Δαμασκηνὸς Παπανδρέου (1891-1949 ) Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν & πάσης Ἑλλάδος
Ἕνας ἀληθινὸς Ἡγέτης!
Κωνσταντίνου Δάφνου
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ Περιοδικὸ «Παράδοση», Ἴαν. Φέβρ. 2009
Εἶναι ἀδύνατον πρακτικὰ νὰ σκιαγραφήσουμε μιὰ τόσο μεγάλη ἐκκλησιαστικὴ (καὶ ὄχι μόνο) προσωπικότητα σὰν αὐτὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος σὲ τόσο ἔκτακτες καὶ κρίσιμες περιστάσεις βρέθηκε ἐπί κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ καὶ ἀρχηγὸς τοῦ κράτους καὶ συγχρόνως γιὰ δύο ἑβδομάδες κατ’ ἀνάγκην καὶ Πρωθυπουργός, ἐνῷ ἡ Ἑλλάδα βρισκόταν ὑπὸ Γερμανικὴ κατοχή, στὴ συνέχεια μεσολάβησαν τὰ Δεκεμβριανὰ καὶ ἀμέσως μετὰ ἄρχισε γιὰ τρία χρόνια ἕνας καταστροφικὸς ἐμφύλιος ποὺ ἀποτελείωσε τὸν ἀφανισμὸ τῆς χώρας μας στὴν πρώτη μεταπολεμικὴ δεκαετία (40-50)
Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν προσωπικότητά του καὶ τὸ ἔργο του ἐπέπλευσε καὶ ξεχώρισε.
Γεννήθηκε στὴ Δορβιτσὰ Ναυπακτίας τὸ 1891, γιὸς τοῦ Νικολάου καὶ τῆς Βασιλικῆς. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν ταπεινή, φτωχικὴ ἀλλὰ εὐσεβής. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Δημήτριος. Ἦταν θεῖος τοῦ μετέπειτα Μητροπολίτου Φθιώτιδος Δαμασκηνοῦ Παπαχρήστου. Ἔβγαλε τὸ Δημοτικὸ στὸ χωριὸ τοῦ, τὸ Γυμνάσιο στὴν Καρδίτσα ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ θείου του, ἀρχιμανδρίτη Χριστοφόρου Παπανδρέου (ἡγουμένου τῆς Μονῆς Κορώνης) καὶ στὴ συνέχεια γράφτηκε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν καὶ συγχρόνως στὴν Ἰατρική. Μετὰ τὸ δεύτερο ἔτος στὴν Ἰατρικὴ τὴν ἄφησε καὶ παρακολούθησε τὴ Νομική. Ἐξῆλθε ἀριστοῦχος καὶ ἀπὸ τὶς δύο Σχολές. Κατατάσσεται στὸ Στρατό, παρασημοφορεῖται γιὰ ἀνδραγαθία, προάγεται σὲ λοχία, ἐνῷ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους Εὐζώνους ποὺ εἰσέρχονται στὴ Θεσσαλονίκη, τὴν ἡμέρα ἀπελευθερώσεως τῆς πόλης, ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τὸ 1912.
Μετὰ τὴν ἀπόλυσή του ἀπὸ τὸ στράτευμα διορίζεται γραμματέας τῆς Μητρόπολης Ἀθηνῶν. Τὸ 1917 μετὰ τὸ διχασμό, ἐπανερχομένου του Βενιζέλου, ἀπομακρύνεται ὁ Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Θεόκλητος Μηνόπουλος καὶ τοποτηρητὴς τοῦ θρόνου ὁρίζεται ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος Εὐθύμιος Πλατής, ποὺ εἶχε στενὴ φιλία μὲ τὸ θεῖο τοῦ Δαμασκηνοῦ Χριστοφόρο. Ἔτσι, ὁ Εὐθύμιος χειροτονεῖ διάκονο τὸν Δαμασκηνὸ καὶ ἀμέσως μετὰ ἀρχιμανδρίτη.
