Skip to main content

Ο Ιεράρχης της ελευθερίας

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Δημοσιεύουμε εν συνεχεία την ομιλία του Σεβασμιωτάτου για τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, που εκφωνήθηκε στην Πάτρα στα πλαίσια των «Πρωτοκλητείων 2006» που διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Πατρών και ήταν αφιερωμένα στον Ιεράρχη της Επαναστάσεως.

*

Ο Ιεράρχης της ελευθερίαςΗ σημερινή ευχαριστιακή σύναξη, γίνεται με την ευκαιρία των εκδηλώσεων που διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Πατρών με την έμπνευση και καθοδήγηση του Ποιμενάρχου αυτής Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Χρυσοστόμου, για τον μεγάλο Ιεράρχη αυτής της Μητροπόλεως, του Μητροπολίτου Παλαιών Πατρών κυρού Γερμανού, που ελάμπρυνε αυτόν τον αρχιερατικό θρόνο και αγάπησε την Εκκλησία και τον άνθρωπο. Και με την παράκληση του Ποιμενάρχου σας και αγαπητού εν Χριστώ αδελφού κ. Χρυσοστόμου, θα αναφερθώ στην υπέροχη αυτήν προσωπικότητα και κυρίως θα τον δούμε μέσα από την προοπτική του Ιεράρχου της ελευθερίας.

1. Εθνική και εκκλησιαστική ελευθερία

Ο μεγάλος αυτός Ιεράρχης διαπνεόταν πράγματι από τον αέρα της ελευθερίας. Δεν μπορούσε να βλέπη το ποίμνιό του και γενικά τον ελληνικό λαό να βασανίζεται στην σκλαβιά και γι' αυτό συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση του 1821, σηκώνοντας το λάβαρό της και ευλογώντας με τον τρόπο αυτόν τον αγώνα για την ελευθερία.

Διαβάζοντας κανείς αυτήν την πλευρά της ζωής του, διαπιστώνει ότι ενεργούσε με πίστη στον Θεό και αγάπη για τον άνθρωπο, αλλά ταυτόχρονα διακρινόταν από σύνεση, ψυχραιμία και διάκριση. Είναι εύκολο κανείς να εκδηλώνη αυτές τις σημαντικές αρετές όταν βρίσκεται σε ειρηνική περίοδο, αλλά είναι πολύ δύσκολο να τις έχη όταν βρίσκεται σε πολεμική και επαναστατική ατμόσφαιρα. Και, όμως, εκείνος αγωνιζόταν για την ελευθερία, μέσα από την δική του εσωτερική ελευθερία, που εκδηλωνόταν ως νηφαλιότητα, ψυχραιμία και διακριτικότητα. Την αντιμετώπιση των ζητημάτων της οργανώσεως του Αγώνος την έκανε «μετά συνέσεως, περισκέψεως και συντηρητικότητος». Και κατά τα πρώτα έτη του Αγώνος κατευνάζει τα πάθη και ρυθμίζει τις αντιθέσεις. «Μεσολαβεί, συμβιβάζει, συντελεί εις την διάκρισιν των εξουσιών Βουλευτικού και Εκτελεστικού δια του Οργανισμού της 1ης Ιανουαρίου 1822».

Θα ήθελα, όμως, να προχωρήσω πιο πέρα και να εντοπίσω μια άλλη άγνωστη σε πολλούς πλευρά του Παλαιών Πατρών Γερμανού, που έχει σχέση με ένα άλλον αγώνα ελευθερίας που συνίσταται στην προσπάθεια που κατέβαλε ο μεγάλος εκείνος ορθόδοξος Ιεράρχης στο να διατηρηθή η ελευθερία της Εκκλησίας από άλλες εξαρτήσεις, και έτσι ενήργησε ως αληθινός Αρχιερεύς. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν αγάπησε μόνον την Πατρίδα και τους ανθρώπους, αλλά αγάπησε και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν ενδιαφερόταν μόνον για την πολιτική ελευθερία, αλλά και για την εκκλησιαστική ελευθερία. Από την διδακτορική διατριβή του Κωνσταντίνου Μανίκα μαθαίνουμε πολλές πληροφορίες γύρω από την δραστηριότητά του αυτή.

