Βιβλιοπαρουσίαση: Μυρσίνη, ἀσκητικὴ τῆς ἔρευνας
Μὲ τὸν παραπάνω τίτλο κυκλοφόρησε ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Ἁρμὸς» ἕνα πολυσέλιδο καὶ πολὺ σημαντικὸ βιβλίο τοῦ καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Λάμπρου Χρ. Σιάσου, στὸ ὁποῖο ὁ συγγραφέας ―ὅπως καὶ ἀπὸ τὸν τίτλο μας προϊδεάζει― διαπραγματεύεται, μὲ ἰδιαίτερα εὔστοχο λόγο, τὴν ἀσκητικὴ τῆς θεολογικῆς ἔρευνας, καὶ εἰδικότερα τὶς προϋποθέσεις (ὄχι μόνο τὶς ἀκαδημαϊκές), τοὺς τρόπους καὶ τὶς στοχεύσεις τῆς ἔρευνας τοῦ ἐπιστητοῦ τῆς θεολογικῆς ἀκαδημαϊκῆς ἐπιστήμης.
Τὸ βιβλίο εἶναι καρπὸς τῆς πλούσιας ἐρευνητικῆς καὶ διδακτικῆς ἐμπειρίας τοῦ συγγραφέα, ἔχει 592 σελίδες καὶ χωρίζεται σὲ τέσσερα μέρη. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ γίνη συνοπτικὴ παρουσίαση τοῦ περιεχομένου τους, χωρὶς νὰ ἀποσιωπηθοῦν σημαντικὲς θέσεις. Θὰ ἐπιχειρήσουμε ὅμως μιὰ τηλεγραφική ―κατ’ ἀνάγκην ἐλλιπῆ― παρουσίασή τους, ὡς κέντρισμα τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν ἀναγνωστῶν γιὰ μελέτη τοῦ βιβλίου.
Τὸ πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου ―τὸ «Θεωρητικὸν»― ἀπαρτίζεται ἀπὸ δέκα κεφάλαια, στὰ ὁποῖα προσδιορίζεται τὸ «εἰδικὸ πεδίο» τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογικῆς ἔρευνας, μέσα στὸ «γενικὸ πεδίο» τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἡ θεωρητικῶν ἐπιστημῶν. Ἐπίσης, μὲ ἁγιογραφικὴ καὶ πατερικὴ θεμελίωση περιγράφεται ἡ θεωρητικὴ σκευὴ (θύραθεν καὶ θεολογική-ἐκκλησιαστικὴ) ποὺ ἔχει ἀνάγκη ὁ «εἰσαγωγικὸς» ἐρευνητής, ὥστε νὰ μπορέση ἀκινδύνως νὰ εἰσέλθη στὸ νοῦ τῶν γραφομένων καὶ νοουμένων ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας παραδόσεως, τοὺς ὁποίους ἀναλαμβάνει νὰ μελετήση. Ὁρισμένοι χαρακτηριστικοὶ τίτλοι κεφαλαίων τοῦ πρώτου μέρους, ἐξαγγελτικοὶ τοῦ περιεχομένου τους, εἶναι οἱ ἀκόλουθοι: «Ἡ κρατοῦσα πρακτικὴ περὶ τὸ ἐρευνᾶν», «Ποῖος ἐρευνητής; Ποῖος ἄνθρωπος; Κολοβὸς ἡ ὁλοτελής;», «Ὁ θεολόγος, ὁ λόγιος ἀμαθὴς καὶ τὸ ἐργαστήριον τῆς ἀσεβείας», «Ἀλεξίπυρα Δαμασκηνά [δηλαδή, τοῦ μοναχοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ] γιὰ τὶς φλογώσεις τῶν ἐρευνητικῶν πειρασμῶν» καὶ «Τρία φιλοκαλικὰ σκάμματα γιὰ προκεχωρημένους».
Τὸ δεύτερο μέρος ―τὸ «Πρακτικὸν»― ἀπαρτίζεται ἀπὸ τέσσερα κεφάλαια, στὰ ὁποῖα μὲ παραδείγματα μελέτης κειμένων τοῦ Πρόκλου, τοῦ Πλωτίνου, τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, τοῦ Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως κ.α. προτείνεται ἀπὸ τὸν κ. Σιάσο ἕνας πρακτικὸς τρόπος σπουδῆς τῶν πηγῶν, ὥστε ὁ νέος ἐρευνητὴς νὰ ἐξοικειωθῇ μὲ τοὺς κεντρικοὺς ὅρους, τὶς ἰδιαίτερες διατυπώσεις, «τὰ παίγνια τῆς γραφῆς», τοῦ «ξενιστοῦ» παλαιοτέρου συγγραφέως, στοῦ ὁποίου τὸ ἔργο ὡς νέος μελετητὴς φιλοξενεῖται. Ἐπίσης, ἀναφέρεται στοὺς «χρηστικοὺς» τρόπους μελέτης τῶν πηγῶν, στὴν ἀποδελτίωση, στὴν χρήση τῆς «δευτερεύουσας βιβλιογραφίας», ἀλλὰ καὶ στὸ ζήτημα τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας, στὴν ὁποία θὰ διατυπωθοῦν τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἔρευνας.