Ἕνα χρόνο ἀργότερα ὁ νέος Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Μελέτιος Μεταξάκης τοῦ ἀναθέτει την ἠγουμενία τῶν Μονῶν Πετράκη καὶ Πεντέλης, ποὺ ἦταν τότε ἑνωμένες. Στὴ συνέχεια τοῦ ἀνατίθεται ἡ ἀποστολὴ νὰ πάη στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ νὰ συντάξη τὸν Καταστατικὸ Χάρτη μέσα στὸν ὁποῖο κατοχυρώνει τὴν ἑλληνικότητα τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
Μητροπολίτης Κορινθίας
Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1922 ἐκλέγονται ἕξι νέοι Μητροπολῖτες μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Δαμασκηνός, στὸν ὁποῖο ἀνατίθεται ἡ διαποίμανση τῆς ἱστορικῆς Μητροπόλεως Κορινθίας, Ταρσοῦ, Ζεμενοῦ, Πολυφέγγους καὶ Συκεῶνος. Τὸ ἔργο του δὲν ἀργεῖ νὰ φανῆ. Ἀνεγείρεται ὁ λαμπρὸς Μητροπολιτικὸς Ναὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν Κόρινθο, τὸ κτίριο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς καὶ ἕνα μεγαλοπρεπὲς μητροπολιτικὸ μέγαρο. Τὰ πλούσια προσόντα τοῦ Δαμασκηνοῦ ἤδη ἔχουν ἀναγνωρισθῇ. Εἶναι εὐφυής, δραστήριος καὶ διαθέτει μόρφωση, κῦρος καὶ ἐπιβολή. Ψηλός, μεγαλοπρεπής, ἀρχοντικός, γλυκύς, προσιτὸς σὲ ὅλους, ἑλκυστικὸς στὸ κήρυγμά τοῦ, πρωτότυπος στὴ διδασκαλία του, ἐνεργεῖ πάντα μὲ ταχύτητα ἔχοντας ὁδηγὸ τὸ ἔνστικτό του καὶ τὸ εὔστροφο πνεῦμα του. Ἔτσι ἀπέκτησε γρήγορα τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ κόσμου καὶ ἔγινε τὸ ἴνδαλμα τοῦ ποιμνίου του.
Τὴ νύχτα τῆς 22ας πρὸς 23η Ἀπριλίου 1928 ἕνας μεγάλος σεισμὸς πλήττει τὴν Κόρινθο. Εἶναι πολὺ ἰσχυρὸς καὶ μεταβάλλει την πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ σὲ ἐρείπια. Ὄρθιος καὶ ἀπτόητος ἀνάμεσα στὰ ἐρείπια ὁ Δαμασκηνός, συμπαραστέκεται, καθοδηγεῖ καὶ ἐμψυχώνει τὸ ἔντρομο πλῆθος. Σὲ κάτι τέτοιες στιγμὲς φαίνεται ἕνας ἡγέτης καὶ ὁ Δαμασκηνὸς ἦταν ἀληθινὸς ἡγέτης. Βάζει τὸν κόσμο σὲ σκηνές, χτίζει παραπήγματα, ὀργανώνει συσσίτια, μοιράζει ροῦχα καὶ ζητᾶ ἀπὸ τὸ κράτος καὶ ἀπὸ ἄλλους φορεῖς βοήθεια. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ κατευθύνει ἀπὸ ἕνα σιδηροδρομικὸ βαγόνι ποὺ τὸ χρησιμοποιεῖ σὰν ἕδρα του καὶ μητροπολιτικὸ γραφεῖο.
Ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος
Στὶς 22 Ὀκτωβρίου 1938 ἀπεβίωσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Οἱ διεκδικητὲς τοῦ θρόνου εἶναι δύο: ὁ Κορινθίας Δαμασκηνὸς Παπανδρέου καὶ ὁ Τραπεζοῦντος Χρύσανθος Φιλιππίδης. Ὁ Χρύσανθος εἶχε εὐρύτατη μόρφωση καὶ πλούσιο συγγραφικὸ ἔργο. Ζοῦσε ἐξόριστος γιὰ πολλὰ χρόνια στὴν Ἀθήνα μετὰ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν. Ἀρχικὰ ἦταν ὀπαδὸς τῆς Μεγάλης Ἰδέας καὶ βασιλόφρων, ἀργότερα ὅμως ὑποστήριξε ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψη τὴ Μεγάλη Ἰδέα καὶ νὰ συμβιώση μὲ τοὺς Τούρκους γιὰ νὰ ἀποτραπῇ ὁ Σλαβικὸς κίνδυνος.
Ἡ ἐκλογὴ τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου προκαλεῖ σοβαρότατη κρίση στοὺς κόλπους τῆς δικτατορικῆς κυβέρνησης Μεταξᾶ. Τὰ Ἀνάκτορα, ὁ καθ’ ὕλην ἁρμόδιος Ὑπουργὸς Παιδείας Κ. Γεωργακόπουλος καὶ μερικοὶ ἀκόμα ὑπουργοὶ ἦταν ὑπὲρ τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ὅμως, ὁ ἴδιος ὁ Μεταξᾶς καὶ κάποιοι ἄλλοι ὑπουργοί του τάχθηκαν ὑπέρ του Χρυσάνθου.
