Skip to main content

Στυλιανοῦ Γερασίμου: «Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος καὶ ἡ Ἐγκλείστρα»

Στυλιανοῦ Γερασίμου, Θεολόγου-Μουσικοῦ

(Εὐχαριστῶ γιὰ τὶς πληροφορίες ποὺ μοῦ παρέδωσαν, τὴν Ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νεοφύτου καὶ τὸν Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο).

Ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου εἶναι κτισμένη στὸν μυχὸ μιᾶς κοιλάδας, δέκα περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικὰ τῆς πόλης τῆς Πάφου, σὲ ὑψόμετρο 412 μ. ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. Ἡ θέα τῆς πόλης καὶ τῆς θάλασσας ἀπὸ τὴν Μονὴ εἶναι μοναδική. Ὁ ναὸς εἶναι κτισμένος στὴ βόρεια πλευρὰ τῆς ἐσωτερικῆς αὐλῆς. Ἡ Ἐγκλείστρα εἶναι ὁ ἀρχικὸς πυρῆνας τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου. Ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἐγκλείστρα βρίσκεται ὁ Μελισσόβουνος, σὲ φυσικὸ σπήλαιο τοῦ ὁποίου ὑπῆρχαν ἀγριομελίσσια.

«Ὁ  Ἅγιος Νεόφυτος καὶ ἡ Ἐγκλείστρα»

Ὁ ἱδρυτὴς τῆς Μονῆς, ὁ Ἅγιος Νεόφυτος, γεννήθηκε τὸ 1134 στὴν κώμη των Λευκάρων, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος στὴν Τυπική του Διαθήκη, ἀπὸ φτωχὴ καὶ πολυμελῆ οἰκογένεια. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία διακρίθηκε γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο. Γι’ αὐτό, ὅταν οἱ γονεῖς του τὸ ἀρραβώνιασαν σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν, ὁ Ἅγιος Νεόφυτος ἐγκατέλειψε τὴν γενέτειρά του καὶ πῆγε κρυφὰ στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου του Κουτζοβέντη, γιὰ νὰ μονάση. Ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος ἦταν ἀγράμματος, ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Μάξιμος τοῦ ἀνέθεσε τὴν καλλιέργεια τῶν ἀμπελώνων τῆς Μονῆς ποὺ βρίσκονταν στὰ βορειοανατολικά της, στὴν τοποθεσία «Γοῦπες». Γιὰ πέντε χρόνια ὁ νεαρὸς Νεόφυτος ἀσχολεῖτο μὲ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀμπελιῶν. Φύσει φιλομαθὴς καὶ μὲ ἰσχυρὴ θέληση στὸ διάστημα αὐτὸ ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα καὶ ἀποστήθισε τὸ Ψαλτήριο. Τότε ὁ ἡγούμενος τὸν κάλεσε πίσω στὴ Μονὴ καὶ τοῦ ἀνέθεσε τὰ καθήκοντα τοῦ βοηθοῦ ἐκκλησιάρχη. Στὴ θέση αὐτὴ ὑπηρέτησε γιὰ δυὸ χρόνια. Τὰ πέντε χρόνια ὅμως τῆς παραμονῆς του στὶς «Γοῦπες» ἐνίσχυσαν τὴν ἔμφυτη τάση του γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ ζήτησε ἀπὸ τὸν τότε ἡγούμενο τῆς Μονῆς νὰ τοῦ ἐπιτρέψη νὰ γίνη ἐρημίτης. Ὁ ἡγούμενος ὅμως λόγῳ τῆς νεαρῆς ἡλικίας του δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἐγκαταλείψη τὴ Μονὴ καὶ νὰ ζήση σὰν ἐρημίτης σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ σπήλαια ποὺ βρίσκονταν λίγο ψηλότερα στὴν περιοχὴ τῆς Μονῆς. Τότε ὁ Ἅγιος ζήτησε ἄδεια νὰ πάη στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήση τοὺς Ἁγίους Τόπους ποὺ καθαγίασε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ζωή, τὸν σταυρικὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ἤλπιζε ὁ Ἅγιος, μεταβαίνοντας στοὺς Ἁγίους Τόπους, νὰ βρῇ κάποιον Γέροντα ἐρημίτη, γιὰ νὰ τὸν ὀδηγήση στὴν ἀσκητικὴ ζωή.

Μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα ἐπέστρεψε στὴν Κύπρο, στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου του Κουτζοβέντη. Προσπάθησε καὶ πάλι νὰ πείση τὸν ἡγούμενο νὰ τοῦ ἐπιτρέψη νὰ ζήση ἀσκητικὴ ζωὴ χωρὶς ὅμως ἐπιτυχία. Ἡ ἄρνηση τοῦ ἡγουμένου νὰ ἰκανοποιήση τὸν διακαῆ πόθο του τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐγκαταλείψη τὴν Μονὴ καὶ νὰ φθάση στὸ ὅρος Λάτρος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Στὸ ναύσταθμο τῆς Πάφου συνελήφθη ὡς φυγὰς καὶ ἐφυλακίσθη, ἐνῷ οἱ φρουροί του ἔκλεψαν τὰ δυὸ νομίσματα. Ὅταν μὲ τὴ φροντίδα εὐγενῶν ἀνθρώπων ἀποφυλακίσθηκε ἀναζήτησε καταφύγιο στὰ ἐνδότερα. Ἔτσι βρῆκε τὸ μικρὸ φυσικὸ σπήλαιο τὸ ὁποῖο διαμόρφωσε σὲ Ἐγκλείστρα καὶ τὴν ἀφιέρωσε στὸν Τίμιο Σταυρό. Ἀφοῦ πέρασαν τὰ χρόνια ἀναζήτησε καὶ βρῆκε τεμάχιο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Τὸ τεμάχιο ὅμως τοῦ Τιμίου Ξύλου ἔχει χαθῇ. Ἀρχικὰ ὁ ξύλινος σταυρὸς εἶχε τοποθετηθῇ σὲ σταυρόσχημη ἐσοχὴ τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου της Ἐγκλείστρας. Τὸν τοῖχο εἶχε κτίσει ὁ Ἅγιος Νεόφυτος γιὰ νὰ κλείση τὸ σπήλαιο. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἅγιος, ὁ ἐπισκοπικὸς θρόνος τῆς Πάφου ἐχήρευε. Τὸν ἕβδομο ὅμως χρόνο τῆς παραμονῆς τοῦ Ἁγίου στὴν Ἐγκλείστρα, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Πάφου ὁ Βασίλειος Κίνναμος, ὁ ὁποῖος διατέθηκε εὐνοϊκὰ στὸν Ἅγιο καὶ τὸν πίεσε νὰ γίνη ἱερέας καὶ τελικὰ χειροτονήθηκε τὸ 1170.

Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ἄρχισε νὰ ἐξαπλώνεται παντοῦ καὶ γρήγορα ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐπισκεπτῶν της Ἐγκλείστρας αὐξήθηκε σημαντικά. Οἱ ἐπισκέπτες ἐνοχλοῦσαν πολὺ τὸν Ἅγιο. Ἔτσι τὸ 1197 ἔσκαψε πάνω ἀπὸ τὴν Ἐγκλείστρα ἕνα ἄλλο κελλί, τὴν «Νέα Σιών». Γιὰ νὰ μπορῇ ὅμως νὰ παρακολουθῇ τὶς ἀκολουθίες ἔσκαψε πάνω ἀπὸ τὸ ναό της Ἐγκλείστρας ἕνα μικρὸ κελλί, τὸ Ἁγιαστήριο. Βορειότερα τῆς «Νέας Σιὼν» ἔσκαψε ἕνα κελλὶ τὸ ὁποῖο ἀφιέρωσε στὸν Τίμιο Πρόδρομο.

Τὸ ἔτος 1196 συμβαίνουν τρομερὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἀπέκοψαν τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἀπὸ τὸ Βυζάντιο. Ἐπῆλθε μεγάλη δυστυχία, τὴν ὁποία περιγράφει ὁ Ἅγιος σὲ μιὰ ἐπιστολή του μὲ τὸν τίτλο «Περὶ τῶν κατὰ τὴν χώραν Κύπρου σκαιῶν».

