Ὁ Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Χριστόφορος (1945-1958)
Χαράλαμπου Χαραλαμπόπουλου
Ἡ σημερινὴ ἐκδήλωση εἶναι ἡμέρα μνήμης. Ξαναφέρνουμε στὴ θύμησή μας κατὰ ὀργανωμένο καὶ συστηματικὸ τρόπο τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας κυρὸ Χριστοφόρο, κατὰ κόσμον Γεώργιο Ἀλεξανδρόπουλο, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συμπλήρωσης πενῆντα (50) χρόνων ἀπὸ τὸν θάνατό του.
Ὑποχρέωση τῶν ζώντων, «ἡμῶν τῶν ἀπολιπόντων» εἶναι νὰ μὴν ξεχνᾶμε ὅσους προηγήθηκαν καὶ ἐτίμησαν, κατὰ τεκμήριο, τὴν ἀποστολή τους. Μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ συγχαίρομε τὴν Μητρόπολη καὶ τὸν Σεβασμιώτατο κ. Ἰερόθεο γιὰ τὴν σημερινὴ ἐκδήλωση τιμῆς καὶ μνήμης.
Θὰ προσπαθήσουμε μέσα στὰ χρονικὰ ὅρια ποὺ ἔχουν τεθῇ νὰ σκιαγραφήσουμε τὴν προσωπικότητα τοῦ ἀειμνήστου Ἱεράρχη. Οἱ ἐπιμνημόσυνες ἀναφορές, ἀρκετὲς φορές, ἴσως διότι ἐπικρατεῖ τὸ ἀξίωμα «ὁ ἀποθανὼν δεδικαίωται», καταλήγουν σὲ «ἁγιογραφία», ποὺ δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν ἀλήθεια.
Θὰ προσπαθήσουμε μέσῳ πηγῶν, ἀφοῦ δὲν εἴχαμε προσωπικὴ γνωριμία μὲ τὸν ἀείμνηστο Μητροπολίτη, νὰ ἀποδώσουμε κατὰ τὸ δυνατὸν τὴν πραγματικότητα.
Ὁ Γεώργιος Ἀλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στὸ Ἀγρίνιο τὸ 1898 καὶ ἀνατράφηκε ὡς μοναχογιὸς σὲ μιὰ πολυμελῆ οἰκογένεια ἀνάμεσα σὲ πέντε ἀδελφές. Ὁ πατέρας τοῦ Μιχαὴλ ἦταν ἔμπορος στὸ Ἀγρίνιο, ἐνῷ ἡ μητέρα τοῦ Βασιλικὴ Παπαγιάννη-Γερμανού καταγόταν ἀπὸ τὸν Πλάτανο Ναυπακτίας.
Τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του πραγματοποίησε στὸ Ἀγρίνιο, ὅπου ἀπέδειξε τὶς μαθησιακές του δυνατότητες, οἱ ὁποῖες ὤθησαν τοὺς γονεῖς του νὰ τὸν στείλουν στὸ Πανεπιστήμιο. Ἡ συγκομιδὴ ἦταν πλούσια. Τρία πτυχία: Θεολογίας, Φιλολογίας καὶ Παιδαγωγικῆς. Ἀλλὰ δὲν ἔμεινε ἐκεῖ. Ἤδη στὰ 1925 δημοσιεύει ἄρθρα στὰ ὁποῖα κοντὰ στὸ ὄνομά του καταχωρεῖ τὸν τίτλο Δρ Θεολογίας. Ἀπὸ τὸ 1918 μέχρι τὸ 1923, πέντε (5) χρόνια, ὑπηρέτησε στὸν στρατό, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ 3,5 στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ Μικρασιατικοῦ μετώπου.
Μετὰ τὴν ἀποστράτευσή του διορίσθηκε καθηγητὴς καὶ διευθυντὴς στὸ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο Πλατάνου καὶ ὕστερα ἀπὸ τρίχρονη ὑπηρεσία μετατέθηκε ὡς διευθυντὴς στὸ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο Ἀγρινίου μέχρι τὸ 1929, ὁπότε καταργήθηκαν τὰ Ἑλληνικὰ Σχολεῖα. Λόγῳ τῶν οἰκογενειακῶν του ὑποχρεώσεων παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία, μετὰ ὅμως πέντε χρόνια ἀναδιορίζεται ὡς καθηγητὴς στὸ Γυμνάσιο Ἀγρινίου.