Γιὰ τὸν Μεταξᾶ ὁ Δαμασκηνὸς ἦταν ὁ βενιζελικὸς ἐκεῖνος ποὺ εἶχε ἐκλεγῇ στὴ Μητρόπολη Κορινθίας μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ Πλαστήρα τὸ 1922. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ἀκόμα καὶ ἡ Ἀγγλικὴ πρεσβεία εἶχε ἐκδηλώσει τὸ ἐνδιαφέρον τῆς ὑπὲρ τῆς ἐκλογῆς του Χρυσάνθου γιατί ἔτσι θὰ ἀποτρεπόταν ἡ ἐκλογή του στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ Θρόνο τῆς Κύπρου. Πάντα προνοητικοὶ γιὰ τὰ συμφέροντά τους οἱ φίλοι μας...οι Ἄγγλοι.
Ἡ ψηφοφορία γιὰ τὴν ἐκλογὴ ἔγινε στὶς 5 Νοεμβρίου 1938. Μὲ τὴν τρίτη κατὰ σειρὰ ψηφοφορία καὶ μὲ ψήφους 31 ὑπὲρ τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ 30 ὑπέρ του Χρυσάνθου, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν ἐκλέγεται ὁ Δαμασκηνός. Ἡ ψῆφος ποὺ ἔκρινε τὸ ἀποτέλεσμα ἀνῆκε στὸν Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως καὶ Κονίτσης Ἰωάννη (δεδηλωμένου ὑποστηρικτὴ τοῦ Δαμασκηνοῦ) ποὺ εἶχε καταδικασθῇ ἀπὸ τὸ πρωτοβάθμιο Συνοδικὸ Δικαστήριο σὲ ἔκπτωση καὶ ἐκκρεμοῦσε ἡ ἔφεσή του.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Μεταξᾶς μεθοδεύει προσφυγὴ στὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας. Τὴν προσφυγὴ καταθέτουν οἱ Μητροπολῖτες Μυτιλήνης Ἰάκωβος, Φθιώτιδος Ἀμβρόσιος καὶ Σάμου Εἰρηναῖος μὲ κύρια αἰχμὴ ὅτι ὁ Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως ψήφισε παράνομα. Βλέπουμε λοιπὸν καὶ ἐδῶ ἕνα ἁπτὸ παράδειγμα ἐπέμβασης τῆς Πολιτείας στὰ τῆς διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας. Βρέθηκαν τρεῖς Μητροπολῖτες νὰ κάνουν προσφυγὴ γιὰ νὰ ρίξουν τὸν Δαμασκηνό. Περίπου 30 χρόνια ἀργότερα μία Ἀριστίνδην Σύνοδος διορισμένη ἀπὸ τὴν δικτατορία τοῦ ‘67 θὰ καταλύση τὰ πάντα στὴν Ἐκκλησία. Δυστυχῶς ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται. Ἡ ὁλομέλεια τοῦ ΣτΕ συνέρχεται στὶς 16 Νοεμβρίου καὶ στὶς 28 τοῦ ἰδίου μηνὸς ἀποφασίζει μὲ ψήφους 8 ὑπὲρ καὶ 7 κατὰ τὴν ἀκύρωση τῆς ἐκλογῆς. Ὑπὲρ τῆς ἐγκυρότητας τῆς ἐκλογῆς εἶχαν παρέμβει 32 Μητροπολῖτες. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ κυβέρνηση φοβούμενη ὅτι ἡ ἐκ νέου σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας θὰ ὁδηγοῦσε πάλι στὴν ἐκλογὴ τοῦ Δαμασκηνοῦ, ψήφισε τὸν Α.Ν. (Ἀναγκαστικὸ Νόμο) 1493/38 «περὶ ἐκλογῆς Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Μητροπολιτῶν» ποὺ καθόριζε ὅτι ἡ ἐκλογὴ Ἀρχιεπισκόπου καὶ Μητροπολιτῶν θὰ γίνεται ἀπὸ τὴ Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο τῶν 12 Μητροπολιτῶν, ἡ ὁποία θὰ προτείνη τρία ὀνόματα καὶ ἡ κυβέρνηση θὰ ἐπιλέγη τὸ ἕνα. Μὰ κάτι τέτοιο δὲν ἔγινε καὶ τό ‘67 μὲ τὴν Ἀριστίνδην Σύνοδο; Νὰ λοιπὸν οἱ ὠμὲς παρεμβάσεις τῆς Πολιτείας στὴν Ἐκκλησία. Ὁ τότε μάλιστα βασιλικὸς ἐπίτροπος ἀπαγόρευσε στοὺς 12 Συνοδικοὺς νὰ ἀναγράψουν τὸ ὄνομα τοῦ Δαμασκηνοῦ στὸ τριπρόσωπο. Ἔτσι ὁ Χρύσανθος ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος ἀπὸ τὴ Σύνοδο, κατὰ τὴ γνώμη μας τελείως ἀντικανονικὰ καὶ παράνομα, διότι τέτοιο δικαίωμα δὲν εἶχε οὔτε ἡ Σύνοδος παρὰ μόνο ἡ Ἱεραρχία. Δυστυχῶς καὶ πιὸ παλιὰ οἱ Μελέτιος Μεταξάκης καὶ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος εἶχαν ἐκλεγῇ ἀπὸ Ἀριστίνδην Συνόδους, ὁμοίως ἀντικανονικά.
