Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία: Μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση
Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία Ζάχαρου
Ὁμιλία του π. Ζαχαρία ἐνώπιον τῶν Ἱερέων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, κατὰ τὴν Ἱερατικὴ Σύναξη, στὶς 18 Μαΐου ε.ε.
Σεβασμιώτατε, Σεβαστοὶ Πατέρες,
Τὸ θέμα μου εἶναι: «Μετάνοια καὶ Ἐξομολόγηση».
Ἕνα πολὺ μεγάλο καὶ βαθὺ σὲ σημασία θέμα μὲ πολλὲς πλευρὲς καὶ διαστάσεις. Θὰ προσπαθήσω νὰ θίξω κυρίως δύο σημεῖα:
α) Πρῶτον πὼς μὲ τὴν μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση ἀποδεικνύεται ὁ Θεὸς ἀληθὴς καὶ ὁ ἄνθρωπος ψεύστης καὶ ὅμως αὐτὸ δικαιώνει τὸν ἄνθρωπο.
β) Πὼς ἡ ντροπὴ στὴν ἐξομολόγηση μετατρέπεται σὲ δύναμη, ποὺ νικᾶ τὰ πάθη καὶ ἐξαλείφει τὴν ἁμαρτία.
Μετάνοια καὶ Ἐξομολόγηση
Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ἀμόλυντης Ἐκκλησίας, ποὺ ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ ἀποδείξη ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος καὶ ἀληθινὸς σὲ ὅλα ποὺ συνέλαβε ἀχρόνως ἡ προαιώνια βουλή Του καὶ πρὸ παντὸς γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσή Του.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ τελειότερο κτίσμα τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ δίψα νὰ γνωρίσουμε συνεχῶς καὶ βαθύτερα τὸ μεγαλεῖο τῆς «πρὸ καταβολῆς κόσμου κλήσεώς μας» δὲν πρέπει νὰ δίνη ἀνάπαυση στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιὰ μᾶς «καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἄχρις οὐ τὸ σήμερον καλεῖται, ἵνα μὴ σκληρυνθῶμεν ἀπάτη τῆς ἁμαρτίας».
Ὁ Θεὸς ἔκτισε κατ' ἀρχὰς τὸν ἄνθρωπο, στεφανώνοντάς τον μὲ δόξα καὶ τιμή. Χάρισε σὲ αὐτὸν τὴν ἄρρητη θεωρία τοῦ Προσώπου Του, ὥστε νὰ γνωρίζη τὸν Δημιουργό Του, νὰ Τὸν μιμεῖται καὶ νὰ αὐξάνη σὲ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς Αὐτόν. Καὶ ἐνῷ ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα ἦσαν γυμνοί, ἔφεραν ἄφθαρτη πνευματικὴ περιβολὴ «καὶ οὐκ ἠσχύνοντο» (Γέν. 2, 25).
Μὲ τὴν πτώση ὅμως στὸ ἁμάρτημα τῆς ἀχαριστίας καὶ τῆς παρακοῆς, ἂν καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔρπη στὴ γῆ ὅπως ὁ ὄφις, ὡστόσο ἐφθάρη ὁ νοῦς του καὶ ἔγινε ἀνίκανος νὰ κατοπτεύη τὰ «μὴ βλεπόμενα» καὶ τὰ «αἰώνια» (Β Κόρ. 4, 18). Ντροπιάστηκε τὸ κατ’ εἰκόνα πλάσμα, γιατί βυθίστηκε στὴν ἄβυσσο τῶν «βλεπομένων» καὶ τῶν «προσκαίρων» (Β Κόρ. 4, 18) καὶ ἔγινε τὸ μεγαλύτερο τραῦμα τῆς ὁρατῆς κτίσεως. Τότε οἱ πρωτόπλαστοι «ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα» (Γέν. 3, 7). δηλαδὴ φόρεσαν χιτῶνα αἰσχύνης καὶ «ἐκρύβησαν... ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ» (Γέν. 3, 80). Μὲ ἄλλα λόγια ὁ ἄνθρωπος πλανήθηκε καὶ ἔχασε τὴν ὁδὸ τοῦ Θεοῦ.
