Skip to main content

Τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς καὶ ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς

Κώστα Δ. Παπαδημητρίου

Ἀπὸ τὸν βυζαντινὸ χρονογράφο Συμεὼν Μάγιστρο (990μ.Χ) μαθαίνουμε ὅτι ἡ Εὐφροσύνη, μητέρα τοῦ νεκροῦ αὐτοκράτορα Θεόφιλου καὶ κόρη του Κων/νοῦ τοῦ ΣΤ`, στὴν προσπάθειά της νὰ παντρέψη τὸ γιό της, τὸ ἔτος 830μ.Χ, διοργάνωσε στὴν μεγαλόπρεπη αἴθουσα Τρικλίνιο τῶν ἀνακτόρων της Κων/πολης, μεγάλη σύναξη ἀπὸ τὶς πιὸ ὄμορφες κοπέλες τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ προσέλευση ὑπῆρξε μεγάλη ἀπὸ «καλλίστας παρθένους». Κι ὅταν παρατάχθηκαν στὴ σειρά, καθισμένες πάνω σὲ πολυτελῆ ἀνάκλιντρα, ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος περιῆλθε μπροστά τους νὰ διαλέξη τὴν μέλλουσα σύζυγό του καὶ αὐτοκράτειρα, δίνοντας σὲ ὅποια διάλεγε ἕνα χρυσὸ μῆλο.

Ἡ ὀμορφότερη ἦταν ἡ Κασσιανή, ποὺ ἡ καλλονή της θάμπωσε τὸ νεαρὸ Θεόφιλο καὶ σ’ αὐτὴν ἐπρόκειτο νὰ δώση τὸ μῆλο, σύμβολο τῆς προτίμησής του. Θέλοντας ὅμως νὰ διαπιστώση ἂν καὶ ἡ ἐξυπνάδα της ἦταν ἀνάλογη μὲ τὴν ὀμορφιά της, τῆς εἶπε: «Ὡς ἄρα διὰ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα», ὑπονοῶντας τὴν Εὔα. Ἡ Κασσιανὴ ὅμως δὲν ξαφνιάστηκε καὶ θέλοντας νὰ δείξη καὶ τὴν ἐξυπνάδα της ἀπάντησε: «Ἀλλὰ καὶ διὰ γυναικὸς πηγάζει τα κρείττονα», ὑπονοῶντας τὴν Παναγία, ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο τὸ μεγαλύτερο ἀγαθό.

Αὐτὴ ὅμως ἡ πράγματι ἔξυπνη ἀπάντηση χαρακτηρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεόφιλο ὅτι περιεῖχε καὶ κάποια προπέτεια καὶ ἐπιπολαιότητα, ὁπότε ἔδωσε τὸ μῆλο στὴν ἐπίσης ὡραία, ἀλλὰ καὶ σεμνὴ Θεοδώρα. Ἡ Κασσιανὴ ἀπογοητεύθηκε ἀπὸ τὴν ἀποτυχία της καὶ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ ἀποτραβηχτῇ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ μονάση. Ἔκτισε μὲ δικά της χρήματα ἕνα μοναστήρι, ποὺ πῆρε ἀργότερα τὸ ὄνομά της, ντύθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἀφιερώθηκε στὴ λατρεία τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ποίηση, συνδυάζοντας ἔτσι τὴ βαθειὰ εὐσέβεια καὶ τὴν κλίση της στὰ γράμματα. Λέγεται μάλιστα ὅτι μετὰ τὴν ἀποτυχία της εἶπε: «Ἐπειδὴ δὲν ἔγινα βασίλισσα τοῦ προσκαίρου τούτου κόσμου, θὰ γίνω ὑπήκοος τῆς αἰωνίας Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ».