Ὁ Δαμασκηνός, ποὺ εἶχε συμπληρώσει 20 μέρες Ἀρχιεπίσκοπος, ἔστειλε ἐπιστολὴ στὸν Μεταξᾶ στὶς 29 Νοεμβρίου 1938, καταγγέλλοντας τὴν ἀπαράδεκτη παρέμβαση τῆς Πολιτείας, ἀλλὰ ματαίως. Ἀρνεῖται, ὅμως, νὰ ἀναγνωρίση τὴν ἐκλογή του Χρυσάνθου, οὔτε δέχεται νὰ ἐπανέλθη στὴν ἕδρα τῆς Κορίνθου. Ἔτσι ἀπὸ τότε ἄρχισε ἕνας ἀνελέητος πόλεμος τῶν δύο κληρικῶν. Ὁ Δαμασκηνὸς χαρακτηρίζει τὸν Χρύσανθο «μοιχεπιβάτη» τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου, ὑπογράφει ὅλα του τὰ ἔγγραφα ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ ἀρνεῖται κάθε συμβιβασμό. Ἡ κυβέρνηση ἀπομονώνει σὲ κατ’ οἶκον περιορισμὸ τὸν Δαμασκηνὸ στὴ Σαλαμῖνα, στὸ Μοναστήρι τῆς Φανερωμένης, μὲ ἀστυνομικὴ φρουρὰ ποὺ ἀπαγορεύει κάθε μετακίνησή του.
Ἐδῶ πρέπει νὰ ἀναφέρουμε καὶ δύο χαρακτηριστικὲς λεπτομέρειες ποὺ 30 χρόνια ἀργότερα ἔπαιξαν ἱστορικὸ ρόλο. Τὸ 1938 ὁ Δαμασκηνὸς ὡς Μητροπολίτης Κορινθίας χειροτόνησε διάκονο ἕναν 25χρονο φοιτητὴ τῆς Θεολογίας καὶ μοναχὸ τῆς Μονῆς Πεντέλης, τὸν Σεραφεὶμ (Βησσαρίωνα) Τίκα, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν ἀπὸ τὸ 1974.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1939 ὁ Χρύσανθος θὰ χειροτονήση ἕναν νεαρὸ διάκονο μὲ σπουδὲς στὴ Γερμανία, τὸν Ἱερώνυμο Κοτσώνη, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς δικτατορίας τοῦ 1967. Τί φοβερὲς συμπτώσεις!
Ἡ Ἐπάνοδος τοῦ Δαμασκηνοῦ στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ Θρόνο
Γιὰ δυόμισι χρόνια (Δεκέμβριος 1938 - Ἰούνιος 1941) οὐδεὶς ἀμφισβητεῖ τὴν κανονικότητα τοῦ Χρυσάνθου. Ὅμως ὅλα ἀλλάζουν μὲ τὸν πόλεμο, καὶ μετὰ τὸ ἔπος τοῦ ’40 ἔρχεται ἡ Γερμανικὴ ἐπίθεση καὶ κατοχὴ ποὺ καταλύει τὰ πάντα. Μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Ἑλλάδας ἀπὸ τοὺς Γερμανούς, ὁ Δαμασκηνὸς ἐπιστρέφει στὴν Ἀθήνα. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ στρατηγὸς Γεώργιος Τσολάκογλου εἶχε φθάσει καὶ αὐτὸς στὴν πρωτεύουσα καὶ σχημάτισε τὴν πρώτη, ὑπ’ αὐτόν, κατοχικὴ κυβέρνηση. Ὁ Χρύσανθος ἀρνήθηκε –πρὸς τιμήν του- νὰ τὸν ὀρκίση, λέγοντας: «Ὅρκισα τὴν Ἐθνικὴ Κυβέρνηση (Τσουδεροῦ), δεύτερη κυβέρνηση δὲν μπορῶ νὰ ὁρκίσω». Ὁ Χρύσανθος ἦταν καὶ ὑπὲρ τῆς ἀντίστασης μέχρις ἐσχάτων στὸν κατακτητὴ Γερμανικὸ Στρατό, πρᾶγμα ὅμως ἴσως ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄσκοπο καὶ καταδικασμένο. Ἀπὸ ἔκείνή ὅμως τὴ στιγμὴ ἡ τύχη τοῦ Χρυσάνθου εἶχε ἤδη κριθῆ, καὶ ἡ ἀπομάκρυνσή του ἦταν θέμα χρόνου.
