Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Νεοελληνικά μηνύματα προς τους έξω

του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

Ο διάσημος Γάλλος χορογράφος Μορίς Μπεζάρ την 1η Ιανουαρίου 2007 γιόρτασε μαζί με πολλούς διάσημους φίλους του τα ογδοηκοστά γενέθλιά του. Με αφορμή αυτήν την επέτειο, αλλά και λόγω της παρουσίασης τριών έργων του στο Μέγαρο Μουσικής της Θεσσαλονίκης, στο τέλος Ιανουαρίου, δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑgazino (21.1.2007) μια ενδιαφέρουσα συνέντευξή του. Η συνέντευξη του Μπεζάρ παρουσιάζει ενδιαφέρον, μεταξύ άλλων, για δύο σημαντικούς λόγους: Πρώτον, γιατί μέσα από τις ειλικρινείς αυτοβιογραφικές απαντήσεις του φαίνεται η θρησκευτική σύγχυση πολλών πνευματικά ανήσυχων Ευρωπαίων. Και δεύτερον, γιατί εμμέσως, πλην σαφώς, μας αποκαλύπτει την ποιότητα των πολιτιστικών και πνευματικών μηνυμάτων που στέλνονται προς τα έξω από σημαντικούς εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής καλλιτεχνικής ελίτ.

Και πρώτα για την θρησκευτική σύγχυση. Ο Μ. Μπεζάρ το 1985 είχε πει: «τρώω Θεό, πίνω Θεό, φιλάω Θεό, χορεύω Θεό». Με αφορμή αυτήν την παλιά δήλωσή του, ο δημοσιογράφος τον ρώτησε: «Τι σημαίνει για σας Θεός;». Η απάντηση του Μπεζάρ ήταν εκφραστική της μεγάλης θρησκευτικής σύγχυσης, που ταλανίζει τον σύγχρονο δυτικό κόσμο: «Είμαι άνθρωπος βαθιά θρησκευόμενος», είπε. Και συνέχισε: «Μεγάλωσα σε ένα καθολικό οικοτροφείο. Κάθε πρωΐ πηγαίναμε στην εκκλησία. Τα πράγματα ήταν πολύ αυστηρά. Όταν έφυγα από εκεί, θρησκεία μου έγινε ο χορός, και έπειτα σιγά σιγά συνάντησα, είτε, μέσα από τη λογοτεχνία, μυστικιστές όπως τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού... είτε, μέσα από τα ταξίδια μου στην Ιαπωνία, έναν δάσκαλο Ζεν που με βοήθησε πολύ να εξελιχθώ η στο Ιράν έναν δάσκαλο Σούφι που μου έμαθε πολλά πράγματα». Ο Μπεζάρ θεωρεί ότι όλη αυτή η περιπέτεια τον βοήθησε να επιστρέψη «στην ουσία των πραγμάτων». Η θεολογική βάση αυτών των αναζητήσεών του διατυπώθηκε από τον ίδιο ως εξής: «Το ότι προσπαθώ να εμβαθύνω σε μια θρησκεία δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπω την άλλη. Ο Θεός είναι ένας. Μπορεί να μεταμφιέζεται σε Έλληνα, σε Άραβα η σε Ιάπωνα, αλλά πρόκειται για τον ίδιο Θεό».