Ἐκεῖ στὸ μοναστήρι ἐκδηλώθηκε καὶ τὸ ἔμφυτο καλλλιτεχνικό της ταλέντο καὶ τὸ βαθὺ θρησκευτικό της συναίσθημα συνθέτοντας ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους, τροπάρια, Ἰδιόμελα. Ἐκεῖ στὴν ἥσυχη καὶ ὑποβλητικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ μοναστηριοῦ συνέθεσε καὶ τὸ περίφημο Ἰδιόμελο «Τροπάριο τῆς Κασσιανῆς» ἀπὸ τὸ ὄνομά της, ποὺ ἀργότερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ καθιέρωσε ὡς Δοξαστικό των Ἀποστίχων τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τετάρτης.

Φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἡ Κασσιανὴ ἐμπνεύστηκε τὸ Ἰδιόμελο αὐτὸ τροπάριο ἀπὸ τὰ λόγια τῶν Εὐαγγελιστῶν, ποὺ δὲν ἀναφέρονται στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή, ὅπως πολλοὶ πιστεύουν, ἀλλὰ στὴν ἀνώνυμη ἁμαρτωλὴ γυναῖκα, τὴ μοιχαλίδα, ποὺ ὁ Χριστὸς ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο λιθοβολισμὸ τοῦ ἔξαλλου πλήθους τῶν Φαρισαίων γιὰ τὸ ἠθικό της παράπτωμα, μὲ ἐκεῖνα τὰ λόγια Του: «Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω ἐπ’ αὐτήν». Καὶ ὅταν ἀργότερα ὁ Ἰησοῦς βρέθηκε στὸ σπίτι τοῦ Σίμωνα τοῦ Φαρισαίου τοῦ λεπροῦ, ἡ ἁμαρτωλὴ ἐκείνη γυναῖκα αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ πάη νὰ ἐκφράση τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ ἀφοσίωσή της στὸν Σωτῆρα Χριστό. Ἀγοράζει ἀρώματα, ντύνεται ταπεινὰ καὶ σεμνὰ καὶ ταπεινωμένη καὶ συντετριμμένη, μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ἔρχεται καὶ πλένει τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὰ σκουπίζει μὲ τὰ ξέπλεκα μαλλιά της. Τὰ δάκρυά της ἐκεῖνα ἦταν δάκρυα ἐλέους καὶ συντριβῆς καὶ κλαίει μὲ πάθος νὰ τὴν εὐσπλαχνιστὴ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συγχώρεσης.

Τὸ παραπάνω περιστατικὸ τὸ ἀναφέρουν οἱ τρεῖς ἀπὸ τοὺς τέσσερις Εὐαγγελιστές. Ὁ Λουκᾶς (ζ. 37-38) γράφει: «Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἢν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου καὶ στάσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ». Ὁ Ματθαῖος (κστ`, 6-7): «Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γενομένου ἐν Βηθανίᾳ ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ ἀλάβαστρον μύρου ἔχουσα βαρυτίμου, καὶ κατέχεεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀνακειμένου». Καὶ ὁ Μάρκος (ΙΔ` 3) λέγει: «Καὶ ὄντος αὐτοῦ ἐν Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθε γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικὴς πολυτελοῦς καὶ συντρίψασα τὸ ἀλάβαστρον κατέχεεν αὐτοῦ κατὰ τῆς κεφαλῆς».

Καὶ τὴν πληγωμένη καὶ πονεμένη καρδιὰ τῆς Κασσιανῆς δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν ἀγγίξη ὁ κραδασμὸς ἐκείνης τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας. Καὶ διατυπώνει στὸ ἀριστουργηματικὸ ἐκεῖνο τροπάριο, ποὺ φέρει τὸ ὄνομά της, μὲ λυρικὴ ἔξαρση καὶ ὑποβλητικότητα τὸν δικό της ψυχικὸ κραδασμό.

