Skip to main content

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Δόγμα καὶ ἦθος

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Τὸ δόγμα δὲν εἶναι κάποιες θεωρητικὲς διδασκαλίες, ποὺ εἶναι ἀνεξάρτητες ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ συνδέονται στενὰ μὲ τὸ ἦθος, δηλαδὴ μὲ τὴν ὅλη ζωή τους. Αὐτὸ θὰ δοῦμε σύντομα στὰ ἑπόμενα.

1. Ὁρολογία

Ὅταν ἀρχίζη κανεὶς ἕνα θέμα πρέπει νὰ προσδιορίζη τὴν ἔννοια κάθε ὅρου, γιατί «ἀρχὴ σοφίας ὀνομάτων ἐπίσκεψις», κατὰ τὸν σοφὸν Ἀντισθένη. Ἔτσι καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ προσδιορίσουμε τί ἐννοοῦμε μὲ τοὺς ὅρους δόγμα καὶ ἦθος.

Ἡ λέξη δόγμα προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα δοκῶ ποὺ σημαίνει πιστεύω, ἔχω πεποίθηση, νομίζω, καὶ μὲ αὐτὴν τὴν λέξη δηλώνεται μιὰ θεμελιώδης ἀρχὴ ποὺ ἐκφράζει μιὰ ἐπιστημονικὴ ἀλήθεια, ἕνα πολιτικὸ γεγονός. Στὸν Χριστιανισμὸ μὲ τὴν λέξη δόγμα ἐννοεῖται ἡ διδασκαλία γιὰ θεμελιώδη ζητήματα πίστεως ποὺ θεωρεῖται ὅτι ἔχει ἀπόλυτο κῦρος. Ἡ διαταγὴ ποὺ ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Καίσαρα Αὔγουστο νὰ ἀπογραφοῦν ὅλοι οἱ κατοικοι τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας λέγεται δόγμα. «Ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην» (Λούκ. β , 1).

Στὶς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» μὲ τὸν ὅρο δόγμα προσδιορίζονται οἱ ἀποφάσεις τῶν Ἀποστόλων ποὺ ἐλήφθησαν στὴν πρώτη Ἀποστολικὴ Σύνοδο, γι’ αὐτὸ γράφεται: «ὡς δὲ διεπορεύοντο τὰς πόλεις, παρεδίδουν αὐτοῖς φυλάσσειν τὰ δόγματα τὰ κεκριμένα ὑπὸ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρεσβυτέρων των ἐν Ἱερουσαλὴμ» (Πράξ. ἰστ , 4).

Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὀνομάσθηκαν δόγματα καὶ οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Στὴν οὐσία, ὅμως, οἱ ἀποφάσεις πάνω σὲ θεμελιώδη θεολογικὰ ζητήματα, ὀνομάζονται στὴν γλῶσσα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὅροι. Ἡ λέξη ὅρος, ποὺ συνδέεται μὲ τὰ ὅρια, σημαίνει τὰ ὅρια μεταξὺ τῆς ἀληθείας καὶ τῆς πλάνης. Ἀκόμη καὶ ἡ ἐπιστήμη θέτει ὅρια μεταξὺ τοῦ πραγματικοῦ καὶ τοῦ φανταστικοῦ. Στὴν θεολογικὴ γλῶσσα, γιὰ παράδειγμα, ὁ ὅρος ὁμοούσιος δηλώνει ὅτι ὁ Λόγος ἔχει τὴν ἴδια οὐσία μὲ τὸν Πατέρα, εἶναι ἄκτιστος. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια, καὶ πέρα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὁρολογία εὑρίσκεται ἡ πλάνη, τὸ ψεῦδος.

