Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, 10 Ἰανουαρίου
Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν Ἐπίσκοπος Νύσσης, μιᾶς μικρῆς Ἐπισκοπῆς, τὴν ὁποία ὅμως ἀνέδειξε μεγάλη καὶ περιφανῆ μὲ τὴν ἁγιότητα τῆς πολιτείας του. Γεννήθηκε στὴν Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου τὸ 335 μ. Χ. ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Βασίλειο καὶ τὴν Ἐμμέλεια. Σπούδασε στὴν Νεοκαισάρεια ἡ την Καισάρεια. Λόγῳ τοῦ θανάτου τοῦ πατέρα του δὲν μπόρεσε νὰ συνεχίση τὶς σπουδές του σὲ Σχολὲς ἐκτὸς τῆς πατρίδας του, ὅπως ὁ ἀδελφός του Μέγας Βασίλειος. Μαθήτευσε κοντὰ στὸν σοφιστὴ Λιβάνιο, ἀλλὰ τὴν συστηματικότερη παιδεία τὴν ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ τοῦ Μέγα Βασίλειο, τὴν μητέρα του Ἐμμέλεια, τὴν ἀδελφή του Μακρίνα, καὶ τὴν γιαγιά του Μακρίνα, ἡ ὁποία ἦταν μαθήτρια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ, ὁ ὁποῖος φανερώθηκε «ἐν ὁράματι» στὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης καὶ τοῦ ἀπήγγειλε τὸ Σύμβολον τῆς πίστεως ποὺ συνέταξε.
Νυμφεύθηκε τὴν Θεοσεβεία, τὴν πρόωρη κοίμηση τῆς ὁποίας ἀντιμετώπισε μὲ μεγάλη ἀνδρεία.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης ἦταν ἰσχυρὴ προσωπικότητα. Ἔλαβε μέρος στὴν Β Οἰκουμενική Σύνοδο, ποὺ ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 381 μ. Χ. καὶ μὲ τὴν θεολογική του κατάρτιση, ἀλλὰ καὶ τὴν ρητορική του δεινότητα ἀνεσκεύασε τὴν διδασκαλία τῶν Πνευματομάχων καὶ συνεπλήρωσε τὸ Σύμβολον τῆς πίστεως ποὺ συνέταξε ἡ Α Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, προσθέτοντας τὰ ἄρθρα περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὰ ὑπόλοιπα. Ἦταν ὁ εἰσηγητὴς τῆς Συνόδου καὶ ὁ λόγος του, καθὼς καὶ ἡ ἐν γένει παρουσία του, προξένησαν μεγάλη ἐντύπωση. Ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Μέγας, ἐκφράζοντας τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμησή του, τὸν ἀπεκάλεσε στῦλο τῆς Ὀρθοδοξίας. Τέσσερεις αἰῶνες ἀργότερα ἡ Ζ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, «γιὰ νὰ δείξη τὴν ἀκεραιότητά του στὴν ἔκθεση καὶ τὴν ὑποστήριξη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως», τὸν ὀνόμασε «πατέρα πατέρων». Πρόκειται γιὰ σπάνιο τιμητικὸ τίτλο.
Ἐξορίσθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀρειανούς, ἀλλὰ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀρειανοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλη, τὸ 378, καὶ τὴν ἀνάληψη τῆς ἐξουσίας ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο αὐτοκράτορα Γρατιανό, ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν Ἐπισκοπή του. Τὴν χαρά του ὅμως αὐτὴ διαδέχθηκε ἡ θλίψη γιὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
«Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ» τὸ ἔτος 395 μ. Χ.
Κατέλιπε πλούσιο συγγραφικὸ ἔργο μὲ κείμενα ἑρμηνευτικά, δογματικά, κατηχητικά, λόγους ἠθικούς, ἑορταστικούς, ἐγκωμιαστικούς, ἐπιταφίους καὶ ἐπιμνημόσυνο λόγο στὸν ἀδελφό του Βασίλειο. Μεταξὺ τῶν σπουδαιοτέρων ἔργων του εἶναι οἱ λόγοι «περὶ Παρθενίας», «εἰς τὸν βίον τοῦ Προφήτου Μωϋσέως», ποὺ στὴν πραγματικότητα εἶναι πραγματεία γιὰ τὸν βίο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς τελειότητος, ὁ βίος τῆς ἀδελφῆς τοῦ ὁσίας Μακρίνας, ὁ Μ. Κατηχητικὸς λόγος κ. α.
Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου μας δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα.