Τελικά, γιὰ νὰ μὴ ματαιωθῇ ἡ προαιώνια πρόθεση τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ λογικὸ ποίημα τῶν χειρῶν Του, ὁ Κύριος, ἀπὸ ἄφατη εὐσπλαγχνία καὶ ἀνεξιχνίαστη σοφία, ἐπινόησε τρόπο σωτηρίας. Ἦλθε ταπεινὰ ὡς ἄνθρωπος καὶ πῆρε πάνω Του τὴν δική μας αἰσχύνη καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του μᾶς ἐνέδυσε πάλι μὲ τὸ ἅγιο καὶ ἄμωμο ἱμάτιο τῆς δόξης Του, ποὺ δὲν ἔχει πλέον «σπίλον ἡ ρυτίδα» (Ἔφεσ. 5, 27). Δὲν ἄφησε σὲ μᾶς ἴχνος αἰσχύνης, γιατί ὅλοι «οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων Αὐτὸν ἔπεσον ἐπ’ Αὐτόν», ὅπως λέγει ἡ Γραφὴ (Ρώμ. 15, 3). Ὁ Χριστός, ἐπιθυμῶντας τὴν θεραπεία καὶ σωτηρία μας, δὲν λογάριασε τὸν Ἑαυτό Του. «Ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας» (Ἔβρ. 12, 2). Μὲ ἄλλα λόγια ὁ Χριστὸς ὑπομένοντας τὴν αἰσχύνη τοῦ σταυροῦ, ἐξάλειψε τὴν δική μας αἰσχύνη καὶ μᾶς ἔσωσε. Χάραξε τὴν ταπεινὴ ὁδὸ Τοῦ πάνω στὴν γῆ, ὥστε ὅποιος τὴν ἀκολουθήσει νὰ θεραπεύεται ὁλοτελῶς. Ὁ Ἴδιος βεβαίως ὁ Κύριος καλεῖ σὲ μετάνοια ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς «κακῶς ἔχοντας» (Μάτθ. 9,12). Ἀλλὰ ἡ μετάνοια πρὸς θεραπεία καὶ σωτηρία συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν αἰσχύνη.
Ὁ Χριστὸς προσφέρεται στὸν κόσμο ὡς ὁ ἀληθινὸς ἰατρὸς καὶ θεραπευτὴς τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ λέει: «οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες... οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Μάτθ. 9, 12-13). Ὁ Κύριος καλεῖ τοὺς κακῶς ἔχοντας σὲ θεραπεία καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ θεραπεία συνδέεται στενὰ μὲ τὴν μετάνοια.
Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ἀρχίζει μὲ τοὺς λόγους: «Μετανοεῖτε• ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Οἱ λόγοι αὐτοὶ εἶναι ἡ συνέχιση τοῦ διαλόγου μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων μέσα στὸν Παράδεισο, ὁ ὁποῖος διακόπηκε ἐξ αἰτίας τῆς παρακοῆς τῶν Πρωτοπλάστων. Τὰ λόγια αὐτὰ προσφέρονται ἐν ὄψει μιᾶς νέας δημιουργίας, ἑνὸς νέου γένους, τοῦ ὁποίου γενάρχης εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός, ὁ Χριστός. Ἡ μετάνοια, ἑπομένως, εἶναι τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ἐξαλείφεται ἡ ἁμαρτία καὶ τελικὰ πραγματοποιεῖται γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἡ πρωταρχικὴ ρήση τοῦ Θεοῦ: «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1, 26)
Γιὰ νὰ μπορέση νὰ θεραπευθῇ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν μετάνοια, πρέπει πρῶτα ὁ ἄνθρωπος νὰ γνωρίση τὴν ἁμαρτία του. Ὁ ἄνθρωπος μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ βρίσκεται στὸ σκοτάδι καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ δὴ τὴν πτώση του. Ὅταν, ὅμως, μὲ τὴν πίστη δεχθῇ ρῆμα Θεοῦ, δέχεται συγχρόνως στὴν καρδιά του τὸ θεῖο καὶ ἐπουράνιο πῦρ τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος τότε φωτίζεται καὶ ἀποκτᾶ μιὰ καινούρια θεωρία. Ἡ θεωρία αὐτὴ εἶναι διπλῆ. Ἡ θεϊκὴ φλόγα ἀπὸ τὴν μιὰ μορφώνει μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ τὴν ἐπουράνια εἰκόνα τοῦ Κτίστου της Λόγου, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀποκαλύπτει τὴν ἄβυσσο τοῦ σκότους στὸ ὁποῖο βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος στὴν πτώση του. Ἡ θεωρία αὐτὴ εἶναι ἕνα θαυμαστὸ δῶρο τοῦ οὐρανοῦ καὶ δὲν παύει συνεχῶς νὰ ἐμπνέη τὸν ἄνθρωπο σὲ μεγαλύτερη μετάνοια. Γεννᾶ μέσα του τὴ δίψα νὰ ἀποβάλη «πᾶσαν ρυπαρίαν καὶ περισσείαν κακίας» (Ἴακ.1,21) καὶ νὰ ἐπιστρέψη στὸν οἶκο τοῦ Πατρὸς μὲ τὴν μετάνοια.
Σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «πᾶν φανερούμενον φῶς ἐστι» (Ἔφεσ. 5,13). Ἀντίθετα ἡ ἁμαρτία εἶναι πλάνη καὶ σκοτάδι. Ἑπομένως, ἀμέσως μόλις ὁ πιστὸς διαγνώση τὴν ἁμαρτία του, δὲν τὴν κρύβει, ἀλλὰ ὁμολογεῖ τὴν πτώση τοῦ ἐνώπιον τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ. Ὁ πιστὸς φέρνει τὴν ἁμαρτία του μπροστὰ στὸ Φῶς καὶ Αὐτὸ τὴν ἐξαλείφει. Σὲ αὐτὸ ἔγκειται ἡ δύναμη τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐξομολόγησης στὴν Ἐκκλησία.
«Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν. Ἐὰν ὁμολογῶμεν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν πιστὸς ἐστι καὶ δίκαιος ἵνα ἁφὴ ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας καὶ καθαρίση ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀδικίας» (Α` Ἴωαν. 1,8-9)
Μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγησή μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὁμολογοῦμεν πρῶτα μία μεγάλη καὶ παγκόσια ἀλήθεια: τὴν ἀλήθεια τῆς πτώσης μας. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι, ἂν ὑπάρχη μία περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἀποδεικνύεται ἀλάθητος μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Κυρίου, εἶναι ὅταν ὁμολογῇ την ἀμαρτωλότητά του. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀληθεύει κατ’ ἐξοχὴν καὶ γι’ αὐτὸ ἑλκύει τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, τὸ ὁποῖο τὸν φέρνει σὲ βαθειὰ συναίσθηση τῆς πτωχείας του καὶ ἑπομένως τὸν ὁδηγεῖ σὲ μετάνοια. Τὸ ἴδιο Πνεῦμα παρέχει συγχρόνως τὴν θεραπεία καὶ τὴν δικαίωση.