Αυτή η «θεολογία» του Μπεζάρ εκφράζει τον συγκρητισμό της Νέας Εποχής σε όλο του το μεγαλείο. Ο Θεός που πιστεύει είναι ένας, αλλά «μεταμφιέζεται» σε πολλούς, με ριζικά διαφοροποιημένες «δογματικές» και διαμετρικά αντίθετες «ηθικές». «Μεταμφιέζεται» χρησιμοποιώντας ως προσωπεία τις διάφορες εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις, σχετικοποιώντας την αλήθεια του ενός Θεού, συγχέοντας την αποκαλυπτική θεολογία με τις ανθρώπινες τοπικές παραδόσεις. Αυτή η θεολογική προσέγγιση του Μπεζάρ αγνοεί η παραθεωρεί την απλή αλήθεια, ότι άλλο πράγμα είναι η δίψα για τον αληθινό Θεό και άλλο ο Θεός για τον οποίο μιλά η κάθε θρησκεία. Η δίψα για τον αληθινό Θεό είναι κοινή σε όλο το ανθρώπινο γένος, δεν είναι όμως κοινός ο Θεός όλων των θρησκειών, που προσπαθούν να ικανοποιήσουν αυτήν την δίψα. Μια απλή ενημέρωση για στις θεολογίες των διαφόρων θρησκειών δείχνει αμέσως τα χάσματα που τις χωρίζουν. Ο δάσκαλος Ζεν, για παράδειγμα, που προσπαθεί να φθάση στον «φωτισμό» μέσω του διαλογισμού και με την ενεργοποίηση των έμφυτων δυνάμεων του ανθρώπου, απορρίπτοντας την χρήση ιερών βιβλίων, και ο Μουσουλμάνος δάσκαλος Σούφι, που ασκείται με βάση μυστικιστικές ερμηνείες του Κορανίου, του ιερού Βιβλίου των Μουσουλμάνων, δεν μπορεί να αναφέρονται στον ίδιο Θεό. Ούτε ακόμη ο έκλυτος Διόνυσος, ο οποίος κατά τον Μπεζάρ «είναι ένας ζωντανός Θεός», έχει κάποια σχέση με τον ασκητισμό των δασκάλων Ζεν και Σούφι, ούτε επίσης μπορεί να έχη θέση μέσα στην θεολογία του Πλάτωνα, ο οποίος στην «Πολιτεία» του έκανε αυστηρότατη κριτική στην μυθολογία του Δωδεκαθέου, φθάνοντας στο σημείο να εξοβελίση από την Πολιτεία του τον Ησίοδο και τον Όμηρο, που είναι οι κύριες θεολογικές πηγές του Δωδεκαθέου. Ακόμη παραπέρα, δεν μπορεί να θεωρηθή ο Πλάτωνας προϋπόθεση του Χριστιανισμού (ο Μπεζάρ ισχυρίζεται ότι «χωρίς τον Πλάτωνα δεν θα υπήρχε ο Χριστιανισμός»), την στιγμή που η θεολογία της Εκκλησίας είναι ριζικά αντίθετη με την ύπαρξη αμετάβλητων πλατωνικών ιδεών, καθώς και με την πλατωνική ανακύκληση των μετενσαρκώσεων.

Πέρα όμως από τον νεοεποχήτικο συγκρητισμό του Μπεζάρ, μέσα στις θρησκευτικές αναζητήσεις του φαίνεται η επιθυμία της βαθιάς πνευματικής εμπειρίας, για την οποία δεν του ανοίχθηκαν δρόμοι από την θρησκευτική παιδεία που δέχθηκε στο καθολικό οικοτροφείο. Εξαιτίας αυτού του κενού, μετά τον «καθολικισμό», θρησκεία του έκανε το χορό. Από την αυστηρή θρησκευτική πειθαρχία, που εξαντλείτο σε εξωτερικές εκδηλώσεις, χωρίς εσωτερικό αντίκρυσμα, πέρασε στην πειθαρχία του χορού, στην οποία επιδιώκεται ο συντονισμός του σώματος στους ρυθμούς που επιβάλλουν οι καταστάσεις και οι διαθέσεις της ψυχής. Αλλά και πάλι δεν έμεινε εκεί. Ζήτησε κάτι βαθύτερο, το οποίο αναζήτησε στον μυστικισμό• στον δυτικό μυστικισμό του Ιωάννη του Σταυρού και σε διαφόρους «ανατολικούς» εξωχριστιανικούς μυστικισμούς βουδιστικής η μουσουλμανικής προελεύσεως.