Στὸ τρίτο μέρος, τὸ ὁποῖο ἐπιγράφεται «Ὀργανικόν-Τράπεζα», κατατίθενται Πηγές, Κείμενα, Σειρές, Λεξικὰ κ.α., στὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ ἀνατρέχη ὁ «εἰσαγωγικὸς» ἐρευνητὴς γιὰ νὰ βρίσκη τα κείμενα ποὺ θέλει νὰ μελετήση. Ἐπίσης παρατίθεται «ἀπάνθισμα θεμέλιων μελετημάτων πρὸς συνεχῆ σπουδὴ καὶ ἐντρύφηση».
Στὸ τέταρτο καὶ τελευταῖο μέρος ―τὸ «Παράρτημα»― φιλοξενοῦνται, ὡς ὑποδείγματα, δύο μελέτες δόκιμων συγγραφέων.
Εἶναι χρήσιμο νὰ ἀναφερθοῦν λίγο ἐκτενέστερα κάποια ἀπὸ τὰ κρίσιμα σημεῖα τοῦ ἀσκητικοῦ σταδίου τῆς ἔρευνας.
Ὁ «Εἰσαγωγικὸς» κουβαλᾶ μαζί του ὅλα τὰ νοσήματα τῆς αἰχμαλωτισμένης σὲ δυτικὰ πρότυπα σύγχρονης ἑλληνικῆς παιδείας καὶ ἐπιστήμης, ἀλλὰ καὶ τῆς πεπτωκυίας ἀνθρώπινης φύσης, ἡ ὁποία ὑπόκειται σὲ διαφόρους βαθμοὺς δουλώσεως στὴν μητέρα «πάντων τῶν παθῶν», τὴν ἑωσφορικὴ φιλαυτία. Γι’ αὐτὸ σύμφωνα μὲ τὴν ἀσκητικὴ διδαχὴ «περὶ τὸ ἐρευνᾶν» τοῦ κ. Σιάσου: «Γιὰ νὰ ἰαθοῦν καὶ νὰ ἱῶνται τὰ χρονίζοντα πλέον νοσήματα τῆς ἀνθρωπάρεσκης κοσμικῆς ἐπιστήμης (μαζὶ καὶ τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας), κρίνεται χρήσιμο καὶ ἀποτελεσματικὸ νὰ μεταφέρονται καὶ νὰ ἰσχύουν ἀδιακόπως τα ἰσχύοντα εἰς τοὺς παλαιστικοὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ κατὰ τῶν παθῶν. Καὶ γιὰ νὰ ἐγκαινίσει κάποιος τὸ ἐρευνητικό του ―ἐν προκειμένῳ― ὁδοιπορικό, γιὰ νὰ ἀντιπαλαίσει την σχεδὸν σύμφυτη φιλαυτία, τὴν σχεδὸν αὐτοφυῆ εἰς τοὺς ἐρευνητικοὺς ἀγροὺς ἀνθρωπαρέσκεια, ὀφείλει ἀνυπερθέτως νὰ εὕρει διδάσκαλον. Τιθέμενος ὑπὸ κηδεμονία διδασκάλου ὁ νεοεισερχόμενος στὸ ἐρευνητικὸ ὁδοιπορικὸ ἀσκεῖ ἐμπράκτως τὴν θεόσδοτη ὑπακοή, ἀσκεῖται ἀδιαλείπτως στὴν σωτήρια κένωσή του, πολεμεῖ την σύγ-γενὴ (πρὸς τὴν ἐπιστημονικὴ φύση) φιλαυτία καὶ ἐκριζώνει τὴν σύμφυτη μὲ τὶς ἐρευνητικὲς ἐπιδόσεις ἀνθρωπαρέσκεια»(σελ. 172-173).
