Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Πείρα καὶ χριστιανοπολιτική
Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Στὴν ἐφημερίδα Χριστιανικὴ (φ. 28ης Ἰουνίου 2007) δημοσιεύθηκε ἐπιστολὴ ποὺ ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κ. Χριστόδουλο, ἡ ὁποία περιλαμβάνει ἔντονες κριτικὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης μὲ ἀρκετὰ ἄκομψο καὶ ἀδιάκριτο τρόπο, καὶ τὸ σημαντικότερο, μὲ λανθασμένα, δῆθεν εὐαγγελικά, κριτήρια. Συντάκτης τῆς ἐπιστολῆς εἶναι ἕνας ὀγδοντάχρονος, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ τὴν ὑπογραφή του αὐτοσυστήνεται, ὡς «ἕνας ἀγράμματος γέρος μὲ μόνο πτυχίο τὴν ὀγδοντάχρονη πεῖρα».
Ἡ ἐπιστολὴ δὲν εἶναι κείμενο ποὺ ἀξίζει τὸν ὁποιοδήποτε σχολιασμό. Παίρνει, ὅμως, ἀξία ἀπὸ τὴν δημοσίευσή της, μὲ πρόλογο μάλιστα τῆς ἐφημερίδας, ἡ ὁποία προσπαθεῖ προκαταβολικὰ νὰ ἀμβλύνη τὰ αἰχμηρὰ σημεῖα τῆς ἐπιστολῆς, χωρὶς ὅμως νὰ λέη ἂν διαφωνῇ μὲ τὶς κρίσεις καὶ τὶς τεκμηριώσεις τοῦ ἐπιστολογράφου. Ἐπειδή, λοιπόν, φαίνεται ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἐκφράζει τὰ πνεύματα πολλῶν δραστήριων Χριστιανῶν, θὰ ἐπιχειρήσουμε τὸν σχολιασμὸ δύο σημείων της.
Πρῶτο σημεῖο εἶναι ἡ κατάληξη τῆς ἐπιστολῆς, συγκεκριμένα ὁ αὐτοχαρακτηρισμὸς τοῦ ἐπιστολογράφου, ὡς «ἀγραμμάτου γέρου μὲ μόνο πτυχίο τὴν ὀγδοντάχρονη πεῖρα». Ἡ φράση αὐτὴ ζωγραφίζει τὸν τύπο τοῦ λαϊκοῦ «γέροντα», ποὺ θέλει νὰ ἐπιβάλλη τὶς ἀπόψεις του γιὰ οὐσιώδη θέματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς σὲ ὅλο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας (...ἀρξάμενος, στὴν δική μας περίπτωση, ἀπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας) μὲ μόνο ἐφόδιο τὴν «αὐθεντία» τῆς μακρόχρονης πείρας του. Τὰ ὀγδόντα χρόνια, βέβαια, ἀπὸ μόνα τοὺς προκαλοῦν σὲ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ δὲν ἔχασε τὰ στοιχειώδη γνωρίσματα τῆς ἀνθρωπιᾶς του, ἕναν φυσικὸ σεβασμό. Ὅμως, ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε: «ὁ φιλῶν πατέρα ἡ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος...». Ὁπότε, μέσα στὸ εὐρὺ νόημα αὐτοῦ τοῦ ἁγιογραφικοῦ χωρίου, τὸ ἀπόσταγμα τῆς ὀγδοντάχρονης πείρας τοῦ ἐπιστολογράφου –καὶ ὁποιασδήποτε ἄλλης ἀνθρώπινης πείρας– δὲν μπορεῖ νὰ τεθῇ πάνω ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐκφρασμένη ἁγιοπνευματικὴ πεῖρα τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων. Καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ παραβιάζεται ἀπὸ τὸν σεβαστὸ λαϊκὸ γέροντα, ὁ ὁποῖος, πιθανῶς ἀνεπίγνωστα, προσπαθεῖ νὰ θεμελιώση ἁγιογραφικὰ μιὰ πολιτικὴ χριστιανικὴ ἰδεολογία, ἡ ὁποία ἐκλαμβάνεται στὴν ἐπιστολὴ ὡς ἡ πεμπτουσία τοῦ ὀρθόδοξου Χριστιανισμοῦ.