Πρῶτον. Ὁ 4ος αἰῶνας μ. Χ. ἀποκαλεῖται χρυσοῦς αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας ἐξ αἰτίας τῶν μεγάλων Πατερικῶν μορφῶν ποὺ ἔλαμψαν τότε στὸ πνευματικὸ στερέωμα. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπῆρχαν καὶ τότε προβλήματα καὶ μάλιστα σοβαρά, κυρίως ἐξ αἰτίας τῆς προσχωρήσεως Ἐπισκόπων στὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προκαλοῦνται σχίσματα καὶ διαιρέσεις μεταξὺ τῶν πιστῶν. Ἀλλὰ καὶ ἐξ αἰτίας τῆς διώξεως Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἐξορίζονταν ἀπὸ τοὺς φιλαρειανοὺς κρατικοὺς ἄρχοντες, καὶ τὴν θέση τους κατελάμβαναν πειθήνια ὄργανα τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, ἄνθρωποι κατώτεροι τῶν περιστάσεων. Χαρακτηριστικὰ εἶναι τὰ ὅσα γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἐξόριστο Ἐπίσκοπο Σαμωσάτων Εὐσέβιο: «Καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἐπισκοπῆς προσφέρεται τώρα σὲ ἀνθρώπους ταλαίπωρους, σὲ δούλους... Ὁ διορίσας αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο (Ἐπίσκοπο) ἄφησε στὶς Ἐκκλησίες ἕνα κακὸ ἐφόδιο γιὰ τὸν ἑαυτό του πρὸς τὴν μέλλουσαν ζωή. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι τώρα ἐξεθρόνισαν τὸν ἀδελφό μου ἀπὸ τὴν Νύσσαν καὶ ἀντὶ αὐτοῦ ἐτοποθέτησαν ἄνδρα, μᾶλλον ἀνδράποδο, ποὺ ἀξίζει ὀλίγους μόνον ὀβολοὺς καὶ ποὺ εἶναι ἐφάμιλλος μὲ τοὺς ἐγκαταστήσαντας αὐτὸν κατὰ τὴν διαφθορὰν τῆς πίστεως» (Ε.Π.Ε. τόμ. 1, σελ. 301-302).
Ἦταν ὅμως μεγάλη εὐλογία γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ παρουσία στὸ πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας προσώπων τοῦ πνευματικοῦ ἀναστήματος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης καὶ πολλῶν ἄλλων, ἐπειδὴ συνέβαλαν τὰ μέγιστα στὴν ἀποσόβηση ὁριστικοῦ σχίσματος μεταξὺ τῶν πιστῶν καὶ στὴν ὀρθὴ ἐπίλυση τῶν ἀναφυομένων προβλημάτων χωρὶς σοβαρὲς παρενέργειες γιὰ τὴν πνευματικὴ ὑγεία καὶ τὴν σωτηρία τῶν πιστῶν.
Δεύτερον. Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν εὐθύνη τῆς τοποθετήσεως τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου στὴν Ἐπισκοπὴ Νύσσης, ἔγινε ἀποδέκτης παραπόνων ὅτι ἡ ἐν λόγῳ Ἐπισκοπὴ εἶναι μικρὴ γιὰ Ἐπίσκοπο τοῦ πνευματικοῦ ἀναστήματος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ὁ Μέγας Βασίλειος, σὲ ἐπιστολὴ τοῦ πρὸς τὸν ἅγιο Εὐσέβιο Σαμωσάτων, ἀπαντᾶ γράφοντας τὰ ἑξῆς ἀξιομνημόνευτα: «Ἤθελα καὶ ἐγὼ ὁ ἀδελφός μου Γρηγόριος νὰ διοικῇ Ἐκκλησία σύμμετρη μὲ τὰ προσόντα του. Αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ σὲ ὅλη τὴν ὑφήλιο συγκεντρωμένη σὲ μία. Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, «ἔστω Ἐπίσκοπος, μὴ ἐκ τοῦ τόπου σεμνυνόμενος, ἀλλὰ τὸν τόπον σεμνύνων ἐφ’ ἑαυτοῦ». Δηλαδή, ἂς εἶναι Ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος δὲν θὰ λαμβάνη ἀξία ἀπὸ τὸν τόπο, ἀλλὰ θὰ δίνη ἀξία στὸν τόπο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Διότι γνώρισμα τοῦ μεγάλου δὲν εἶναι μόνον νὰ ἐπαρκῆ στὰ μεγάλα, ἀλλὰ καὶ τὰ μικρὰ νὰ μεταβάλλη σὲ μεγάλα μὲ τὴν ἱκανότητά του».
Οἱ ἀξιόλογοι καὶ σημαντικοὶ ἄνθρωποι δὲν λαμβάνουν ἀξία ἀπὸ τὸ ἀξίωμα, ἀντίθετα μάλιστα, μὲ τὴν προσωπικότητα καὶ τὸ κῦρος τους, προσδίδουν ἀξία στὸ ἀξίωμα. Ἄλλωστε οἱ σημαντικὲς θέσεις καὶ τὰ ὅποια ἀξιώματα δὲν εἶναι ἱκανὰ νὰ τιμήσουν τὸν ἄνθρωπο ἐὰν δὲν εἶναι ἄξιος τιμῆς. Τὸ σοβαρότερο ὅμως εἶναι ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν διαθέτει ἀξία μεγαλύτερη ἡ ἔστω ἀνάλογη μὲ τὸ ἀξίωμα ποὺ κατέχει, ἀργὰ ἡ γρήγορα θὰ ἐξευτελισθῇ, ἐπειδὴ τὰ ἀξιώματα (ἰδιαίτερα ἐκεῖνο τοῦ Ἐπισκόπου, καὶ τοῦ Κληρικοῦ γενικότερα) ἔχουν τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα ὄχι νὰ καλύπτουν τὶς ἐλλείψεις, τὰ λάθη καὶ τὰ πάθη, ἀλλὰ νὰ τὰ ἀποκαλύπτουν.–
- Προβολές: 2928