Στὴ συνέχεια, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τοῦ τότε Μητροπολίτη Κορινθίας καὶ κατόπιν Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ Παπανδρέου, ὑπηρετεῖ γιὰ τρία χρόνια στὸ Ἱεροδιδασκαλεῖο Κορίνθου, ὅπου κατόπιν εἰδικῆς ἐντολῆς τοῦ Δαμασκηνοῦ ἀνέλαβε καὶ τὴν κατάρτιση τῶν σπουδαστῶν τῶν δύο ἀνωτέρων ἀκαδημαϊκῶν τάξεων ὡς Κατηχητῶν. Μετὰ ὑπηρέτησε στὸ Μεσολόγγι ὡς καθηγητὴς στὸ Γυμνάσιο καὶ ὡς βοηθὸς στὸ Γραφεῖο τοῦ Γενικοῦ Ἐπιθεωρητῆ.
Τὸ ἐξωδιδακτικὸ ἔργο του εἶναι ἐπίσης πλούσιο, ἰδιαίτερα στὸ Ἀγρίνιο, ὅπου ἵδρυσε τὴν «Χριστιανικὴ Ἕνωση» καὶ τὴν «Φιλανθρωπικὴ Ἑταιρεία», ποὺ κατὰ τὸν ἱστορικὸ τοῦ Ἀγρινίου Θ. Θωμόπουλο «ἀπετέλεσαν τὴν ἀφετηρίαν κάθε κοινωνικῆς, μορφωτικῆς καὶ φιλοπροοδευτικῆς κινήσεως στὴν πόλη. Τὰ «Κατηχητικὰ Σχολεῖα», τὸ «Πτωχοκομεῖο», «Τὸ Ὀρφανοτροφεῖο», τὸ Νοσοκομεῖο «Ἅγιοι Ἀνάργυροι», οἱ ἐνοριακὲς Φιλόπτωχες Ἀδελφότητες κλπ. εἶναι δημιουργήματα τοῦ Ἀλεξανδροπούλου».
Ἡ ὑπηρεσία του στὸ Ἱεροδιδασκαλεῖο Κορίνθου ἦταν καθοριστικὴ γιὰ τὴν μελλοντικὴ σταδιοδρομία του. Ἐκεῖ συνεργάσθηκε στενὰ μὲ τὸν Πρόεδρο τῆς Ἐφορείας τῆς Σχολῆς, τὸν Μητροπολίτη Δαμασκηνό. Ὁ Δαμασκηνὸς ἐκτίμησε τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς ἱκανότητες τοῦ καθηγητῆ Γ. Ἀλεξανδρόπουλου καὶ τὸν θυμήθηκε σὲ μιὰ περίοδο ποὺ πάλι «ὅλα τα’ σκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά».
Βρισκόμαστε στὰ 1942. Ὁ πληθυσμὸς βρίσκεται σὲ σκληρὴ δοκιμασία ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς Κατοχῆς καὶ ὁ καθημαγμένος λαὸς συσπειρώνεται γύρω ἀπὸ τὸν Δαμασκηνό, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1941 ἐπανῆλθε στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο καὶ λόγῳ τῆς θαρραλέας στάσης του ἀναδείχθηκε Ἐθνάρχης του καὶ πάλι σκλαβωμένου λαοῦ.
Ὁ Δαμασκηνὸς ἀναζητοῦσε μέσα στὴ φοβερὴ λαίλαπα ἱκανοὺς συνεργάτες, γιὰ νὰ συνδράμουν στὸ τιτάνιο ἔργο του, ποὺ ἦταν ἡ διάσωση τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τοὺς ἀδυσώπητους διωγμοὺς τῶν κατακτητῶν. Μεταξὺ τῶν πρώτων στὶς ἐπιλογές του ἦταν ὁ παλιὸς γνώριμος καὶ συνεργάτης, καθηγητὴς Γεώργιος Ἀλεξανδρόπουλος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ζήτησε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος νὰ εἰσέλθη στὶς τάξεις τοῦ Κλήρου. Ἡ ἀπάντηση, ὅπως τὴν καταγράφει ὁ ἴδιος ὁ Χριστοφόρος εἶναι: «.......ἐξαιτούμενος ἵλεων τὸν Κύριον, καὶ τῷ κρίματι καὶ τὴ προσταγῇ αὐτοῦ παραθέτων τὴν προαίρεσίν μου καὶ τὸν ἑαυτόν μου ὁλόκληρον, πειθαρχῶ πεποιθὼς εἰς τὴν παντοκρατορικὴν τοῦ καλοῦντος Θεοῦ δύναμιν, τὴν πάντοτε διὰ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας ἐνεργοῦσαν...»