Βλέποντας τὰ πράγματα σ’ ἕνα εὐρύτερο πλαίσιο, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι γενικὰ ἡ ἀνθρώπινη πεῖρα, γιὰ νὰ χαρακτηρισθῇ, χρειάζεται πέρα ἀπὸ τοὺς χρονικοὺς καὶ ἄλλους προσδιορισμούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σχέση μὲ τὸ εἶδος καὶ τὴν ποιότητα τῆς πείρας. Κι αὐτὸ γιατί πολύχρονη πεῖρα μποροῦν νὰ ἔχουν τεχνῖτες, ἔμποροι, διπλωμάτες, ἀκόμη καὶ ληστές, δολοπλόκοι, συκοφάντες καὶ ἄλλοι ποικιλώνυμοι «ἐπιτηδευματίες». Μὲ λίγα λόγια μόνο ἡ ἀπόκτηση τοῦ πτυχίου τῆς ὀγδοντάχρονης πείρας –ἔτσι, γενικῶς καὶ ἀορίστως, ὡς πείρας ἀπὸ τὴν ζωή– δὲν μᾶς προσφέρει τὰ ἀπαραίτητα διανοητικὰ καὶ πνευματικὰ ἐφόδια γιὰ καυστικὲς ἐκκλησιαστικὲς κριτικὲς καὶ παρεμβάσεις καὶ προπαντὸς γιὰ ὑποδείξεις πολιτικῆς συμπεριφορᾶς τῆς ἀρεσκείας μας, ἀπευθυνόμενες, μάλιστα, πρὸς ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας.
Κάτι ποὺ πρέπει ἐπιπλέον νὰ ἐπισημανθῇ εἶναι ὅτι ὁ αὐτοχαρακτηρισμὸς τοῦ ἐπιστολογράφου ὡς ἀγραμμάτου, ἀπὸ τὸ ὅλο ὕφος καὶ τὸ ἦθος τῆς ἐπιστολῆς, μοιάζει σὰν τέχνασμα καὶ ὄχι ὡς ταπεινὴ παραδοχὴ ἀδυναμίας. Λέγεται γιὰ νὰ προβληθῇ ὁ λόγος του ὡς εἰλικρινὴς καὶ ἀτόφιος, ὡς ἐκφραστὴς τῆς ἀλήθειας, ἀκατέργαστος ἀπὸ σκοπιμότητες. Εἶναι μιὰ ταπεινολογία μὲ στόχο τὴν ἐπιβολὴ τῆς «ὀγδοντάχρονης πείρας», χωρὶς τὰ καρυκεύματα τῆς μόρφωσης, ὡς ποδηγέτη «χριστιανοπρεποὺς» πολιτικῆς συμπεριφορᾶς.
Τὸ δεύτερο σημεῖο, ποὺ θέλουμε νὰ σχολιάσουμε, ἔχει σχέση μὲ τὴν βασικὴ πρόταση τῆς ἐπιστολῆς, ἡ ὁποία ἐκφράζεται καὶ μὲ τὸν τίτλο ποὺ ἔχει στὴν ἐφημερίδα. Ἐπιγράφεται: «Πρὸς τὸν Μακαριώτατον, ἐν ὄψει ἐκλογῶν». Ἤδη ὁ τίτλος δείχνει τὸ ἀλλότριο τῆς ἐπιστολῆς πρὸς τὴν ποιμαντικὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, διότι θέλει τὴν Ἐκκλησία δέσμια στὴν νοοτροπία τοῦ παρόντος αἰῶνος. Τὴν θέλει δραστήριο παράγοντα τοῦ πολιτικοῦ βίου καί, τὸ ἀκόμη χειρότερο, ἐμπλεκόμενο στὰ πάθη τῶν κομματικῶν ἀντεκδικήσεων.