Τὰ δραματικὰ ἐκεῖνα λόγια τοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς δὲν ἦταν πάλι δυνατὸν νὰ μὴν μιλήσουν καὶ στὴν περιπαθῆ καὶ εὐαίσθητη ψυχὴ τοῦ ποιητῆ Κ. Παλαμᾶ, ποὺ μὲ πολλοὺς τρόπους ὕμνησε τὸν κόσμο τοῦ Βυζαντίου σὲ διάφορους τόνους λυρικῆς μέθης. Ζῆ καὶ αὐτὸς παρόμοιες καταστάσεις κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς δικῆς του ἀμαρτωλότητας, τῶν τύψεων καὶ τῆς λαχτάρας γιὰ συγχώρεση. Τοῦτο τὸ ποίημα τῆς Κασσιανῆς, σὰν ἕνα παθητικὸ κρυφομίλημα, ἐκφράζει καὶ τὴ δική του κριματισμένη καὶ ἁμαρτωλὴ ψυχή. Νιώθει καὶ τὴ δική του ψυχικὴ κατάσταση νὰ ταυτίζεται μὲ κεῖνες τῆς Κασσιανῆς καὶ τῆς ἁμαρτωλῆς μοιχαλίδας. Πολὺ συχνά, γεμᾶτος μυστικοπάθεια καὶ συντριβή, αἰσθανόμενος τὴν ἁμαρτία νὰ τὸν βαραίνη, βυθίζεται στὴ συντριβὴ ποὺ χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος τοῦ ἔργου του. Ἐκείνη ἡ συντριβή, θὰ πῇ ὁ ἴδιος, «μὲ βυθίζει σὲ μιὰ ἐκστατικὴ προσδοκία, μὲ φτερώνει καὶ μ’ ἐξαγνίζει, μὲ κάνει νὰ διαβλέπω το εἶναι μοῦ σ’ ἕναν καθρέφτη μαγικό, μοῦ φέρνει δάκρυα στὰ μάτια». (Ποιητική)

Στὴν «Ποιητικὴ» καὶ στὸ «Λυρισμὸ τοῦ ἐγὼ» ὁ ἴδιος θὰ σημειώση: «Ὁ ποιητὴς γνωρίζει, ζεῖ μὲ τὴν ἀντίληψη καὶ τὸ πάθος, μὲ τὸ φόβο κάποιας ἐνθύμησης καὶ μὲ τὴν ἀπόγνωση κάποιας συμφορᾶς. Εἶναι κάτι σὰν ἁμαρτία καὶ σὰν ξεπεσμός, σὰν κατρακύλισμα, σὰν ἐξορία, χαμὸς κάποιου παράδεισου ποὺ θὰ λογάριαζε πὼς τῆς ἦταν ἀρχικὰ τῆς ζωῆς του γραμμένο νὰ κατοικήσει, ἕνας ἐκτοπισμὸς ἀπάνου σὲ μιὰν ἄγονη πιὰ κι ἀχάριστη γῆ. Τὸν τρώει τὸ σαράκι. Ἡ τύψις. Κάτι ποὺ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ πατήσει ποτὲ στέρεα. Μιὰ φοβερὴ ἀδυναμία...» Ἀπὸ τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς στέκεται ἰδιαίτερα στοὺς στίχους της: «Νὺξ μοὶ ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας». Αὐτὸν τὸν «οἶστρο τῆς ἀκολασίας» θέλει νὰ πετάξη ἀπὸ μέσα του καὶ νὰ ὑψωθῇ πρὸς τὸν «ἔμπυρο οὐρανό».

Αἰσθανόμενος κι αὐτὸς συχνὰ τὴν ἴδια νύχτα καὶ τὸν ἴδιο οἶστρο ἀκολασίας, μὰ καὶ τὸν ἴδιο ζοφώδη καὶ ἀσέληνο ἔρωτα τῆς ἁμαρτίας μέσα του, θέλησε νὰ ἐκφραστῆ μὲ δικό του τρόπο. Ἐνδοσκοπεῖται ὁ ἴδιος καὶ καταθέτει μιὰ συγκλονιστικὴ μαρτυρία ποὺ ἀντικαθρεπτίζει τὴν προσωπική, τὴν «ἐκ βαθέων» δραματικὴ ἐξομολόγηση καὶ ὑπαρξιακὴ τοποθέτησή του. Συνθέτει ἡ παραφράζει τὸ κείμενο τοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς δίνοντάς του τὸ χρῶμα τῆς δικῆς του ἐσωτερικῆς κατάστασης, τῆς αὐτοσυνειδησίας του, ὁλόκληρης τῆς ψυχῆς του, ἀπογυμνωμένης καὶ ἀνυπόκριτης. Σὲ τούτους τοὺς στίχους του δὲν ἐκφράζει κάποιες σκέψεις ἡ νοήματα ποὺ συμφωνοῦν πολὺ ἡ λίγο μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ἀποτυπώνεται ὁλόκληρη ἡ στάση ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ. Αὐτὴ τὴ στάση ζωῆς τὴν ὀνόμασε ὁ ἴδιος «Κασσιανισμὸ» ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς Κασσιανῆς, καὶ ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς μιὰ καθαρὰ μεταφυσικὴ ἐνατένιση τῆς ζωῆς καὶ προσεγγίζει τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς Ὀρθοδοξίας. Παραθέτουμε τοὺς στίχους του:

