Skip to main content

Πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Σιάσος

Κοιμήθηκε εν Κυρίω την 14η Ιουλίου ε.ε. ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Κωνσταντίνος Σιάσος, Εφημέριος Ρίζας.

Ο αείμνηστος π. Κωνσταντίνος γεννήθηκε το έτος 1947 στο Άνω Κεράσοβο Αρακύνθου Αιτωλοακαρνανίας. Γονείς του ήταν ο Νικόλαος Σιάσος και η Ελένη, το γένος Καρναχωρίτη.

Πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος ΣιάσοςΤο 1969 απεφοίτησε από το εξατάξιο Εκκλησιαστικό Λύκειο Λαμίας. Το έτος 1970 νυμφεύθηκε την Αλεξάνδρα Χρ. Γρηγοροπούλου, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Νικόλαο και την Ελένη.

Χειροτονήθηκε Διάκονος στις 4-7-1971 και Πρεσβύτερος στις 6-8-1971 από τον μακαριστό Μητροπολίτη Αιτωλίας και Ακαρνανίας Θεόκλητο. Διορίσθηκε Διάκονος των Ιερών Ναών Αγίας Παρασκευής και Αγίου Παντελεήμονος Μεσολογγίου, και έπειτα προσωρινός 'Εφημεριος του Ιερού Ενοριακού Ναού Αγίου Γεωργίου Μαχαιρά της Επαρχίας Ξηρομέρου, έως τις 31-8-1981, όταν διορίσθηκε καθηγητής Μέσης Εκπαιδεύσεως.

Εν τω μεταξύ είχε αποκτήσει το δίπλωμα του Τμήματος Ιερατικής Επιμορφώσεως της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1977) και το πτυχίο του Τμήματος Ποιμαντικής της ίδιας Σχολής (1981).

Κατά το διάστημα 1981-1989 υπηρέτησε στην Ιερά Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης, στους Ιερούς Ναούς Αγίου Γεωργίου Βουλίστης Φιλιππιάδος, Αγίου Νικολάου Τσαγκαροπούλου και Γενεθλίου της Θεοτόκου Θεσπρωτικού.

Από την 1-11-1989 μέχρι την κοίμησή του υπηρέτησε στην Ιερά Μητρόπολή μας, ως εφημέριος στην Ενορία Αγίας Παρασκευής Ρίζας.

Εκοιμήθη την 14η Ιουλίου ύστερα από σύντομη μάχη με την ασθένειά του.

Την εξόδιο ακολουθία ετέλεσαν οι Σεβ. Μητροπολίτες Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος και Ακαρνανίας κ. Κοσμάς, με την συμμετοχή πλήθους Ιερέων από τις δύο Μητροπόλεις και από αλλού. Επικήδειο εκφώνησε ο Σεβ. Μητροπολίτης κ. Ιερόθεος, ο π. Ευθύμιος Κουκούλης, με τον οποίο συνδεόταν με μακρά φιλία, εκπρόσωποι εκπαιδευτικών φορέων και συνάδελφοι του π. Κωνσταντίνου στην εκπαίδευση.

Ο Σεβασμιώτατος εξήρε την προσωπικότητα του εκλιπόντος, την θεοσέβεια, την στοργική του φροντίδα για την οικογένειά του, την απλότητα, την ευπρέπεια, την ευγένεια, την υπομονή, την αμνησικακία του, το εκκλησιαστικό του φρόνημα και γενικά όλες εκείνες τις αρετές του που τον έκαναν αξιαγάπητο στους ανθρώπους και τον ανέδειξαν άριστο Κληρικό, στοργικό οικογενειάρχη και προσηνή εκπαιδευτικό.

*

Μερικά πιο λεπτομερειακά στοιχεία της εκκλησιαστικής ζωής του, όπως τα διηγήθηκε στον Σεβασμιώτατο σε μία από τις τελευταίες συναντήσεις τους στο νοσοκομείο Πατρών, είναι και τα εξής:

Μεγάλωσε στο Μεσολόγγι, στην γειτονιά του τότε Πρωτοσυγκέλλου Αιτωλίας και μετέπειτα Μητροπολίτου Εδέσσης αειμνήστου Καλλινίκου Πούλου. Όταν έπαιζε με τα παιδιά, η μητέρα του Καλλινίκου, η αείμνηστη Κατερίνα, τον παρότρυνε: «Κώστα, μην παίζεις άλλο εσύ. Διάβασε. Διάβασε τώρα τα μαθήματά σου».