Ἡ κύρια πρόταση τοῦ ἐπιστολογράφου, ἀνάμεσα σὲ αὐστηρὲς κριτικὲς καὶ κηρυγματικὲς προτροπὲς πρὸς τὸν Μακαριώτατο, εἶναι ἡ ἀκόλουθη: «ἂν πράγματι εἶστε ὁ καλὸς ὁ ποιμὴν ποὺ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θυσιάζει ὑπὲρ τῶν προβάτων, τότε φωτίστε, καθοδηγῆστε, τὸ λαό, σὲ ποιόν θὰ δώση τὸ τιμόνι σ’ αὐτὸ τὸ ὄχημα, μέσα στὸ ὁποῖο εἶναι τὸ ποίμνιό σας, νὰ μὴ τὸ πνίξουν μὲ τὰ προγράμματά τους αὐτοὶ ποὺ πολιτεύονται μέχρι σήμερα».
Αὐτὴ εἶναι μιὰ λογικὴ πρόταση ποὺ βρίσκει ἀνταπόκριση σὲ πολλοὺς ἁπλοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι νοιάζονται γιὰ τὴν προκοπὴ τοῦ τόπου μας, ὅμως ἀγνοεῖ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καὶ σμικρύνει ἀπελπιστικὰ τὴν θεμελιώδη ἀποστολή της στὸ κόσμο.
Ὅσοι διαπνέονται ἀπὸ αὐτές τις χριστιανοπολιτικὲς ἀπόψεις θὰ αἰσθάνονται ἄβολα μὲ τὶς θέσεις ποὺ ἐκφράζει ὁ ἅγιος Νεκτάριος στὴν Ποιμαντική του, γιὰ τὶς σχέσεις της Ἐκκλησία πρὸς τὴν Πολιτεία. Τὴν Ποιμαντικὴ αὐτὴ δίδασκε ὁ Ἅγιος στοὺς μαθητές της Ριζαρείου, δηλαδὴ σὲ μέλλοντες Κληρικούς. Καταγράφουμε χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς σελίδες 40 καὶ 41 τοῦ βιβλίου. «Ἡ Ἐκκλησία ἐν τῇ ἑαυτῆς διακυβερνήσει ἐστὶν ἀνεξάρτητος ἀπὸ τῆς πολιτείας• διότι ἐστὶ καθαρῶς θρησκευτικὸν καθίδρυμα, κέκτηται δὲ πολίτευμα καθαρῶς πνευματικόν... Ἡ Ἐκκλησία ὡς βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὐδὲν ἔχει κοινὸν πρὸς τὰ ἔργα τῆς βασιλείας τοῦ κόσμου... Ἡ ἐξουσία τῆς Ἐκκλησίας ἐστὶν ἁπλῶς πνευματική, καὶ ἐν τῇ διοικήσει, ἀναπτύξει καὶ προαγωγὴ αὐτῆς δι’ ὅλως πνευματικῶν μέσων ἐξασκεῖται. Ἡ πνευματικὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐξουσία οὐδ’ ὅλως παρεμβαίνει εἰς τὰς τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἐνεργείας• οὐδ’ ἀντίκειται ἡ ἀντιτίθεται πρὸς τὴν Πολιτείαν καὶ τὴν τελείαν ἐξάσκησιν τῆς ἐξουσίας αὐτῆς...». Ὁ ἅγιος Νεκτάριος παρακάτω ἀναφέρεται καὶ στὴν περίπτωση ποὺ ἡ Πολιτεία ψηφίζει νόμους «αὐθαιρέτῳ γνώμη», ποὺ «δὲν στηρίζωνται ἐπὶ τοῦ ἐμφύτου ἠθικοῦ καὶ τοῦ ἐμφύτου φυσικοῦ νόμου». Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ τοποθέτησή του εἶναι καίρια καὶ διακριτικότατη. Οἱ νόμοι αὐτοί, γράφει ὁ Ἅγιος, «ἀντίκεινται οὐ μόνον πρὸς τοὺς νόμους τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς καθ’ ὅλου ἀνθρωπίνους νόμους, διο καὶ ὑπ' αὐτῶν τῶν πολιτῶν ἀποκρούονται. Ὥστε οὐδὲ τότε ἡ Ἐκκλησία ἐξέρχεται τοῦ εἰρηνικοῦ αὐτῆς πολιτεύματος. Ἡ Ἐκκλησία δύναται νὰ παρέχη τὴ τοιαύτη πολιτεία πολλοὺς μάρτυρας τῆς ἀληθείας, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ ἀνατροπεῖς τῶν καθεστώτων».