Οἱ Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἐκτὸς ἀπὸ ὅρους συνέταξαν καὶ ἱεροὺς Κανόνες. Οἱ ὅροι-δόγματα ἀναφέρονται σὲ Τριαδολογικά, Χριστολογικὰ καὶ ἐκκλησιολογικὰ ζητήματα, καὶ χρησιμοποιεῖται ἡ φράση «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν», ἐνῷ οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἀναφέρονται στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν πορεία τῶν Χριστιανῶν-μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν οἰκειοποίηση τῆς σωτηρίας καὶ χρησιμοποιεῖται κυρίως ἡ φράση «ἤρεσε τὴ Συνόδω». Στὴν πραγματικότητα οἱ ἱεροὶ Κανόνες εἶναι ἡ μετάφραση τῶν δογμάτων στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ ὁ τρόπος ἐκεῖνος διὰ τοῦ ὁποίου οἱ Χριστιανοὶ μποροῦν νὰ βιώσουν στὴν προσωπική τους ζωὴ τὰ δόγματα. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ δοῦμε τοὺς ἱεροὺς Κανόνες καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ νομικὲς διαδικασίες.

Ἡ λέξη ἦθος δηλώνει τὴν ποιότητα τοῦ χαρακτῆρος ἑνὸς ἀνθρώπου. Ἡ λέξη αὐτὴ στὸν πληθυντικὸ ἀριθμό, ἤθη, ἀναφέρεται στὶς μορφὲς συμπεριφορᾶς καὶ στὶς ἀντιλήψεις λαῶν καὶ κοινωνιῶν, καὶ ὅταν αὐτὲς εἶναι σταθερὲς καὶ τυποποιημένες ὀνομάζονται ἔθιμα.

Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος σὲ μιὰ ἐπιστολή του κάνει λόγο γιὰ τὸ ὅτι οἱ Χριστιανοὶ ποὺ συνδέονται μὲ τὸν Χριστὸ ἔχουν «ὁμοήθειαν Θεοῦ». Συγκεκριμένα γράφει: «Πάντες οὗν, ὁμοήθειαν Θεοῦ λαβόντες, ἐντρέπεσθε ἀλλήλους, καὶ μηδεὶς κατὰ σάρκα βλεπέτω τον πλησίον, ἀλλ' ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ ἀλλήλους διὰ παντὸς ἀγαπᾶτε». Ἐδῶ «ὁμοήθεια» ἐννοεῖται τὸ χριστοκεντρικὸ φρόνημα, ἡ ἐν Χριστῷ ζωῇ.

Τὴν λέξη ἠθικὴ χρησιμοποιεῖ στὰ συγγράμματά του ὁ Ἀριστοτέλης καὶ εἶναι γνωστὰ τὰ λεγόμενα «Ἠθικά». Ὡς λέξη προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξη ἦθος καὶ συνδέεται μὲ τὸ ἔθος καὶ δείχνει τὴν ἰδιαίτερη πολιτεία τῶν ἀνθρώπων, τὸν τρόπο ζωῆς τους καὶ ἔχει σχέση μὲ τὴν συνήθεια καὶ τὴν ἄσκηση.

2. Σχέση μεταξὺ δόγματος καὶ ἤθους

Ὑπάρχει μεγάλη σχέση μεταξὺ δόγματος–όρου καὶ ἤθους, ὅποια σχέση ὑπάρχει καὶ μεταξὺ θεωρίας καὶ πράξεως. Ὁ ἐπιστήμονας χρησμοποιεῖ τὸ πείραμα καὶ ὁδηγεῖται σὲ ἕνα ἀποτέλεσμα, τὸ ὁποῖο περικλείεται σὲ μιὰ πρόταση, καὶ στὴν συνέχεια δίνεται ἡ δυνατότητα σὲ κάθε ἄνθρωπο νὰ ἔχη τὴν πρόταση αὐτὴ ὡς ἀρχὴ γιὰ νὰ ἐξακριβώση τὸ πείραμα μόνος του. Τὸ ἴδιο μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὴν σχέση μεταξὺ τοῦ δόγματος καὶ τοῦ ἤθους. Τὸ δόγμα εἶναι ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας τῶν θεουμένων, γίνεται τρόπος ζωῆς, ὥστε οἱ Χριστιανοὶ διὰ τοῦ ἤθους νὰ φθάσουν στὴν θεωρία.