Ο αείμνηστος Καλλίνικος που διείδε την ευλάβεια του μικρού Κώστα μια μέρα τον ρώτησε: «Έχεις γονείς; ... Πες στον πατέρα σου να έλθη που τον θέλω». Πήγε πράγματι ο πατέρας του –είχε άλλα δέκα αδέλφια– και του πρότεινε και τον παρότρυνε να στείλη τον μικρό Κώστα στην Εκκλησιαστική Σχολή Λαμίας. Στην αντίρρηση του πατέρα του ότι είναι πτωχός άνθρωπος και δεν γνωρίζει από αυτά, ο αείμνηστος Καλλίνικος του απήντησε: «Θα τα κανονίσω όλα εγώ».

Ως φοιτητής του Εκκλησιαστικού Λυκείου Λαμίας επισκεπτόταν το Άγιον Όρος κάθε καλοκαίρι για τρεις μήνες. Έλεγε στον πατέρα του ότι ήταν δέκα παιδιά και με την παρουσία του στο Μεσολόγγι θα τον επιβάρυνε περισσότερο, παρά θα τον βοηθούσε, και του ζητούσε την άδεια να πάη στο Άγιον Όρος, όπου εργαζόταν και έβγαζε τα έξοδά του. Έμενε μαζί με άλλους φοιτητές στην Αθωνιάδα. Γύριζε όλο το Άγιον Όρος και ρωτούσε, μαζί με τους συμμαθητές του, τους μοναχούς αν είχαν κάποια δουλειά να βοηθήσουν. Έκαναν όλες τις δουλειές. Πήγε στα Μοναστήρια, στις Σκήτες, στις Καλύβες, στα Καυσοκαλύβια. Με καμάρι διηγείτο ο π. Κωνσταντίνος ότι πήγε και στον Γέροντα Παΐσιο και αγρύπνησε στο Καλύβι του. Τον ονόμαζε άγιο άνθρωπο και διηγόταν ακόμη πως ο Γέροντας τον βοήθησε σε διάφορες στιγμές της προσωπικής, οικογενειακής και εκκλησιαστικής του ζωής, με τις σοφές συμβουλές του και με το διορατικό του χάρισμα.

Μετά με τον νόμο του τότε Υπουργού Καθηγητού Παν. Χρήστου γράφηκε και στην Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, όπου σπούδασε τελικά έξι χρόνια και έλαβε, όπως προαναφέραμε, το δίπλωμα Ιερατικής Επιμορφώσεως και το πτυχίο Ποιμαντικής. Με καμάρι αναφερόταν στους Καθηγητές του, μάλιστα δε στον αείμνηστο π. Ιωάννη Ρωμανίδη.

Για να τελειώση την Θεολογική Σχολή έμεινε στην Θεσσαλονίκη με την οικογένειά του και για κάποιο διάστημα του έδωσαν κάποια θέση σε κοιμητηριακούς Ναούς και έβγαζε τα έξοδά του. Τον βοήθησε σε αυτό και ο τότε Πρωτοσύγκελλος αείμνηστος π. Κωνσταντίνος Βαμβίνης, θείος του π. Θωμά της Μητροπόλεώς μας.

Για το θέμα του διορισμού του στην Μέση Εκπαίδευση πήγε και ρώτησε τον Γέροντα Παΐσιο, τον «άγιο αυτόν άνθρωπο». Πήγε από το Μεσολόγγι στο Άγιον Όρος για να τον ρωτήση μόνον αυτό και ήταν αποφασισμένος ο,τι του πη να το εφαρμόση αμέσως. Ο Γέροντας του είπε: «Να διορισθής, αλλά να αναλάβης μικρή Ενορία».

Όταν ήλθε στην Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, έμεινε τέσσερα χρόνια στην Κατασκήνωση, πραγματικά «φύλακας». Και ήταν δύσκολα χρόνια τότε, γιατί περνούσαν πολλοί μετανάστες από την Αλβανία. Υπηρέτησε την Ενορία του αθόρυβα και ευσυνείδητα.

Ο π. Κωνσταντίνος άφησε μνήμη αγαθού, ανεξίκακου, καλού Ιερέως. Ας είναι αιωνία η μνήμη του.

Α.Κ.

  • Προβολές: 3393