Είναι γνωστόν ότι η Ελληνική Επανάσταση αντιμετώπισε εξ αρχής την αντίθεση της Ιεράς Συμμαχίας, γι’ αυτό και οι πολιτικοί της Επαναστάσεως προσπαθούσαν να έλθουν σε επαφή με τους ηγέτας των Ευρωπαϊκών Κρατών που συνεδρίαζαν τον Ιούνιο του 1822 στην Βερόνα της Ιταλίας για να αποφασίσουν για την στάση που θα τηρούσαν απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση. Η τότε Ελληνική Κυβέρνηση προέβη σε πολλές ενέργειες για να έλθη σε επικοινωνία με τους ηγέτας αυτούς και κυρίως με το Παπικό Κράτος που έπαιζε μεγάλο ρόλο σε αυτές τις υποθέσεις. Δυστυχώς όλες οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν, γιατί οι ηγέτες των Κρατών της Ευρώπης την περίοδο εκείνη δεν ευνοούσαν επαναστατικές κινήσεις.

Η Ελληνική Κυβέρνηση τότε απεφάσισε να αποστείλη στον Πάπα μια Επιτροπή που αποτελείτο από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και τον Γεώργιο υιό του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Η αποστολή αυτή είχε δύο σκοπούς. Ο ένας ήταν πολιτικός και αφορούσε την σύναψη διπλωματικών σχέσεων με το Παπικό Κράτος, και ο άλλος ήταν εκκλησιαστικός και αφορούσε την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένωση των Εκκλησιών, γιατί οι πολιτικοί ηγέτες της ελεύθερης Ελλάδος ήθελαν και με τον τρόπο αυτό να επιτύχουν την αναγνώριση του νέου Ελληνικού Κράτους από τον Πάπα και κατ επέκταση την αναγνώρισή του από τις μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, στις οποίες ο Πάπας είχε μεγάλη επιρροή.

Η αποστολή έφθασε στην Αγκόνα στις 14 η 15 Δεκεμβρίου του 1822 και άρχισε αμέσως το έργο της. Φαίνεται από διάφορα κείμενα ότι οι αξιωματούχοι του Βατικανού διαβίβασαν στον Ιεράρχη της Πάτρας την θέση του Πάπα ότι η ένωση μεταξύ των Εκκλησιών μπορούσε να γίνη στο πρότυπο της Συνόδου της Φλωρεντίας, με την παραχώρηση κάποιων προνομίων, ανάλογα με εκείνα που εδόθηκαν στους Ιεράρχες της Πολωνίας. Στην πραγματικότητα έπρεπε να χάσουμε την ορθόδοξη πίστη και να γίνουμε Ουνίτες.

Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ως Ορθόδοξος Ιεράρχης, δεν ήταν διατεθειμένος να αποδεχθή μια τέτοια πρόταση που συνιστούσε προδοσία της πίστεως και υποδούλωση της αληθείας της Εκκλησίας, και μάλιστα ήθελε να διαφυλάξη και την Ορθόδοξη Εκκλησία ελεύθερη από κάθε υποδούλωση. Έτσι, προσπάθησε αφ ενός μεν με διαφόρους τρόπους να αποφύγη να επισκεφθή την Ρώμη και να συναντήση τον Πάπα, αφ ετέρου δε παραπληροφορούσε εσκεμμένα την Ελληνική πολιτική ηγεσία, με το να τους αποκρύπτη όλα όσα συζητούσε με τους παπικούς αξιωματούχους, γιατί ενδεχομένως η πολιτική εξουσία θα προτιμούσε κάτι τέτοιο, αν αυτό ωφελούσε τα πολιτικά πράγματα που τους ενδιέφεραν εκείνο το χρονικό διάστημα.