Θὰ παραθέσω μερικὰ πατερικὰ χωρία γιὰ νὰ φανῆ καθαρὰ ἡ σχέση μεταξὺ τοῦ δόγματος καὶ τοῦ ἤθους - πράξεως.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης σὲ μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ, ἀναφερόμενος στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς Μαθητές Του νὰ μαθητεύσουν «πάντα τὰ ἔθνη βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Μάτθ. κή , 19), λέγει: «διαιρῶν γὰρ εἰς δύο τὴν τῶν χριστιανῶν πολιτείαν, τὸ μὲν σωτήριον δόγμα ἐν τῇ τοῦ βαπτίσματος παραδόσει κατησφαλίσατο, τὸν δὲ βίον ἡμῶν διὰ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ κατορθοῦται κελεύει». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι συνδέεται στενὰ τὸ βάπτισμα μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ στὴν συνέχεια, γράφει ὅτι ὁ διάβολος ἔδωσε ὅλη τὴν προσοχή του στὸ πὼς θὰ πλανήση τοὺς ἀνθρώπους κυρίως στὸ θέμα τοῦ δόγματος, γιατί ὅπως εἶναι ἑπόμενο ἀπὸ ἐκεῖ γίνεται καὶ ἡ ἀλλοίωση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ. Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης συμβουλεύει ὅτι ὅσοι ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν σωτηρία τους δὲν πρέπει νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν ἁπλότητα τῶν πρώτων λόγων, καθὼς ἐπίσης θὰ πρέπη νὰ παραδέχωνται «ἐν τῇ ψυχῇ Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Πνεῦμα ἅγιον», τὰ ὁποῖα πρόσωπα δὲν εἶναι μία πολυώνυμη ὑπόσταση, ἀλλὰ κάθε πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι μία ὑπόσταση.

Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων γράφει ὅτι «ὁ τῆς θεοσεβείας τρόπος ἐκ δύο τούτων συνέστηκε εὐσεβῶν δογμάτων καὶ πράξεων ἀγαθῶν. Καὶ οὔτε τὰ δόγματα, χωρὶς ἔργων ἀγαθῶν εὐπρόσδεκτα τῷ Θεῷ• οὔτε τὰ μὴ μετ’ εὐσεβῶν δογμάτων ἔργα τελούμενα προσδέχεται ὁ Θεός». Ὁ Θεὸς θέλει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ φυλάσση τὰ δόγματα, ἀλλὰ καὶ νὰ ἔχη ἀγαθὲς πράξεις, δηλαδὴ βίο ἀληθῆ. Ὁ Ἀναστάσιος Σιναΐτης γράφει ὅτι ὁ τέλειος Χριστιανὸς εἶναι «ἀληθινὸς οἶκος Χριστοῦ, δι’ ἔργων ἀγαθῶν καὶ δογμάτων εὐσεβῶν συνιστάμενος».

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἀναφερόμενος στὸν τρόπο τῆς σωτηρίας τοῦ Χριστιανοῦ, λέγει ὅτι αὐτὸς ἐπιτυγχάνεται μὲ τρεῖς τρόπους, ἤτοι μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, μὲ τὴν διαφύλαξη τῶν δογμάτων καὶ μὲ τὴν πίστη στὴν Ἁγία Τριάδα. Καὶ στὴν συνέχεια, ἐπεξηγεῖ ὅτι οἱ ἐντολές, ὅταν κανεὶς τὶς ἐφαρμόζη, χωρίζουν τὸν νοῦν ἀπὸ τὰ πάθη (κάθαρση), τὰ δόγματα μᾶς εἰσάγουν στὴν γνώση τῶν ὄντων (φωτισμὸς) καὶ ἡ πίστη ἀνάγει τὸν ἄνθρωπο στὴν θεωρία τῆς Ἁγίας Τριάδος (θέωση). Σὲ ἄλλο σημεῖο λέγει ὅτι ὁ Χριστός, διὰ τῶν ἐντολῶν, καθιστᾶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὶς τηροῦν ἀπαθεῖς, καὶ διὰ τῶν θείων δογμάτων τους χαρίζει τὸν φωτισμὸ τῆς γνώσεως».

Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τον Σιναΐτη, ὁ βυθὸς τῶν δογμάτων εἶναι βαθύς, ποὺ σημαίνει ὅτι τὸ δόγμα δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ θεωρητικὴ διδασκαλία, ἕνας κοινὸς ὅρος, ἀλλὰ μέσα του ἔχει μιὰ ὁλόκληρη ζωή. Καὶ στὴν συνέχεια, λέγει ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ἡσυχαστοῦ πηδᾶ καὶ βυθίζεται στὰ δόγματα ὄχι χωρὶς κίνδυνο. Εἶναι δὲ ἐπικίνδυνο νὰ κολυμβὰ κανεὶς μὲ τὰ ροῦχα του, καθὼς ἐπίσης εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ ἐγγίζη κανεὶς τὴν θεολογία ἔχοντας πάθη. Ὅπως ὁ κολυμβητὴς ἀποβάλλει τὰ ροῦχα του γιὰ νὰ κολυμβήση, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ μπορῇ νὰ κατανοήση τὰ δόγματα, πρέπει νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὰ πάθη.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης γράφει ὅτι «ὅρος ὀρθοδοξίας ἐστι, τὰ δύο τῆς πίστεως δόγματα ἐκ καθαρότητος ἰδεῖν καὶ γνῶναι ἐξ αὐτοῦ, τὴν τριάδα, λέγω καὶ τὴν δυάδα». Μιλῶντας γιὰ τὴν τριάδα ἐννοεῖ τὸν τριαδικὸ Θεό, «τὴν τριάδα, ἐν μονάδι ἀσυγχύτως καὶ ἀτμήτως θεωρεῖν καὶ γινώσκειν», καὶ γιὰ τὴν δυάδα, ἐννοεῖ τὶς δύο φύσεις στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ «ἐν μιὰ ὑποστάσει• τοὐτέστιν ἕνα Υἱὸν καὶ πρὸ σαρκώσεως καὶ μετὰ τὴν σάρκωσιν ἐν δύο φύσεσιν ὁμολογεῖν καὶ εἰδέναι, ἐν δύο θελήσεσι θεϊκῆς τε καὶ ἀνθρωπίνης ἀσυγχύτως δοξαζόμενον». Ἐδῶ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῇ ὅτι τὰ δόγματα αὐτὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ δὴ καὶ νὰ τὰ γνωρίση «ἐκ καθαρότητος», ποὺ σημαίνει προϋποθέτουν ὁπωσδήποτε καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καὶ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι λογικὴ ἀποδοχὴ μιᾶς θεωρητικῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ μιὰ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἀλλοιώνει ὅλην τὴν ὕπαρξή του. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο γράφει: «δόξα περὶ Θεοῦ ἀληθὴς καὶ γνῶσις τῶν ὄντων ἀψευδὴς τὴν τελείαν τῶν δογμάτων ὀρθοδοξίαν συνίστησι».

Στὴν πραγματικότητα, μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι προηγεῖται ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ στὴν συνέχεια ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό του στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε στὴν ζωή του Μωϋσή, ποὺ ἀνέβηκε ἐπάνω στὸ ὅρος Σινᾶ, εἰσῆλθε μέσα στὸν γνόφο, εἶδε τὸν Θεό, τὸν Ὄντα, ἔλαβε τὸν νόμο καὶ τὸν μετέφερε στὸν λαό, ὥστε καὶ ἐκεῖνος, ἐφαρμόζοντας τὸν νόμο, νὰ ὁδηγηθῇ στὴν ὅραση τοῦ Θεοῦ. Μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ἑρμηνεύει τὴν ζωή του Μωϋσέως ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στὸ ἔργο του «Εἰς βίον του Μωϋσέως». Αὐτὸ τὸ βλέπουμε καὶ στοὺς Ἀποστόλους ποὺ ἔζησαν τρία χρόνια κοντὰ στὸν Χριστό, ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν κάθε σχέση μὲ τὴν κοσμικὴ ζωή, τρεῖς ἀπὸ αὐτοὺς ἔφθασαν στὸ ὅρος Θαβὼρ καὶ εἶδαν τὴν δόξα τῆς θεότητός Του, ἀλλὰ ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰούδα, ἔφθασαν καὶ βίωσαν τὸ μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται ἠθική, ἡ ὁποία, ὅπως θὰ δοῦμε στὴν συνέχεια, συνδέεται μὲ τὴν ἀσκητική.

  • Προβολές: 2694