Πρὸς ὑλοποίηση τῆς ἀπόφασής του στὶς 14 Μαρτίου 1942 προσέρχεται στὸ Μοναστήρι της Ἀμπελακιώτισσας, μὲ τὸ ὁποῖο εἶχε στενοὺς δεσμοὺς χάρη στὸν ἀείμνηστο Ἡγούμενο Ἠσαΐα. Στὶς 20 Μαρτίου κείρεται μοναχὸς λαμβάνοντας καὶ τὸ ὄνομα Χριστοφόρος. Τὴν ἑπομένη Διάκονος καὶ τὴν μεθεπομένη Πρεσβύτερος-Αρχιμανδρίτης.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δαμασκηνὸς τὸν τοποθετεῖ ἀμέσως Μέγα Πρωτοσύγκελο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, δηλαδὴ σὲ μία ἄκρως ὑπεύθυνη καὶ νευραλγικὴ θέση καὶ στὴν οὐσία ἦταν τὸ «δεξὶ χέρι» τοῦ Ἀρχιεπισκόπου.
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστοφόρος ἀναφέρει στὸν χειροτονητήριο, ὡς Μητροπολίτου, λόγο του: «Ἠυτύχησα νὰ ζήσω μαζί Σας, Μακαριώτατε, καὶ νὰ δουλεύσω εἰς τὸ Εὐαγγέλιον καὶ εἰς τὴν θεοφρούρητον Ἀρχιεπισκοπὴν Ἀθηνῶν προστατευόμενος ὡς πειθαρχημένον καὶ ἀφωσιωμένον τέκνον μέσα εἰς τὴν πατρικὴν ἀγκάλην Σας, ἐντρεφόμενος τοῖς λόγοις τῆς πίστεως, τῆς καλῆς διδασκαλίας, τῆς μεγαθύμου καλωσύνης καὶ χριστιανικῆς αὐταπαρνήσεως ποὺ Σᾶς χαρακτηρίζουν καὶ εὐχαριστημένος ἐδοκίμασα τὴν χριστιανικὴν χαρὰν καὶ τὴν ἐθνικὴν ὑπερηφάνειαν τοῦ τέκνου ποὺ εἶδε τὸν ἀγαπητὸν Πνευματικὸν τοῦ Πατέρα νὰ πονῇ μὲν καὶ νὰ μοχθῇ, ἀλλὰ καὶ νὰ ὑψώνεται καὶ νὰ δοξάζεται πρὸς δόξαν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Μὲ ἠξίωσεν ὁ Θεός, καὶ Σεῖς τὸ ἠθελήσατε, νὰ εὑρίσκωμαι ἀπὸ κάθε κληρικὸν καὶ ἀπὸ κάθε Ἕλληνα πλησιέστερον παρὰ τὸ πλευρόν Σας καὶ ἐνθυμοῦμαι τὰ συναισθήματα ποὺ ἐδοκίμασα, ὅταν εὑρισκόμενος ἐκεῖ σιμὰ Σᾶς ἔβλεπα μὲ θαυμασμὸν καὶ καύχησιν, ὡς πονεμένος Πατέρας, στοργικὰ νὰ παρηγορῆτε, νὰ βοηθῆτε καὶ νὰ δένετε τὰς πληγὰς ἑνὸς Λαοῦ. Λαοῦ ἱστορικοῦ, παλαίοντος κάτω ἀπὸ θηριώδεις κατακτητάς, φθίνοντος ἀπὸ τὴν πεῖναν, ἡ ὁποία κυρίως τοὺς ἐκράτει ἐπικινδύνως διηρημένους».
