Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ποιητικοί λόγοι της Μ. Τεσσαρακοστής

του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

Η Μ. Τεσσαρακοστή παρουσιάζει γυμνή την αλήθεια για τον ανθρώπινο βίο. Δεν αποσιωπά την τραγωδία της πτώσης του. Δεν ωραιοποιεί τις ασχήμιες του. Ούτε, όμως, αφήνει τον άνθρωπο μοιρολατρικά φυλακισμένο στην εμπάθειά του. Είναι μια περίοδος –εικόνα του παρόντος αιώνος– στην οποία κυριαρχεί η προβολή της εκούσιας οδύνης, προκειμένου να θεραπευτούν οι βλάβες από τις άθεσμες εκούσιες ηδονές.

Η Εκκλησία μέσα σ’ αυτήν την περίοδο προσπαθεί με την τροφική νηστεία, αλλά και με τον λόγο και το κατανυκτικό μέλος των ακολουθιών της, να αποδεσμεύση την προσοχή μας από τα υλικά πράγματα, από τις πεπερασμένες ηδονές, και να την προσδέση στο πρόσωπο του Χριστού και στα μέλλοντα «ακόρεστα» αγαθά. Αυτή η ασκητική στροφή προς τον Χριστό και τα μέλλοντα είναι επιστροφή στον αληθινό εαυτό μας. Σ’ αυτήν βρίσκουμε τον λόγο της υπάρξεώς μας.

Η γλώσσα της Εκκλησίας κατά την Μ. Τεσσαρακοστή είναι ποιητικότατη, απλή και αφτιασίδωτη, αλλά ταυτόχρονα είναι «δίστομος μάχαιρα», κοφτερή• είναι σπαθί ξεγυμνωμένο που «εκτέμνει –μετά κατανύξεως– από καρδίας πάσαν κακίαν». Είναι μια γλώσσα δύσκολη για τους ανθρώπους της εποχής μας, όπως είναι για πολλούς γενικά η γλώσσα της Εκκλησίας. Κάποιοι την θεωρούν σκληρή και άλλοι ακατανόητη.

«Διαπλέοντας, λοιπόν, το πέλαγος της Μ. Τεσσαρακοστής» είναι επίκαιρο να σχολιάσουμε κάποιους ποιητικούς λόγους, που περιέχονται στο κατανυκτικό βιβλίο του Τριωδίου, το οποίο χρησιμοποιεί η Εκκλησία αυτό το διάστημα για τις ακολουθίες της. Θα σταθούμε συγκεκριμένα στα τροπάρια της πρώτης ωδής του τριώδιου κανόνα, που ψάλλεται η αναγινώσκεται στον Όρθρο της Καθαράς Δευτέρας. Ο κανόνας αυτός είναι ποίημα του «κυρίου Ιωσήφ», του ποιητή πολλών γνωστών κανόνων, όπως είναι ο κανόνας των Χαιρετισμών. Στην ωδή αυτή –ξημέρωμα της πρώτης μέρας της νηστείας– περιγράφεται ποιητικότατα το ήθος του Ορθόδοξου Χριστιανού που νηστεύει, αλλά και το αληθινό περιεχόμενο της νηστείας.

Στο πρώτο τροπάριο της ωδής τίθεται η βάση. Είναι η επίγνωση της έκπτωσης από την αληθινή ζωή και η επιθυμία της σωτηρίας. Ο ποιητής, που αναλαμβάνει να μας εκπροσωπήση με τον λόγο του, δεν διακατέχεται από απόγνωση. Γνωρίζει ότι ο Θεός είναι οικτίρμων, δεν είναι σκληρός. Είναι Θεός που σώζει. Έχοντας αυτή την αίσθηση ο ποιητής μπορεί, και μαζί του μπορούμε κι εμείς να αντικρίσουμε ειλικρινά τον εαυτό μας, να παραδεχθούμε τις πληγές του και να αφήσουμε να μας καταλάβη η αίσθηση ότι ο μέχρι τώρα βίος μας ήταν άσωτος. Το πλήθος των «κριμάτων» μας, μάλιστα, είναι αδύνατο να μετρηθή από εμάς• το γνωρίζει μόνον ο Κύριος, που σώζει. Γράφει ο υμνογράφος: «Πως την εμήν νυν αποκλαύσομαι έκπτωσιν; Ποίαν αρχήν ποιήσομαι της σωτηρίας μου, ο ασώτως βιώσας; Οικτίρμον, οις περ οίδας κρίμασι, σώσόν με».