Όλη αυτή η περιπέτεια του Μπεζάρ περιγράφει αφενός μεν την θρησκευτική σύγχυση πολλών ανήσυχων πνευματικά Ευρωπαίων, αφετέρου δε την ανθρώπινη ανάγκη για βαθιά πνευματική εμπειρία, η οποία σ’ εμάς τους Ορθοδόξους προσφέρεται πλούσια μέσα από την θεολογία και την ασκητική του ησυχασμού. Η αναζήτηση της μυστικής εμπειρίας από τον Μπεζάρ, μπορούμε να πούμε ότι είναι μια ορθόδοξη αναζήτηση, η οποία όμως δεν βρήκε, προς το παρόν τουλάχιστον, τον ορθόδοξο δρόμο. Ταυτόχρονα δείχνει το πόσο βλάπτουμε, εμείς οι Ορθόδοξοι Έλληνες, τον εαυτό μας, αλλά και την οικουμενικότητα του εκχριστιανισμένου ελληνισμού μας, όταν αγνοούμε στην θεωρία και την πράξη τον ορθόδοξο Ησυχασμό, ο οποίος αποτελεί την πεμπτουσία του Χριστιανισμού, τον πυρήνα της αποστολικής και πατερικής παραδόσεως.

Στο σημείο αυτό μπορούμε να αξιολογήσουμε, μέσα από την συνέντευξη, την πνευματική ποιότητα των μηνυμάτων που στέλνονται προς τους έξω, από ορισμένους σημαντικούς εκπροσώπους της νεοελληνικής καλλιτεχνικής ελίτ.

Ο δημοσιογράφος που πήρε την συνέντευξη μας ενημερώνει: «Ο Μορίς Μπεζάρ ασπάστηκε τον ισλαμισμό τη δεκαετία του 1960. Μεγαλωμένος με τις πιο αυστηρές αρχές του καθολικισμού, στην απόφασή του να αλλάξη θρησκεία έπαιξε καθοριστικό ρόλο η γνωριμία του με έναν κούρδο μουσικό».

Πολύ στενός φίλος του Μπεζάρ ήταν ο Μάνος Χατζηδάκις. Ο ίδιος λέει: «Με τον Μάνο ήμασταν φίλοι. Πήγαινα συχνά στο σπίτι του, ακούγαμε μαζί μουσική, τον παρακολουθούσα μάλιστα να δουλεύη με τους μουσικούς του...». Και σε άλλο σημείο αποφαίνεται: «Ο Μάνος ήταν η Ελλάδα, ήταν η μουσική». Βέβαια, η Ελλάδα που γνώρισε ο Μπεζάρ δεν εκπροσωπεί κάποια παράδοση και θεολογία με εσωτερικότητα και δυναμισμό, που βοηθά τον άνθρωπο να ισορροπήση και να «εξελιχθή». «Η Ελλάδα [του Μπεζάρ] είναι μια χώρα που χορεύει. Την εποχή που τη γνώρισα», λέει, «στη δεκαετία του 60, υπήρχαν Έλληνες που χόρευαν θαυμάσια...». Την συνδέει πιο πολύ με τον Διόνυσο και τον Πλάτωνα, παρά με τον Χριστό. Έτσι, για να «εξελιχθή» παρέκαμψε το Άγιον Όρος και τον ορθόδοξο Ησυχασμό του και κατέφυγε στον Βουδισμό και τον Μουσουλμανισμό. Ο Κούρδος μουσικός, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή της θρησκείας του, είχε φαίνεται πιο πολλά πράγματα να προσφέρη στον Μπεζάρ από τον Μουσουλμανισμό του, απ’ ο,τι ο φίλος του Μάνος από την δική του πίστη. Ίσως γιατί ο «νεοελληνικός Χριστιανισμός» που του προσφέρθηκε η που τυχαία συνάντησε, δεν διέφερε πολύ από τον Χριστιανισμό του καθολικού οικοτροφείου. Δεν του δόθηκε, δηλαδή, να οσφρανθή το διαφορετικό της Ορθοδοξίας, το άρωμα της ησυχίας του νου και της ορθόδοξης επιστήμης των λογισμών, που διδάσκουν το πως μπορεί κανείς μέσα στο μυστήριο του Θεανθρώπου να «πίνη Θεό» και να «τρώη Θεό».

Είναι ενδεικτικά, αλλά σαφή τα πολιτιστικά και πνευματικά μηνύματα των Νεοελλήνων που στέλνονται προς τους έξω, δυστυχώς όχι μόνο από κοσμικούς καλλιτέχνες.–

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2973