Ἡ ἐπὶ τριετία διακονία του κοντὰ στὸν Δαμσκηνὸ ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ φανοῦν οἱ ποιμαντικὲς καὶ ὀργανωτικὲς ἱκανότητες τοῦ Χριστοφόρου, διότι ὁ ἐπιστημονικὸς ἐξοπλισμός του ἦταν ἀναμφισβήτητος. Μὲ τὴν μετάθεση τοῦ Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Γερμανοῦ στὴν Ἠλεία, ὁ Δαμασκηνὸς δὲν εἶχε κανέναν ἐνδοιασμό. Πρότεινε στὴ Σύνοδο γιὰ τὴν πλήρωση τοῦ κενοῦ τον Χριστοφόρο, τὸν ὁποῖον πλέον γνώριζε πολὺ καλὰ καὶ θεωροῦσε ἄξιο νὰ ποιμάνη τὸν λαὸ τῆς περιφέρειας, ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καταγόταν.
Ἔτσι στὶς 19 Ὀκτωβρίου 1945 ὁ Χριστοφόρος ἐκλέγεται Μητροπολίτης Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας. Στὶς 24 Ὀκτωβρίου 1945 χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο καὶ Ἀντιβασιλέα Δαμασκηνό, Ἐπίσκοπος. Μεταξὺ τῶν ἄλλων τονίζει στὸν χειροτονητήριο λόγο του: «....Κατὰ τὴν στιγμὴν αὐτὴν βλέπω νὰ πραγματοποιῆται πόθος μου παλαιός, χρονολογούμενος ἀπὸ τῶν παιδικῶν μου χρόνων, καὶ νὰ πληροῦται ζωηρὰ ἐπιθυμία διακονίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ ὁποία ἐκ παίδων ἐνέπνεε τὴν ζωήν μου καὶ κατηύθυνε τὰ διαβήματά μου. Καὶ χαίρω μὲν διότι ἡ Ἁγιωτάτη ἡμῶν Ἐκκλησία, στοργικὴ πρωτοβουλία τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος, Θεία καθοδηγήσει τῆς Ἁγίας Συνόδου καὶ συμμαρτυρία Κλήρου καὶ Λαοῦ, ἐν εὐμενείᾳ πολλὴ κρίνουσα τὴν εἰκοσιπενταετῆ σχεδὸν ὡς θεολόγου λαϊκοῦ καὶ κληρικοῦ ἐκκλησιαστικήν μου διακονίαν, μὲ περιβάλλει σήμερον μὲ τιμὴν πολλήν, καὶ μὲ ὑψοῖ ἐν Ἐκκλησίᾳ Λαοῦ καὶ ἐν καθέδρᾳ πρεσβυτέρων. Ἀλλά....φοβούμαι. Φοβοῦμαι, Μακαριώτατε, πολύ, διὰ τῆς ἀποστολῆς τὸ μέγεθος, διὰ τῆς ἀρχιερωσύνης τὸ βάρος. Διότι ἡ ἀρχιερωσύνη εἶναι ἀξίωμα ἀσυλήπτως μέγα, ὑψηλότατον καὶ θειότατον».
Διὰ νὰ τοῦ ἀπαντήση ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καὶ Ἀντιβασιλεύς:
«Ἡ κλῆσις σοῦ εἰς τὸ Ἀρχιερατικὸν ἀξίωμα συμπίπτει μὲ μίαν ἐποχὴν κατ’ ἐξοχὴν κρίσιμον διὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἱστορίαν. Ὡς νὰ μὴ ἤρκουν αἱ συνέπειαι τοῦ πολέμου καὶ τῆς Κατοχῆς αἱ ὁποῖαι ἐπεσώρευσον ἐρείπια καὶ ἀφαντάστους καταστροφὰς εἰς τὸν λαόν, ἔρχεται καὶ ἡ ἐσωτερικὴ διαίρεση καὶ ἀδιαλλαξία. Οὕτω κινδυνεύομεν ὅ,τι διὰ πολλῶν ἀγώνων καὶ μὲ αἷμα εἰς τὰ πεδία τῶν μαχῶν ἐκερδίσαμεν νὰ τὸ χάσωμεν ἀλληλοσπαρασσόμενοι ἐν εἰρήνῃ. Μὴ φοβεῖσαι ὅμως, αἱ ἀρεταί σου εἶναι ἱκαναὶ νὰ σὲ βοηθήσουν νὰ ἐκτελέσης τὰ δύσκολα καθήκοντά σου μὲ κάθε δυνατὴν πληρότητα. Ἔχω τὴν ἐλπίδα ἡ τὴν βεβαιότητα μᾶλλον ὅτι θὰ φανὴς ἀντάξιος τῶν σημερινῶν δυσκολιῶν. Πολλὲς φορὲς θὰ συναντήσης ὠμὴν τὴν ἀχαριστίαν τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’ ὅμως μὴ καμφθῇς καὶ μὴ ἐκλείψη ὁ ἐνθουσιασμός σου. Ἔχεις ὅπλο μυστικό, ἀλλὰ πανίσχυρο, τὴν Προσευχή. Σ’ αὐτὴν θὰ βρίσκης τὸν φωτισμό, τὴν δύναμι καὶ τὴν ἐλπίδα. Πηγαίνεις, ἄλλως τε, νὰ ποιμάνης ἕναν λαὸ ποὺ εἶναι κατ’ ἐξοχὴν εὐσεβὴς καὶ ἠρωϊκός, ποὺ ξέρει ν’ ἀγαπᾶ τὸ σωστὸ καὶ τὸ δίκαιο».
Ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Χριστοφόρου ἔγινε στὴν πόλη μας, στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Δημητρίου, στὶς 18 Νοεμβρίου 1945. Ἦταν μιὰ ἐποχὴ ἀστάθειας καὶ ἀνωμαλίας. Ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ δὲν ἦταν, δυστυχῶς, εἴσοδος στὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἐσωτερικὴ ὁμαλότητα. Ὁ Χριστοφόρος κλήθηκε νὰ ποιμάνη δύο ἐπαρχίες καθημαγμένες ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς Κατοχῆς καὶ τῆς ἐσωτερικῆς ἀνωμαλίας. Ὡς ἐκ τούτου ἦταν λίαν δυσχερὲς τὸ ἔργο του, τὸ ὁποῖο ὑπερέβαινε τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα καὶ ἦταν πλέον ἔργο ζωῆς. Τὸ πάθος καὶ ἡ ἀγωνία του φαίνεται στὶς ἀναφορές του πρὸς τὴν Πολιτεία γιὰ τὴν ἐπίλυση τῶν ἐπισιτιστικῶν καὶ οἰκιστικῶν προβλημάτων τῶν δύο ἐπαρχιῶν.
Ὅταν πλέον ἐπανῆλθε ἡ ὁμαλότητα, ὁ Χριστοφόρος κατέβαλε σύντονες καὶ ἐπίμονες προσπάθειες γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση καὶ ὀργάνωση τῶν ἐνοριῶν καὶ τὴν συστηματοποίηση τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου, καθὼς καὶ τὴν ἀνοικοδόμηση καὶ ἀνασύσταση τῶν Μονῶν.
Ἔχει γραφὴ ὅτι ὁ Χριστοφόρος εἶχε «διαμαντένιο χαρακτῆρα καὶ ἦθος, μετριοφροσύνη, μυστικισμὸ καὶ ἀσκητικὴ ἰδιοσυγκρασία, τὴν ἁπλότητα τοῦ σοφοῦ ποὺ δὲν ἐπαίρεται ποτέ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνεπιτήδευτη ἀκτινοβολία του δημιουργεῖ κύκλο θαυμασμοῦ καὶ δέους γύρω του. Μειλίχιος ἄκουγε καὶ τὸν πιὸ ἄσημο μὲ προσοχὴ καὶ δὲν τσιγκουνευόταν χρόνο καὶ προσπάθεια γιὰ νὰ ἀνταλλάξη ἰδέες καὶ νὰ σκορπίση παντοῦ τὰ νάματα τῆς ἀπέραντης γνώσης του. Σεμνὸς πάντοτε, τίμιος, εἰλικρινής, πρᾶος, εὐφυής, ἐπιμελέστατος». Αὐτὰ ἔχουν γραφή.
Στὰ δεκατρία (13) χρόνια τῆς ἀρχιερατικῆς του ζωῆς ὁμολογουμένως κατέβαλε προσπάθειες, παρὰ τὶς ἐγγενεῖς δυσχέρειες, γιὰ τὴν καλύτερη ὀργάνωση καὶ λειτουργία τῆς Μητρόπολης, καθὼς καὶ τὴν μεγιστοποίηση τοῦ ποιμαντικοῦ του ἔργου.
