Skip to main content

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἱερὰ Παράδοση καὶ παραδόσεις

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Τὸ θέμα «Ἱερὰ Παράδοση καὶ παραδόσεις». εἶναι σημαντικό, διότι στὴν ἐποχή μας κυκλοφοροῦν πολλὲς παραδόσεις, τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ διακρίνουμε καὶ νὰ τὶς δοῦμε ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Θὰ τονισθοῦν τὰ πιὸ σημαντικὰ σημεῖα.

1. Ἡ παρακαταθήκη τῆς πίστεως

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸν μαθητὴ τοῦ Τιμόθεο παραγγέλλει: «Ω, Τιμόθεε, τὴν παρακαταθήκην φύλαξον ἐκτρεπόμενος τὰς βεβήλους κενοφωνίας καὶ ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, ἢν τινες ἐπαγγελλόμενοι περὶ τὴν πίστιν ἠστόχησαν» (Α Τίμ. στ , 20-21). Παρακαταθήκη εἶναι ἡ ὀρθὴ διδασκαλία καὶ οἱ ὑποθῆκες, εἶναι ἡ ὀρθὴ πίστη καὶ εὐσέβεια ποὺ ἀντιπαρατίθενται στοὺς κενοὺς λόγους καὶ τὴν γνώση ποὺ εἶναι ψευδώνυμος. Καὶ ἀλλοῦ προτρέπει: «τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν» (Β Τίμ. α , 14). Ἐφ' ὅσον ἡ Παρακαταθήκη ἡ Παραθήκη διαφυλάσσεται διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἐνοικεῖ στὸν ἄνθρωπο, σημαίνει ὅτι πρόκειται γιὰ μυστήριο τῆς πίστεως καὶ ὄχι γιὰ μερικὲς λογικὲς ἀλήθειες, ποὺ φυλάσσονται στὴν μνήμη τοῦ ἐγκεφάλου.

Τελικά, ἡ Παρακαταθήκη εἶναι τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐνεργείας τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο παραμένει στὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸ ὁποῖο Ἅγιον Πνεῦμα φωτίζει τοὺς Προφήτας, Ἀποστόλους καὶ Ἁγίους γιὰ νὰ καθοδηγοῦν τοὺς πιστοὺς νὰ τηροῦν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή τους. Ἔτσι, ἡ Παρακαταθήκη εἶναι τὸ μυστήριο τῆς πίστεως ποὺ ἀποκαλύπτεται στοὺς Προφῆτες, Ἀποστόλους, Πατέρες καὶ Ἁγίους καὶ παραδίδεται ἀπὸ αὐτοὺς στὰ πνευματικά τους παιδιά.

Ἡ Παρακαταθήκη ἡ Παραθήκη συνδέεται μὲ τὴν Παράδοση. Μιλῶντας γιὰ Παράδοση ἐννοοῦμε τον δοτήρα, ποὺ εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός, τὴν δωρεά, ποὺ εἶναι ἡ μέθεξη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, καὶ τοὺς δέκτες, φύλακες καὶ μεταδότες τῆς θείας δωρεᾶς, ποὺ εἶναι οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.

Ὁπότε, ἡ Ἱερὰ Παράδοση-Παρακαταθήκη ποὺ εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ Ἀσάρκου Λόγου στὴν πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως περίοδο καὶ τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου στὴν μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου περίοδο, βρίσκεται στὴν Ἐκκλησία, ἀποθησαυρίζεται ἐν μέρει στὴν Ἁγία Γραφή, ἀφοῦ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἂς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι ?πιστολ?ς ἡμῶν» (Β Θέσ. β , 15), καὶ ἐμπεριέχεται σὲ ὅλη τὴν λυτρωτικὴ καὶ συνοδικὴ λειτουργία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία. Ἑρμηνεύεται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ συγχρόνως «παραμένει μυστήριο διότι ἡ θεία δόξα ὅπως καὶ ἡ μέθεξη αὐτῆς ὑπερβαίνει καὶ τὴν νόηση καὶ τὴν αἴσθηση ἂν καὶ ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος δοξάζεται-θεοῦται ἐν Θεῷ» (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης).

Ἡ Παράδοση δὲν εἶναι μία λογικὴ διδασκαλία καὶ μερικὲς συνήθειες, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Παρακαταθήκη τὴν ὁποία παραδίδει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς Ἱεραρχίας διὰ μέσου τῶν αἰώνων, «κατὰ τὴν θεία Εὐχαριστία στοὺς Ἐπισκόπους καὶ τοὺς Πρεσβυτέρους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς χειροτονίας τους, ὥστε διὰ τῶν Ἐπισκόπων καὶ Πρεσβυτέρων νὰ φυλαχθῇ καὶ μεταδοθῇ πρὸς ἁγιασμὸ καὶ θέωση τῶν πιστῶν. Ὅμως, Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς φυλάττει, μεταδίδει καὶ παραδίδει τὴν Παρακαταθήκη, δηλαδὴ τὸν Ἑαυτό Του, μὲ τοὺς φίλους Του». Ὅποιος ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία «παύει νὰ εἶναι φορεὺς τῆς Παρακαταθήκης» (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης).

Τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Παρακαταθήκη-Παράδοση φαίνεται ἀπὸ ἕνα γεγονὸς ποὺ γίνεται στὴν χειροτονία τοῦ Πρεσβυτέρου. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ χειροτονία τοῦ Πρεσβυτέρου, ὅπως καὶ ἡ χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου καὶ τοῦ Διακόνου, δὲν εἶναι ἕνα ἀτομικὸ γεγονός, γι' αὐτὸ καὶ τελεῖται κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Εὐχαριστίας, ποὺ εἶναι ἡ ἀληθινὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Μετὰ τὴν χειροτονία καὶ μετὰ τὴν μεταβολὴ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ ὁ Ἀρχιερεὺς δίνει στὸν νεοχειροτονηθέντα Πρεσβύτερο τὸν ἤδη καθαγιασμένο Ἄρτο, αὐτὸν τὸν ἴδιο τόν Χριστό, καὶ τοῦ λέγει: «Λάβε τὴν παρακαταθήκην ταύτην καὶ φύλαξον αὐτὴν ἕως τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτε παρ' αὐτοῦ μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι αὐτήν».

Ἀναλύοντας αὐτὴν τὴν φράση καὶ αὐτὸ τὸ γεγονός, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἡ Παρακαταθήκη ποὺ δίδεται ἀπὸ τὸν Ἀρχιερέα στὸν Πρεσβύτερο δὲν εἶναι μιὰ λογικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ εἶναι αὐτὸς ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὅπως ἐμφανίζεται στὴν θεία Λειτουργία. Αὐτὸν τὸν Σεσαρκωμένο Λόγο ὀφείλει ὁ Ἱερεὺς νὰ τὸν διαφυλάσση μέχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας, κατὰ τὴν ὁποία θὰ λογοδοτήση γιὰ τὸ κατὰ πόσον διαφύλαξε τὸν Χριστό. Ἡ διατήρηση αὐτῆς τῆς σεσαρκωμένης Παρακαταθήκης εἶναι ἡ διατήρηση τῆς ὁμολογίας ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεάνθρωπος, ἡ μετοχὴ στὴν Ἐκκλησία ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα Του, ἡ διαφύλαξη τῶν δογμάτων, τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ τῆς ὅλης ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ ἀγῶνας γιὰ νὰ ζῆ κανεὶς μέσα στὴν Ἐκκλησία, νὰ συμμετέχη στὴν θεία Εὐχαριστία καὶ νὰ εἶναι πραγματικὸ μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι συνδέονται στενότατα ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν Παρακαταθήκη-Παράδοση, τὴν θεία Εὐχαριστία καὶ τὴν Ἁγία Γραφή.

2. Ἱερὰ Παράδοση

Ἔχουμε ἐντοπίσει ἕως τώρα ὅτι ἡ Ἱερὰ Παράδοση ταυτίζεται μὲ τὴν Παρακαταθήκη τῆς πίστεως, ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία Του καὶ εἶναι εὐρυτέρα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἕνα μέρος τῆς Παραδόσεως κατεγράφη στὴν Ἁγία Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπανειλημμένως ἀναφέρεται στὶς παραδόσεις ποὺ παρέδωσε στοὺς Χριστιανοὺς μὲ λόγο ἡ ἐπιστολὴ καὶ τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ διαφυλάξουν (βλ. Β Θέσ. β , 15). Παράδοση εἶναι αὐτὸ ποὺ παρέδωσε ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος, δηλαδὴ ἡ ἀλήθεια περὶ Θεοῦ τὴν ὁποία γνώρισε ἐμπειρικῶς. Στοὺς Κορινθίους γράφει: «Ἐπαινῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, ὅτι πάντα μοῦ μέμνησθε καὶ καθὼς παρέδωκα ὑμῖν τὰς παραδόσεις κατέχετε» (Α Κόρ. ἰα , 2). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ θεόπτες Προφῆτες καὶ Ἀπόστολοι, παρέλαβαν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν Ἀποκάλυψη καὶ τὴν παρέδωσαν στοὺς μαθητές τους, οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν νὰ τὴν διαφυλάξουν.

Ἡ Παράδοση ποὺ παρέδωσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Κορινθίους, εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη ποὺ δέχθηκε ὁ ἴδιος καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ εὐαγγέλιο ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο. Γράφει: «Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ὁ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὁ καὶ παρελάβετε, ἐν ὦ καὶ ἑστήκατε, δι ὁ? καὶ σώζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκὴ ἐπιστεύσατε. παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὁ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τὴ τρίτη ἡμέρα κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾶ, εἶτα τοῖς δώδεκα• ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν• ἔπειτα ὤφθη Ἰακώβω, εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν• ἔσχατον δὲ πάντων ὠσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη καμοὶ» (Α Κόρ. ἰε , 1-8). Ἐδῶ φαίνεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παρέλαβε ἀπὸ τὸν Χριστὸ ποὺ ἐμφανίσθηκε σὲ αὐτὸν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ παρέδωσε στοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι παραμένουν στὴν Ἐκκλησία καὶ σώζονται, καὶ τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως διαφυλάσσεται καὶ βιώνεται στὴν Ἐκκλησία.

