«Ὑπόδειγμα Ὀρθόδοξης Ναοδομίας, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης»
Βασιλείου Βούκλιζα, Τοπογράφου-Μηχανικού
Μὲ ἀφορμὴ τὸ ὁμότιτλο βιβλίο τοῦ ἀρχιτέκτονα Βασίλη Ἄν. Χαρίση
Πρόσφατα ἀνέγνωσα τὸ πολὺ ἐνδιαφέρον βιβλίο τοῦ ἀρχιτέκτονα Βασίλη Ἄν. Χαρίση μὲ τίτλο «Ὑπόδειγμα Ὀρθόδοξης Ναοδομίας, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης» (ἐκδ. Ἀρχεῖο Παραλειπομένων Ἑλληνικῆς καὶ Εὐρωπαϊκῆς Ἱστορίας, Ἀθῆναι 2003). Ὁ κ. Χαρίσης μὲς στὶς σελίδες τοῦ βιβλίου του «ξανακτίζει» μὲ τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις του καὶ μὲ τὴν θεολογικὴ βοήθεια τοῦ Ἄρχιμ. π. Παγκρατίου Μπρούσαλη, τὸν περικαλλῆ Ναὸ ὅπως τὸν εἶχε συλλάβει μὲ τὸν θεολογικὸ τοῦ νοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης καὶ τὸν εἶχε περιγράψει σὲ ἐπιστολὴ τοῦ πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Ἰκονίου Ἀμφιλόχιο. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἐντυπωσιακό. Στὴν συνέχεια θὰ καταγράψω μερικὲς σκέψεις μου ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου αὐτοῦ.
Οἱ ἐπιστολὲς τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας εἶχαν πάντα μεγάλο θεολογικὸ ἐνδιαφέρον. Καὶ αὐτὸ γιατί εἴτε ἀπευθυνόντουσαν σὲ ἐπισκόπους, κληρικοὺς ἡ μοναχούς, εἴτε σὲ πνευματικά τους παιδιὰ ἡ σὲ ὁποιονδήποτε ζητοῦσε τὴν συμβουλὴ καὶ τὴν γνώμη τοὺς πάντα ὁ λόγος τους ἦταν (καὶ εἶναι) καθοδηγητικός, νουθετικός, ἐλεγκτικὸς μὲ «ἁπαλότητα» καὶ διάκριση, παρακλητικὸς κλπ. Ἕνας λόγος ποὺ πολλὲς φορὲς ἀρκεῖται σὲ ἕνα καὶ μόνο ρῆμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιὰ νὰ δημιουργήση ἀναλύοντάς το καὶ ὁλόκληρα βιβλία. Ἄλλωστε, ἂν ἡ Παλαιὰ καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη ἀποτελοῦν τὸν νόμο, τὰ κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι κατὰ τρόπο τινὰ οἱ ἑρμηνευτικές του ἐγκύκλιοι.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνα ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἔστειλε πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Ἀμφιλόχιο μιὰ ἐπιστολὴ στὴν ὁποία ἐκθέτει τὶς ἀπόψεις του γιὰ ἕναν τύπο ναοῦ ποὺ θὰ κατασκευαζόταν στὸ Ἰκόνιο –περιοχὴ ἐπισκοπῆς του Ἀμφιλοχίου.
Πρόκειται γιὰ μιὰ μικρὴ σὲ ἔκταση ἐπιστολὴ ποὺ ἐντυπωσιάζει γιὰ τὸ λεπτομερὲς ἀρχιτεκτονικό της περιεχόμενο ποὺ στηρίζεται σὲ θεολογικὸ ὑπόβαθρο. Ἐδῶ παραθέτουμε τὸ «ἀρχιτεκτονικὸ» τμῆμα τῆς ἐπιστολῆς. Ὁλόκληρη ἡ ἐπιστολὴ βρίσκεται σὲ μετάφραση τοῦ ἀρχιμανδρίτη Παγκρατίου Μπρούσαλη στὶς σελ. 22-29 τοῦ βιβλίου. Ἀποσπάσματα δὲ αὐτῆς σχολιάζονται παρακάτω.
