Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Δυσχέρειες από την ειδησεογραφική εικόνα
Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Ἡ πρόκληση περιττῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐντάσεων, ποὺ γίνονται καυτὴ εἴδηση στὰ Μ.Μ.Ε., εἶναι μιὰ πράξη ποὺ ἐπιτείνει τὴν πνευματικὴ σύγχυση στὴν νεοελληνικὴ Βαβέλ. Οἱ ἐκκλησιαστικὲς εἰδήσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ἐπεξεργασμένες κατάλληλα στὰ δημοσιογραφικὰ ἐργαστήρια, κοινοποιοῦνται στὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅσους δὲν ἀνήκουν σ’ αὐτό, δυσχεραίνοντας σημαντικὰ τὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα στὸ κλίμα τῆς ἔντασης τὸ κήρυγμα τῶν ποιμένων ἀδυνατίζει, δὲν γίνεται εὔκολα πειστικό. Κι ἂς ἀναφέρεται στὰ οὐσιώδη τῆς ζωῆς. Κι ἂς διακονεῖ μὲ γνησιότητα τὸν κύριο σκοπὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιμαντικῆς, ποὺ εἶναι ὁ φωτισμὸς τῆς ψυχῆς τῶν ἀνθρώπων, τὸ ἄνοιγμα τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς τους στὸν λόγο καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος «φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήθυθεν» (κατὰ Ἰωάν. 12,46).
Ὁ λόγος, βέβαια, τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀδυνατίζει γιὰ ὅλους τοὺς ἀκροατές του. Ἀδυνατίζει γιὰ ἐκείνους –ποὺ δὲν εἶναι λίγοι– οἱ ὁποῖοι δὲν μποροῦν νὰ διακρίνουν τὸ ἐκκλησιαστικὸ «εἶναι» ἀπὸ τὸ «φαίνεσθαι», τὴν σταθερότητα τῆς θεανθρώπινης ζωῆς ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες παλινωδίες. Ἄλλωστε, ὁ πνευματικὸς λόγος γιὰ καρποφορήση μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου χρειάζεται «ὦτα» ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὴν πίστη καὶ ὄχι φραγμένα ἀπὸ τὰ πάθη, κυρίως ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἀπογοήτευσης.
Δὲν θὰ ὑπεισέλθουμε σὲ ἀναλύσεις καὶ ἑρμηνεῖες τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ τῶν νόμων τοῦ Κράτους γιὰ περασμένες ἀναστατώσεις ἡ γιὰ τὶς ὑποφώσκουσες νέες ἐκκλησιαστικὲς καὶ διεκκλησιαστικὲς ἐντάσεις. Θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ δοῦμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ἁπλῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀγνοοῦν ἐν πολλοῖς τοὺς κανόνες καὶ τοὺς νόμους. Δηλαδή, θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐπισημάνουμε καὶ νὰ αἰτιολογήσουμε στὶς ποιμαντικὲς δυσχέρειες ποὺ δημιουργεῖ μιὰ τέτοια κρίση στὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸν 21ο αἰῶνα.
Εἶναι χρήσιμο νὰ θυμόμαστε σὲ γενικὲς γραμμὲς τὴν κατάσταση τοῦ μεγαλύτερου μέρους τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὸ ὁποῖο ὀφείλουν νὰ δείχνουν ἰδιαίτερη πνευματικὴ φροντίδα οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, θρησκεύομενος καὶ μή, βομβαρδίζεται συνεχῶς μὲ ποικίλα φιλοσοφικά, θρησκευτικὰ καὶ ἀντιθρησκευτικὰ μηνύματα. Ζεῖ συνήθως μὲ τὸν νοῦ του σὲ διαρκῆ ἔξοδο ἀπὸ τὶς πύλες τῶν αἰσθήσεων, χωρὶς ὑγιῆ ἐσωτερικότητα, χωρὶς σπουδὴ καὶ ἐξάσκηση στὴν ἐπιστήμη τῶν λογισμῶν. Ἔτσι συμπαρασύρεται εὔκολα ἀπὸ τὴν ταχύτατη ροὴ τῶν ἐναλλασσόμενων μηνυμάτων, ἀπὸ τὴν κίνηση τοῦ κόσμου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ μπορῇ, τὶς πιὸ πολλὲς φορές, νὰ μελετήση σὲ βάθος αὐτὰ ποὺ ἀκούει ἡ βλέπει, ὥστε νὰ διαπιστώση τὴν ἀλήθεια ἡ τὴν πλάνη τους. Μένει συνήθως στὴν ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων. Αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὴν πρώτη ἀνεπεξέργαστη ἐντύπωση ποὺ τοῦ προκαλοῦν. Αὐτὸ τὸ γνωρίζουν πολὺ καλὰ οἱ διαφημιστὲς καὶ οἱ ὑπεύθυνοι τῶν προγραμμάτων στὰ Μ.Μ.Ε., γι’ αὐτὸ ἀπευθύνονται στὸ κοινό τους μὲ δυνατές, ἐντυπωσιακὲς εἰκόνες καὶ μὲ περιεκτικὲς συνθηματικὲς φράσεις, προσπαθῶντας νὰ ἀνταποκριθοῦν σὲ ὅ,τι ζητάει ὁ πολὺς κόσμος.