Η τακτική αυτή του Παλαιών Πατρών Γερμανού απέβλεπε σε τρεις σκοπούς. Πρώτον, να διαφυλάξη το κύρος και την αλήθεια της ορθοδόξου πίστεως και να μην αλλοιωθή από διάφορες κακοδοξίες. Δεύτερον, να μην υποσκάψη το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο οποίο ακόμη ανήκε, γιατί τέτοιες πρωτοβουλίες υπάγονται στην κανονική αρμοδιότητά του. Και τρίτον, γιατί ήθελε να διασφαλίση το κύρος και την ελευθερία της Ορθοδόξου Εκκλησίας από τις αλλεπάλληλες και σταδιακές πολιτικές παρεμβάσεις, γιατί και τότε φάνηκε ότι η πολιτική ηγεσία ήθελε να χρησιμοποιήση την Εκκλησία, για διάφορες πολιτικές σκοπιμότητες.

Έτσι ο μεγάλος εκείνος Ιεράρχης των Πατρών αποδείχθηκε αγωνιστής της ελευθερίας και από εθνικής, αλλά και από εκκλησιαστικής - ορθοδόξου πλευράς. Ήθελε να κρατήση υψηλά την σημαία της εθνικής και εκκλησιαστικής ελευθερίας. Ενεργούσε ως ένας ορθόδοξος εκκλησιαστικός Ιεράρχης που αγαπούσε τον Θεό, όπως δίδαξαν οι Πατέρες μας, αγαπούσε την Εκκλησία, αναγνωρίζοντας τα δόγματα και τις παραδόσεις της, και αγαπούσε τον άνθρωπο και δεν ήθελε να τον βλέπη να υποφέρη από κάθε δουλεία και εξάρτηση.

2. Πρότυπο για συγχρόνους Κληρικούς και λαϊκούς

Ο Ιεράρχης αυτός πρέπει να γίνη πρότυπο και για μας, τους σύγχρονους Ιεράρχες, αλλά και γενικότερα τους Κληρικούς, που έχουμε αναλάβει την υπεύθυνη αποστολή να διευθύνουμε πνευματικά τον λαό του Θεού, να διαφυλάττουμε τις ευσεβείς παραδόσεις και να αγαπούμε τα μέλη της λογικής ποίμνης του Χριστού. Πρέπει να είμαστε Ιεράρχες της ελευθερίας, να κηρύττουμε και να εργαζόμαστε για την αποδέσμευση του ανθρώπου από σύγχρονες δουλείες και εξαρτήσεις. Άλλωστε, ένα από τα μεγάλα θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο σήμερα είναι η ελευθερία. Θα αναφερθώ ενδεικτικά σε μερικές πλευρές αυτής της σύγχρονης ελευθερίας.

Πρέπει να διαφυλάττουμε την αλήθεια της πίστεως ανόθευτη από προσμίξεις στοιχείων ξένων προς την παράδοσή μας, να είμαστε ελεύθεροι από ετεροδιδασκαλίες και εκκοσμικεύσεις που αλλοιώνουν την αλήθεια που μας παρέδωκε ο Χριστός και μας διέσωσαν και μετέφεραν μέχρις ημών οι Απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες. Να μη θέτουμε το προσωπικό μας συμφέρον και την επικοινωνιολογία πάνω από την δογματική αλήθεια της πίστεως.

Έπειτα, θα πρέπη να διατηρούμε τον «χώρο» της Εκκλησίας ελεύθερο από έξωθεν επεμβάσεις που αλλοιώνουν την ζωή της. Η Εκκλησία έχει την ζωή της, τους ιερούς κανόνες της και δεν πρέπει να εισέρχωνται στο εσωτερικό της «χώρο» αλαζονικά διάφορες σκοπιμότητες. Συγχρόνως πρέπει να διαφυλάξουμε το έργο της Εκκλησίας που είναι ενοποιητικό. Αυτό λέγεται από την άποψη ότι η Εκκλησία δεν είναι ένα κλειστό σύστημα μερικών ανθρώπων, αλλά είναι ανοικτή σε όλον τον κόσμο και δέχεται ανθρώπους από όλες τις κοινωνικές τάξεις, αλλά και από όλες τις πολιτικές και κομματικές αποχρώσεις. Η Εκκλησία του Χριστού δεν συντελεί και δεν καλλιεργεί την διαίρεση της κοινωνίας, αλλά κάνει τα πάντα για να οδηγήση την διηρημένη κοινωνία στην ενότητα.

