Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Πως μπορεί να «αποδομηθή» μια αδιαίρετη σχέση;

του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

Υπάρχει ένας ακήρυκτος πόλεμος εναντίον των συμβόλων του Έθνους, τα οποία συνδέουν την πίστη με την πατρίδα. Με ποικίλες προφάσεις επιχειρείται μια «αποδόμηση της Ιστορίας» μας. Ένα από τα σύμβολα που βάλλονται σ’ αυτόν τον πόλεμο και «αποδομούνται» είναι η γιορτή της 25ης Μαρτίου. Γι’ αυτόν τον ακήρυκτο πόλεμο και πιο ειδικά για την διάσπαση (αποδόμηση) της σχέσης της 25ης Μαρτίου με την ιστορική πραγματικότητα, αλλά και της σχέσης των στοιχείων που απαρτίζουν το νόημά της (τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και την κήρυξη της Επανάστασης), θα σημειώσουμε στην συνέχεια ορισμένες παρατηρήσεις.

Και πριν απ’ όλα πρέπει να επισημανθή η εγγενής ελληνική διχοστασία. Διότι μέσα από τις έντονες συζητήσεις που έχει πυροδοτήσει το βιβλίο της Ιστορίας της 6ης Δημοτικού, προβάλλει ένας διχασμός της νεοελληνικής διανόησης, αφενός μεν ως προς την αλήθεια, την περιγραφή και την εκτίμηση σημαντικών γεγονότων της εθνικής μας Ιστορίας, αφετέρου δε ως προς την παιδευτική αξία της γνώσεως σκληρών εμπειριών των προγόνων μας, οι οποίες σχετίζονται με τις όχι και πολύ φιλικές συμπεριφορές γειτονικών μας λαών. Ένας στοιχειωδώς σκεπτόμενος ακροατής των συζητήσεων που γίνονται, καταλαβαίνει ότι ο διχασμός αυτός δεν έχει επιστημονικές αφετηρίες. Δεν οφείλεται, δηλαδή, σε πορίσματα επιστημόνων της Ιστορίας, που συγκρούονται μεταξύ τους. Εκκινεί από συγκρουόμενες ιδεολογικές βάσεις και αποκλίνουσες πολιτικές επιλογές, οι οποίες σχετίζονται με αφιστάμενες μεταξύ τους εμπειρίες από το λαϊκό και το εκκλησιαστικό σώμα. Η μια πλευρά φαίνεται να μην έχη ουσιαστικές σχέσεις με την ζωντανή λαϊκή παράδοση, με το αίσθημα και το φρόνημα του λαού, τα οποία ενεργοποιούνται και τροφοδοτούνται από τις πικρές και τις ένδοξες μνήμες της εθνικής μας ιστορίας, ούτε, ακόμη, δείχνει να γνωρίζη επαρκώς τον τρόπο της ζωής του Έλληνα Ρωμηού μέσα στο σώμα της Εκκλησίας. Η άλλη πλευρά, είτε απλώς διανοητικά, είτε και υπαρξιακά, δείχνει ότι γνωρίζει την λαϊκή μας παράδοση, τις ευαισθησίες και τα οράματα του λαού, καθώς και το πως έχει ζυμωθή η ζωή των Ελλήνων από την ζύμη της αποστολικής και πατερικής Παράδοσης της Εκκλησίας μας.

Η εμπειρία των τελευταίων διενέξεων, με υλικό πτυχές της ιστορίας μας, μας έδειξε ότι ο υποκειμενισμός αυτών που δεν «αναπαύονται», λόγω των ιδεολογικών τους αγκυλώσεων, στην ιστορική αλήθεια, βρίσκει ποικίλους μεταμοντέρνους τρόπους για να επιβληθή «δημοκρατικά» στην ελληνική κοινωνία. Για παράδειγμα, «καταλαμβάνει» την αρμόδια επιτροπή του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, οπότε μέσα από τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας, τα οποία διδάσκονται υποχρεωτικά όλοι οι Έλληνες μαθητές, διαμορφώνει την ιστορική μνήμη της νέας γενιάς με τα στοιχεία μιας «αποδομημένης ελληνικής ιστορίας». Προβάλλει, μάλιστα, ως επιστημονικό θεμέλιο αυτής της «αποδόμησης» την αγνωστικιστική «επιστημονική» άποψη, που ακούστηκε σε μια από τις σχετικές τηλεοπτικές συζητήσεις, ότι δεν υπάρχει ιστορική αλήθεια, γιατί η περιγραφή και η ανάγνωση των γεγονότων είναι πάντα κάτι το αποκλειστικά υποκειμενικό.

