Θεολογικό Συνέδριο Μεταπτυχιακῶν Φοιτητῶν: Πορίσματα
Πολιτισμός, κατὰ τὴν ρήση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεου, εἶναι ἡ συνεργία τοῦ ἀνθρώπου στὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὅταν τὸ ἔργο τοῦ ἀνθρώπου πράττη τὸ ἀγαθό.
Ἡ Ἐκκλησία μορφοποιεῖ, οὐσιαστικά, τὸ κάλλος καὶ τὴν κτίση καὶ ἀποτελεῖ τὴν σύζευξη, μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Τὸ κάλλος δὲν νοεῖται ὡς αἰσθητικὴ ἢ νοησιαρχικὴ ἀξία, ἀλλὰ ὡς Ἀποκαλυπτικὸ ἀπείκασμα τῆς Θείας Δόξας. Σὲ ἐνδοκοσμικὸ ἐπίπεδο, ἡ Θεολογία τοῦ κάλλους ἀποκαλύπτεται σὲ κάθε ἔκφανση τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, τὴν τέχνη, τὰ γράμματα, τὰ κηρύγματα, τὸ δίκαιο, τὴν κοινωνικὴ διακονία.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ κορυφαῖο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τὸ μόνο ποὺ ἔχει τὴν ἱκανότητα διὰ τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐλλάμψεως νὰ μετέχη στὴν ἐμπειρία τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Τριαδικοῦ Φωτός. Οἱ ἄνθρωποι παράγουν πολιτισμὸ καὶ συγκροτοῦν τὴν Ἐκκλησία. Μεταπτωτικὰ ὁ πολιτισμὸς ἀντανακλᾶ τὴν συγκρουσιακὴ «ψυχομαχικὴ» κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς Θεανδρικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διασώζει τὴν εἰκόνα τοῦ Θείου ἀπεικάσματος, τὸ ἀνθρώπινο Πρόσωπο. Κοινὸς παρανομαστής, λοιπόν, Ἐκκλησίας καὶ Πολιτισμοῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ἀμφισημία, ὅμως, πολλὲς φορές, ἰδιαίτερα τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ προβληματίζει τὸν ἄνθρωπο. Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ πάρη θέση, κυρίως, ὡς πρὸς τὸ τρίπτυχο τῶν βιοτεχνολογικῶν ἐφαρμογῶν, τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καὶ τῶν περιβαλλοντικῶν συμπεριφορῶν, προκειμένου τὸ κάλλος τοῦ κόσμου νὰ ἀνακτήση τὴν ὀντολογική του ἔννοια.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐνυπόστατη κοινωνία προσώπων καὶ ὄχι μιὰ κλειστή, ἀπέναντι στὸν κόσμο, κοινότητα. Παρ' ὅλο ποὺ στὶς ἱστορικές της ἐκφάνσεις πάντα ἀποτελοῦσε στοιχεῖο διατήρησης τῶν Ἐθνῶν, ἡ χριστιανική, περὶ Ἀγάπης, διδασκαλία, τῆς ἐπέτρεψε νὰ γεφυρώνη τὰ κοινωνικὰ χάσματα καὶ τοὺς πολιτικοὺς διαχωρισμοὺς καὶ νὰ συμβάλλη στὴν κοινωνικὴ συνοχή. Στὴν σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη ἀνθρώπινη κοινότητα, ὅροι, ὅπως «ἱερὴ ἀποδημία» ἡ «προσκυνηματικὴ περιήγηση» ἔχουν ἀντικατασταθῇ μὲ ὅρους τῆς ἐλεύθερης οἰκονομίας, ὅπως «θρησκευτικὸς τουρισμός». Ὡστόσο, τὰ ἱστορικὰ ἀποτυπώματα τοῦ γεννήτορος πολιτισμοῦ, ὅπως γιὰ παράδειγμα οἱ Ἅγιοι Τόποι, συνιστοῦν ἱερὰ προσκυνήματα γιὰ τοὺς πιστούς, ἐνῷ ἀποτελοῦν σημεῖο συνύπαρξης σύμπαντος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου.
Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἀναπτύσσονται βέβαια καὶ μηχανισμοὶ συνάντησης τῶν λαῶν καὶ τῶν πολιτισμῶν.