Στο δεύτερο τροπάριο μέσα σε λίγες λέξεις περιγράφεται το νόημα και ο τρόπος της ορθόδοξης Χριστιανικής νηστείας. Κατ’ αρχήν ο υμνογράφος μας θυμίζει ότι η είσοδος της νηστείας είναι «ημέρα σωτήριος», είναι, δηλαδή, μέρα χαρμόσυνη γιατί φέρνει την σωτηρία. Θέλει να μας απαλλάξη από την δυσανασχέτηση που προκαλεί η στέρηση των αγαπητών μας τροφών. Κατόπιν μας θυμίζει ότι, για να είναι η νηστεία σωτήριος, απαιτείται από εμάς εγρήγορση, η οποία μας χρειάζεται για δύο λόγους. Πρώτον, για να αποκλείσουμε τις εισόδους των παθών από την ψυχή μας και δεύτερον, για να στρέψουμε τον νου μας στον Χριστό, «ενατενίζοντες», βλέποντας «ατενώς», χωρίς περισπασμούς, το πρόσωπο του Κυρίου. Γράφει ο υμνογράφος: «Ίδε καιρός, ίδε ημέρα σωτήριος, η της νηστείας είσοδος, ψυχή γρηγόρησον και παθών τας εισόδους απόκλεισον Κυρίω ενατενίζουσα».

Μέσα από το νόημα αυτού του τροπαρίου πρέπει να δούμε και τα υπόλοιπα τρία τροπάρια της ωδής. Προηγουμένως όμως χρειάζεται να καθυστερήσουμε λίγο στο νόημά του.

Για να είναι «σωτήριος» η είσοδος της νηστείας πρέπει να αποκλειστούν «αι είσοδοι των παθών». Είσοδοι των παθών είναι οι πέντε σωματικές αισθήσεις, που τρέφουν την κοινή εσωτερική αίσθηση, την φαντασία. Πρέπει, λοιπόν, να πάψη να μας κυβερνά η φαντασία. Οι αισθήσεις του σώματος, αν δεν έχη ισχύ επάνω μας η φαντασία, δεν μπορούν σε τίποτε να μας βλάψουν. Διότι μπορεί κανείς να βλέπη, να ακούη και γενικώς να αισθάνεται τα πάντα με απλότητα, χωρίς σύνθετους, εμπαθείς λογισμούς. Όλο το κακό βρίσκεται στην επεξεργασία των αισθημάτων και των μηνυμάτων που δεχόμαστε από τον έξω κόσμο με την δύναμη της φαντασίας. Όμως, πως μπορεί να αποκλειστή η είσοδος των εικόνων και των ποικίλων αισθημάτων της φαντασίας, αφού αυτή υπάρχει πάντα μέσα μας• βρίσκεται στο σύνορο –στο «μεθόριο»– του νου και των αισθήσεών μας και φαίνεται αχώριστη από τους σχεδιασμούς και τις διαθέσεις μας.