Ὅμως τοῦ καταλογίζεται εὐθύνη γιὰ τὴν διάλυση τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητας τῆς Παναγίας Ἀμπελακιώτισσας. Εἶναι ἕνα ζήτημα ποὺ ἀφήνει ἐρωτηματικὰ ἀναπάντητα, κυρίως γιὰ τὸν ρόλο τρίτων προσώπων στὴν ὑπόθεση κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀσθενείας του Χριστοφόρου. Ἔτσι ὑπάρχουν ἔγγραφα ποὺ κατὰ τὴν γνώμη μου δὲν συνάδουν μὲ τὸν χαρακτῆρα του Χριστοφόρου ὅπως τὸν γνώρισα.
Μιὰ ἄλλη πτυχὴ τῆς προσωπικότητας τοῦ Χριστοφόρου ἦταν ἡ συγγραφή. Στὴν ἐφημερίδα «ΝΑΥΠΑΚΤΙΑ» (31 Ὄκτ. 1945), ποὺ ἐξέδιδε ὁ Σπύρος Στεργίου μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς χειροτονίας τοῦ Χριστοφόρου σὲ Μητροπολίτη, καταχωρεῖται πέραν τῆς εἰδησεογραφίας γιὰ τὴν τελετὴ καὶ ἐκτεταμένο βιογραφικὸ τοῦ νέου Ἀρχιερέα. Προφανῶς τοῦτο εἶχε διανεμηθῇ ἀπὸ τὸ γραφεῖο τοῦ Μητροπολίτη ἡ στηριζόταν σὲ στοιχεῖα ποὺ προῆλθαν ἀπὸ αὐτό. Σὲ τοῦτο ἀναφέρεται ὅτι «ἔχει συγγράψει καὶ δημοσιεύσει τὰς ἑξῆς ἐργασίας» καὶ ἀριθμεῖ τέσσερις ἐργογραφικοὺς τίτλους, ἤτοι: 1) Ἱστορικὴν πραγματείαν περὶ τοῦ ἠθικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ χαρακτῆρος τῶν Ναυπακτίων ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ἡμᾶς. 2) Ἐκλαϊκευμένον ἐπιστημονικὸν τεῦχος ὑπὸ τὸν τίτλον «Ὠφέλιμά τινα διά την κατηχουμένην νεολαίαν» 3) Πλείστας ἐπιστημονικὰς πραγματείας καὶ διαφόρους κοινωνιολογικὰς καὶ χριστιανικὰς μελέτας καὶ ἄρθρα εἰς διαφόρους ἐφημερίδας καὶ περιοδικά. 4) Τὴν ἱστορίαν τῆς ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ Ναυπακτίας Ἱερᾶς Μονῆς Ἀμπελακιωτίσσης.
- Ἡ πρώτη ἐργασία μὲ τὸν τίτλο «Ἱστορικὴ ἀνασκόπησις τοῦ ἠθικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ χαρακτῆρος» συνταγμένη στὴν καθαρεύουσα τῆς ἐποχῆς, δημοσιεύθηκε σὲ ὀκτὼ συνέχειες ἀπὸ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1925 στὴν μηνιαία ἐφημερίδα «ΝΑΥΠΑΚΤΙΑ», ὄργανο τοῦ Συνδέσμου Ναυπακτίων. Δυστυχῶς, διασώθηκαν στὸ Ἀρχεῖο Βλαχογιάννη, στὰ Γενικὰ Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους, μόνον ἕξι συνέχειες, ἐνῷ ἡ τρίτη καὶ ἡ τελευταία λείπουν. Πρόκειται γιὰ μιὰ προσπάθεια ἱστορικῆς περιγραφῆς τῆς Ναυπακτίας ἀπὸ τοὺς μυθικοὺς χρόνους, καὶ σκιαγράφησης τοῦ χαρακτῆρα των Ναυπακτίων.
- Ἡ δεύτερη μὲ τίτλο «Ὠφέλιμά τινα διὰ τὴν κατηχουμένην νεολαίαν», δυστυχῶς, εἶναι παντελῶς ἄγνωστη.