Σὲ ἄλλο σημεῖο, κάνοντας λόγο γιὰ παράδοση καὶ παραλαβή, ὁμιλεῖ γιὰ τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας: «Ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου ὁ καὶ παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κυριος Ἰησοῦς ἐν τῇ νυκτὶ ἡ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ εἶπε• λάβετε φάγετε• τοῦτό μου ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον• τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. ὠσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων• τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐστὶν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι• τοῦτο ποιεῖτε, ὀσάκις ἂν πίνητε, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. ὀσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὐ ἂν ἔλθη» (Α Κόρ. ἰα , 23-26). Τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν θεοπτία τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, εἶναι αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζει τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Πρόκειται γιὰ τὸ μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως.

Ἡ παράδοση τοῦ μυστηρίου ἀναγεννᾶ τὸν ἄνθρωπο, γι' αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ οὐ πολλοὺς πατέρας• ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα» (Α Κόρ. δ , 15). Ἐδῶ γίνεται λόγος γιὰ Πνευματικὸ Πατέρα ποὺ γεννᾶ πνευματικὰ παιδιὰ καὶ μεταδίδει τὴν πνευματικὴ ζωή. Ἡ ἀναγέννηση γίνεται διὰ τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔξω ἀπὸ τὴν ἐνέργεια αὐτῆς τῆς Παραδόσεως δὲν ὑπάρχει ἀναγέννηση καὶ σωτηρία. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στοὺς Χριστιανοὺς νὰ μὴ δεχθοῦν ἄλλες παραδόσεις: «Παραγγέλλομεν δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἥν παρέλαβον παρ ὑμων» (Β Θέσ. γ , 6).

Ὁπότε, οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ δεχθοῦν ἄλλο Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο θὰ κηρύσσεται ἔστω καὶ ἀπὸ ἄγγελο: «Θαυμάζω ὅτι οὕτω ταχέως μετατίθεσθε ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον, ὁ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ μη τινὲς εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καὶ θέλοντες μεταστρέψαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ ουρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ ὦ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω• εἰ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ ὦ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γάλ. α , 6-9).

Πιὸ κάτω θὰ δοῦμε τὴν διάκριση μεταξὺ Ἱερὰς Παραδόσεως καὶ διαφόρων ἄλλων παραδόσεων. Ἐδῶ ποὺ βρισκόμαστε θὰ ἐντοπίσω μερικὰ ἀπαραίτητα σημεῖα σχετικὰ μὲ τὴν Ἱερὰ Παράδοση.

Κατ' ἀρχὰς ἡ Ἱερὰ Παράδοση ταυτίζεται μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, δηλαδὴ μὲ τὴν ζωὴ ποὺ ὑπάρχει μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση εἶναι ἡ μετάδοση ὅλης τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καὶ Πατέρων, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἡ μετάδοση τῆς μεθοδολογίας γιὰ νὰ φθάση κανεὶς στὴν θεοπτία.

Ὑπάρχουν μερικὰ ἑρμηνευτικὰ κλειδιὰ ποὺ δείχνουν τί εἶναι καὶ τί δὲν εἶναι Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ πότε ἔχουμε ἀκμὴ καὶ παρακμὴ τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Ὅλοι ὁμιλοῦμε γιὰ Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἀλλὰ δὲν ἐντοπίζουμε τί ἀκριβῶς εἶναι καὶ ἀπὸ τί συνίσταται. Προκειμένου νὰ δοῦμε σὲ τί συνίσταται ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ σὲ τρεῖς σημαντικὲς τριάδες.

Ἡ πρώτη τριάδα εἶναι τὰ βασικὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἤτοι τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρῖσμα καὶ ἡ θεία Εὐχαριστία. Τὸ Βάπτισμα εἶναι τὸ εἰσαγωγικὸ μυστήριο ποὺ μᾶς εἰσάγει στὴν Ἐκκλησία. Τὸ Χρῖσμα, τὸ ὁποῖο συνδέεται μὲ τὸ Βάπτισμα, εἶναι ἡ λήψη τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἡ ἐνεργοποίηση τῶν χαρισμάτων. Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ βρώση καὶ ἡ πόση τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι συγκροτεῖται ἡ Ἐκκλησία.