«Τὸ σχῆμα τοῦ ναοῦ εἶναι σταυρὸς ποὺ σχηματίζεται, ὅπως εἶναι φυσικό, ἀπὸ τέσσερις ξεχωριστοὺς οἴκους. Καὶ ὅπως βλέπουμε σὲ ὅλους τοὺς σταυροειδεῖς ναοὺς οἱ συμβολὲς τῶν χώρων αὐτῶν ἑνώνονται μεταξύ τους. Στὴ μέση τοῦ σταυροῦ ὑπάρχει κύκλος, μετασχηματισμένος σὲ ὀκτὼ γωνίες. Ὀνομάζω κύκλο τὸ ὀκτάγωνο σχῆμα, ἐπειδὴ διαγράφει νοητὴ περιφέρεια, ὥστε οἱ τέσσερις πλευρές του οκταγώνου, οἱ ὁποῖες βρίσκονται διαμετρικὰ ἀπέναντι ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, νὰ συνδέουν μὲ ἁψῖδες τοὺς παρακείμενους τέσσερις οἴκους μὲ τὸν κεντρικὸ κύκλο. Οἱ ἄλλες τέσσερις πλευρές του οκταγώνου, οἱ ὁποῖες ἐκτείνονται μεταξὺ τῶν τετραγώνων οἴκων, δὲν συνεχίζουν νὰ προεκτείνονται καὶ αὐτές, ὥστε νὰ σχηματίζουν ἰδιαίτερους χώρους, ἀλλὰ κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς θὰ εἶναι ἡμικύκλιο ποὺ ἀναπτύσσεται πρὸς τὰ ἄνω κοχλιοειδὼς καὶ θὰ στηρίζεται πάνω σὲ ἁψῖδα. Καὶ ἐδῶ θὰ εἶναι ὀκτὼ ὅλες οἱ ἁψῖδες, μὲ τὶς ὁποῖες ἐκ παραλλήλου τὰ τετράγωνα καὶ τὰ ἡμικύκλια θὰ συνδέονται μὲ τὸν μεσαῖο χῶρο. Μεταξὺ δὲ τῶν διαγωνίων πεσσῶν θὰ στηθοῦν ἰσάριθμοι κίονες γιὰ λόγους αἰσθητικῆς ἀλλὰ καὶ ἀντοχῆς. Καὶ αὐτοὶ οἱ κίονες θὰ ἔχουν ἀπὸ πάνω τους ἁψῖδες, ποὺ θὰ κατασκευαστοῦν συγχρόνως μὲ τὶς ἐξωτερικές.
Πάνω ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὀκτὼ ἁψῖδες, γιὰ λόγους συμμετρίας μὲ τὰ ὑπερκείμενα παράθυρα, θὰ ἀνυψωθῇ ὁ οκταγωνικὸς χῶρος σὲ τέσσερις πήχεις ἐπὶ πλέον, ὥστε τὸ σχῆμα ἀνάπτυξης τῆς ὀροφῆς του νὰ εἶναι τροῦλος κωνοειδοῦς μορφῆς μὲ πλατιὰ βάση ἡ ὁποία θὰ καταλήγη σὲ ὀξεῖα σφῆνα. Οἱ διαστάσεις κάθε ὀρθογωνικοῦ οἴκου θὰ εἶναι ὀκτὼ πήχεις κατὰ τὸ πλάτος καὶ μιάμιση φορὰ μεγαλύτερες κατὰ τὸ μῆκος, καὶ τὸ ὕψος θὰ εἶναι ὅσο ἡ ἀναλογία ὡς πρὸς τὸ πλάτος ἀπαιτεῖ. Οἱ ἴδιες διαστάσεις θὰ διατηρηθοῦν καὶ γιὰ τὰ ἡμικύκλια. Ἐπίσης τὸ συνολικὸ διάστημα μεταξὺ τῶν πεσσῶν θὰ ἐκτείνεται σὲ ὀκτὼ πήχεις καὶ τὸ πλάτος θὰ καθορισθῇ ἀπὸ τὴν περιφέρεια ποὺ θὰ διαγράψη ὁ διαβήτης μὲ κέντρο τὸ μέσο τῆς πλευρᾶς καὶ φθάνοντας στὸ ἄκρο της. Καὶ αὐτῶν τὸ ὕψος θὰ εἶναι ὅσο ἡ ἀναλογία ὡς πρὸς τὸ πλάτος ἀπαιτεῖ. Τὸ πάχος τοῦ τοίχου ἐξωτερικὰ τῶν διαστάσεων ποὺ μετρήθηκαν στὸ ἐσωτερικὸ θὰ εἶναι τρία πόδια καὶ θὰ περιβάλλη ὅλο τὸ ἔργο».