Ἡ εἰκόνα, λοιπόν, καὶ ὁ σύντομος περιεκτικὸς λόγος, χωρὶς ἀναλυτικὲς ἀποδείξεις, χωρὶς ἀναφορὰ σὲ λεπτομέρειες, εἶναι ὁ σημερινὸς τρόπος ἐπικοινωνίας μὲ τὸ μεγάλο πλῆθος τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται πολὺ μεγάλη προσοχὴ στὴν εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ προβάλλεται ἀπὸ τὰ σύγχρονα Μ.Μ.Ε.. Αὐτό, βέβαια, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐλεγχθῇ πάντοτε καὶ ἀπόλυτα ἀπὸ τοὺς ὑπεύθυνους ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι δυνατὸν ὅμως νὰ ἀποφεύγονται γεγονότα τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ δώσουν ἀφορμὴ σὲ ἐπιτήδειους γιὰ τὴν παραμόρφωση τῆς εἰκόνας της. Εἶναι, πάντως, πολὺ σημαντικό, ἡ εἰδησεογραφικὴ ἐπικαιρότητα νὰ μὴ δίνη λάθος μηνύματα γιὰ τὴν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς της. Γι’ αὐτὸ πάντα, σὲ κάθε περίσταση καὶ μὲ κάθε θυσία, πρέπει νὰ δίνεται προτεραιότητα στὴν ἔκφραση τοῦ ταπεινοῦ, ἐλεύθερου καὶ ἀναστάσιμου πνεύματος τῶν ἁγίων της, ὅπως διασώζεται μέσα στοὺς βίους καὶ τὰ κείμενά τους.
Γιὰ νὰ μὴ μιλᾶμε, ὅμως, γενικά, θὰ ἐξειδικεύσουμε λίγο τὰ πράγματα.
Κατὰ καιροὺς ἀκούστηκαν πολλὰ πράγματα γιὰ τὴν ἐμπλοκὴ νόμων τοῦ Κράτους καὶ κανόνων τῆς Ἐκκλησίας σὲ θέματα ποὺ δημιουργοῦν τριβὲς στὶς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἡ εἰδησεογραφικὴ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἰχνογραφήθηκε ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτὰ δὲν ἦταν ἑλκυστική, ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ βρίσκονται στὸν νάρθηκα ἡ στὸν αὐλόγυρο τοῦ Ναοῦ• ποὺ δὲν ἔχουν, δηλαδή, στενὴ σχέση μὲ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ συνέβη γιὰ δυὸ κυρίως λόγους, ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν συνήθη τρόπο δράσης καὶ μὲ τὴν νοοτροπία μιᾶς μεγάλης μερίδας τοῦ κόσμου:
Πρῶτον, ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, ἰδιαίτερα ὁ νέος, φοιτητὴς ἡ ἐργαζόμενος, βγαίνει συχνὰ στοὺς δρόμους καὶ διεκδικεῖ τὴν ἀλλαγὴ διαφόρων νόμων ποὺ τὸν ἀφοροῦν, ἐπειδὴ τοὺς θεωρεῖ ἄδικους. Ἐπίσης, βλέπει ὅτι ἀκόμη καὶ τὰ ἄρθρα τοῦ συντάγματος σὲ σύντομα χρονικὰ διαστήματα ἀλλάζουν, καὶ ὅτι γιὰ τὴν ἀλλαγή τους (ἡ τὴν μὴ ἀλλαγή τους) μπορεῖ καὶ ὁ ἴδιος νὰ ἐπιχειρηματολογήση καὶ νὰ πιέση. Αὐτός, λοιπόν, ὁ νέος ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ πειστῇ, ὅτι μιὰ σεβαστὴ ἀπὸ τὸ Κράτος Ἐκκλησιαστικὴ Διοίκηση δὲν μπορεῖ νὰ ρυθμίση μαζί του ὅλους τοὺς νόμους ποὺ τὴν ἀφοροῦν, ὥστε μέσα ἀπὸ αὐτοὺς νὰ λειτουργοῦν ἀπρόσκοπτα οἱ Ἱεροὶ Κανόνες καὶ οἱ διάφορες συνοδικὲς ἀποφάσεις.