Ὁ Δαμασκηνὸς ποὺ συνδεόταν μὲ μακρὰ προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Στρατηγὸ Τσολάκογλου ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν καὶ οἱ δύο στὴν Κόρινθο, τοῦ ζήτησε ἀπ' εὐθείας νὰ ἀπομακρυνθῇ ὁ «μοιχεπιβάτης» Χρύσανθος ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ Θρόνο τῶν Ἀθηνῶν ὡς ἀντικανονικὸς καὶ παράνομος. Τὸ ζήτημα, ὅμως, στὴν ἀρχὴ προσέκρουσε στὴ Γερμανικὴ πρεσβεία ἡ ὁποία ἀκολουθοῦσε πολιτικὴ μὴ ἐπεμβάσεως. Οἱ Γερμανοὶ εἶχαν ὅμως καὶ ἕναν ἄλλο λόγο νὰ ἀντιτίθενται στὴν ἐπάνοδο τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἀφοῦ τὸν θεωροῦσαν Ἀγγλόφιλο. Τελικά, ὅμως, τὸ Βερολῖνο ἔδωσε τὴν ἔγκριση στὴν Γερμανικὴ πρεσβεία γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ προσώπου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Στὸ θέμα αὐτὸ καθοριστικὸ ρόλο ἔπαιξαν δύο πρόσωπα: ὁ ἀντιπρόεδρος τῆς κυβέρνησης καὶ ὑπουργὸς Παιδείας (μετέπειτα πρωθυπουργὸς) καθηγητὴς Κ. Λογοθετόπουλος καὶ ὁ ἐπίσης καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Νικόλαος Λούβαρης.
Στὶς 18 Ἰουνίου 1941 δημοσιεύθηκε στὴν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως νομοθετικὸ διάταγμα μὲ τὸ ὁποῖο συγκαλεῖται Μείζων Σύνοδος ἀπὸ 23 μέλη (ἐκ τῶν ὁποίων τὰ 12 εἶχαν ἐκλέξει 2,5 χρόνια πρὶν τὸν Χρύσανθο...) γιὰ νὰ ἀποφανθῇ περὶ τοῦ κύρους τῆς ἐκλογῆς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν. Στὶς 2 Ἰουλίου 1941 συγκλήθηκε ἡ Μείζων Σύνοδος καὶ ἀπεφάσισε ὁμόφωνα ὅτι «ἡ κατὰ τὴν 5η Νοεμβρίου 1938 γενομένη ἀρχιεπισκοπικὴ ἐκλογὴ ὑπὸ τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος τυγχάνει κανονικῶς καὶ συνταγματικῶς ἰσχυρὰ καὶ ἔγκυρος, ὁ δὲ κατ’ αὐτὴν ἐκλεγεῖς ἀπὸ Κορινθίας Δαμασκηνός, ὁ κανονικός, νόμιμος καὶ συνταγματικὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος». Ἡ Σύνοδος ἀκύρωσε ὅλες τις προηγούμενες πολιτικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς πράξεις καὶ στὶς 6 Ἰουλίου 1941 ὁ Δαμασκηνὸς ἐγκαθίσταται στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ Θρόνο. Νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου ἐλήφθη «παμψηφεί», δηλαδὴ αὐτὸ σημαίνει ὅτι συμφώνησαν καὶ οἱ μητροπολῖτες ἐκεῖνοι ποὺ πρὶν 2,5 χρόνια εἶχαν προσφύγει στὸ ΣτΕ καὶ εἶχαν ζητήσει τὴν ἀκύρωση τῆς ἐκλογῆς τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ τὴν μετέπειτα ἐκλογή του Χρυσάνθου.
Ὁ Δαμασκηνὸς στὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς (1941-1944)
Σ’ ὅλη τὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς ὁ Δαμασκηνὸς κινεῖται προσεκτικὰ φροντίζοντας νὰ διατηρῇ καλὲς σχέσεις μὲ ὅλους τοὺς παράγοντες τῆς πολιτικῆς ζωῆς. Ἀλλὰ καὶ στὴν Ἐκκλησία ἔχει νὰ ἐπιδείξη πλούσιο ἔργο. Καθιέρωσε τὴ μισθοδοσία τοῦ κλήρου ἀπὸ τὸ Δημόσιο Ταμεῖο καὶ διὰ τῆς Ἱεραρχίας ψηφίστηκε ὁ Καταστατικὸς Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Νόμος 671/1943), ὁ ὁποῖος μὲ ὁρισμένες τροποποιήσεις ἴσχυσε μέχρι τὸ 1968 (25 χρόνια).
