Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Αυτοαπέχθεια και αυτομίσος

του Πρωτ. Θωμά Βαμβίνη

Πολλοί άνθρωποι δεν αισθάνονται καλά με τον εαυτό τους. Τους στενοχωρεί η όψη τους, το βάρος τους, η κατασκευή του σώματός τους, η κοινωνική τους θέση, η μικρή εξυπνάδα τους η η αποτυχία των αλαζονικών στόχων που έθεσαν για την ζωή τους. Κάποιοι λίγοι, φιλόδοξοι και ευαίσθητοι, αισθάνονται απογοήτευση και πλήξη με τον εαυτό τους, γιατί η «Ιθάκη» που επέλεξαν για προορισμό του επίγειου ταξιδιού τους αποδείχθηκε πολύ «φτωχική» και οι γνώσεις που απέκτησαν από το μακρύ ταξίδι τους δεν τους έδωσαν τίποτε το ουσιαστικό, που να μπορή να αναπληρώση αυτή την φτώχια. Κι όταν βρίσκονται μόνοι τους, αφού κατόρθωσαν ο,τι ήθελαν, ρωτούν με ειλικρίνεια τον εαυτό τους: «από δω και πέρα τι;».

Όλες αυτές οι καταστάσεις, της μικρής η μεγάλης «αυτοαπέχθειας», όταν προσεγγίζονται από την πλευρά της ψυχολογίας, περιγράφονται ως νοσηρές καταστάσεις, αφού ο σημαντικός στόχος της ανθρωποκεντρικής ψυχοθεραπείας είναι η εξισορρόπηση των εσωτερικών μας δυνάμεων, η αποδοχή του εαυτού μας και η ομαλή προσαρμογή μας στις συνθήκες του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος. Είναι, βέβαια, γεγονός ότι οι περισσότερες «αυτοαπέχθειες» οφείλονται σε ψυχολογικά προβλήματα, σε ανασφάλειες, σε στρεβλές εσωτερικές καταστάσεις. Δεν είναι όμως όλες αυτής της αιτιολογίας και αυτής της ποιότητας. Υπάρχει και υγιής δυσανασχέτηση με τον εαυτό μας, υγιής «αυτοαπέχθεια».

Αν δούμε τα πράγματα μέσα από την εκφρασμένη εμπειρία των αγίων της Εκκλησίας, αν φύγουμε δηλαδή από την μονοδιάστατη ψυχολογική προσέγγιση και μελετήσουμε τις καταστάσεις αυτές κάτω από το πρίσμα της ορθόδοξης θεολογικής εμπειρίας, τότε η δυσανασχέτηση με τον εαυτό μας, μέχρι και το μίσος του εαυτού μας –το «αυτομίσος»– έχει και την υγιή εκδήλωσή του. Είναι μάλιστα φυσική κατάσταση, ένα αναγκαίο στάδιο στην πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου που αρχίζει να φοβάται και ν’ αγαπά τον Θεό και που σταδιακά γνωρίζει καλύτερα τον εαυτό του, βλέπει, δηλαδή, ευκρινέστερα τις ανεπάρκειές του και τις πληγές της ψυχής του. Σ’ έναν πιστό, άλλωστε, το μίσος του εαυτού μας δεν δημιουργεί καμμιά υπόνοια ψυχικής ασθένειας, αφού γνωρίζει ότι ο Χριστός, στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, μας λέει: «ο μισών την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν» (12, 25). Και στο κατά Λουκάν ακούμε να λέη σ’ αυτούς που «συνεπορεύοντο αυτώ» τον εξής πολύ καυτερό λόγο: «ει τις έρχεται προς με και ου μισεί... έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου μαθητής είναι»(14, 26). Η λέξη ψυχή εδώ έχει την σημασία της ζωής του ανθρώπου. Καλείται ο άνθρωπος να μισήση την μορφή της επίγειας υπάρξεώς του, την παραμορφωμένη από το «ειδεχθές προσωπείο των παθών», προκειμένου να μπορέση να αναγεννηθή εν Χριστώ.

Ανάμεσα στους πιστούς, βέβαια, δεν απουσιάζουν οι άρρωστες καταστάσεις και τα ψυχοπροβλήματα. Δεν απουσιάζουν οι νοσηρές «αυτοαπέχθειες», που είναι τελείως άσχετες με το υγιές «αυτομίσος», που βιώνουν όσοι πορεύονται ειλικρινά την οδό των Αποστόλων και των αγίων Πατέρων. Μέσα στον χώρο της Εκκλησίας υπάρχουν πολλές πνευματικές ηλικίες, υπάρχουν δυστυχώς και ποιμαντικές στρεβλώσεις. Έτσι, υπάρχουν ποιμαινόμενοι που δεν ωριμάζουν πνευματικά η, που κάποιες φορές, αντί να θεραπευτούν αρρωσταίνουν περισσότερο. Αυτό μπορεί να οφείλεται στους ποιμένες τους, μπορεί να οφείλεται, όμως, και στην δική τους αδράνεια και πνευματική ραθυμία.

Είναι ενδιαφέρον, λοιπόν, να δούμε την «αυτοαπέχθεια» και το «αυτομίσος» μέσα από δύο σύγχρονες οπτικές γωνίες• μια ψυχολογική και μια θεολογική-ασκητική. Την πρώτη θα την πάρουμε από το μυθιστόρημα του ψυχίατρου Ίρβιν Γιάλομ «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» και την δεύτερη από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ «Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί».