Στὸ δεύτερο μέρος τῆς ἐπιστολῆς ὁ ἅγιος Γρηγόριος φαίνεται ὅτι ἔχει διερευνήσει λεπτομερῶς –καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἰδέα ποὺ ἔχει γιὰ τὸ ναό– τὶς παραμέτρους τῆς κατασκευῆς ὡς πρὸς τὰ ὑλικά, τὴν δαπάνη, τὸν χρονικὸ προγραμματισμὸ καὶ ἐκθέτοντάς τες πρὸς τὸν Ἀμφιλόχιο τοῦ ζητᾶ νὰ συνεκτιμήση τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐργατῶν ποὺ θὰ στείλη, ὥστε νὰ μὴν εἶναι λιγότεροι οὔτε περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἀπαιτούμενους καὶ σὲ συνεργασία μὲ τοὺς ντόπιους νὰ τελειώσουν τὴν κατασκευὴ στὸ συντομότερο χρόνο καὶ μὲ τὸ μικρότερο κόστος.
Στὸ πρῶτο μέρος τῆς ἐπιστολῆς ὁ ἅγιος δίνει μὲ τόση ἀκρίβεια τὰ κατασκευαστικὰ στοιχεῖα τοῦ ναοῦ, σὰν νὰ τὸν εἶχε μπροστά του ἡ νὰ ἔβλεπε σχεδιαγράμματα. Ὅμως σχέδιο τοῦ ναοῦ δὲν ὑπῆρχε. Γιατί ἂν ὑπῆρχε, θὰ τὸ ἔστελνε συνημμένο μὲ τὴν ἐπιστολὴ ἡ θὰ τὸ ἀνέφερε. Βέβαια εἶχε ὑπ’ ὄψιν του κάποιους ναούς – προσκυνήματα ποὺ εἶχε ἐπισκεφθῇ, ὁ τύπος ὅμως ποὺ πρότεινε διέφερε ἀπὸ αὐτοὺς• ἦταν μιὰ πρωτότυπη σύλληψη.
Ὅταν λοιπὸν ἡ ἀκρίβεια τῆς περιγραφῆς εἶναι τέτοια ὥστε νὰ λέη «οἱ διαστάσεις κάθε ὀρθογωνικοῦ οἴκου θὰ εἶναι ὀκτὼ πήχεις κατὰ τὸ πλάτος καὶ μιάμιση φορὰ μεγαλύτερες κατὰ τὸ μῆκος καὶ τὸ ὕψος θὰ εἶναι ὅσο ἡ ἀναλογία ὡς πρὸς τὸ πλάτος ἀπαιτεῖ. Ἐπίσης τὸ συνολικὸ διάστημα μεταξὺ τῶν πεσσῶν θὰ ἐκτείνεται σὲ ὀκτὼ πήχεις καὶ τὸ πλάτος θὰ καθορισθῇ ἀπὸ τὴν περιφέρεια ποὺ θὰ διαγράψη ὁ διαβήτης μὲ κέντρο τὸ μέσο τῆς πλευρᾶς καὶ φθάνοντας στὸ ἄκρο της», καὶ ἀναλογιζόμενοι ὅτι ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγίστους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μᾶλλον ὁδηγούμαστε στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἰδέα τοῦ ναοῦ ἦταν γιὰ τὸν ἅγιο προϊὸν φώτισης.
Συνδέεται ὅμως καὶ μὲ τὴν θεολογία τοῦ ἁγίου σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ναὸς εἶναι σύμβολο θεοφανείας. Ἕνας κτιστὸς χῶρος ποὺ θὰ εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ «χωρέση τὸν Ἀχώρητον».