«Κύριε, γυναῖκα ἁμαρτωλή, πολλά
πολλά, θολά, βαριὰ τὰ κρίματά μου.
Μά, ὦ Κύριε, πὼς ἡ θεότης Σου μιλᾶ,
μὲσ’ στὴν καρδιά μου!
Κύριε, προτοῦ σὲ κρὺψ’ ἡ ἐντάφια γῆ
ἀπὸ τὴ δροσαυγὴ λουλούδια πῆρα
κι ἀπ’ τῆς λατρείας τὴν τρίσβαθη πηγή
σοῦ φέρνω μύρα.
Οἶστρος μὲ σέρνει ἀκολασίας...Νυχτιά
σκοτάδι, ἀφέγγαρο, ἀνάστερο μὲ ζώνει,
τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, φωτιά
μὲ καίει, μὲ λιώνει.
Ἐσὺ ποὺ ἀπὸ τὰ πέλαα τὰ νερά
τὰ ὑψώνεις νέφη, πᾶρε τα Ἔρωτά μου,
κυλᾶνε, εἶναι ποτάμια φλογερά
τὰ δάκρυά μου.
Γεῖρε σ’ ἐμέ. Ἡ ψυχή μου πὼς πονεῖ!
Δέξου μὲ Ἐσὺ ποὺ δέχτηκες καὶ γεῖραν
ἄφραστα ὡς ἐδῶ κάτου οἱ οὐρανοί
καὶ σάρκα ἐπῆραν.
Στ’ ἄχραντά Σου πόδια, βασιλιᾶ
μοῦ Ἐσύ, θὰ πέσω καὶ θὰ στὰ φιλήσω
καὶ μὲ τῆς κεφαλῆς μου τὰ μαλλιά
θὰ στὰ σφουγγίσω.
Τάκουσεν ἡ Εὔα μὲσ’ στὸ ἀποσπερνό
τῆς παράδεισος φῶς ν’ ἀντιχτυπᾶνε,
κι ἀλαφιασμένη κρύφτηκε...Πονώ,
σῶσε, ἔλεος κάνε.
Ψυχοσὼστ’ οἱ ἁμαρτίες μου λαός
τ’ ἀξεδιάλυτα ποιός θὰ ξεδιαλύσει;
Ἀμέτρητό Σου τὸ ἔλεος, ὁ Θεός!
Ἄβυσσο ἡ κρίση».

Μὰ καὶ στὸ ποίημά του «Νέοι Ἀνάπαιστοι καὶ Ἴαμβοι» τῶν «Βωμῶν» πάλι ὁ νοῦς του πηγαίνει στὴ βυζαντινὴ καλόγρια καὶ ποιήτρια Κασσιανὴ καὶ τὴν ὑμνεῖ μέσῳ τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας τοῦ Εὐαγγελίου:

«Μὲ τῆς Κασσίας καλόγριας
τὰ δάκρυα, τὰ τροπάρια
κλαίω, βρέχω, φιλῶ τ’ ἄχραντα,
πόρνη, τοῦ θείου ποδάρια.
Ξεπλέκω ὁλόμαυρα ὕστερα
μαλλιά, τὰ κρίματά μου,
γιὰ νὰ σφουγγίσω τ’ ἄχραντα
ποδάρια τοῦ ἔρωτά μου»

