ φιλοσοφικές, ἀλλὰ διέθετε καὶ ἐμπειρίες πνευματικές.
Ἡ τρίτη πλευρὰ τῆς ζωῆς του, ὡς συνέπεια τῆς προηγουμένης, ἦταν ἡ «πολεμική», ἡ ἀντιαιρετική. Μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ ἐννοῶ τὴν ἀναίρεση κάθε ἀπόψεως ποὺ ἐξέκλινε ἀπὸ τὴν ἀληθινή, αὐθεντική, φιλοκαλικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοση. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ δοῦμε τὴν «μαχητικότητά» του ποὺ δικαιολογεῖται καὶ ἀπὸ τὰ φυσικὰ προσόντα του καὶ τὸν χαρακτῆρα του, ἀλλὰ καὶ τὴν ποικιλότροπη γεύση τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε αὐτὴν τὴν «μαχητικὴ» πλευρὰ μποροῦμε νὰ δοῦμε καὶ στὴν ζωὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος, ζῶντας τὴν αὐθεντικὴ ἡσυχαστικὴ παράδοση, δὲν μποροῦσε νὰ ἀνεχθῇ τὶς αἱρετικὲς ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ. Στὰ θέματα τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς δὲν χωρᾶ ἐπίπλαστη κοσμικὴ εὐγένεια.
Στὰ κείμενα αὐτοῦ τοῦ εἴδους διακρίνουμε τὸν ἔλεγχο -μὲ ἔμμεσο καὶ ἄμεσο τρόπο- μιᾶς σύγχρονης θεολογίας πού, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε, χρησιμοποιεῖ «πεταστὲς» στὴν ἔκφραση γιὰ νὰ ἐντυπωσιάση κυρίως τοὺς νέους• μιᾶς ἐκκλησιολογίας ποὺ ἄλλοτε ἐκκοσμικεύεται καὶ ἄλλοτε ὑπερβάλλει, ὁπότε χάνεται τὸ μέτρο• μιᾶς ἀσκητικῆς ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὴν αἰσθητικὴ καὶ τὶς λογοτεχνότροπες περιγραφὲς• μιᾶς μοναχικῆς ζωῆς ποὺ ἐκφράζεται ὡς οἰκοτροφιακὴς καὶ κοσμικῆς νοοτροπίας• μιᾶς ποιμαντικῆς ποὺ βιώνεται ὡς θεσμοποιημένη μέριμνα• μιᾶς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας ποὺ λογοποιεῖ καὶ σχολαστικοποιεῖ τὴν ἐμπειρικὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας• μιᾶς χρησιμοποιήσεως τῶν ἁγνῶν πατερικῶν κειμένων γιὰ τὴν δικαιολόγηση τῶν παθῶν.
Τὴν «πολεμικὴ» αὐτὴ πλευρὰ τοῦ ἔργου τοῦ π. Θεοκλήτου δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἑρμηνεύσουμε ἔξω ἀπὸ τὴν σκληρότητα τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἄσκησης ποὺ ἔζησε ὁ ἴδιος στὴν Μονὴ τοῦ ἁγίου Διονυσίου, τὴν κατὰ διαφόρους βαθμοὺς ἐμπειρία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, ἀλλὰ καὶ τὴν σύγκριση αὐτῆς τῆς ἁγνῆς Ὀρθόδοξης ζωῆς, τῆς ἀπηλλαγμένης ἀπὸ κοσμικὲς προσμίξεις μὲ τὴν ἑωσφορικὴ καὶ ἐμπαθῆ νοοτροπία μερικῶν συγχρόνων ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νὰ δικαιολογήσουν τὰ ποικίλα πάθη (φιλοδοξία, φιληδονία, φιλαργυρία) χρησιμοποιῶντας τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων γιὰ τὴν μοναχικὴ καὶ θεολογικὴ ζωή. Δὲν μποροῦσε νὰ κατανοήση μιὰ αἰσθητικὴ ποὺ ἀντικαθιστᾶ τὴν ἀσκητική, μιὰ λογοτεχνία ποὺ καταλύει τὴν νηπτικὴ θεολογία, ἕναν ἀκτιβισμὸ ποὺ ἀφανίζει τὸν ἡσυχασμό, μιὰ θεσμοποιημένη ἐκκλησιαστικὴ ἔκφραση ποὺ καταργεῖ τὴν ποιμαντικὴ ὡς θεραπεία.
Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἑρμηνεία μπορεῖ κανεὶς νὰ διακρίνη τὸ ἀπόλυτο τοῦ π. Θεοκλήτου σὲ μερικὲς ἐνέργειές του, ποὺ ἔμοιαζε ὡς προφητικὴ δράση. Πολλὲς φορὲς τὸν αἰσθανόμουν ὡσὰν ἕναν τύπον κατὰ Χριστὸν σαλοῦ, ποὺ ἐκφραζόταν μὲ τὴν δυνατὴ λογικότητά του. Διέκρινα ἕνα εἶδος κατὰ Χριστὸν σαλότητος, ποὺ ἐκδηλωνόταν μὲ ἕνα μαστίγωμα τῶν ἀκαδημαϊκῶν ἀκροατηρίων, ἀφοῦ ἠρνεῖτο νὰ προσαρμόζεται στὶς ἀπαιτήσεις τους, καὶ προτιμοῦσε νὰ ἐκφράζεται ἐμπειρικὰ• ἐκδηλωνόταν μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ λογικοῦ διαλόγου καὶ προκαλοῦσε ἀντιδράσεις• μὲ τὸν ἔλεγχο τῶν ὑπερβολῶν, ὅταν ἐκφράζονταν ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἀγαπητά του πρόσωπα• μὲ τὸν ἀπόλυτο, σκληρὸ καὶ στυφὸ λόγο προκειμένου νὰ ξυπνήση τὴν ὑπνώττουσα συνείδηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν καὶ νὰ ἀποτρέψη τὸν κίνδυνο τῆς ἀλλοίωσης καὶ τῆς ἐκκοσμίκευσης. Ὁ π. Θεόκλητος μερικὲς φορὲς ἦταν ἀπόλυτος, ἀλλὰ ἀληθινός, δὲν φοροῦσε τὴν μάσκα τοῦ ἀσκητοῦ, τοῦ ἐρημίτου, τοῦ θεολόγου, ἀλλὰ τὸ πρόσωπο τοῦ αὐθεντικοῦ ἁγιορείτου, ποὺ μιλᾶ αὐθόρμητα, πέρα ἀπὸ κάθε εἴδους κονωνικῶν συμβατικοτήτων.
Φυσικά, αὐτὸ μποροῦσε νὰ τὸ κάνη γιατί δὲν εἶχε κληθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ εἶναι ποιμένας καὶ νὰ ἀσκῇ ποιμαντική. Εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ ποιμένες ἔχουν καθῆκον καὶ ἔργο νὰ ἀσκοῦν μιὰ ἰδιαίτερη μέθοδο, γιὰ νὰ θεραπεύουν ὀλίγον κατ’ ὀλίγον τὴν τραυματισμένη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Προσλαμβάνουν τὸν ἄνθρωπο στὴν πεπτωκυία κατάσταση ποὺ βρίσκεται, κατεβαίνοντας καὶ ἐκεῖνοι γιὰ λίγο, καὶ μὲ διάκριση, στὸν δικό του «χῶρο», γιὰ νὰ τὸν ἀνεβάσουν προοδευτικὰ σὲ ὑψηλὲς πνευματικὲς καταστάσεις. Ἐκεῖνος εἶχε ἄλλο προορισμὸ καὶ ἄλλη διακονία. Ἡ διακονία του ἦταν νὰ βλέπη τὰ προβλήματα καὶ νὰ ὀρθοτομὴ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας, νὰ διακρίνη τὴν πλάνη ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, νὰ ἐνεργῆ περισσότερο ὡς προφήτης, κηρύσσοντας μετάνοια, καὶ νὰ ἀφήνη τὴν θεραπεία τῶν μετανοούντων στοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ π. Θεόκλητος διέθετε ἕναν λόγο ἀπηλλαγμένο ἀπὸ φαντασίες καὶ στοχασμούς. Ὁ ἴδιος τοῦ εἶχε σταυρώσει τὴν λογική, καίτοι τὴν χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὴν διατύπωση τῶν ἀπόψεών του. Ὁ λόγος του ἦταν καθαρός, δυνατός, ἀρρενωπός, ἀσκητικός, θεολογικός, προφητικός. Στὸ πρόσωπό του βλέπαμε τὸν τρόπο ποὺ ἔγραφαν καὶ ὁμιλοῦσαν οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γευόμασταν, ἔστω κι’ ἂν μερικὲς φορὲς δυσανασχετούσαμε, τὴν πεμπτουσία τῆς χιλιόχρονης ἁγιορείτικης παραδόσεως, ἀπηλλαγμένης ἀπὸ προσμίξεις καὶ νεανισμούς, βλέπαμε τὸ ἀπαύγασμα μιᾶς ἁγιορείτικης Διονυσιακῆς σκληρῆς ἀγρυπνίας, ἀκούγαμε το: «εἶπε Γέρων».