Ἡ ἐποχὴ ποὺ γράφτηκε ἡ ἐπιστολὴ (τέλος 4ου μ.Χ αἰῶνα) ἦταν ἔντονη γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ἀπὸ τὴν μία εἶχε νὰ ἀντιμετωπίση τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία, ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμα ἐκλείψει, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὶς αἱρέσεις ποὺ ἀναφύονταν στὸ ἐσωτερικό της. Ἦταν ἐπίσης ἐποχὴ Οἰκουμενικῶν Συνόδων στὶς ὁποῖες διατυπώθηκε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Σὲ ὅλα τὰ παραπάνω συμμετεῖχε ἐνεργὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης καὶ μάλιστα σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ἡ Ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος νὰ τὸν ἀποκαλέση «Πατέρα Πατέρων».
Ἑπομένως, σύμφωνα μὲ τὴν ἀνάλυση τοῦ συγγραφέα, στὴν νοητικὴ σύλληψη τοῦ Ἁγίου γιὰ τὸν ναὸ ὁ ὅρος «Πατέρα παντοκράτορα» σημαίνει τὴν ἀνάγκη νὰ ὑπάρχη ἕνα κυρίαρχο σημεῖο ἀναφορᾶς, ἐπιβλητικό, ποὺ θὰ δηλώνη κάλυψη προστασίας καὶ ἀγάπης. Σχεδιαστικὰ λοιπὸν αὐτὸ τὸ στοιχεῖο πρέπει νὰ κυριαρχῇ, ἄρα νὰ βρίσκεται στὸ ὑψηλότερο σημεῖο, νὰ ἀποτελῇ σκέπη - «ἀγκάλισμα» καὶ γι’ αὐτὸ σκέπτεται τὴν κάλυψη τοῦ χώρου μὲ μιὰ δεσπόζουσα κοίλη ὀροφή.
Οἱ ὅροι «Ἕναν Κύριον Ἰησοῦ Χριστὸν» ὡς «Φῶς ἐκ Φωτός, κατελθόντα, ἀναστάντα καὶ πάλιν ἐρχόμενον» σημαίνουν τὴν ἀνάγκη νὰ ὑπάρχη μιὰ κυρίαρχη πηγὴ φωτὸς σὲ θέση ὅπου το φῶς θὰ ἔρχεται ἀπὸ ψηλὰ καὶ θὰ ἐπανέρχεται. Καὶ ἐφ’ ὅσον τὸ φῶς συμβολίζει τὸν ἀναστάντα Χριστὸ ἡ φωτεινὴ αὐτὴ πηγὴ θὰ στέλνη το φῶς στὰ κάτω, ὥστε αὐτὰ νὰ ἕλκονται ἄνω εἰς ἀνά-στασιν.
Ὁ ὅρος «Πνεῦμα, ζωοποιὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον» δηλώνει πὼς τὸ φῶς θὰ ἔρχεται ἀπὸ τὸ κυρίαρχο σημεῖο τῆς ὀροφῆς, ὅπου βρίσκεται ἡ θέση τοῦ «Πατέρα» καὶ μάλιστα ὡς φῶς ἤπιο, θερμό, «Ἱλαρόν».
Ὁ ὅρος «ἀνάστασιν νεκρῶν» σχεδιαστικὰ σημαίνει νὰ λειτουργῇ μιὰ αἰσθητικὴ ἕλξις ἀπὸ τὴν κάτω στάση τῶν «νεκρῶν», ποὺ εἶναι θέση ἑνὸς ψυχροῦ καὶ σκοτεινοῦ χώρου, πρὸς τὴν ἄνω στάση την ἀνά-σταση, στὴν θέση ἑνὸς χώρου ζωῆς, ἄρα χώρου θερμοῦ καὶ φωτεινοῦ.
Ἐπίσης ὁ ὅρος «Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν», ποὺ σημαίνει πράξη ἄπειρης ἀγάπης, ὑπαγορεύει τὴν σχεδιαστικὴ ὑποχρέωση ὁ κτιστὸς χῶρος ὡς «θυσιαστήριο» τοῦ «Σταυρωθέντος» νὰ διαθέτη τέτοιο ὕφος ποὺ θὰ ἐκφαίνη τὴν αἴσθηση αὐτῆς τῆς ἄπειρης ἀγάπης.