Εἶναι ἀδύνατο νὰ προσεγγίση καὶ νὰ ἐρμηνεύση κανεὶς ἕναν πολιτισμό, χωρὶς νὰ λάβη ὑπόψη τὶς μορφὲς ἐκδήλωσης τῆς πνευματικότητάς του. Στὸν χῶρο τῶν Βαλκανίων ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἀποτέλεσε, ἁπλὰ καὶ μόνο, ἕνα τμῆμα τῆς πολιτιστικῆς παράδοσης, ἀλλὰ τὴν κοινὴ μήτρα ὅλων τῶν λαῶν τῆς Βαλκανικῆς Χερσονήσου. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Ρουμανικὸς λαὸς κατόρθωσε νὰ διατηρήση τὴν ταυτότητά του, μέσα στὴν πολυκύμαντη ἱστορία του, χάρη στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σήμερα, καὶ αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ὅλες οἱ ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Εὐρώπης καὶ ἀλλοῦ, ἔχει ἀναλάβει τὸ ἱερὸ καθῆκον νὰ συντελέση στὴν ἀνάταση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ καὶ παγκόσμιου πολιτισμοῦ ὡς τόπος καὶ τρόπος πνευματικῆς ἀναγέννησης καὶ ἀναψυχῆς, ὡς πηγὴ ἐλπίδας γιὰ ἕναν καλύτερο καὶ πιὸ εἰρηνικὸ κόσμο, ὡς ἐργαλεῖο ἀνακούφισης τοῦ ἀνθρώπινου πόνου καὶ ἀπάμβλυνσης τῶν κοινωνικῶν δυσαρμονιῶν, ἀλλά, κυρίως, ὡς τὸ «φῶς» αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὡς τὸ «ἅλας τῆς γῆς».
Ἡ Ἐκκλησία ἀνάγει τὴν ἐπικοινωνία σὲ κοινωνία προσώπων, τὰ ὁποῖα ὁδηγεῖ στὴν ἐπαναφορά του «κατ’ εἰκόνα» στὸ ἀρχέγονο κάλλος καὶ στὴν ἐπανάκτηση τῆς ταυτότητάς τους. Οἱ δογματικὲς ἀλήθειες μεταμορφώνουν τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἑπομένως συνέβαλαν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ συμβάλλουν τὰ μέγιστα στὴν οὐσιαστικὴ πολιτισμικὴ διαμόρφωση τῶν σύγχρονων κοινωνιῶν. Ὑπάρχει ἄρρηκτη σχέση αἰτίου καὶ αἰτιατοῦ, μεταξὺ δόγματος καὶ πολιτισμοῦ, καθὼς οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ἀσπάζονται εἴτε τὴ μία εἴτε τὴν ἄλλη δογματικὴ προσέγγιση τῆς σχέσης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἐπιχειροῦν νὰ δώσουν νόημα στὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τῶν κοινοτήτων τους, γονιμοποιῶντας τὴν αἰώνια ἀλήθειά τους στὴν σύγχρονη ἱστορικὴ πραγματικότητα.
Τὸ Δίκαιο εἶναι ἕνα μέσο ποὺ ὑπηρετεῖ τὴν παραπάνω σκοποθεσία.
Τὸ Δίκαιο τῶν ἱερῶν κανόνων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι τὸ κλειδὶ στὸν ἀξιολογικό της κώδικα. Ὅλες οἱ καταφάσεις τῶν παναθρώπινων διαπολιτισμικῶν σταθερῶν ἀνάγονται σὲ προστατευόμενα ἔννομα ἀγαθά, μὲ τὰ ὁποῖα οἰκοδομεῖται ἡ ἀξιολογικὴ πυραμίδα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ νομοκανονικὴ ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία ἐκφεύγει τοῦ στείρου νομικισμοῦ καὶ προσφέρει ἔργα ἀπαράμιλλης πολιτισμικῆς ἀξίας. Γιὰ παράδειγμα τὸ Πηδάλιο, ὡς ἔργο πνοῆς, ἀποτελεῖ πολύπτυχο θεμέλιο τῆς παράδοσης τῆς Ἑλληνορθόδοξης ἱστορικῆς συμπόρευσης. Ἡ μνημειώδης σπουδαιότητά του ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι συνιστᾶ μεθόριο, μεταξὺ τοῦ Βυζαντινοῦ καὶ Νεοελληνικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ, κοινωνικοῦ καὶ πολιτισμικοῦ βίου.
Σὲ ὅλα τὰ ἔργα τῆς Πατερικῆς γραμματείας μαρτυρεῖται ὁ χριστιανικὸς πολιτισμός. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ποίηση καὶ ἡ θρησκευτικὴ λογοτεχνία λειτούργησαν καὶ λειτουργοῦν, ὡς μέσα μετάδοσης τοῦ Εὐαγγελικοῦ μηνύματος σκιαγραφῶντας ὑψηλὰ θεολογικὰ νοήματα, ἐκφράζοντας τὸν ἠθικὸ καὶ πνευματικὸ βίο καὶ ἀναδεικνύοντας τὴν διαχρονικὴ προσπάθεια τῆς ποίησης νὰ ὑμνήση καὶ νὰ «ἀνακαλύψη» σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο τὸν Ἀποκεκαλυμμένο Ποιητὴ τῶν πάντων.
Κάθε μορφὴ ἐκκλησιαστικῆς τέχνης δημιουργεῖται ἐντὸς τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι καὶ προεκτείνεται, πέρα ἀπὸ τὸ αἰσθητικὸ κάλλος, στὴν αἰωνιότητα, ἀναπτύσσοντας τὴν δυναμικὴ τοῦ Εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Ἡ βιωματικὴ προσέγγιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης στοχεύει στὴν μετακίνηση τῶν περὶ τέχνης ἐρωτημάτων ἀπὸ τὸ πὼς στὸ γιατί.