Ἡ ἐξομολόγηση πρέπει νὰ γίνεται ἐλεύθερα. Ἡ ἑκούσια ἐξαγόρευση τῆς ἁμαρτίας φανερώνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλει τὴν ἁμαρτία καὶ αὐτὸ ἑτοιμάζει μέσα τοῦ τόπο γιὰ νὰ δεχθῇ την χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία τὸν καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἀκαθαρσία. Ὅπως λέει ὁ Ψαλμός: «τὴν ἁμαρτίαν μου ἐγνώρισα καὶ τὴν ἀνομίαν μοῦ οὐκ ἐκάλυψα• εἶπα ἐξαγορεύσω κατ’ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μοῦ τῷ Κυρίω• καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μοῦ» (Ψάλμ. 31, 5). Ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει μὲ τὴν ἐξομολόγηση καὶ τὴν μετάνοια νὰ θέλη τὸ σωστό. Μυεῖται, δηλαδή, στὴ γνώση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ ἑπομένως βρίσκει τὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς.
Ὅποιος μετανοεῖ ἀληθινά, κατὰ τὴν ἐξομολόγηση ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη τῶν παραπτωμάτων του ὁλοκληρωτικὰ καὶ δὲν δικαιώνει τὸν ἑαυτό του, ὅπως ἔπραξε ὁ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο ρίχνοντας τὴν εὐθύνη στὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ στάση θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση, ἡ ὁποία ἐπισπᾶ τὴν ἰαματικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει καὶ ἡ Γραφή: «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Παροιμ. 3, 34 καὶ Α Πέτρ. 5, 5).
Ὁ Θεὸς δὲν κρίνει δύο φορές. Ἐὰν ἐμεῖς ζοῦμε κάτω ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ κατακρίνουμε τὸν ἑαυτό μας στὴν ἐξομολόγηση, τότε διαφεύγουμε τὴν τελικὴ κρίση τῆς ἐσχάτης ἡμέρας: «ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» (Ἴωαν. 5, 24). Οἱ Πατέρες μας λένε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀναλαμβάνει ἑκούσια τὴν αὐτομεμψία καὶ τὴν αὐτοκατάκριση τρέχει πρὸς τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα αὐτοῦ τοῦ λόγου εἶναι ὁ καλὸς ληστής, ὁ ὁποῖος ἐπετίμησε τὸν βλάσφημο ληστὴ καὶ κατέκρινε τὸν ἑαυτό του λέγοντας: «οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἰ; Καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως ?ξια γὰρ ὤν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν. Οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξεν. Καὶ ἔλεγε τῷ Ἰησοῦ• μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου. Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς• ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔση ἐν τῷ Παραδείσω» (Λούκ. 23, 40-43)
Μὲ τὴν ἀληθινὴ αὐτοκατάκριση ὁ πιστὸς ἀφομοιώνεται στὴ χάρη τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ προσωπικός του σταυρὸς γίνεται Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔτσι λαμβάνει την χάρη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἀκριβῶς αὐτὸ συνέβη στὴν περίπτωση τοῦ καλοῦ ληστῆ. Ὁ σταυρὸς τοῦ ληστῆ μετατράπηκε αὐτοστιγμεὶ σὲ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ αὐθημερὸν σώθηκε. Ἡ ἀληθινὴ αὐτομεμψία ἀποδίδει πάντοτε δόξα στὸν Θεὸ καὶ ὄνειδος στὸν πεπτωκότα. «Γενέσθω ἀληθὴς ὁ Θεός, πᾶς δὲ ἄνθρωπος ψεύστης» (Ρώμ. 5, 8). Ἡ καρδιά, δηλαδή, τοῦ μετανοοῦντος πληροῦται ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, διότι διακατέχεται ἀπὸ τὴν ἐπίγνωση ὅτι «ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν» (Ρώμ. 5,8) καὶ δωρεὰν ἔσωσεν τοὺς ἀσεβεῖς.