Ακόμη θα πρέπη να αγωνιζόμαστε για την ελευθερία του ανθρώπου από κάθε εξάρτηση. Μια από τις απαιτήσεις του συγχρόνου ανθρώπου είναι η ελευθερία του προσώπου. Ποικίλες εξαρτήσεις υποσκάπτουν την ελευθερία. Δεν είναι μόνον οι εξαρτησιογόνες ουσίες που καταστρέφουν την ελευθερία του ανθρώπου, αλλά και οι παντός είδους ιδεολογίες, ιδεοληψίες και φανατισμοί, η εξουσιαστική δυναστεία της εικόνας που λειτουργεί σήμερα ως το όπιο του λαού, η λογικοκρατία και η αισθησιοκρατία που δεν αφήνουν τον άνθρωπο να ενεργή ως ελεύθερο ον, η δουλεία στο γονιδίωμα και γενικότερα κάθε τι που ενεργεί ντετερμινιστικά-αιτιοκρατικά και καταστρατηγεί την ελευθερία του προσώπου.

Επί πλέον, επειδή στις ημέρες μας επικρατούν πολυποίκιλες κρίσεις (κοινωνικές, οικογενειακές, παιδευτικές, οντολογικές) είναι αναγκαίος ο λόγος περί ελευθερίας που συνδέεται με την κριτική σκέψη και κυρίως με την ελευθερία του προσώπου. Και μια τέτοια ελευθερία είναι θέμα παιδείας, μιας παιδείας που θα ξέρη τι να διδάσκη στα παιδιά, πως να τα διδάξη και προς τα που να τα οδηγήση. Όμως, υπάρχει σήμερα ένα μεγάλο πρόβλημα, το πρόβλημα της «παιδαγωγικής αμηχανίας», αφού δεν γνωρίζουμε ευκρινώς το τι, το πως και το προς τα που. Μερικοί είναι έτοιμοι να ρίξουν τον λίθο του αναθέματος στους νέους, αλλά δεν πρέπει να αγνοήται ότι κατά έναν ψυχοθεραπευτή «η βία (των νέων) είναι αποτέλεσμα ενός αβίωτου βίου» και σύμφωνα με άλλον η βία είναι «φυσική» απάντηση στις αφύσικες κοινωνικές συνθήκες ζωής. Άλλωστε η νεανική βαρβαρότητα έχει ενήλικους και μερικές φορές ανώριμους γονείς και κοινωνικούς ηγέτας.

Αγαπητοί μου αδελφοί,

Ο Απόστολος Παύλος μιλώντας για το απολυτρωτικό έργο του Χριστού κάνει λόγο για το ότι μας ελευθέρωσε από την αμαρτία, τον διάβολο και τον θάνατο, γι’ αυτό παραγγέλλει: «τη ελευθερία ουν, η Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε» (Γαλ. ε , 1). Πρέπει να παραμείνουμε ελεύθεροι από κάθε εξάρτηση υλιστική, ιδεολογική, λογικοκρατική, αισθησιοκρατική, κοινωνική. Αυτό είναι το έργο κάθε Ιεράρχου και Χριστιανού στις ημέρες μας. Αυτό μας παραγγέλλει ο μεγάλος Ιεράρχης Παλαιών Πατρών Γερμανός. Και σε αυτό πρέπει να είναι πρότυπό μας. Όπως εκείνος αγωνίσθηκε για την ελευθερία, έτσι και εμείς να αγωνιζόμαστε για την ποικιλότροπη ελευθερία και να είμαστε άξιοι της ελευθερίας.–

  • Προβολές: 3101