Πάντως ἡ ἐπανεμφάνιση τοῦ Δαμασκηνοῦ στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ Θρόνο συμπίπτει χρονικὰ μὲ τὴν πιὸ τραγικὴ περίοδο τοῦ Ἐληνισμοῦ τῶν τελευταίων 70 ἐτῶν. Πεῖνα καὶ δυστυχία, κατοχὴ καὶ σκλαβιά. Καὶ ὁ μεγάλος λιμὸς τοῦ 41. Ἡ ἔλλειψη τροφίμων ὁδηγεῖ στὴν αὔξηση τῶν τιμῶν καὶ στὴ μαύρη ἀγορά, ἀλλὰ καὶ στὸν ὑποσιτισμὸ καὶ στὴν ἀσιτία. Ἑπόμενο στάδιο: ἀθρόοι θάνατοι. Ἡ κατάσταση γίνεται βαθμηδὸν ἀπελπιστικὴ καὶ τραγική. Ἰδίως δὲ ὅταν ἡ χώρα μας βρέθηκε ὑπὸ ἐπίσημο συμμαχικὸ ἐπισιτιστικὸ ἀποκλεισμό. Ὁ Τσολάκογλου καὶ ὁ Δαμασκηνὸς κάνουν ὑπεράνθρωπες προσπάθειες γιὰ νὰ ἀνακουφίσουν τὸ λαό. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἀπευθύνεται στὸ Βατικανὸ καὶ ζητάει τὴ βοήθεια τοῦ ἰδίου τοῦ Πάπα. Συγχρόνως ζητάει ἐγγράφως τὴ συνδρομὴ τῆς Γερμανικῆς καὶ Ἰταλικῆς πρεσβείας γιὰ τὴ βελτίωση τῆς κατάστασης. Κινητοποιεῖ τοὺς πάντες καὶ στέλνει ἐπιστολὴ στὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Χριστοφόρο γιὰ νὰ βοηθήση καὶ αὐτός. Βέβαια, παρασκηνιακὰ βοηθοῦσε καὶ ὁ Χρύσανθος ὅσο μποροῦσε.
Τὸ ζήτημα λύθηκε κάπως μερικοὺς μῆνες ἀργότερα, ὅταν ὁ Ροῦσβελτ πίεσε τὸν Τσώρτσιλ νὰ ἄρη τὸν ἀποκλεισμὸ καὶ ὁ Διεθνὴς Ἐρυθρὸς Σταυρὸς ἄρχισε νὰ διοχετεύη ἀνθρωπιστικὴ βοήθεια. Ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα ὅμως χιλιάδες Ἕλληνες πέθαναν κατὰ τὴν πεῖνα τοῦ ’42.
Ὁ Δαμασκηνὸς ἀναμφισβήτητα διαδραμάτισε ρόλο Ἐθνάρχη στὴν κατοχή. Χρησιμοποιῶντας τὸ ἀρχιεπισκοπικὸ τοῦ κῦρος δὲν ἄφησε νὰ χαθῇ καμία εὐκαιρία προκειμένου νὰ ἀνταποκριθῇ στὰ αἰτήματα γιὰ ἀπελευθέρωση κρατουμένων ἡ μείωση ποινῶν. Ἔτσι ἔβαλε τὴ σφραγῖδα του σ’ ὅλη αὐτὴ τὴν τραγικὴ ἐποχή. Ὁ ἀποφασιστικός του χαρακτῆρας καὶ ἡ ἐπιβλητικὴ μορφή του τοῦ ἔδωσαν μιὰ μυθικὴ ὑπόσταση ὄχι ἀδικαιολόγητα. Ἔστειλε καὶ μία ἐπιστολὴ στὸν πρεσβευτὴ Ἄλτενμπουργκ, προσωπικὸ ἀπεσταλμένο τοῦ Χίτλερ στὴν Ἑλλάδα, διαμαρτυρόμενος γιὰ τὰ ὄργια τῶν Βουλγάρων στὴν Ἀνατολικὴ Μακεδονία (ἡ κατοχὴ στὴν Ἑλλάδα ἦταν τριπλῆ σὲ 3 ζῶνες: Γερμανική, Ἰταλική, Βουλγαρική).
Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 1942 ὁ Δαμασκηνὸς ἔρχεται σ’ ἐπαφὴ μὲ τοὺς Ἄγγλους καὶ τὴν ἐξόριστη Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση τοῦ Καΐρου. Ἀρχικὰ ἡ Ἀγγλικὴ Κυβέρνηση εἶναι πολὺ ἐπιφυλακτικὴ ἀπέναντί του, ἀλλὰ σιγά-σιγά λιώνουν οἱ πάγοι στὶς σχέσεις τους καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ὑποβάλλεται ἡ ἰδέα τῆς σύστασης ἀντιβασιλείας ὑπὸ τὸν Δαμασκηνό. Οἱ κινήσεις αὐτὲς μαθαίνονται ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς καὶ ὁ Δαμασκηνὸς γιὰ 4 μῆνες τίθεται σὲ κατ’ οἶκον περιορισμό. Κάποια στιγμὴ θέλουν νὰ τὸν ἐκθρονίσουν ἀπὸ Ἀρχιεπίσκοπο καὶ νὰ τοποθετήσουν τον Χρύσανθο. Ὁ τελευταῖος ὅμως ἀρνεῖται.