Ἡ δεύτερη τριάδα εἶναι οἱ τρεῖς βαθμοὶ τῆς Ἱερωσύνης, ἤτοι τοῦ Διακόνου, τοῦ Πρεσβυτέρου καὶ τοῦ Ἐπισκόπου. Ὁ Διάκονος διακονεῖ κατὰ τὴν τέλεση τῶν μυστηρίων, ὁ Πρεσβύτερος μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Ἀρχιερέως ἱερουργεῖ καὶ ποιμαίνει τὸν λαὸ μιᾶς συγκεκριμένης Ἐνορίας καὶ ὁ Ἐπίσκοπος εὑρισκόμενος εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ ἔχει τὴν εὐθύνη γιὰ μιὰ συγκεκριμένη ἐκκλησιαστικὴ Ἐπαρχία.

Ἡ τρίτη τριάδα ἀναφέρεται στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ εἶναι οἱ τρεῖς βαθμοὶ πορείας, ἤτοι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη, ὁ φωτισμὸς τοῦ νοὸς καὶ ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴν τὴν διαίρεση ἐκφράζει ἡ πορεία τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἔφυγε ἀπὸ τὴν γῆ τῆς δουλείας, πέρασε στὴν ἔρημο, ὅπου δεχόταν ποικιλοτρόπως την Χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ τελικὰ ἔφθασε στὴν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας.

Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὑπάρχει μιὰ σχέση καὶ συνοχὴ μεταξὺ τῶν τριῶν αὐτῶν καταστάσεων, ἤτοι τῆς μυστηριακῆς, τῆς ἱερατικῆς καὶ τῆς πνευματικῆς. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, κατὰ τὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, ὁ Διάκονος προετοιμάζει τὸν πιστὸ γιὰ τὸ Βάπτισμα, μὲ τὴν κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη, ὁ Πρεσβύτερος ὁδηγεῖ τὸν βαπτισθέντα στὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διὰ τοῦ Χρίσματος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος τελειώνει τὰ Μυστήρια καὶ ὁδηγεῖ τοὺς πιστοὺς στὴν θέωση διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας τὸ ὁποῖο τελεῖ. Δηλαδή, γίνεται μιὰ ἄλλη ἀνακατάταξη τῶν τριάδων αὐτῶν, ἤτοι ὁ Διάκονος συνδέεται μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὴν κάθαρση, ὁ Πρεσβύτερος συνδέεται μὲ τὸ Χρῖσμα καὶ τὸν φωτισμό του νοός, καὶ ὁ Ἐπίσκοπος συνδέεται μὲ τὴν θεία Εὐχαριστία καὶ τὴν θέωση.

Αὐτὸ δείχνει ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς κάθε βαθμοῦ ἱερωσύνης, πὼς λειτουργεῖ τὸ συνοδικὸ καὶ ἱεραρχικὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ποιό εἶναι τὸ ἔργο μας καὶ πὼς αὐτὸ ἐκκοσμικεύεται. Δηλαδή, ὅταν θεωροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας ὡς ἐκκλησιαστικοὺς ὑπαλλήλους καὶ ἁπλοὺς γραφειοκράτες καὶ ὄχι ὡς πνευματικοὺς ἰατροὺς ποὺ ἀναγεννοῦμε τοὺς ἀνθρώπους, τότε ἀλλοιώνεται καὶ ἐκκοσμικεύεται ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση.

Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ πρέπει νὰ βλέπουμε τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη καὶ αὐτὲς τὶς λειτουργικὲς τέχνες, ἤτοι τὴν ναοδομία, τὴν ἁγιογραφία, τὴν μουσικὴ κλπ. Τὰ πάντα μέσα στὴν Ἐκκλησία ἔχουν δογματικὸ καὶ ἀσκητικὸ χαρακτῆρα, ἀφοῦ ἔχουν δημιουργηθῇ ἀπὸ ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐμπειρίες τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ὁδηγοῦν τοὺς πιστοὺς στὴν ἀπόκτηση προσωπικῆς ἐμπειρίας. Ὅταν δοῦμε τὴν Παράδοση ἔξω ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ ἀπ' ὅ,τι ὁδηγεῖ σὲ αὐτή, εἶναι μιὰ ἁπλὴ δεισιδαιμονία.

Ἔπειτα, ἡ Ἱερὰ Παράδοση δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ μελέτη τῆς ἱστορίας, δὲν εἶναι τὰ ἀρχαιολογικὰ μνημεῖα τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ εἶναι ἡ «μέθοδος» τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ παραδίδεται καὶ μεταδίδεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Ὅ,τι συντελεῖ στὸν φωτισμὸ τῶν πιστῶν, εἶναι Παράδοση, ὅ,τι δὲν ὁδηγεῖ σ' αὐτό, δὲν συνιστᾶ τὴν οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Ἔτσι, ὑπάρχει ὁ πυρῆνας τῆς Παραδόσεως καὶ τὸ δευτερεῦον στοιχεῖο τῆς Παραδόσεως. Παράδοση εἶναι ὅ,τι ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν λογικὴ λατρεία στὴν νοερὰ λατρεία καὶ δευτερεῦον εἶναι τὰ ἐξωτερικὰ σχήματα.

Ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς καθάρσεως τῆς καρδιᾶς, τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοὸς γιὰ νὰ φθάση στὴν θέωση εἶναι τὰ στάδια τῆς πνευματικῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτὸ ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση ἔχει καθαρὰ θεραπευτικὸ χαρακτῆρα. Ἡ μετάδοση τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως εἶναι ἡ Παράδοση τῆς διαγνώσεως καὶ τῆς θεραπείας. Ἔτσι τὸ κριτήριο τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἐπιτυχία τῆς θεραπείας. Ἡ αἵρεση ἐκδηλώνεται ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο. Οἱ φορεῖς αὐτῆς τῆς Παραδόσεως εἶναι οἱ θεούμενοι.

Ὅπως ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη μεταδίδεται ἀπὸ ἰατροὺς σὲ μαθητές, ἔτσι μεταδίδεται καὶ ἡ πνευματικὴ ἰατρικὴ ἐπιστήμηαπό τους πατέρες στοὺς μαθητὲς ποὺ γίνονται φορεῖς τῆς ἴδιας μεθοδολογίας. Μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ἔχουμε τὴν κληρονόμηση τῆς Παραδόσεως. Οἱ Ἐπίσκοποι εἶναι οἱ ἐγγυητὲς αὐτῆς τῆς μεταδόσεως τῆς Παραδόσεως, γι' αὐτὸ καὶ ἀποτελοῦν τὸ κέντρο τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ κέντρο τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ κέντρο τῆς λατρευτικῆς καὶ μυστηριακῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, φορεὺς αὐτῆς τῆς παραδόσεως εἶναι καὶ ὀρθόδοξος μοναχισμός. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ διατηροῦν αὐτὴν τὴν Παράδοση ζωντανή. Ἂν ἐκλείψη αὐτὴ ἡ Παράδοση, τότε θὰ λησμονηθῇ ἡ Ὀρθοδοξία.

Παρὰ ταῦτα ὑπάρχουν Κληρικοὶ ποὺ ἀγνοοῦν αὐτὴν τὴν Παράδοση τῆς θεραπείας καὶ ἀρκοῦνται στὸ νὰ ἀναπέμπουν διάφορες εὐχές. Θὰ ἦταν πολὺ παράδοξο ἐὰν κάποιος ἄνθρωπος χρειαζόταν ἐγχείρηση σὲ ἕνα μέρος τοῦ σώματός του καὶ ὁ ἰατρὸς ἀντὶ νὰ τὸν χειρουργήση, ἐπιδιδόταν νὰ τοῦ διαβάζη εὐχὲς ἐγχειρήσεως ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ὅταν ἕνας Κληρικὸς ἀντὶ νὰ θεραπεύη τὸν πνευματικὰ ἀσθενῆ ἄνθρωπο, τοῦ διαβάζει ἁπλῶς εὐχές. Βεβαίως, καὶ μὲ τὶς προσευχὲς ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ καὶ θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν δική του συνέργεια, ἀλλὰ καὶ ὁ Κληρικὸς πρέπει νὰ διαθέτη τὶς κατάλληλες γνώσεις καὶ κυρίως προσωπικὴ ἐμπειρία, προκειμένου νὰ δώση στὸν ἄνθρωπο τὶς ἀπαραίτητες κατευθύνσεις γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὰ πάθη.

Ἔτσι, σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἐπικρατεῖ σήμερα ἡ συντήρηση μερικῶν ἐξωτερικῶν στοιχείων τῆς Παραδόσεως καὶ ὄχι ἡ κληρονόμηση τῆς οὐσίας τῆς Παραδόσεως.

3. Διάφορες παραδόσεις

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Παράδοση γιὰ τὴν ὁποία ἐλέχθηκαν τὰ ἀπαραίτητα, ὑπάρχουν καὶ διάφορες ἄλλες παραδόσεις, οἱ ὁποῖες ἐπηρεάζουν ὄχι μόνον τὰ λαϊκὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τοὺς Κληρικούς, ὅλων τῶν βαθμῶν. Οἱ παραδόσεις αὐτὲς χωρίζονται σὲ χριστιανικὲς καὶ ἐξωχριστιανικές, σὲ θρησκευτικὲς καὶ ἀθεϊστικές. Δηλαδή, ὑπάρχουν διάφορες κοσμοθεωρίες καὶ ἰδεολογίες, οἱ ὁποῖες εἴτε ἀλλοιώνουν τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, τὴν ἐκκοσμικεύουν οὐσιαστικά, εἴτε τὴν ἀντικαθιστοῦν. Ἐπειδὴ τὸ θέμα εἶναι ἀρκετὰ μεγάλο θὰ περιορισθῶ σὲ τρεῖς διαφοροποιημένες παραδόσεις, ποὺ ἐπικρατοῦν μεταξὺ τῶν Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν στὴν πατρίδα μας.