Ἀπὸ κάποιες σκέψεις ποὺ τὸν ξεστρατίζουν σὲ πονηροὺς καὶ ἀκόλαστους συλλογισμοὺς προέρχεται ἡ ἐσωτερική του δοκιμασία ποὺ τὸν βασανίζει, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀνεβάζει σὲ κόσμους πνευματικούς. Καθὼς συμβαίνει μὲ τὴν ἐξωτερικὴ καὶ ἐπιδερμικὴ χαρὰ ποὺ στὴν ἀρχὴ σ’ εὐχαριστεῖ κι ὕστερα σὲ ταπεινώνει ἀντίθετα ἡ ἄλλη, ἡ πνευματικὴ χαρά, πρῶτα σὲ δυσκολεύει, ὥσπου νὰ τὴ γευτῇς, ὕστερα ὅμως σὲ ἀνυψώνει, σὲ ἐξαγνίζει, σὲ μεταρσιώνει καὶ σὲ κάνει νὰ προσδοκᾶς καὶ νὰ ἐλπίζης, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν πνευματικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου.

Δὲν εἶναι εὔκολα νὰ ζῆ πάντοτε ὁ ἄνθρωπος σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. «Βλέπω», θὰ πῇ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τὸν νόμον τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου...». Τὸ κακὸ εἶναι ἡ στάση ποὺ παίρνει ψυχικὰ ὁ ἄνθρωπος ἀπέναντι στὴν ἁμαρτία. Ἡ βασικὴ καὶ θεμελιακὴ ἁμαρτία εἶναι ἡ ἐμμονὴ καὶ παραμονὴ σ’ αὐτὴν καὶ ἡ προσπάθεια νὰ ἀποσπασθῇς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ αὐτονομηθῇς ἀπὸ αὐτόν. Ἂν τελειώνης μιὰ ἁμαρτία, τὴν ξεχνᾶς καὶ τραβᾶς γιὰ τὴν ἄλλη. Ἡ ὀρθὴ θέση τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι νὰ μὴν ξεχνᾶ τὴν ἁμαρτία του, αὐτὴ νὰ συνέχη τὸ νοῦ του καὶ οἱ τύψεις του γι’ αὐτὴν νὰ τὸν συγκρατοῦν, ὥστε νὰ μὴν τὴν ἐπαναλαμβάνη. Νὰ θυμᾶται τὰ λόγια της Κασσιανῆς: «Νὺξ μοὶ ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας...» ἡ το τοῦ Ψαλμοῦ: «Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστιν διὰ παντός». Ἡ συναίσθηση τῆς ἀμαρτωλότητας καὶ ἀπὸ τὴ σκέψη τοῦ Παλαμᾶ δὲν ἀπομακρύνεται. Καὶ μὲ μιὰ τέτοια κασσιανικὴ στροφὴ ἡ ἁμαρτία του γίνεται θεμέλιο γιὰ τὸν θρησκευτικὸ ἔρωτα. Καὶ ὅπως γράφει ὁ Κ. Τσάτσος στὸν «Παλαμᾶ» του, «Τότε ἡ ἁμαρτία γίνεται σκληρὸς πυρῆνας ποὺ χωρὶς αὐτὸν δὲν θάνοιγαν τὰ φτερὰ τοῦ πόθου πρὸς τὸ γαλήνεμα τῶν οὐρανῶν... Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ διαλεκτικὸ σύμπλεγμα διακινεῖται ἡ ζωή του καὶ ξετυλίγεται ὁ κασσιανισμὸς τοῦ ποιητῆ. Μὰ τελικὰ ἡ ἁμαρτία καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ ἀδερφώνεται μὲ τὴν ἀθωότητα... Ὁ Παλαμᾶς βρῆκε ἕνα νέο ρῖγος στὴ διατύπωση τοῦ πιὸ ἀνθρώπινου συντριμμοῦ. Κάποτε «ὁ ἀπολωλὸς ἔχει μιὰ χάρη ποὺ δὲν τὴν ἔχει ὁ ἀναμάρτητος. Μέσα ἀπ' τὰ κάγκελα τῆς ἁμαρτίας του ὁ ἁμαρτωλός, ταπεινός, σπαραγμένος, νικημένος ὡς τὰ βάθη του εἶναι του, νιώθει τὸ κρῖμα του, τὴ μοῖρα του κι ἕνας καημὸς τὴν ὀμορφαίνει ποὺ δένεται μὲ τὴν νοσταλγία. Σὲ μακρινὸ λυκόφως ὑποφώσκει κατάβαθα στὴ μνήμη τῆς ψυχῆς τὸ φάσμα τῆς χαμένης καλοσύνης, τῆς σβησμένης ἰδέας...Ο ἔρωτας γι’ αὐτὴν ξυπνᾶ τὴν ἀνάμνηση τῆς ἰδέας, ἡ ἁμαρτία γίνεται πηγὴ τοῦ ἔρωτα, δακρύων νοσταλγικῶν (γιὰ τὸ καλό). Ἔτσι ἀδερφώνεται ἔρωτας καὶ ἁμαρτία στὴ συνείδησή του». (Κ. Τσάτσου, «Παλαμᾶς» σελ. 31)