Ὁ μέγας Ἱεράρχης Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος στὸν ὕμνο τῶν Τριῶν Παίδων στὴν βαβυλώνιο κάμινο, λέει ὅτι εὐχαριστήρια προσευχὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ αὐτομεμψία. Λέει χαρακτηριστικά: «Θέλεις νὰ μάθης πὼς εἶναι ἡ εὐχαριστήριος προσευχή; Ἄκουε τί εἶπον οἱ τρεῖς παῖδες: ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν δίκαιος εἰ Κύριε ἐπὶ πᾶσιν οἰς ἐποίησας ἡμῖν, ὅτι ἐν ἀληθινῇ κρίσει πάντα ἐπήγαγες. Διότι εὐχαριστήριος προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸν εἶναι νὰ ὁμολογῇς πρὸς Αὐτὸν τὰς ἁμαρτίας σου, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἀποδεικνύει ὅτι ἔκαμες χιλιάδες ἁμαρτήματα καὶ ζητᾶς νὰ σοῦ τὰ συγχωρήση ὁ Θεός. Τότε μόνον προσφέρεις εὐχαριστήριον προσευχήν». (Ε.Π.Ε. Ι. Χρύσ. τ. 9 σέλ.101).
Μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση ἀποβάλλουμε «τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς» καὶ προσλαμβάνουμε τὸ φρόνημα «ὁ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Τὸ φρόνημα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄκρως ταπεινὸ καὶ ὁδήγησε τὸν Ἴδιο ἑκούσια μέχρι τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς, γιὰ νὰ βρῇ καὶ νὰ σώση τοὺς δεσμίους τοῦ Ἅδη. Ἡ πορεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀντίθετη ἀπὸ αὐτὴν τοῦ Ἀδάμ. Ὁ Ἀδὰμ θέλησε νὰ ἀνεβῇ μόνος του καὶ νὰ γίνη ἴσος μὲ τὸν Θεὸ καὶ γι’ αὐτὸ ἔπεσε σὲ βυθὸ ἀπωλείας. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ μετανοεῖ, ὅμως, πορεύεται πρὸς τὰ κάτω, σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ δεύτερου Ἀδάμ, τοῦ Κυρίου. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φτάση στὸ μηδὲν τῆς ταπείνωσης, τότε γίνεται ὑλικὸ κατάλληλο πρὸς ἀναδημιουργία, διότι εἶναι χαρακτηριστικὸ τοῦ Θεοῦ νὰ δημιουργῇ ἀπὸ τὸ μηδὲν «Ἐκολλήθη τῷ ἐδάφει ἡ ψυχὴ μοῦ• ζῆσὸν με κατὰ τὸν λόγον Σοῦ» (Ψάλμ. 118, 25).
Πρὶν τὴν μετάνοια ὁ ἄνθρωπος ἔχει στραμμένες ὅλες τὶς φυσικές του δυνάμεις στὴν γῆ «ἐξ ἧς ἐλήφθη». Ὁ νοῦς του εἶναι διαιρεμένος καὶ διάχυτος στὴν κτίση. Μέσα του φέρει ἕνα κενὸ καὶ ὁ προορισμὸς τοῦ μένει ἀνεκπλήρωτος. Ὁ ἄνθρωπος φέρεται πρὸς τὴν ἄβυσσο τοῦ μηδενός. Ἡ ἀληθινὴ μετάνοια καὶ ἡ ταπεινὴ ἐξομολόγηση συνοδεύονται πάντα μὲ τὴν συντριβὴ τῆς καρδιᾶς. Αὐτὴ ἡ συντριβὴ φέρνει στὴν καρδιὰ βαθὺ πόνο γιὰ τὴν ἀσχήμια τῆς πτώσης μας. Ὁ εὐεργετικὸς αὐτὸς πόνος, σὰν ἕνα ἄροτρο, ὀργώνει τὴν καρδιὰ καὶ ξεριζώνει ἀπὸ αὐτὴν τὰ ἀγκάθια καὶ τὰ ζιζάνια. Δηλαδή, τὴν ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ πάθη της ἀτιμίας. Αὐτὸς ὁ πόνος εἶναι θεραπευτικός, διότι ἑνοποιεῖ ὅλες τὶς φυσικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς μέσα στὴν καρδιὰ καὶ στρέφει τὴν ἀγαπητική της δύναμη πρὸς μία ἄλλη ἄβυσσο, τὴν ἄβυσσο τοῦ θείου ἐλέους. Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι πεπληρωμένος, ζῆ «κατὰ φύσιν», μᾶλλον «κατὰ χάριν». Ὁ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος ἔχει ψυχικὴ ὑγεία καὶ ἀνέρχεται στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία μᾶς καλεῖ «νὰ ἀγαπῶμεν Αὐτὸν ἐν ὅλῃ τὴ καρδία ἡμῶν καὶ ἐν ὅλῃ τὴ ψυχὴ ἡμῶν καὶ ἐν ὅλῃ τὴ διανοία ἡμῶν» (πρβλ. Δεύτ. 6, 5 καὶ Μάτθ. 22, 37 καὶ Μάρκ. 12, 30 καὶ Λούκ. 10, 27).