Ἡ πρώτη παράδοση εἶναι ὁ λεγόμενος σχολαστικισμός, ποὺ εἶναι ἡ θεολογία τοῦ Παπισμοῦ, ποὺ ἐκφράστηκε κατὰ τὸν 9ο – 13ο αἰῶνα καὶ ἐκφραστές του εἶναι ὁ Ἄνσελμος Καντερβουρίας, ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης κ.α. Τὸ κέντρο τοῦ σχολαστικισμοῦ εἶναι ἡ λογική –ὁ ὀρθὸς λόγος– καὶ ἔτσι διὰ τῆς λογικῆς γίνεται προσπάθεια νὰ κατανοηθῇ ὁ Θεὸς καὶ ὅλα ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ λέγεται ὀρθολογισμός. Πρόκειται γιὰ τὴν προτίμηση τῆς φιλοσοφίας σὲ βάρος τῆς ἀποκαλυπτικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἄνθρωπος αὐτῆς τῆς παραδόσεως προσπαθεῖ νὰ κατανοήση τὸν Θεὸ μὲ τὴν λογική, ἀλλὰ καὶ νὰ ρυθμίση τὴν ζωή του βάσει τῶν λογικῶν ἐπιταγῶν καὶ ἐπιχειρημάτων. Ἄλλο εἶναι ὁ ὀρθὸς λόγος καὶ ἄλλο ὁ ὀρθολογισμός.

Αὐτὴ ἡ ὀρθολογιστική-σχολαστικὴ παράδοση δυστυχῶς ἔχει εἰσρεύσει καὶ μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Παρατηρεῖ κανεὶς τὸ γεγονὸς νὰ ὑπάρχουν ὀρθόδοξοι θεολόγοι καὶ Χριστιανοὶ ποὺ ἀντιτίθενται στὸν Παπισμὸ καὶ ὅμως ἐκφράζουν οἱ ἴδιοι στὴν ζωή τους παπικὲς ἀντιλήψεις, ἀφοῦ στηρίζονται στὴν λογικὴ καὶ διαπνέονται ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς σχολαστικῆς θεολογίας.

Ἡ δεύτερη παράδοση εἶναι ὁ λεγόμενος ἠθικισμὸς ποὺ ἐκφράζεται κυρίως ἀπὸ τὸν Προτεσταντισμό. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ Πάπας μὲ τὸν σχολαστικισμὸ καὶ τὴν ὅλη τακτικὴ τοῦ ἐγκατέλειψε τὴν ἡσυχαστικὴ Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ στὴν συνέχεια οἱ Προτεστάντες ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸν Πάπα, τὸν σχολαστικισμὸ καὶ ἀνέπτυξαν ἕναν ἠθικισμό. Ὅταν κάνω λόγο γιὰ ἠθικισμὸ δὲν ἐννοῶ τὴν ἠθική, ἀλλὰ κυρίως τὸν τρόπο ζωῆς μὲ τὸν ὁποῖον προσέχουμε τὴν ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ καὶ ἀφήνουμε ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ διάθεση καὶ τὰ πάθη ἀθεράπευτα, ὅπως συμβαίνει στὸν Προτεσταντισμό.

Καὶ αὐτὴ ἡ παράδοση εἰσέρευσε σὲ μερικὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα φροντίζουν νὰ τηροῦν τυπικὰ τὶς διατάξεις τοῦ νόμου, νὰ ἐκπληρώνουν μερικὲς ἐξωτερικὲς ἐντολές, νὰ ἐκκλησιάζονται καὶ νὰ τηροῦν τυπικὰ τὶς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἀπορρίπτουν τὰ δόγματα, τοὺς ἱεροὺς Κανόνας καὶ τὴν ἀσκητικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ἡ τρίτη διαφοροποιημένη παράδοση εἶναι ἡ λεγόμενη παγανιστική-εἰδωλολατρική. Εἶναι γνωστὸν ὅτι στὸν χῶρο αὐτὸν ποὺ βρισκόμαστε πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ μετέπειτα ἀναπτύχθηκαν πολλὲς φιλοσοφικὲς τάσεις, οἱ ὁποῖες βεβαίως συνδέονται καὶ μὲ τὸν τρόπο ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Ἐὰν θὰ ἤθελα νὰ χρησιμοποιήσω ἕναν γενικότερο χωρισμὸ τῶν τάσεων αὐτῶν, θὰ ἔλεγα ὅτι διακρίνονται γιὰ τὸ ἀπολλώνειο καὶ τὸ διονυσιακὸ στοιχεῖο. Δηλαδή, μερικὲς ἀρχαιοελληνικὲς παραδόσεις ἐκφράζουν τὸν στοχασμό, τὴν νόηση, τὴν φιλοσοφία, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ἀπολλώνειο στοιχεῖο, καὶ μερικὲς ἄλλες ἐκφράζουν τὴν διασκέδαση, τὴν κραιπάλη, τὴν ἡδονή, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε διονυσιακὸ στοιχεῖο. Μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα καταργήθηκαν καὶ θεωρήθηκαν μάλιστα στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου, στοιχεῖα τῆς ἀπάτης. Γι' αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο γιὰ τὰ «στοιχεῖα τοῦ κόσμου», «τὰ ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα» (Γάλ. δ , 3, 9) καὶ ἐρωτᾶ «τὶς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ;» (Β Κόρ. στ , 15).