Γιὰ νὰ κατανοηθῇ καλύτερα ἡ παραπάνω τοποθέτηση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, πρέπει νὰ καταγράψουμε τὴν διάκριση ποὺ κάνει μεταξὺ τοῦ Χριστιανοῦ καὶ τοῦ πολίτη. Γράφει: «ἡ μὲν ἐξουσία τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ μόνου τοῦ πνευματικοῦ βίου τοῦ ἀνθρώπου ἐπεκτείνεται, ἡ δὲ ἐξουσία τῆς πολιτείας ἐπὶ ὅλου τοῦ βίου τοῦ πολίτου• ἡ μὲν Ἐκκλησία διακυβερνὰ τὸν Χριστιανὸν ἄνθρωπον, ἡ δὲ πολιτεία τὸν πολίτην ἄνθρωπον». Βέβαια, οἱ Χριστιανοὶ εἶναι καὶ πολῖτες, χωρὶς νὰ ἰσχύη ὅμως καὶ τὸ ἀντίστροφο. Μὲ αὐτὴ τὴν διάκριση ὁ ἅγιος Νεκτάριος δὲν ἀπαγορεύει στοὺς Χριστιανούς, ὡς πολῖτες, μέσα στὰ πλαίσια τὸν νόμων τῆς πολιτείας, τὴν συμμετοχὴ σὲ ἀγῶνες ἐναντίον νόμων ποὺ δὲν ἑδράζονται στὸν ἔμφυτο ἠθικὸ ἡ φυσικὸ νόμο. Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, «οὐδὲ τότε ἐξέρχεται τοῦ εἰρηνικοῦ αὐτῆς πολιτεύματος». Οἱ ποιμένες της θυσιάζονται στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τους νὰ μετασκευάσουν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ ἰδιοτελεῖς σὲ ἀνιδιοτελεῖς προσωπικότητες• νὰ φέρουν τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ δέχονται τὴν διαποίμανσή τους, σὲ σχέση μὲ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος, κατὰ τὸν ψαλμικὸ στίχο, μπορεῖ νὰ ξανακτίση τὴν καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ποιμαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐπιβάλλεται σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν τὴν θέλουν. Ὁ Χριστὸς εἶπε «ὅστις θέλει...». Οἱ ποιμένες, ἂν θέλουν νὰ εἶναι ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι κοσμικοὶ ἄρχοντες, δὲν δικαιοῦνται νὰ ἀνατρέψουν αὐτὸ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, ἐπιβάλλοντας ἀπόψεις καὶ ὑποδεικνύοντας ἡγέτες, μπαίνοντας, δηλαδή, στὸ παιχνίδι τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία ἔχει ὡς κύριο γνώρισμα τῶν νόμων της τὸν καταναγκασμό.
«Ἡ Ἐκκλησία δύναται νὰ παρέχη τὴ τοιαύτη πολιτεία πολλοὺς μάρτυρας τῆς ἀληθείας», ἀνθρώπους, δηλαδή, στοὺς ὁποίους θὰ ζῆ «τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας» καὶ θὰ γνωρίζουν ἐμπειρικὰ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἐνυπόστατη ἀλήθεια. Οἱ «ἀνατροπεῖς τῶν καθεστώτων» δὲν εἶναι γεννήματα αὐτοῦ τοῦ ἐν οὐρανοῖς πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀποτελέσματα τῶν ἀδικιῶν καὶ τῶν δολοπλοκιῶν ποὺ προσβάλλουν τοὺς ὀργανισμοὺς τῶν ἐγκόσμιων πολιτευμάτων.
Ἡ ὀγδοντάρχη πεῖρα, ἂν ἦταν ἐκκλησιαστική, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπαιτῇ ἀπὸ τοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας νὰ μὴν «ἐξὲρχ[ον]ται τοῦ εἰρηνικοῦ αὐτῆς πολιτεύματος».–
- Προβολές: 2971