Μιὰ φορά, ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐπισκέψεις μου, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς ἠγουμενείας τοῦ ἀειμνήστου π. Γαβριήλ, ἐπισκέφθηκα τὴν Μονὴ τοῦ ἁγίου Διονυσίου χειμῶνα καιρό, καὶ μάλιστα ὀρθρινὲς ὧρες, ὅταν εἶχαν δίωρη διακοπή, μεταξὺ τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου καὶ τῆς θείας Λειτουργίας. Δηλαδή, μόλις εἶχε τελειώσει ἡ ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καὶ ἔπρεπε οἱ μοναχοὶ νὰ πᾶνε στὰ κελλιά τους γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦν λίγο, ὥστε νὰ συνεχίσουν μετὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. Ὅμως τὰ κελιὰ δὲν εἶχαν θέρμανση καὶ τὸ κρύο ἦταν τσουχτερό. Ἀπὸ τὴν ρεματιά του Ἄθωνα, πάνω ἀπὸ τὴν Μονή, κατέβαινε ὁ ψυχρὸς ἀέρας καὶ τὸ πυκνὸ σύννεφο, ποὺ κατὰ καιροὺς ἔφερνε βροχή. Ἦταν μιὰ ἀτμόσφαιρα ποὺ συνδύαζε ἀέρα, γνόφο, βροχὴ καὶ κρύο καὶ θύμιζε ἔντονα τὴν Δευτέρα Παρουσία, πρᾶγμα ποὺ προκαλοῦσε μετάνοια. Αὐτὴν τὴν ὥρα πολλοὶ μοναχοὶ προτιμοῦσαν, ἀντὶ νὰ πᾶνε στὰ παγωμένα κελιά τους, νὰ παραμείνουν στὸ στασίδι στὴν Λιτὴ τοῦ Καθολικοῦ ποὺ ὑπῆρχε ξυλόσομπα καὶ μιὰ σχετικὴ ζεστὴ ἀτμόσφαιρα.
Μπῆκα μέσα στὴν Λιτὴ καὶ εἶδα πολλοὺς μοναχοὺς μέσα στὸ χειμωνιάτικο ἡμίφως –σχεδὸν σκοτάδι– νὰ μισοκοιμοῦνται στὰ σκληρὰ στασίδια, περιμένοντας τὴν ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας, γιατί τοὺς ἦταν δυσκολότερο νὰ πᾶνε στὰ παγωμένα κελιά. Τοὺς ἔβλεπα σὰν μεγάλα ἔμβρυα στὴν μήτρα τῆς μάνας Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα θὰ μείνη χαραγμένη γιὰ πάντα μέσα στὴν μνήμη μου. Καὶ μετὰ τὴν θεία Λειτουργία πήγαμε στὴν Τράπεζα γιὰ τὸ λιτὸ γεῦμα, καὶ προσπαθούσαμε νὰ τελειώσουμε γρήγορα τὸ λιγοστὸ φαγητό, μὲ τὸ ἀπαραίτητο κρεμμύδι, ὡς φροῦτο, γιὰ νὰ πᾶμε κάπου σὲ μιὰ σόμπα γιὰ νὰ ζεσταθοῦμε.