- Ἡ τρίτη ἐργογραφικὴ ἔνδειξη ἀναφέρει πλεῖστες ἐπιστημονικὲς πραγματεῖες, μελέτες καὶ ἄρθρα. Μέχρι τώρα δὲν ἔχει δημοσιευθῇ ἕνας στοιχειώδης κατάλογος τῶν δημοσιευμάτων γιὰ νὰ τὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ τὰ ἀξιολογήσουμε.
- Ἡ τέταρτη ἀναφέρεται στὴν Ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀμπελακιωτίσσης. Παρ’ ὅ,τι σὲ κάποιες βιβλιογραφίες ἀναφέρεται ἡ μελέτη ὡς ἐκδομένη, μποροῦμε νὰ τονίσουμε μὲ ἀσφάλεια ὅτι οὐδέποτε ἔγινε ἡ ἔκδοση. Ἀλλοῦ ἀναφέρεται ἡ ὕπαρξη τοῦ χειρογράφου, ἀλλὰ ὁ Χριστοφόρος γιὰ κάποιους λόγους δὲν τὸ ἐξέδωσε.
Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ὁ Χριστοφόρος ἀσχολήθηκε ὡς λαϊκὸς στὴ συγκέντρωση στοιχείων, ὅπως παλαιὰ ἔγγραφα, μεταφράσεις τουρκικῶν ἐγγράφων καὶ ὅ,τι ἄλλο θὰ τὸν διευκόλυνε στὴ συγγραφὴ τοῦ ἔργου. Εἶναι ἐμφανὴς ἡ προεργασία του γιὰ τὴν συγγραφὴ τῆς μελέτης. Μάλιστα τρεῖς ἐπιστολές του, ἐνῷ ἀκόμα ἦταν λαϊκός, δύο τὸ 1935 καὶ μία τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1936 πρὸς τὸν Ἡγούμενο Ἠσαΐα ζητεῖ ὄ τιδήποτε στοιχεῖο ὑπάρχει καθὼς καὶ φωτογραφίες. Ἐπίσης, συμφωνήθηκε ἡ ἀποστολὴ φωτογράφου του Ἀγρινίου γιὰ τὴν λήψη καλλιτεχνικῶν φωτογραφιῶν. Στὴν τρίτη ἐπιστολὴ (15 Ὄκτ. 1936) ὁ Ἀλεξανδρόπουλος ἀναφέρει ὅτι : «Ἡ ἐκτύπωσις τοῦ βιβλίου δὲν ἤρχισεν ἀκόμη, ἀφ' ἑνὸς μὲν λόγῳ τῶν πολλῶν μου ἀσχολιῶν καὶ τῶν ἀπὸ διμήνου σχεδὸν συνεχῶν ἀδιαθεσιῶν μου, αἵτινες κατέληξαν ἤδη εἰς τὸ κρεββάτωμά μου, ἀφ' ἑτέρου δὲ εἰς τὰς πολλὰς μεταβολὰς ποὺ παρουσιάζει τὸ στοιχειοθετικὸν προσωπικὸν τοῦ τυπογράφου, ἕνεκα τῶν ὁποίων δὲν λαμβάνω τὸ θάρρος νὰ τὸ ἀρχίσω». Καὶ πιὸ κάτω γράφει: «Φρονῶ ὅτι δὲν θὰ βραδύνη νὰ γίνη ἡ ἔναρξις, τὴν ὁποία θὰ Σᾶς ἀναγγείλω διὰ τῆς ἀποστολῆς τοῦ πρώτου τυπογραφικοῦ φύλλου. Γνωρίζω πόσον ἐπείγει ἡ ἔκδοσις τοῦ βιβλίου, δὲν πρέπει νὰ παραβιάσωμεν τὰ πράγματα». Σὲ μιὰ παράγραφο τῆς ἐπιστολῆς ἀναφέρεται: «Ἡ προσδοκωμένη δωρεὰ τοῦ τιθέντος ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Κυρίου, εὔχομαι νὰ εἶναι γενναία καὶ ταχεῖα».