Ὅλα τὰ παραπάνω ὅριζαν τὶς θεολογικὲς «προδιαγραφὲς» μιᾶς ὀρθόδοξης ἄποψης ποὺ κάνει τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης νὰ ὑποστηρίζη ὅτι ὁ ναὸς ἔπρεπε νὰ ἀποτελῇ χῶρο ποὺ νὰ λειτουργῇ συγκινησιακά, μὲ τρόπο ὥστε νὰ ὑπηρετῇ ἕναν συγκεκριμένο λόγο.
Ἡ πρόκληση γιὰ τὸν συγγραφέα τοῦ βιβλίου ἦταν ὅτι οἱ τεχνικὲς πληροφορίες ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἐπιστολὴ μὲ συγκεκριμένες διαστάσεις καὶ στοιχεῖα καὶ γενικότερα ἡ σαφήνεια τῆς περιγραφῆς μποροῦσε νὰ ἀποδώση σὲ σχέδια τὴν ἀρχιτεκτονικὴ μορφὴ τοῦ ναοῦ μὲ ἱκανοποιητικὴ ἀκρίβεια.
Ἔτσι στὶς πάνω ἀπὸ διακόσιες σελίδες τοῦ βιβλίου ξεκινῶντας ἀπὸ κατόψεις καὶ τομές, καὶ τὰ γενικότερα ἀρχιτεκτονικὰ σχέδια, ἀναλύει τὰ τεχνικὰ στοιχεῖα, τὰ ὑλικὰ καὶ τὸν τρόπο κατασκευῆς, τὴν στατικὴ ἐπάρκεια τοῦ προκύπτοντος ναοῦ, συνεχίζει μὲ τὸν προϋπολογισμό, τὸν χρονικὸ προγραμματισμὸ καὶ τὴν συμφωνία ἀνάθεσης τοῦ ἔργου γιὰ νὰ καταλήξη σὲ αἰσθητικὲς παραμέτρους ποὺ ἀφοροῦν μορφές, κλίμακες, φῶς, ἦχο, σύμβολα. Ὅλα αὐτὰ τὰ τεκμηριώνει καὶ τὰ παρουσιάζει καὶ μὲ σχέδια μερικὰ ἐκ τῶν ὁποίων παραθέτουμε καὶ ἐδῶ.
Δὲν γνωρίζουμε ἂν τελικὰ ὁ συγκεκριμένος ναὸς κατασκευάσθηκε καὶ ἂν ἔμοιαζε ἀρκετὰ μὲ αὐτὸν ποὺ παρουσιάζει ὁ κ. Β. Χαρίσης. Δὲν γνωρίζουμε ἂν τέλος πάντων πῆγαν οἱ τεχνῖτες καὶ ἂν ἔφτασαν καὶ τὰ χρήματα γιὰ τὴν πληρωμή τους, ἀφοῦ, ὅπως λέγει μὲ χιοῦμορ ὁ ἅγιος, «τὸ χρῆμα καὶ ὁ πλοῦτος, ἐνάντια τοῦ ὁποίου τόσες φορὲς ἔχω καταφερθεῖ, τελικὰ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ ἐμὲ ὅσο γινόταν πιὸ μακριά, ἐπειδὴ πιστεύω ὅτι μίσησε τὴ συνεχῆ ἐναντίον τοῦ καταφορά μου καὶ διαχώρισε μὲ ἕνα χάσμα ἀγεφύρωτο, δηλαδὴ τὴ φτώχεια, τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ ἐμέ, ὥστε οὔτε αὐτὸς νὰ φθάνη σ’ ἐμᾶς, οὔτε ἐμεῖς νὰ διαβαίνουμε πρὸς ἐκεῖνον».
Ἂς μείνουμε στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ θεολογία ποὺ ἀναπτύχθηκε στὸν 4ο μ.Χ. αἰῶνα ἐνέπνευσε στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὴν ἰδέα ἑνὸς τύπου ναοῦ νὰ τὴν ἐκφράζη καὶ στὶς ἡμέρες μας ἕνα σύγχρονο ἀρχιτέκτονα νὰ ἀπεικονίση τὴν ἰδέα αὐτή.–
- Προβολές: 3435