Σὲ ἀρκετὰ ποιήματά του ὁ Παλαμᾶς δίνει στὴν προσευχή του κασσιανικὸ καὶ φλογισμένο τόνο. Στὴ ζοφερὴ καὶ κολασμένη ψυχική του ροπὴ ἀντιπαραθέτει τον κασσιανισμό του. Ἰδιαίτερα αὐτὸς ὁ κασσιανικὸς τοῦ παραδαρμὸς καὶ τὸ αὐτομαστίγωμα φαίνεται στὸ ἔργο τοῦ «Ἑκατὸ φωνὲς» στὸ τέταρτο βιβλίο «Πολιτεία καὶ Μοναξιά», στὰ «Παθητικὰ Κρυφομιλήματα», ἀλλὰ καὶ στὸ «Στερνὸ λόγο» τοῦ «Δωδεκάλογου τοῦ Γύφτου», ποὺ ἀνήκει στὴ μεγάλη κατηγορία τῶν ποιημάτων του , ποὺ ὁ ἴδιος ὀνομάζει «Κασσιανικὰ» καὶ στὰ ὁποῖα μᾶς «ἀποκαλύπτει φανερὰ τὸν ἐσωτερικὸ σπαραγμὸ τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν ἀπόγνωσή του καὶ αὐτοτιμωρούμενος ἐπίμονα σκαλίζει τὰ ὀδυνηρότερα τραύματα τοῦ ἠθικοῦ του κόσμου καὶ βγάζει πρὸς τὰ ἔξω τὸν αὐτοδιασυρμό του, τὴν ἐξομολόγηση καὶ τὶς τύψεις τῆς βασανισμένης του ψυχῆς» (Ἰωάν. Συκουτρὴ «Μελέται καὶ ἄρθρα» σελ. 509)

Αἰσθάνεται στὰ κατάβαθα τοῦ ἐγώ του πὼς εἶναι ἕνας ἁμαρτωλός, αἰσθάνεται τύψεις νὰ τὸν βαραίνουν καὶ νὰ τὸν ἐλέγχουν καὶ σὲ κεῖνες τὶς ὧρες τῆς συνειδησιακῆς του κρίσης δέεται μὲ πόνο ψυχῆς κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ ξεπεσμοῦ του, ἀλλὰ καὶ γενικότερα τοῦ ἀνθρώπου, ὑψώνει τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ γεμίζει ὅλο το εἶναι του ἀπὸ τὴν προσδοκία τῆς συγχώρεσης. Αὐτό του φέρνει δάκρυα στὰ μάτια, τὸν ἐξαγνίζει, τὸν γαληνεύει ἐσωτερικά.