Ἀπελευθέρωση καὶ μετά... 1944-1949 Ἀντιβασιλεύς
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ ’44 ἔφυγαν πιὰ οἱ Γερμανοὶ καὶ τὸν Δεκέμβριο ξέσπασαν τὰ Δεκεμβριανὰ γιὰ 35 μέρες. Ὁ Δαμασκηνὸς φαινόταν νὰ εἶναι ἡ μόνη ἰσχυρὴ προσωπικότητα κοινῆς ἐμπιστοσύνης καὶ ἀποδοχῆς. Ὁ Ἄγγλος πρέσβης Λίπερ ἐπανέφερε τὴν πρόταση νὰ γίνη Ἀντιβασιλεὺς ὁ Δαμασκηνός, ἀλλὰ ὁ Τσώρτσιλ δίσταζε διότι φοβόταν, ἄδικα βέβαια, ὅτι θὰ γινόταν ἕνας «δικτάτωρ τῆς Ἀριστερᾶς». Καὶ μόνο ὅταν ἦλθε στὴν Ἀθήνα καὶ ἀνέβηκε μὲ τὰνκ στὸ ξενοδοχεῖο τῆς Μεγάλης Βρετανίας γνωρίζοντας τὸν Ἀρχιεπίσκοπο καὶ συνεργαζόμενος μαζί του, μεταπείσθηκε καὶ κατέληξε στὴν ἐκτίμηση ὅτι ὁ Δαμασκηνὸς ἦταν «ὁ ἰσχυρὸς καὶ κατάλληλος ἀνὴρ» ποὺ χρειαζόταν ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἡ Ἑλλάδα. Ἔτσι ἐπιστρέφοντας στὸ Λονδῖνο ὑποχρέωσε τὸν ἐπιμόνως ἀρνούμενο Βασιλέα Γεώργιο νὰ δεχθῇ τὴ λύση Δαμασκηνοῦ, ἐνῷ ἐνημέρωσε ἀμέσως καὶ τὸν πρόεδρο τῶν Ἡ.Π.Α Φραγκλίνο Ροῦσβελτ. Ἔτσι στὶς 31 Δεκεμβρίου 1944 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Δαμασκηνὸς ὁρκίζεται Ἀντιβασιλεύς, ἀξίωμα στὸ ὁποῖο παραμένει γιὰ περίπου 2 χρόνια, ἕως τὶς 27 Σεπτεμβρίου 1946. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι γιὰ 15 μέρες (15 Ὀκτωβρίου 1945-1 Νοεμβρίου 1945) ἦταν συγχρόνως καὶ ὁ Πρωθυπουργὸς τῆς χώρας. Ἡ Ἀρχιεπισκοπικὴ θητεία του διήρκεσε ὀκτὼ χρόνια (1941-1949).
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Γεώργιος Παπανδρέου εἶχε παραιτηθῇ ἀπὸ Πρωθυπουργὸς καὶ τὴ θέση του εἶχε πάρει ὁ Πλαστήρας. Στὶς 7/4/45 ὁ Πλαστήρας ὑπέβαλε στὸ Δαμασκηνὸ τὴν παραίτησή του. Στὶς 31 Μαρτίου 1946 ἔγιναν ἐκλογὲς ὅπου πλειοψήφησε τὸ Λαϊκὸ Κόμμα. Πρωθυπουργὸς ὅμως ἔγινε τελικὰ ὁ Θεμιστοκλῆς Σοφούλης. Φαινόταν πλέον ὅτι ἡ ἐπάνοδος τοῦ Γεωργίου ἦταν βέβαιη. Τότε ὁ Δαμασκηνὸς δὲν ἄφησε στοὺς ἀντιπάλους του δυνατότητα νὰ ἐγείρουν ἀρχιεπισκοπικὸ ζήτημα μὲ ἀκύρωση τῶν πράξεων ἐπὶ κατοχῆς. Ἐπιχειρήθηκε καὶ πάλι μία ἐπαναφορά του Χρυσάνθου ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν ἤθελε νὰ ἐπανέλθη. Ἡ ὁμάδα ὅμως τοῦ Χρυσάνθου (13 Μητροπολῖτες) ζητοῦσαν τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Δαμασκηνοῦ. Τότε ἐκεῖνος συγκάλεσε ἐκτάκτως τὴν Ἱεραρχία στὶς 22 Ἰουλίου τοῦ 1946 μὲ τὴ συμμετοχὴ 45 Μητροπολιτῶν, ἀπουσίαζαν οἱ 13 του Χρυσάνθου. Ὁ Μητροπολίτης Κεφαλληνίας (μετέπειτα Μαντινείας) Γερμανὸς (Ρουμπάνης) ἔθεσε ἀρχιεπισκοπικὸ θέμα καὶ ἔπειτα ἀπὸ συζήτηση μὲ πλειοψηφία 39 Μητροπολιτῶν ἀποφασίσθηκε ἡ πλήρης ἔγκριση τῶν πράξεων τῆς Μείζονος Συνόδου τοῦ 1941 ποὺ ἐπανέφερε στὸ θρόνο τὸν Δαμασκηνό. Μὲ τὴν ἀπόφαση αὐτὴ ὁ Δαμασκηνὸς ἐν ὄψει τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Γεωργίου, εἶχε τὴ δεδηλωμένη στήριξη τῆς πλειοψηφίας τῶν Μητροπολιτῶν.