Δεν θα ασχοληθούμε αναλυτικά με την άποψη αυτήν. Επιγραμματικά μόνον θα πούμε ότι συνιστά την κατάργηση της Ιστορίας ως επιστήμης και την μετατροπή του Ιστορικού από επιστήμονα σε μυθιστοριογράφο. Είναι, μάλιστα, πολύ βολική σε όσους θέλουν να διαμορφώσουν το ιστορικό παρελθόν μας, όπως αυτοί το επιθυμούν.

Ας έλθουμε, όμως, στην επέτειο της 25ης Μαρτίου, η οποία αμφισβητείται και ως ημερομηνία και ως εθνικοθρησκευτικό σύμβολο από «αναθεωρητές της ιστορίας», οι οποίοι διακατεχόμενοι από έναν «ημερολογιακό φανατισμό», θέλουν να αποσυνδέσουν την Εκκλησία από την ζωή του Έθνους. Στην συνέχεια όσα ιστορικά στοιχεία θα αναφερθούν είναι παρμένα από τον 12ο τόμο της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους», της Εκδοτικής Αθηνών.

Η 25η Μαρτίου είναι μια γιορτή-σύμβολο, η οποία πέρασε μέσα στον λαό, με την μορφή που σήμερα γνωρίζουμε, ήδη από το 1824, όταν ο Γάλλος ιστορικός Πουκεβίλ έγραψε την Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως. Ο λαός που αγωνίστηκε –και ακόμη τότε αγωνιζόταν– είδε σ’ αυτήν την ημερομηνία την συμπύκνωση όλου του αγώνα και όλων των πόθων του. Ο Πουκεβίλ, λοιπόν, προσδιόρισε την ημερομηνία και συνέδεσε την κήρυξη της Επαναστάσεως με την Αγία Λαύρα, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και την ορκωμοσία των αγωνιστών πάνω στο Λάβαρο. Αν και τα πράγματα δεν έγιναν όπως ακριβώς τα εξιστορεί, εντούτοις δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Ειδικά, το νόημα που δόθηκε στην γιορτή, υπάρχει ακέραιο και ενισχύεται ακόμη περισσότερο, αν δη κανείς τα πραγματικά γεγονότα. Η σύνδεση της πίστης στον Χριστό με την αγάπη στην ελευθερία της πατρίδος είναι πανταχού παρούσα σ’ όλες τις φάσεις του αγώνα. Έτσι, ο στόχος των «αναθεωρητών» της Ελληνικής Ιστορίας, που είναι η αποσύνδεσή της από την Εκκλησία και την πίστη, αποδεικνύεται ουτοπικός, εξωπραγματικός.

Ας έλθουμε, όμως, στα γεγονότα.

Πρόθεση των Αρχιερέων και των Προκρίτων της Πελοποννήσου, ιδιαίτερα του Παλαιών Πατρών Γερμανού, ήταν η επανάσταση να ξεκινήση σε όλες τις περιοχές ταυτοχρόνως. Όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη. «Η έναρξη της Επαναστάσεως στην Ελλάδα δεν πραγματοποιήθηκε σε μια ημέρα μόνο... αν και είχε ορισθή ως ημέρα γενικής εξεγέρσεως η 25η Μαρτίου. Πολλοί παράγοντες και οι τοπικές ιδιομορφίες συνετέλεσαν, ώστε η Επανάσταση να αρχίση πριν την 25η Μαρτίου» (Ιστ. Ελλ. Έθνους, σ.83). Έτσι, η πρώτη πράξη του ξεσηκωμού έγινε στις 21 Μαρτίου στα Καλάβρυτα, όπου μετά από πενθήμερη αντίσταση οι καλαβρυτινοί Τούρκοι αναγκάσθηκαν να παραδοθούν. Επίσης, στις 23 Μαρτίου μπήκε στην Καλαμάτα ο Κολοκοτρώνης και από τις 23 έως τις 25 Μαρτίου έγινε ο ξεσηκωμός της Πάτρας, ο οποίος κατέληξε στην πολιορκία των Τούρκων στο φρούριο της πόλεως.