Σὲ αὐτὸ τὸ κλίμα ἔζησε τὸν περισσότερο καιρὸ ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ διδασκαλία του ἦταν ἀπαύγασμα αὐτῆς τῆς σκληρῆς καὶ εὐλογημένης ἀτμόσφαιρας, ποὺ ἐξέφραζε τὴν ἀρρενωπή, σκληρὴ ἁγιορείτικη βιοτή, τὴν χαρμολύπη.
Κάθε φορὰ ποὺ σκεπτόμουν τον π. Θεόκλητο καὶ διάβαζα τὰ γραπτά του ἐρχόταν μπροστά μου αὐτὴ ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ χειμωνιάτικου ἐκείνου πρωϊνοῦ στὴν Μονὴ Διονυσίου καὶ ἔτσι ἑρμήνευα καὶ τὴν προσωπικότητά του καὶ τὴν διδασκαλία του. Πέρα ἀπὸ ὁποιεσδήποτε ἄλλες ἀναλύσεις οἱ λόγοι καὶ τὰ κείμενά του ἐξέφραζαν τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως, τῆς ἀπηλλαγμένης ἀπὸ φαντασιώσεις, αἰσθητικὲς εὐχαριστήσεις καὶ κοσμικὲς ἁβρότητες.
Αὐτὸ ἐκφράζεται καὶ σὲ μιὰ συνομιλία του π. Θεοκλήτου μὲ τὸν Νῖκο Γαβριὴλ Πεντζίκη. Ὅταν ὁ π. Θεόκλητος συνάντησε τὸν Πεντζίκη στὸ Ἅγιον Ὅρος τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος ἔφευγε, τὸν ἐρώτησε: «Πὼς περάσατε κ. Πεντζίκη στὸ Ὅρος;» Ὁ Πεντζίκης τοῦ ἀπάντησε. «Πολὺ καλά, Γέροντα. Γέλασα πολύ». Ἔκπληκτος ὁ π. Θεόκλητος τοῦ εἶπε: «Μά, στὸ Ἅγιον Ὅρος ἐρχόμαστε γιὰ νὰ κλάψουμε καὶ ὄχι γιὰ νὰ γελάσουμε». Καὶ ὁ Πεντζίκης χαριτολογῶντας ἀνταπάντησε: «Πὼς μπορῶ νὰ μὴ γελάσω, ὅταν τὸν πρῶτο μοναχὸ ποὺ συναντῶ στὴν Δάφνη λέγεται Γελάσιος». Παρὰ τὴν εὐφυόλογη αὐτὴ ἀπάντηση ὁ π. Θεόκλητος ἐπέμενε στὴν ἄποψή του, ὅτι στὸ Ὅρος κλαῖμε καὶ μετανοοῦμε, δὲν τὸ βλέπουμε αἰσθητικὰ καὶ ἐπιφανειακά, ἀφοῦ, κατὰ τὸν ἀείμνηστο Γέροντα, τὸ Ἅγιον Ὅρος εἶναι χῶρος μετανοίας, κλάματος καὶ καθάρσεως καὶ μέχρι τελευταία στιγμὴ ἐκλιπαροῦσε ὅλους, ὅπως καὶ μένα, νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ νὰ τοῦ δώση ὁ Θεὸς μετάνοια.
Τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅ,τι μᾶς δίδαξε καὶ μᾶς παρέδωσε, καὶ δοξολογοῦμε τὸν Θεὸ γιατί στοὺς δύσκολους καὶ συγκεχυμένους καιροὺς φανερώνει τέτοιους ἐκφραστές του γιὰ νὰ ὑποδεικνύουν τὴν πορεία πρὸς τὴν κάθαρση καὶ τὸν φωτισμὸ καὶ νὰ φανερώνουν τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία.
- Προβολές: 2628