Αποκλείεται η είσοδος των παθών μέσω της φαντασίας, όταν την χρησιμοποιούμε καλά. Όταν την γεμίζουμε με καλές εικόνες και όταν την φορτίζουμε με μηνύματα και αισθήματα από θεόπνευστες διδασκαλίες και βίους αγίων. Δραστικότερα, όμως, αποκλείεται η είσοδος των παθών, όταν συνηθίζουμε τον νου μας να αφήνη τις αισθητές και τις φανταστικές εικόνες, όλες τις σκέψεις και όλα τα νοήματα, «ενατενίζων» τον Κύριο. Ο υμνογράφος πολύ χαρακτηριστικά προτρέπει την ψυχή: «παθών τας εισόδους απόκλεισον Κυρίω ενατενίζουσα».

Στο τρίτο τροπάριο παρουσιάζεται η αιτία της απόγνωσης, η οποία πολεμά ακόμη και «τον ελπίζοντα επί Κύριον». Είναι η «τρικυμία των αμαρτιών», η οποία μας τραβά στον βυθό της απελπισίας. Όταν αφήνουμε την φαντασία κι όλες τις πύλες των παθών ανοιχτές, σηκώνεται στην ψυχή μας φουρτούνα και σκοτεινιάζει για τον νου μας ο ουρανός, κρύβεται το φως της ελπίδας. «Αμαρτιών η τρικυμία χειμάζουσα, επί βυθόν καθέλκει με της απογνώσεως• αλλά σου τω πελάγει προστρέχω του ελέους. Σώσον με Κύριε». Ο υμνογράφος ρίχνει την τρικυμία της ψυχής του στο πέλαγος του ελέους του Θεού. Μας διδάσκει έτσι την καταφυγή στην ελπίδα του Θεού κι όταν ακόμη η αμαρτία τυραννικά μας βυθίζη στην απόγνωση.

Η απόγνωση τις πιο πολλές φορές συνδέεται με τον εγωισμό μας και την ευθιξία μας. Δεν ανεχόμαστε την πτώση μας, όχι από μίσος για την αμαρτία, αλλά γιατί κονιορτοποιεί το είδωλο του εαυτού μας. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να ομολογούμε, όπως ο υμνογράφος στο τέταρτο τροπάριο της ωδής: «Μόνος εγώ τη αμαρτία δεδούλωμαι• μόνος εγώ τοις πάθεσι θύραν ηνέωξα, ευδιάλλακτε Λόγε». «Μόνος εγώ», σημαίνει ότι κανείς άλλος δεν είναι αίτιος για την αμαρτία μου, ούτε μπορώ να δω την αμαρτία αυτήν σε άλλον άνθρωπο• δεν είμαι ικανός να κρίνω κανέναν. Το σημαντικό είναι ότι ομολογούμε το «μόνος εγώ» χωρίς απόγνωση, αφού ο Λόγος του Θεού, ο Χριστός, είναι «ευδιάλλακτος». Έτσι μονάχα μπορούμε, όπως ο υμνογράφος, να προχωρήσουμε στην αίτηση: «επίστρεψόν με [Λόγε], σώσον τη ευσπλαχνία σου». Έτσι, ακόμη, μπορούμε, τραυματισμένοι από τα πάθη, να βλέπουμε την Παναγία ως την Μητέρα που γέννησε την πηγή της απάθειας και να ζητούμε από αυτήν να μας αρπάξη από την αιώνια φωτιά, όπως της το ζητά ο υμνογράφος Ιωσήφ στο τελευταίο τροπάριο της ωδής που σχολιάζουμε. «Η την πηγήν της απαθείας κυήσασα, τραυματισθέντα πάθεσι, Κόρη, θεράπευσον και πυρός αιωνίου εξάρπασόν με, μόνη, Θεοχαρίτωτε».

Η Μ. Τεσσαπακοστή με την κατανυκτική της ατμόσφαιρα και τον ποιητικό λόγο των ύμνων της μας υποδεικνύει την οδό και την αλήθεια που μας οδηγούν στην αληθινή Ζωή. Μας υποδεικνύει τον τρόπο συμβίωσης με τον Χριστό, ο οποίος είναι «η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή».–

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2867