Πάνω στὴ γῆ δὲν ὑπάρχει τέλος γιὰ τὴν μετάνοια. Τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ δὲν παύουν μέσῳ τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἐξομολόγησης νὰ ἁγνίζουν τοὺς ἑαυτούς τους, διότι, «ὁ Θεὸς Φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν Αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία» (Α Ἰω. 1, 5).
Δεύτερον, ὑπομένουμε ταπεινὰ τὴν αἰσχύνη τῆς πτώσεώς μας.
Ἡ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση εἶναι ἀπάντηση στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς, ὅταν ἐξομολογούμαστε τὶς ἁμαρτίες μας, βαστάζουμε ταπεινὰ τὸν σταυρό μας καὶ ἀκολουθοῦμε τὸν Κύριο. Ὁμολογοῦμε τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ Σωτῆρα. Ἡ ὁμολογία ὅμως τοῦ Χριστοῦ, καὶ μάλιστα σὲ ἕναν κόσμο ποὺ «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται». (Α` Ἰωάν. 5, 19), συνεπάγεται αἰσχύνη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος προειδοποιεῖ: «Ὀς ἂν ἐπαισχυνθῇ μὲ καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεὰ ταύτη τὴ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθη ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ» (Μάρκ. 8, 38). Μὲ ἄλλα λόγια, ὅποιος ἀποστραφῆ τὴν αἰσχύνη γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου αὐτὸς δὲν σώζεται. Καὶ σὲ ἄλλο πάλι μέρος ὁ Κύριος βεβαιώνει: «Πᾶς οὗν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω καγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου του ἐν οὐρανοῖς» (Μάτθ. 10, 32). Εἶναι φανερὸ πὼς ὅποιος ὁμολογεῖ, καὶ μάλιστα ὑπομένοντας αἰσχύνη, αὐτὸς ἔχει προσαγωγὴ στὸν Οὐράνιο Πατέρα καὶ σώζεται. Ἡ αἰσχύνη καὶ τὸ ὄνειδος ποὺ δοκιμάζουμε στὴ ζωὴ αὐτή, σηκώνοντας τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ὁδηγεῖ στὴν ἀναγνώρισή μας ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ μεταβάλλεται σὲ δύναμη σωτηρίας.
