Skip to main content

Η Χριστιανοσύνη του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου (Β)

του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Μια λυρική έξαρση, έναν ψυχικό κραδασμό της εκστατικής ψυχής του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου συναντούμε στα ταξιδιωτικά του που έχουν εξομολογητικό χαρακτήρα. Σε ώρες που αναζητά να στηριχθή στην «πέτρα της πίστης», παίρνει το δρόμο για ιερά προσκυνήματα, όχι σαν τουρίστας, ούτε σαν «επηρμένος ασεβής και ανιστόρητος». Αγαπά την ομορφιά και την ιερότητα των μεγαλουργημάτων της τέχνης. Και στην ιερότητα ταιριάζει η ενατένιση και η κατάνυξη, γιατί «η σιωπή είναι η κατοικία του Θεού»

Συμπορευόμαστε με τον ποιητή και συγγραφέα για το μοναστήρι του Μπρουσού: «Ύστερα απ’ τ’ αέναο σκαμπανεύασμα στις αγκαλιές των βράχων και στα χείλη των αβύσσων, η Παναγίτσα η βουνίσια κ’ η χωριάτισσα...Ο τόπος είναι σα να ημερεύει και να γαληνεύει εκεί δα χάμου...Από την παραμονή της μεγάλης γιορτής ίσαμε την Απόδοση, που είναι η καθαυτό γιορτή του Μπρουσού, τα χείλη των αβύσσων γεμίζουν κοπάδια ανθρώπων και ζώων, που πορεύονται χωρίς παράπονο, με ζεστή ευλάβεια και άδολη σκέψη, προς τη μαυρισμένη σπηλιά, όπου φεγγοβολεί με την ανέσπερη αναλαμπή της η πανάρχαια μελαγχολική και μελαχρινή Παναγίτσα, καταποντισμένη στη θάλασσα των πολύτιμων αφιερωμάτων..» («Ελληνικοί ορίζοντες» σελ. 24-26).

Τον ακούμε να ψιθυρίζη την Παράκληση: «Παθών με ταράττουσι προσβολαί...Από των πολλών μου αμαρτιών ασθενεί το σώμα ασθενεί μου και η ψυχή...»

Τον ακολουθούμε και στην Αγιά Σοφιά «που είναι το σταυροδρόμι σε δυό οδοιπορίες εξίσου επίπονες: στην οδοιπορία του Θεού που κατεβαίνει στον άνθρωπο και στην οδοιπορία του ανθρώπου που αποθεώνεται» («Πολιτείες της Ανατολής» σελ. 14)

Ύστερα στην Πάτμο. Ριγμένος ο ποιητής σε μια παραληρηματική έκσταση, ανάμεσα σε αναρίθμητα επιφωνήματα και ανείπωτους καθαρμούς σε σκιερές μοναστηρίσιες γωνιές. «Το ταξίδι της Πάτμου, θα γράψη, είναι μια άσκηση. Άσκηση αντίκρυ σε μια έκφραση κάλλους που δεν εξαντλείται στη λιτότητα και την ευγένεια της γραμμής και στην ιδιορρυθμία του σχήματος, αλλά πηγαίνει βαθύτερα, στους μυστικούς χώρους, όπου οι βιοτικές μέριμνες αποσύρονται ντροπιασμένες...»

Κάπου όμως στα βαθύτερα στρώματα του εγώ του υπάρχει μια αξεδιάλυτη καταχνιά. Είναι η ανησυχία του. Βλέπει και ζη με πάθος και με ήθος την ομορφιά του κόσμου και φοβάται μην τη χάση. Τρομάζει μπροστά στο μυστήριο του θανάτου. Είναι ο άνθρωπος που είναι γερά δεμένος με τη γη. Βλέπει την ατελεύτητη νύχτα του θανάτου να τα σκεπάζη όλα και θέλει να την ξορκίση: «Θεέ μου! Ολοένα τη νιώθω που έρχεται τούτη η Νύχτα, τούτος ο Θάνατος! Ας ανάψουμε τα φώτα, τα φώτα!»

Η ιδέα του θανάτου τον εκμηδενίζει, του δίνει την αίσθηση πως δεν μπορεί ν’ αντισταθή στην παντοδυναμία του κι αυτός είναι ένας αποσυνάγωγος, ένας ουδείς. Και ο πόνος είναι ο αδυσώπητος κλήρος του ανθρώπου και η χαρά είναι στο βάθος θλιβερή, γιατί είναι εύθραυστη και περαστική.