Στὸ κεφάλαιο «Ὁ πυρισμὸς τοῦ ἐγὼ» τῆς «Ποιητικῆς» του, ἐνδοσκοπούμενος γιὰ νὰ δείξη πὼς ἡ ζωή του διχάζεται ἀνάμεσα σὲ ὀρέξεις καὶ πράξεις καθαρὰ ὑλιστικὲς ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο σὲ ἀνατάσεις καθαρὰ μεταφυσικὲς τῆς ψυχῆς, γράφει: «..Αἰσθάνομαι πὼς δύο ἰδεατὲς γυναῖκες, πότε ἡ μία πότε ἡ ἄλλη, συγκυρίαρχες κάθονται μέσα στὴ φαντασία μου. Ἡ μιὰ βακχίδα καλεῖ ὀργιαστικά, ἡ ἄλλη μεγαλόχαρη, κρατεῖ τὸ χέρι τῆς ἁπλωμένο πάντα ἀπὸ πάνω μου σὲ μιὰ χειρονομία ποὺ μοῦ εὐαγγελίζεται ζωὴ μιᾶς ἁγνείας παραδείσιας». Ἀπ τὴν πρώτη ξεκινᾶ ἁμαρτωλὸς καὶ ἀκόλαστος γιὰ νὰ ὑποταχθῇ στὴ δεύτερη μετανοημένος καὶ συντριμμένος μὲ θερμὲς ἱκεσίες συγχώρεσης καὶ ἐξιλασμοῦ. Τὸ τυραννικό, τὸ βασανιστικὸ αἴσθημα τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀναμενόμενης τιμωρίας εἶναι ἐκεῖνο ποὺ τὸν κάνει νὰ στρέφη διαρκῶς τὸ βλέμμα του πρὸς τὸν οὐρανό. Ἡ συναίσθηση τῆς ἀμαρτωλότητας καὶ τῆς ἐνοχῆς, ἡ βαθειὰ τύψη εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς μετάνοιας.

Ὁ καθημερινὸς ἐσωτερικός του διάλογος μὲ τὸν πιὸ μύχιο ἑαυτό του δημιουργεῖ μιὰ συναισθηματικὴ στάση ποὺ τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομα Κασσιανισμὸ καὶ ποὺ ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Παλαμᾶ μιὰ μεταφυσικὴ ἐνατένιση τῆς ζωῆς, ποὺ τὸν ὁδηγεῖ σὲ οὐσιαστικὰ θρησκευτικὰ βιώματα. Μὲ τὸν Κασσιανισμό του ὁ Παλαμᾶς προσεγγίζει τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ «οἶστρος τῆς ἀκολασίας», ποὺ ἡ Μοναχὴ Κασσιανὴ ἐτόνισε στὸ πύρινο ἆσμα τῆς πρὸς τὸν Νυμφίον καὶ ποὺ κατέκαιε τὰ σπλάχνα της, χρησίμευσε σὰ θεῖο πιοτὸ νὰ θερμάνη καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ Παλαμᾶ καὶ νὰ τὸν καταστήση ἕνα «πολύαυλον ἐκκλησιαστικὸν ὄργανον», ὅπως τὸν χαρακτήρισε ὁ Ν. Λούβαρης.

Καὶ ὁ Λεωνίδας Φιλιππίδης στὸ βιβλίο τοῦ «Ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς ὡς ἐθνικὴ καὶ θρησκευτικὴ προσωπικότης» θὰ γράψη:

«Μὲ συναρπάζει ἡ θρησκευτικὴ ἰδιοτυπία τοῦ Παλαμᾶ, τὸ βάθος τῶν θρησκευτικῶν του ἐνοράσεων, τὸ πλάτος τῆς θρησκευτικῆς του πίστεως, τὸ ὕφος τῆς θρησκευτικῆς του ἐξάρσεως, τὸ πλέγμα τῶν ἐσωτέρων θρησκευτικῶν συγκινήσεων εἰς τὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς του, ὁ πόθος του, ὁ πόνος του καὶ ἡ προσπάθειά του γιὰ λύτρωση. Ἀναμόχλευσε τὰ ἀπύθμενα τρίσβαθα τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητας. Ὁλόκληρος, ὁ ζωντανὸς καὶ ὁ γραπτός, ὁ ὁλοζώντανος Παλαμᾶς, κάτω ἀπὸ κάθε του λέξη καὶ στίχο καὶ στροφή. Ἡ γραμμὴ τῶν ἀπομνημονευμάτων του παρουσιάζει ἀνάγλυφη τὴν ἐσωτερικὴ πηγαία σχέση θρησκείας καὶ ζωῆς, σὲ ὅλες τῆς ζωῆς τὶς ἐκδηλώσεις, καὶ σ’ αὐτὲς ἀκόμα ποὺ δὲν φαίνονται ἀμέσως, νὰ εἶναι εἰδικὰ ἀρωματισμένες ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴ πνοή, ποὺ μοσχοβολάει τὸ θρησκευτικὸ βίωμα καὶ ἡ θρησκευτικὴ ἔξαρσις»

Τὸ καλύτερο ἐκ μέρους μας μνημόσυνο γιὰ τὸν ἐθνικὸ ποιητὴ ποὺ ἐτίμησε τὸ Ἔθνος, τὴν Ἐκκλησία μας καὶ τὴν Ἱστορία μας, ποὺ σὰν τανύπτερος ἀετὸς ξεπέρασε ἐκστατικὸς ἀπὸ θαυμασμὸ τὶς ψηλοκορφὲς τοῦ Ὀλύμπου καὶ τῶν θεῶν τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας γιὰ νὰ φτάση μέχρι του νὰ ψαύση εὐλαβικὰ τὰ κράσπεδα τοῦ θρόνου τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τῆς μεγαλωσύνης ἐν ὑψηλοῖς, τοῦ Θεοῦ τῆς Χριστιανικῆς Ἑλλάδας, εἶναι νὰ μελετήσουμε καὶ νὰ προσδιορίσουμε ἐπιστημονικὰ τὴν θρησκευτικὴ ἰδιοτυπία τῆς προσωπικότητάς του.

Τέτοια τιμὴ ἀνήκει δίκαια στὸν Παλαμᾶ. Πολὺ μεγαλύτερο ὅμως ταιριάζει στὴ μεγαλόπνοη ποιήτρια Κασσιανὴ ποὺ μὲ τὸ ὁμώνυμο, τὸ ἀριστούργημα τῆς βυζαντινῆς ὑμνολογίας καὶ τὰ ἄλλα ὅπως: «Ὅτε ἡ ἁμαρτωλὸς προσέφερε τὸ μύρον», «Ἐξέλθετε ἐξέλθετε καὶ λαοί», «Κύματι θαλάσσης τὸν κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον», «Ἥπλωσας τὰ παλάμας» κ.α., ἐνεργοποίησε τὸ ποιητικὸ ταλέντο τοῦ Παλαμᾶ καὶ ἔγραψε πάμπολλους σχετικοὺς στίχους. Ἔχασε βέβαια ἡ Κασσιανή τις γήϊνες τιμὲς τότε. Ἔχασε ἕναν γαμπρὸ βασιλιᾶ καὶ δὲν ὑποκλίθηκαν μπροστά της αὐλικοὶ καὶ ὑπήκοοι τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα. Κέρδισε ὅμως τὸν οὐράνιο Νυμφίο, ἔκανε καὶ κάνει χιλιάδες Χριστιανοὺς νὰ γονατίζουν κάθε χρόνο μπροστὰ σ’ αὐτὸν τὸν Νυμφίο, παρακαλῶντας γιὰ τὴν σωτηρία τους καὶ ἄφησε πίσω ἕνα ἅγιο παράδειγμα καὶ μιὰ ἅγια φήμη ποὺ θυμίζει σ’ ὅλους μας, ἰδιαίτερα τὶς ἅγιες μέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, πὼς ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου δὲν ἀξίζουν τίποτα μπροστὰ στὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς «ὑπὲρ ᾖς Χριστὸς ἀπέθανεν».–

  • Προβολές: 2766