Παρὰ ταῦτα ὑπάρχουν διάφορα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀναμείξει τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ παγανιστικά-εἰδωλολατρικὰ στοιχεῖα. Γιὰ παράδειγμα, ἐνῷ στὴν ἀρχὴ τῆς Σαρακοστῆς τοῦ Πάσχα ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀτμόσφαιρα ὁδηγεῖ στὴν μετάνοια καὶ τὴν προσευχή, ἐν τούτοις στὴν σύγχρονη ζωὴ ἔχουν εἰσέλθει ὅλα τὰ ἀρχαιοελληνικά, εἰδωλολατρικὰ καὶ παγανιστικὰ στοιχεῖα τῆς διασκέδασης, τοῦ Καρναβάλου, τῶν ποικίλων ἐκτροπῶν, τὰ ὁποῖα ἀπομακρύνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς ἑορτὲς καὶ πανηγύρεις τῶν Ἱερῶν Ναῶν μας. Οἱ Χριστιανοὶ συμμετέχουν καὶ στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, ἀλλὰ συγχρόνως ἑορτάζουν καὶ κοσμικῶς, εἰδωλολατρικῶς μέσα σὲ μιὰ διονυσιακὴ ἀτμόσφαιρα. Αὐτὸ παρατηρεῖται ἀκόμη καὶ στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἰδιαιτέρως στὰ Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος, τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ τοῦ Γάμου, ποὺ θεωροῦνται ἁπλῶς κοινωνικὲς ἡ κοσμικὲς ἐκδηλώσεις. Θὰ μποροῦσα ἐδῶ νὰ κάνω εὐρύτερη ἀνάλυση, ἀλλὰ νομίζω ὅτι ὅλοι σας ἔχετε πολλὰ παραδείγματα ποὺ δείχνουν τὴν ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καὶ τὴν διαφοροποίηση ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Σίγουρα καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς παραδόσεις, ὀρθολογιστική, ἠθικιστικὴ καὶ παγανιστικὴ κυριαρχοῦν ἐν πολλοῖς μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν. Στὴν πραγματικότητα ἔχει παραθεωρηθὴ ἡ οὐσία καὶ τὸ κέντρο τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ποὺ εἶναι ἡ «μέθοδος» μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος θὰ θεραπευθῇ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ θὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Χριστό, καὶ βιώνονται μερικὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα τῆς παραδόσεως, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀναμεμειγμένα μὲ παπικά, προτεσταντικὰ καὶ παγανιστικὰ στοιχεῖα. Ὅλο αὐτὸ τὸ σύγχρονο σύστημα μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ ὡς ἐκκοσμίκευση καὶ ὡς βίωση τοῦ πνεύματος τοῦ κόσμου.

4. Ἡ παραδοσιακὴ ποιμαντική

Ἔχουμε ἐντοπίσει ὡς τώρα ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καὶ ποιές ἄλλες παραδόσεις ἔχουν εἰσχωρήσει στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἀντικατέστησαν ἡ ἀλλοίωσαν τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Αὐτὴ εἶναι μιὰ διαπίστωση. Ἐπειδὴ δὲν πρέπει νὰ στεκόμαστε μόνον σὲ διαπιστώσεις, ἀλλὰ καὶ νὰ προχωροῦμε σὲ θεραπεία τοῦ προβλήματος θὰ ἤθελα νὰ ἐντοπίσω μερικὰ σημεῖα ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος.

Τὸ πρῶτον εἶναι ὅτι ἐμεῖς οἱ Κληρικοὶ πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση δὲν εἶναι λογικὲς διδασκαλίες, ἀλλὰ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαιτέρως στὴν θεία Εὐχαριστία, στὴν Ἁγία Γραφή, στὰ δόγματα, στοὺς ἱεροὺς Κανόνες, στὰ κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ γενικὰ σὲ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Αὐτὸ φαίνεται στὴν ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστὸς στοὺς Ἀποστόλους: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Μάτθ. κή , 19-20). Ἐδῶ ὑπογραμμίζονται δύο μετοχές, τὸ «βαπτίζοντες» καὶ «διδάσκοντες». Ὅλοι ἐμεῖς οἱ διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων θὰ πρέπει νὰ βαπτίζουμε ὀρθοδόξως τοὺς ἀνθρώπους καὶ στὴν συνέχεια νὰ τοὺς διδάσκουμε ὀρθοδόξως νὰ τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως ἀπαιτεῖται πίστη καὶ ἄσκηση.