Γιατί ὅμως ἡ αἰσχύνη τῆς ἐξομολογήσεως μεταβάλλεται σὲ πνευματικὴ δύναμη καὶ πὼς ἡ ἄσκησή της τοποθετεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς;
Ἡ ἐξομολόγηση τοποθετεῖ τὸν πιστὸ στὴν ταπεινὴ ὁδὸ τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστὸς μᾶς ἔσωσε ὑπομένοντας τὸν σταυρὸ τῆς αἰσχύνης. Ὁ σταυρὸς εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς «μείζονος ἀγάπης» Του, γιὰ χάρη τῆς ὁποίας θυσιάστηκε «ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν. 15, 14). Ἀλλὰ καὶ ὁ πιστός, ἀπὸ ἀγάπη καὶ πόθο νὰ συμμορφώση τὴν ζωὴ τοῦ πρὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ἐξομολογεῖται ταπεινὰ καὶ ἑκούσια. Ὑπομένει σταυρὸ αἰσχύνης, φανερώνοντας τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ λειτουργοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Τοποθετεῖ τὸν ἑαυτό του στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου. Τὴ μικρὴ ἡ μεγάλη αἰσχύνη της ἐξομολόγήσεώς του ὁ Θεὸς ἀποδέχεται ὡς θυσία καὶ γι’ αὐτό του ἀνταποδίδει την χάρη Του, ποὺ τὸν ἀνακαινίζει. Συνεπῶς, ὅποιος τοποθετεῖται μὲ τὴν ἑκούσια αἰσχύνη στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου, εὑρίσκει τὸν Κύριο ὡς συνοδοιπόρο, γιατί Αὐτὸς εἶναι καὶ ἡ ὁδός, ὅπως εἶπε. Ἡ ὁδὸς ὅμως αὐτὴ εἶναι ταυτόχρονα ὁδὸς ἀληθείας καὶ ζωῆς. Γι’ αὐτὸ τότε στὸν πιστό, ποὺ συμπορεύεται ταπεινὰ μὲ τὸν Κύριο, μεταδίδεται ἡ χάρη καὶ ἡ κατάσταση τοῦ Μεγάλου Συνοδοιπόρου. Κοντολογής, μὲ τὴν ἑκούσια αἰσχύνη τῆς ἐξομολογήσεως ἀποφεύγουμε τὴν ἀκούσια αἰσχύνη τῆς ἔσχατης κρίσεως καὶ δεχόμαστε τὸν αἰώνιο ἔπαινο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ εὐαγγελικὴ αὐτὴ ἀλήθεια γίνεται σαφέστερη, ὅταν ἐξετάσουμε τὴν περίπτωση τοῦ Ζακχαίου. Ὁ ἐπίσημος αὐτὸς ἄνθρωπος, ὑπομένοντας κάποια αἰσχύνη γιὰ νὰ δὴ τὸν Χριστό, ἀφομοιώθηκε προφητικὰ στὸ μυστήριο τῆς ὁδοῦ τοῦ Κυρίου, ποὺ κατευθυνόταν τὴν στιγμὴ ἐκείνη πρὸς τὸν σταυρὸ τῆς αἰσχύνης. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τὸν πρόσεξε, τὸν ἐπισκέφθηκε, τὸν θεράπευσε, τὸν πλάτυνε στὸ «τετραπλοῦν» καὶ τὸν ἔσωσε αὐθημερόν. Ἡ λέξη «τετραπλοῦν» ὑπαινίσσεται τὸ μυστήριο τοῦ σταυροῦ τοῦ Κυρίου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πηγάζει κάθε πλατυσμὸς χάριτος σὲ βάθος καὶ σὲ ὕψος, σὲ μῆκος καὶ σὲ πλάτος. Ὁ Ζακχαῖος βρέθηκε προφητικὰ στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου. Βλέπουμε, λοιπόν, πὼς ἡ αἰσχύνη του Ζακχαίου μετατράπηκε σὲ δύναμη καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ περισσὸν τῆς ζωῆς καὶ τὸν πλατυσμὸ τῆς χάριτος.
Ἡ ὁδὸς αὐτὴ τοῦ Κυρίου εἶναι ἐπισκιασμένη ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἐπίσης ἀποκαλυπτική, γιατί διανοίγει τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά, ὥστε νὰ δὴ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτία του στὴν μεταφυσική της διάσταση, ὡς ἔγκλημα ἐναντίον τῆς θείας καὶ Πατρικῆς ἀγάπης.–
- Προβολές: 2799