Σ’ έναν θεραπευτικό διάλογο που οργάνωσε ο γιατρός Μπρόιερ με τον Νίτσε, προκειμένου να τον θεραπεύση, ο γιατρός Μπρόιερ εξομολογήθηκε στον φιλόσοφο πολλά απόκρυφα προβλήματά του. Αυτό τον έκανε να αισθάνεται άσχημα. Κάτι που του το επισήμανε ο Νίτσε: «...νιώθετε ντροπή που μου δείξατε τις αδυναμίες σας;». Κι ο Μπρόιερ απάντησε: «...Νιώθω άσχημα για ένα και μοναδικό λόγο: μου είναι σημαντική η γνώμη σας για μένα, και φοβάμαι ότι, έπειτα από τη ρυπαρή χτεσινή μου εξομολόγηση, θα έχω πέσει στα μάτια σας! ... Κρατώ τον αληθινό εαυτό μου κρυμμένο, γιατί έχω τόσα πράγματα, για τα οποία μπορεί κανείς να με περιφρονήση. Κι έπειτα αντιπαθώ ακόμα περισσότερο τον εαυτό μου, γιατί είμαι αποκομμένος από τους άλλους ανθρώπους». Κι ο Νίτσε σχολιάζοντας την απάντησή του είπε: «...Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους που αντιπαθούν τον εαυτό τους και προσπαθούν να τον διορθώσουν πείθοντας πρώτα τους άλλους να έχουν καλή γνώμη γι’ αυτούς. Μόλις γίνει αυτό, τότε αρχίζουν να έχουν κι οι ίδιοι καλή γνώμη για τον εαυτό τους. Αλλά αυτή είναι μια ψεύτικη λύση, είναι υποταγή στην αυθεντία των άλλων. Το καθήκον σας είναι να αποδεχτήτε τον εαυτό σας –όχι να βρείτε τρόπους να κερδίσετε τη δική μου αποδοχή».

Η «αυτοαπέχθεια» στο μυθιστόρημα του Γιάλομ οφείλεται στην ρυπαρότητα των αποκρύφων παθών, που αξιολογούνται ανάλογα με την γνώμη των άλλων. Υπάρχει καταθλιπτική εξάρτηση από την γνώμη των άλλων. Και η θεραπεία που προτείνεται είναι η απελευθέρωση από την γνώμη των άλλων και η αποδοχή του εαυτού μας, όπως είναι –«ανθρώπινος, πολύ ανθρώπινος», σύμφωνα και την νιτσεϊκή έκφραση– με τις αδυναμίες και τα πάθη του, χωρίς διάθεση πραγματικής θεραπείας.

Στο βιβλίο του Αρχιμ. Σωφρονίου «Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί» έχει ήδη ξεπερασθή η εξάρτηση από την γνώμη των άλλων. Όπως ο ίδιος σημειώνει: «Γίνομαι συνεχώς ολιγότερον ευπρόσβλητος εκ των ανθρωπίνων περί εμού κρίσεων». Κριτήριο δεν είναι η γνώμη των ανθρώπων, αλλά η εντολή του Θεού, «το κατελθόν εκ των ουρανών Φως της Ευαγγελικής διδαχής [το οποίον] καταυγάζει την εσωτερικήν ημών όρασιν και λεπτύνει την δεκτικότητα της καρδίας». Κάτω από το Φως αυτό «ο Χριστιανός ανακαλύπτει εν εαυτώ την παρουσίαν παντός είδους κακίας, είτε εκδήλου, είτε τουλάχιστον εν δυνάμει, και ούτω θεωρεί εαυτόν όντως χείριστον πάντων». Και ο π. Σωφρόνιος επισημαίνει: «Μόνον το Πνεύμα το Άγιον εμπνέον ημάς καθιστά ικανούς να ίδωμεν κατ’ αρχήν την τραγικότητα της ιδίας ημών καταστάσεως, και κατόπιν να βιώσωμεν το μέγα δράμα της παγκοσμίου ιστορίας της ανθρωπότητος». Αυτή η όραση δημιουργεί ένα υγιές μίσος για τον εαυτό μας και μετατρέπει όλη μας την ύπαρξη σε προσευχή. Έτσι, εμπνεόμενοι και προσευχόμενοι περνάμε από το μίσος του εαυτού μας στην απεριόριστη ευαγγελική αγάπη. Διότι «όταν μισήσωμεν εαυτούς ένεκα της εν ημίν ζώσης κακίας, τότε διανοίγονται εις ημάς οι ατέρμονες ορίζοντες της εντεταλμένης αγάπης».

Δεν εξαρτώμαστε από την γνώμη των άλλων. Δεν ασκούμαστε να αποδεχθούμε τον εαυτό μας. Τον αλλάζουμε. Δεν τον απομονώνουμε από τους άλλους ανθρώπους. Τον ανοίγουμε στους «ατέρμονες ορίζοντες της εντεταλμένης αγάπης».

Η ποιοτική διαφορά των προσεγγίσεων –ψυχολογικής και θεολογικής– είναι νομίζω σαφής.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3000