Ο δεσμός του με την ορθόδοξη πίστη δεν ήταν πάντα ιδιαίτερα στενός και θέλοντας κάπως να δικαιολογηθή γράφει: «Δεν είμαι από κείνους που υποτιμούν τη βυζαντινή τέχνη. Το ελάττωμά μου είναι ίσως μονάχα που δίπλα της και πέρα απ’ αυτήν, κοιτάζω με την ίδια αγάπη και κάθε άλλη καλλιτεχνική δημιουργία προσπαθώντας να μπω στο νόημά της» («Το φιλί του Ιούδα»)

Ξεκίνησε από γερές και ιερές ρίζες. Πάλεψαν μέσα του χίλιες δυό ιδέες για να τον τραβήξουν η καθεμιά προς το μέρος της. Θαμπώνεται από όλες μα σε καμιά δεν σκλαβώνεται. Δεν ακολουθεί καμιά συστηματική φιλοσοφία. Απεγχθάνεται τις όποιες αισθητικές εντάξεις και μόνο νοητικά προσεγγίζει τον κόσμο του Πλάτωνα. Η ορθόδοξη παράδοση όμως κυλάει στο αίμα του και μιλάει στην ψυχή του με την πιο σφιχτή και μεστή έκφραση. Η γλώσσα του δεν είναι θεολογική, η αύρα της όμως μοιάζει να’ ρχεται κατευθείαν από τους θεολογικούς πατερικούς λειμώνες. Και ο λογισμός του, ακούραστος στρατοκόπος, πορεύεται σε μια τραγική κι αξημέρωτη νύχτα κι άλλο δεν ονειρεύεται κι άλλο δεν λαχταράει παρά τον Όρθρο, που θα ζωντανέψη τους δρόμους της γης. Ο δρόμος του, μια δραματική και αγωνιώδης πορεία, που του αναγκάζει την ψυχή να προσευχηθή στο Θεό. Δεν είναι τυχαίο που συγκλονίζεται και θολερά δάκρυα βρέχουν τα μάτια του κάθε φορά που ακούει τους θεσπέσιους ύμνους της Εκκλησίας.

Έλεγε κάποτε στο φίλο του Π.Β.Πάσχο: «Ζηλεύω την αράγιστη πίστη σου που εμένα μου λείπει ακόμα. Θα ήθελα κι εγώ να γίνω ένα με τους θείους υμνωδούς μας και να ψάλω μαζί σου τα εξαίσια τροπάριά τους. Φοβούμαι όμως πως είμαι καταδικασμένος να μην ιδώ να καταλαγιάζουν μέσα μου τα μεταφυσικά προβλήματα» («Αίμα και Πνεύμα» σελ.172). Ήθελε να πιστέψη πάλι, όπως τότε που ήταν παιδί, μα κάτι τον εμπόδιζε και λυπόταν γι’ αυτό. Και οδηγούσε τα μικρά παιδιά του στις γιορτές, στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, νύχτα ακόμα, όπως κι αυτόν ο φιλακόλουθος πατέρας του, για ν’ ακούνε «Τραγούδια του Θεού», όπως έλεγε τους ψαλμούς ο στενός του φίλος Αλ. Παπαδιαμάντης.

Ο Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος είναι ένα πνευματικό μεγαθήριο και, όπως κάθε ανθρώπου, το μονοπάτι της ψυχής του είναι χωριστό και στενό και δυσκολοπερπάτητο. Δεν έχω την κριτική ικανότητα να το περπατήσω μαζί του. Γι’ αυτό αρκέστηκα σ’ έναν περίπατο στο λειμώνα των σελίδων των βιβλίων του, να μαζέψω λίγα λουλούδια, που έχουν τις ρίζες τους στον ουρανό. Και διεπίστωσα πως, όσες φορές πλησιάσης το έργο του δε γίνεται να μην ξεδιψάσης. Δεν είναι ένα μετρημένο νερό που θα πιής, είναι η κελαριστή πηγή, που όσο πίνεις, τόσο δυναμώνει το ανάβρυσμά της.–

  • Προβολές: 2622