Δὲν ἀρκεῖ, ὅμως, ὁ διδάσκαλος. Χρειάζεται ὁ ἑκούσιος ἐγκλεισμὸς τοῦ ἐρευνητῆ, ἡ ἀνάληψη τῆς ἡσυχαστικῆς ἄσκησης τῆς ἔρευνας. Γράφει ὁ κ. Σιάσος: «Ἀρχόμενος ὁ Εἰσαγωγικὸς νὰ μελετᾶ κάποια πραγματεία ὀφείλει νὰ ἔχει ἤδη προμηθευτεῖ τετράδιον παλαιοῦ τύπου μὲ ἀνθεκτικὸ ἐξώφυλλο. Ἐγείρεται ὄρθρου βαθέος, κάμνει τὸν Σταυρόν του, καὶ καθίσταται σὲ κελλίον ἡσυχίας, μακρὰν κινητῶν τηλεφώνων, τηλεοράσεων, ραδιοφώνων καὶ πάντων τῶν φωνασκούντων μηχανημάτων. Εἰ δυνατόν, σφραγίζει καὶ τὰ αὐτία του γιὰ νὰ δοθεῖ ὅλος καὶ ἀπερίσπαστος εἰς τὸν ξενιστὴν ποὺ τὸν ἀναμένει ὄρθιος καὶ ἀνυπομονῶν στὴν Πύλη τῆς πραγματείας του. Προσέρχεται ὁ Εἰσαγωγικὸς μετὰ δέους καὶ ὑποκλίσεως ἐκζητῶντας τὴν συνδρομὴ τοῦ ξενιστοῦ νὰ ξεναγηθεῖ ὑπ’ αὐτοῦ ὡς μὴ ἀδιάκριτος εἰς τοὺς δόμους του οἰκητηρίου ποὺ φιλοτέχνησε ἐν τῇ ἡσυχίᾳ του ὁ παλαιὸς δημιουργός»(σελ. 371).
Ὅπως δείχνουν τὰ παραπάνω παραθέματα, ἡ γλῶσσα τοῦ κ. Σιάσου ἔχει παπαδιαμαντικὲς καταβολές. Δὲν εἶναι μιὰ ψυχρὴ γλῶσσα ποὺ ἐκφράζει οὐδέτερα νοήματα. Εἶναι ζωντανὰ ἑλληνικά, γεμᾶτα ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς χυμοὺς τῆς διαχρονικῆς καλλιέργειας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπὸ φιλοσόφους, ποιητὲς καὶ ἁγίους Πατέρες. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ―λογοτεχνικό, μὲ ἐπιστημονικὴ σοβαρότητα καὶ ἀκριβολογία― εἶναι γραμμένο ὅλο τὸ βιβλίο.
Θεωροῦμε ὅτι ἡ κατανόηση τῆς ἔρευνας τοῦ ἐπιστητοῦ τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, ὡς ἀσκητικῆς μὲ κέντρο τὴν Ἁγία Τράπεζα (βλέπε σέλ.81 ἕως 85), δικαιώνει τὸν τίτλο τοῦ βιβλίου. Δὲν ἀφήνει τὴν ἔρευνα νὰ εἶναι «δυσώδης κόνυζα», ὑπηρέτης, δηλαδή, τῆς δυσώδους φιλαυτίας καὶ τῆς δαιμονικῆς γνώσεως, ἀλλὰ «εὐώδης μυρσίνη», ἐξαγγελτικὴ ἀληθινῶν νοημάτων, διορθωτικὴ τῶν στρεβλῶν διανοημάτων καὶ ἀφαιρετικὴ τοῦ ψεύδους ἀπὸ τὰ πράγματα (βλέπε κέφ. Θ ). Ἔτσι, ἡ ἔρευνα περνᾶ, ὅπως ἡ μυρσίνη, ἀπὸ τὴν λατρεία τῶν εἰδώλων τῆς ἀλήθειας, στὴν διακονία τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας. Ἡ μυρσίνη ἦταν στοιχεῖο τῆς λατρείας τῆς Ἀφροδίτης. Ἡ Ἐκκλησία, μὲ βάση τὴν γνωστὴ προφητεία τοῦ Ἠσαΐου ποὺ ἀναγινώσκεται στὸν Μ. Ἁγιασμό, τὴν «μεταφύτευσε» «ἀπὸ τὴν πονηρία στὴν ἀρετὴ• ἀπὸ τὴν ἀκολασία στὴν σωφροσύνη• ἀπὸ τὴν κακία στὴν δικαιοσύνη»(σελ.15).
Αὐτὴν τὴν «μεταφύτευση» κατοχυρώνει γιὰ τὴν ἔρευνα ἡ ἀσκητικὴ ποὺ προτείνει ὁ κ. Σιάσος.
π.Θ.Α.Β.
- Προβολές: 3149