Ἐὰν πράγματι, τὸ 1936 ἦταν ἕτοιμη γιὰ τὸ τυπογραφεῖο ἡ συγγραφὴ καὶ ὑπανεχώρησε ὁ χορηγὸς λόγῳ τῆς κατάστασης τῆς ἐποχῆς, δὲν θὰ τὴν ἐξέδιδε μέχρι τὸ 1958 ποὺ ἦταν Μητροπολίτης, ὅταν πίεζε τρίτους γιὰ τὴν συγγραφὴ τῆς Ἱστορίας τῆς Παναγίας τῆς Προυσσιώτισσας καὶ τὴν περιγραφὴ τῆς ἐπαρχίας Ναυπακτίας; Κατόπιν τούτων μπορεῖ νὰ διατυπωθῇ ἡ ὑπόθεση ὅτι δὲν ὁλοκληρώθηκε ἡ προσπάθεια συγγραφῆς γιὰ κάποιους λόγους. Δὲν ἀποκλείεται νὰ ἔγραψε κάποιο ἄρθρο γιὰ τὸ μοναστήρι. Πάντως χειρόγραφο ἡ δακτυλογραφημένο δὲν ἐντοπίσθηκε στὴν Μητρόπολη πλὴν τῶν ἐγγράφων ἀπὸ τὰ ὁποῖα φαίνεται ἡ προετοιμασία τῆς συγγραφῆς καὶ τὰ ὁποῖα ἔχουμε σημοσιεύσει στὰ «ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ» τῆς Ἑταιρείας Ναυπακτιακὼν Μελετῶν. Ἔχει ἀκόμα γραφὴ ὅτι ὁ Χριστοφόρος ἐξέδιδε ἐκκλησιαστικὸ περιοδικὸ μὲ τὸν τίτλο «Ἀγάπη» γιὰ τὸ ὁποῖο τίποτε δὲν γνωρίζουμε, ἀφοῦ δὲν ἔχει ἐπισημανθῇ κάποιο ἀπὸ τὰ τεύχη του.
Πέραν ὅμως αὐτῶν ὁ Χριστοφόρος μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ὑμνογράφος, ἀφοῦ τροποποίησε καὶ συμπλήρωσε τὴν Ἱερὰ Ἀκολουθία τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας καὶ Ἱερὰ Ἀκολουθία τῆς Θεοτόκου μὲ τὴν συμπλήρωση 500 χρόνων ἀπὸ τὴν εὕρεση τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας της Ἀμπελακιώτισσας. Μὲ τὴν προτροπή του Χριστοφόρου ἐκδόθηκε ἡ Ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προυσιωτίσσης τὸ 1957.
Ἐπίσης, ὕστερα ἀπὸ δύο ἐγκυκλίους (1950, 1952) πρὸς τοὺς ἐφημερίους τῆς Ναυπακτίας συγκεντρώθηκε ὑλικό, ἱστορικὸ καὶ ἀρχαιολογικό, τὸ ὁποῖο τὸ 1955 δημοσιεύθηκε στὴν Νέα Ὑόρκη ἀπὸ τὴν Ναυπακτιακὴ Ἀδελφότητα μὲ τὸν τίτλο «Περιγραφὴ τῆς Ἐπαρχίας Ναυπακτίας», τὸ ὁποῖο βοήθησε πολὺ τὴν μετέπειτα ἱστορικὴ ἔρευνα.
Μετὰ ἀπὸ μακρὰ ἀσθένεια ὁ Χριστοφόρος ἀπεβίωσε στὶς 31 Μαρτίου 1958, στὸ Νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμός», σὲ μιὰ ἡλικία ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρη ἀκόμα πιὸ πολλά.
Προσπαθήσαμε νὰ σκιαγραφήσουμε τὴν προσωπικότητα καὶ νὰ θίξουμε ἀκροθιγῶς τὸ σημαντικὸ ἔργο του, ποὺ πραγματοποιήθηκε μέσα σὲ δύσκολες συνθῆκες. Τοῦτο τὸ ἔργο ἦταν δημιουργικό, παραγωγικό, πνευματικό. Τὰ ὅποια λόγια μποροῦν νὰ ἐπισημανθοῦν δὲν μποροῦν νὰ τὸ μειώσουν.
Στὶς μνῆμες των Ναυπακτίων εἶναι ὁ Ἀρχιερεὺς ποὺ τίμησε καὶ ἀγάπησε τὸ ποίμνιό του.
Ἂς εἶναι ἡ μνήμη του αἰώνια!
- Προβολές: 4189