Τὸ δεύτερον εἶναι νὰ μὴ ἐμποτιζόμαστε κυρίως ἐμεῖς οἱ Κληρικοὶ ἀπὸ τὸ «πνεῦμα» τοῦ κόσμου, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων. Μὲ τὴν διαρκῆ μελέτη καὶ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση ποὺ θὰ δεχόμαστε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τοὺς Πνευματικοὺς Πατέρες, θὰ πρέπει νὰ διαχωρίζουμε σαφέστατα τί εἶναι ὀρθόδοξο καὶ τί δὲν εἶναι, ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καὶ τί κινεῖται ἐκτὸς αὐτῆς, ποιά εἶναι ἡ διαφοροποίηση τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν ἄλλων Ὁμολογιῶν, ποιά εἶναι ἡ διάκριση ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ τῶν ἄλλων θρησκευμάτων. Αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο, γιατί δυστυχῶς, ὅπως ἀνέφερα πιὸ πάνω, καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἔχουμε σύγχυση πάνω στὰ θέματα αὐτά.

Τὸ τρίτον εἶναι νὰ καθοδηγοῦμε μὲ ἀγάπη, διάκριση καὶ μεθοδικότητα τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ζοῦν πραγματικὰ μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, μὲ μετάνοια, πίστη καὶ φόβο Θεοῦ, μὲ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα. Δὲν πρέπει νὰ ἀρκούμαστε ἁπλῶς στὴν τέλεση τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καὶ τὴν τέλεση τῶν ἁγίων Μυστηρίων, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ διδάσκουμε καὶ τὴν μεθοδολογία τὴν ὁποία ἔχει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιὰ τὴν συνάντηση μὲ τὸν Θεό. Καὶ αὐτὴ ἡ μεθοδολογία εἶναι ἡ κατὰ Χριστὸν ἄσκηση, ποὺ συνίσταται στὴν κάθαρση, τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση.

Τὸ τέταρτον σημεῖο εἶναι νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ διασφαλίζουμε τὴν ἱερότητα τῆς τελέσεως τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Νὰ μὴν ἐπιτρέπουμε, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπὸ μᾶς, νὰ ἐκκοσμικεύονται τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ θεωροῦνται κοινωνικὰ γεγονότα καὶ κοσμικὲς ἐκδηλώσεις.

Καὶ τὸ πέμπτον εἶναι ὅσοι εἴμαστε Πνευματικοὶ Πατέρες νὰ ἐξασκοῦμε τὸ ἔργο τῆς πνευματικῆς πατρότητος μὲ φόβο Θεοῦ καὶ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα. Νὰ καθοδηγοῦμε ὀρθόδοξα τὰ πνευματικά μας παιδιά, τὰ ὁποῖα νὰ θεωροῦμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὰ καταρτίζουμε ὡς καλὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι ὡς ὀπαδοὺς ποὺ θὰ προβαίνουν σὲ ἀντιεκκλησιαστικὲς ἐνέργειες.

Τὸ θέμα εἶναι μεγάλο καὶ δὲν ἐξαντλεῖται στὰ ὅσα ἀνέφερα μέχρι τώρα, ἁπλῶς ἐντοπίσθηκαν μερικὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀπαραίτητα νὰ γνωρίζουμε. Ζοῦμε σὲ δύσκολους καιρούς, στοὺς ὁποίους ἕνας μεγάλος κίνδυνος εἶναι νὰ συγχέουμε τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση μὲ ἄλλες παραδόσεις ἡ νὰ θεωροῦμε τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὡς ἀπηρχαιωμένη καὶ ἐν ὀνόματι τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ νὰ τὴν ἀπορρίπτουμε.

Ὁ Θεὸς διὰ τῆς Ἐκκλησίας μας κατέστησε Κληρικούς, γιὰ νὰ κατευθύνουμε τοὺς πιστοὺς στὴν πᾶσα ἀλήθεια. Καὶ αὐτὴ ἡ κατεύθυνση εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ πορεία ἀπὸ τὴν Κυριακή της Τυρινῆς μέχρι τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων. Ὅπως γνωρίζουμε τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία τὴν ἔξοδο τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ ἡ Τεσσαρακοστὴ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ποὺ στὸ τέλος της εἶναι ἡ μέθεξη τοῦ μυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς στὴν προσωπική μας ζωή, ὅπως ὑποδεικνύεται ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων. Αὐτὴ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, δηλαδὴ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία εἶναι τὰ συναξάρια τῶν Ἁγίων καὶ ὄχι ἁπλῶς μερικὰ ἐξωτερικὰ γεγονότα. Ὁπότε, τὸ ποιμαντικό μας ἔργο καὶ ἡ εὐθύνη μας εἶναι νὰ γινόμαστε ὄργανα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ παραλαμβάνουμε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς πτώσεως καὶ νὰ τοὺς ὁδηγοῦμε στὴν Πεντηκοστὴ καὶ στὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων.

Ὅταν καταλάβουμε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ποιμαντική μας διακονία, τότε καὶ ἐμεῖς σωζόμαστε καὶ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ μᾶς ἀνέθεσε ὁ Θεὸς μποροῦμε νὰ βοηθήσουμε στὴν σωτηρία.

  • Προβολές: 2750