Δὲν εἶναι γνωστὸ πότε πέθανε ὁ Ἅγιος Νεόφυτος. Τὸ 1214 ὑπαγόρευσε τὴν Τυπικὴ Διαθήκη του στὸν Ταβουλλάριο (γραμματέα) τῆς ἐπισκοπῆς Πάφου Βασίλειο. Τὸ χειρόγραφο ποὺ σώζεται μέχρι σήμερα στὴν Πανεπιστημιακὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Ἐδιμβούργου φέρει ἰδιόχειρες διορθώσεις τοῦ Ἁγίου. Πέθανε ἑπομένως μετὰ τὸ 1214, ἀφοῦ ὅρισε προηγουμένως τὸν διάδοχό του, τὸν ἀνηψιό του Ἠσαΐα, ποὺ ἦταν οἰκονόμος της Ἐγκλείστρας.

Εἶναι γενικὰ παραδεκτὸ ὅτι ὁ Ἅγιος ἐτάφη σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες του, στὸν τάφο ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος, σὲ ξύλινο φέρετρο ἀπὸ ξύλο πεύκου, κέδρου καὶ κυπαρίσσου. Ὁ διάδοχός του Ἠσαΐας, ἀκολουθῶντας τὶς ὁδηγίες τοῦ Ἁγίου, ἔκλεισε μὲ τοῖχο τὸ ἄνοιγμα ποὺ δημιουργήθηκε γιὰ νὰ τοποθετηθῇ τὸ φέρετρ στὸν τάφο καὶ διακόσμησε τὸν τοῖχο μὲ τοιχογραφίες, ὥστε νὰ μὴ διακρίνεται, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἁγίου. Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ λησμονηθῇ μὲ τοὺς αἰῶνες ὁ ἀκριβὴς τόπος ταφῆς τοῦ Ἁγίου, ὥσπου τὸ 1735 ὁ Ρῶσος μοναχὸς Βασίλι Μπάρσκυ νὰ ἀναφέρη ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία τελοῦνταν πάνω στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος ἦταν πολυγραφότατος. Παρ' ὅλο ποὺ ἔμαθε γράμματα στὰ 18 του χρόνια εἶναι ἴσως ὁ πολυγραφότερος Μεσοβυζαντινὸς συγγραφέας. Ἐκτὸς ἀπὸ κηρύγματα ἔγραψε καὶ ἑρμηνευτικὰ στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἄλλα στὰ ὁποῖα περιέχονται πολύτιμες πληροφορίες γιὰ τὴν Ἁγιολογία καὶ τὴν ἱστορία τῆς Κύπρου. Τὰ συγγράμματα αὐτὰ ἄρχισε νὰ ἐκδίδη ἡ Ἱερὰ Μονή του. Ἔχουν ἐκδοθῇ τρεῖς πολυσέλιδοι τόμοι.

Ἡ Ἐγκλείστρα τὸ 1214. Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος μᾶς δίνει λεπτομερῆ περιγραφή της Ἐγκλείστρας στὴ δεύτερη Τυπικὴ Διαθήκη του ποὺ γράφτηκε 55 χρόνια μετὰ τὴν ἐγκατάστασή του στὴν Ἐγκλείστρα, δηλαδὴ τὸ 1214. Ἡ περιγραφὴ γίνεται στὸ 200 κεφάλαιο τῆς Τυπικῆς Διαθήκης του. Σώθηκαν ἐλάχιστα ἀπὸ τὰ κτίσματα ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἅγιος. Σήμερα ὑπάρχουν ὁ ναὸς μὲ τὸ Βῆμα καὶ τὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου, ὅπου καὶ ὁ τάφος του, ὁ νάρθηκας μὲ τὸ σκευοφυλάκιο καὶ τὸ «Ἁγιαστήριο» καὶ ἡ Τράπεζα τῆς Μονῆς.

Ὁ πεντακάμαρος ἡλιακὸς ποὺ πιθανότατα σωζόταν ἕως τὸ 1735, ἀργότερα μὲ ξύλινη κατασκευή, ποὺ καὶ αὐτὴ στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα καταστράφηκε. Τὸ 1963 κατασκευάσθηκε νέο πεντακάμαρο στὸ ὁποῖο περιλαμβάνεται ἡ Ἐγκλείστρα. Σώζεται ἀκόμη μεγάλο μέρος τῆς «Νέας Σιὼν» καὶ τοῦ κελλίου τοῦ «Τιμίου Προδρόμου». Οἱ τοιχογραφίες ποὺ σώζονται μέχρι σήμερα εἶναι τοῦ 1214.

  • Προβολές: 2812