Δεύτερον, μεγάλη μερίδα τῶν σύγχρονων νέων, ποὺ δὲν ἔχουν βρεῖ ἀκόμη τὸν ἑαυτό τους μέσα στὴν Ἐκκλησία, πιεζόμενοι στὸ ἐπάγγελμα ἡ στὶς σπουδές τους ἀπὸ διάφορες δημόσιες ἡ ἰδιωτικὲς «ἐξουσίες», δυσκολεύονται νὰ μποῦν στὴν ὑπακοὴ ποὺ προϋποθέτει ὁ ἐκκλησιαστικὸς βίος. Αὐτό, βέβαια, δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἐντάσεις. Ἀπὸ αὐτὲς ὅμως ἐπιτείνεται. Τὴν δυσκολία τοῦ φίλαυτου ἀνθρώπου νὰ ὑπακούση στὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ τὴν ξεπερνᾶ συνήθως ἡ ἀγάπη, τὸ ταπεινὸ πνεῦμα καὶ ἡ ἀνιδιοτέλεια ποὺ μπορεῖ νὰ βρῇ κανεὶς σὲ κάποια πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν, ὅμως, ἡ εἰδησεογραφικὴ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας μεταδίδει ἄλλα μηνύματα, τότε ἡ δυσκολία τοῦ φίλαυτου ἀνθρώπου δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ξεπερασθῇ. Βρίσκει πολλὲς προφάσεις γιὰ νὰ μὴν προσεγγίση στὴν Ἐκκλησία. Ἄλλωστε, μὲ τὴν ὅραση ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἔχη ἡ κατάστασή του, δὲν βλέπει σχεδὸν τίποτε μέσα σ’ αὐτὴν ποὺ νὰ τὸν ἐλκύη πιὸ πολὺ ἀπὸ τὰ πάθη του.
Οἱ ἐντάσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία, λόγῳ τῶν ποιμαντικῶν δυσχερειῶν ποὺ δημιουργοῦν, δικαιολογοῦνται μόνον ὅταν παραχαράσσεται ἡ ζωὴ καὶ ἡ θεολογία της. Ἀλλιῶς εἶναι δύσκολο νὰ δικαιολογηθοῦν.
Κλείνοντας θέλουμε νὰ διατυπώσουμε τὴν ἄποψη ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ σὲ ἐκκλησιαστικὰ θέσμια πρέπει, πρὶν ἀπ’ ὅλα, νὰ λαμβάνη ὑπόψη της τὴν συνείδηση τοῦ λαοῦ καὶ τὴν καλύτερη διαποίμανσή του. Νὰ γίνεται γιὰ τὸ πνευματικὸ συμφέρον τοῦ λαοῦ. Γι’ αὐτό, σημαντικότερη ἀπὸ τὴν ὁποιαδήποτε συζήτηση γιὰ τὸν ἐπανακαθορισμὸ τῶν ὁρίων τῶν ἐκκλησιαστικῶν διοικήσεων εἶναι ἡ βίωση τοῦ γράμματος καὶ τοῦ πνεύματος τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ποὺ εἶναι ἄρρηκτα δεμένοι μὲ τὸ δόγμα, μὲ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Δηλαδή, προέχει ἡ μετάδοση στὸν λαὸ αὐθεντικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου, ποὺ προϋποθέτει ἐπαναδιατύπωση τῆς πατερικῆς θεολογίας στὰ κρίσιμα ἐρωτήματα ποὺ θέτει σήμερα ὁ κόσμος, μὲ παράλληλη ζωογόνηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν (κατὰ τὸ «ἀναζωπυρεὶν τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ» (Β Τιμοθ. 1,6)), ὥστε νὰ λειτουργῇ θεραπευτικὰ γιὰ τὸν λαὸ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία, ὅπως μᾶς τὴν διδάσκει ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης.–
- Προβολές: 2894