Πως, όμως, επικράτησε το λάθος του Πουκεβίλ και ως ημέρα έναρξης της επαναστάσεως θεωρήθηκε η 25η Μαρτίου; Αυτό έγινε για δύο κυρίως λόγους, πέρα από τον δυνατό συμβολισμό της ημέρας. Πρώτον, γιατί, όπως ήδη σημειώσαμε, την ημέρα αυτή είχε αποφασισθή να ξεκινήση ο μεγάλος ξεσηκωμός, κάτι που είχε διαδοθή στον λαό, πριν αρχίσει η Επανάσταση. Και δεύτερον, γιατί την ημέρα αυτή η Επανάσταση γενικεύθηκε σε όλη την Πελοπόννησο. Η σύνδεση, επίσης, του Παλαιών Πατρών Γερμανού με την ύψωση του Λαβάρου της Επαναστάσεως έγινε εξαιτίας δύο γεγονότων. Πρώτον, την 25η Μαρτίου μπήκε ο Π. Πατρών Γερμανός στην Πάτρα, μαζί με πολλούς άλλους αγωνιστές, και «έστησε στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου της Πάτρας τον Σταυρό, πάνω στον οποίο ορκίσθηκαν οι αγωνιστές που συγκεντρώθηκαν εκεί, αναφωνώντας “ελευθερία η θάνατος”» (Ιστ. Ελλ. Έθνους, σ.87). Αυτό που λέει ο Πουκεβίλ ότι έγινε στην Αγία Λαύρα, έγινε στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου της Πάτρας. Δεύτερον, στις 10 η 13 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε στην Αγία Λαύρα σύσκεψη για την έναρξη της Επαναστάσεως. Σύμφωνα με μαρτυρίες από οικογενειακά αρχεία αγωνιστών, στην σύσκεψη αυτή, παρόντος του Γερμανού, αποφασίσθηκε η έναρξη της Επαναστάσεως. Έγινε, μάλιστα, «ειδική δοξολογία στις 17 Μαρτίου, ημέρα εορτής του τιμωμένου εκεί Αγίου Αλεξίου, και επακολούθησε ορκωμοσία» (Ιστ. Ελλ. Έθνους, σ.82). Δοξολογία, δηλαδή, και ορκωμοσία αγωνιστών έγινε και στην Αγία Λαύρα, όχι όμως στις 25 Μαρτίου.

Είναι σημαντικό να τονισθή ότι η επιλογή της 25ης Μαρτίου, ως ημέρας του μεγάλου ξεσηκωμού, δεν έγινε με κριτήρια στρατηγικά, αλλά καθαρά πνευματικά. Το Γένος ήθελε στον αγώνα του την βοήθεια του Χριστού και την Σκέπη της Θεοτόκου. Άλλωστε, το θεολογικό περιεχόμενο της εορτής του Ευαγγελισμού, λόγω της πίστης των αγωνιστών, ήταν πολύ ενισχυτικό ως σύμβολο του αγώνα. Τα πνευματικά κριτήρια της επιλογής της 25ης Μαρτίου επιβεβαιώνονται και από τις συζητήσεις που έγιναν στην σύσκεψη της Βοστίτσας (26 έως 29 Ιανουαρίου 1821), στην οποία συμμετείχε η Εφορία των Φιλικών της Πελοποννήσου και πολλοί πελοποννήσιοι Προεστοί. Οι συσκεφθέντες «ως προς την έναρξη της Επαναστάσεως συμφώνησαν ως κατάλληλη ημερομηνία, εκτός από την 25η Μαρτίου, την 23η Απριλίου, εορτή του Αγίου Γεωργίου η το αργότερο την 21η Μαΐου, εορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης» (Ιστ. Ελλ. Έθνους, σ.79).

Σε όλες τις επιλογές των αγωνιστών φαίνεται το αδιαίρετο της πατρίδας από την πίστη του Χριστού και τον θεσμό της Εκκλησίας. Πως, λοιπόν, εκ των υστέρων, μπορεί να «αποδομηθή» μια τέτοια αδιαίρετη σχέση; Προφανώς δεν αναφερόμαστε στο σήμερα της πατρίδας...

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2886