Ἔτσι, λοιπόν, πέρασαν οἱ ἐκλογὲς τοῦ ’46 καὶ ἡ σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας. Τότε ὁ Δαμασκηνὸς θεώρησε ὅτι ἡ πολιτική του ἀποστολὴ εἶχε λήξει καὶ ὑπέβαλε γραπτῶς τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ Ἀντιβασιλέως στὸν Βασιλέα Γεώργιο ποὺ ἦταν στὸ Λονδῖνο. Ὁ Βασιλεὺς ἀπαντῶντας τὸν εὐχαρίστησε καὶ τὸν παρακάλεσε «νὰ παραμείνη στὴ θέση του καὶ νὰ ἐξακολουθήση νὰ ἀσκῇ τὰ καθήκοντά του μέχρι πλήρους συγκροτήσεως τῆς κυβερνήσεως καὶ ἀποκαταστάσεως τοῦ ὁμαλοῦ πολιτικοῦ βίου». Ὁ Δαμασκηνὸς δέχθηκε νὰ παραμείνη Ἀντιβασιλεὺς μέχρι τὴ διενέργεια τοῦ δημοψηφίσματος καὶ τὴν ἐπάνοδο τοῦ Βασιλέως. Τὸ δημοψήφισμα ἔγινε τὴν 1η Σεπτεμβρίου 1946 καὶ ὁ Γεώργιος μὲ τὸν διάδοχο Παῦλο ἐπέστρεψαν στὶς 27 Σεπτεμβρίου 1946, ὁπότε ὁ Δαμασκηνὸς ἔπαυσε νὰ εἶναι Ἀντιβασιλεύς.
Μιὰ τελευταία προσπάθεια γιὰ ἐπάνοδο ἀλλὰ κυρίως γιὰ ἀποκατάσταση τοῦ Χρυσάνθου (ποὺ εἶχε καλὲς σχέσεις μὲ τὸν Γεώργιο) ἔπεσε στὸ κενὸ ἀφοῦ ὁ Βασιλεύς του δήλωσε ὅτι δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ τεθῇ ἀρχιεπισκοπικὸ ζήτημα.
Τὰ Ἀνάκτορα, ὅμως, ἐχθρεύονταν καὶ τὸν Δαμασκηνό. Ἀργότερα ὁ Παῦλος θὰ δήλωνε: «Τρεῖς ἀνθρώπους δὲν θὰ ἤθελα ποτὲ νὰ δῶ πρωθυπουργούς: τον Πλαστήρα, τὸν Δαμασκηνὸ καὶ τὸν Τσουδερό».
Ἔτσι ὁ Δαμασκηνὸς ἐπανῆλθε ἀθόρυβα στὰ ἐκκλησιαστικά του καθήκοντα κουρασμένος ἀπὸ τὶς γεμᾶτες ἔνταση περιόδους ποὺ πέρασε (Κατοχή, Δεκεμβριανά, Ἐμφύλιος) καὶ ἀπὸ τὴν πολιτική. Εἶχε δὲ ἀρχίσει νὰ ἔχη προβλήματα ὑγείας.
Στὶς 20 Μαΐου 1949 ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ σὲ ἡλικία 60 ἐτῶν. Ἡ καρδιά του δὲν ἄντεξε ἄλλο. Ὅλη ἡ Ἑλλάδα τὸν πένθησε. Μιὰ μεγάλη μορφὴ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑλληνικῆς πολιτικῆς ἱστορίας (σὲ πολὺ κρίσιμες περιόδους) πέρασε στὴν ἱστορία. Καὶ ἔτσι ὁ ἴδιος μὲ τὸ θάνατό του ἔκλεινε μιὰ σελίδα τῆς σύγχρονης ἱστορίας μας.
Τὸ Ἔθνος μας καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τοῦ ὀφείλουν πολλά. Ὑπῆρξε ἕνας Ἐθνάρχης. Ἂς εἶναι εὐλογημένο καὶ ἐλαφρὸ τὸ χῶμα ποὺ τὸν σκεπάζει.
- Προβολές: 3740