Στὴν ἐκκλησιαστικὴ τέχνη τὸ κάλλος τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ βρίσκει τὴν πιὸ ἁπτὴ καὶ ἄμεση ἔκφραση στὴν Λατρεία. Ἡ Λατρεία εἶναι διαλεκτικὸ στοιχεῖο πολιτισμοῦ, ἀλληλεπιδρᾶ, παράγει καὶ συντηρεῖ τὸν πολιτισμό. Ὅμως ἡ θεολογία τῆς ὀρθόδοξης Λατρείας δὲν ἐπιτρέπει τὴν περιχαράκωσή της, ὡς ἕνα ἐνδοκοσμικὸ πολιτισμικὸ ἀγαθό, ἀφοῦ σκοπός της εἶναι ἡ ἐνίσχυση τῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου νὰ σχετισθῇ μὲ τὸν Θεό. Ἡ σωτηριολογικὴ καὶ ὄχι ἡ αἰσθητική της διάσταση εἶναι κυρίαρχη στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ ἀφορμὴ τὴν διδασκαλία τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, περὶ τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὁδηγούμαστε στὸ γενικὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ τέχνη ἔχει ὡς τελικὴ σκοποθεσία τὸν πνευματικὸ διάλογο καὶ τὴν ἀφύπνιση τῆς ἐσωτερικότητας τοῦ Θεανδρικοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡστόσο στὴν ἐκκλησιαστικὴ τέχνη παρεμβάλλονται καὶ ἄλλες ποικίλες σκοποθεσίες πού, μάλιστα, ὑπερβαίνουν τὸ ἐκκλησιαστικὸ πεδίο καὶ ἀφοροῦν στὸ εὐρύτερο κοινωνικὸ γίγνεσθαι.
Ἀντικείμενα τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης δηλώνουν τὴν ἱστορία τῆς σχέσης Χριστιανισμοῦ καὶ πολιτισμοῦ σὲ πολλὰ ἐπίπεδα. Ὅπως, γιὰ παράδειγμα, τὸ τρίπτυχο τῆς Μονῆς Stavelot. Ἀφηγεῖται ἀλεκτικὼς τὴν ἱστορία τῆς εὕρεσης τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Τεκμηριώνει μὲ τὴν ἰδιότητά του, ὡς διπλωματικὸ δῶρο τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα πρὸς τὸν Βασιλέα τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια περὶ τοῦ χριστιανικοῦ χαρακτῆρα τῶν δύο δεσποζουσῶν πολιτικῶν ἐξουσιῶν τῆς ἐποχῆς. Τέλος, ἀντικατοπτρίζει τὴν προσπάθεια αὐτῶν τῶν ἐξουσιῶν νὰ συζεύξουν συμβολικά τις δυὸ διαφορετικὲς θεάσεις τοῦ κόσμου, τοὺς δυὸ διαφορετικοὺς πολιτισμούς, μέσῳ τῆς προβολῆς τῆς κοινῆς ἱστορικῆς πηγῆς τῆς θρησκευτικῆς πίστης τους.
Στὴ σύγχρονη ἐποχὴ οἱ πολιτικὲς σκοποθεσίες ἔχοντας ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ αὐτὲς τοῦ κοσμοειδώλου τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ, καὶ βιώνοντας τὴν ἐξέλιξη τῆς παγκοσμιοποίησης, προσαρμόζουν τὰ προσφερόμενα πολιτισμικά, κοινωνικὰ καὶ μορφωτικὰ ἀγαθὰ στὶς ἀνάγκες τῶν καιρῶν. Γιὰ παράδειγμα, ἡ παιδεία ἀντιμετωπίζει τὴν πρόκληση τῆς πολυπολιτισμικότητας
Ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐν πολλοῖς τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας εἶναι σαφής: Τὸ αἴτημα τῆς προσαρμογῆς τῶν σχολικῶν ἐγχειριδίων στὶς ἀπαιτήσεις τῆς σύγχρονης διαπολιτισμικῆς ἀγωγῆς δὲν συνεπάγεται τὴν μεταβολὴ τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν σὲ θρησκειολογικό. Σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος τοῦ σχετικισμοῦ καὶ τοῦ συγκρητισμοῦ. Παραλλήλως, ἡ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία, δὲν ἐπιτρέπει τὴν ἀνάπτυξη φαινομένων διάκρισης, ξενοφοβίας, ρατσισμοῦ καὶ ὑποτίμησης τοῦ διαφορετικοῦ, διότι ἑδράζεται στὴν διδασκαλία της «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου. Συνδυάζοντας τὴν Θεολογία τῆς ἀγάπης μὲ τὰ ὑψηλὰ ἰδανικὰ καὶ τὶς ἀξίες τῶν λοιπῶν ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν, συγκροτεῖ ἕνα σημαντικὸ στοιχεῖο στὸ ὁπλοστάσιο τῆς σχολικῆς ἀγωγῆς κατὰ τοῦ ρατσισμοῦ. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σχολικὴ ἀγωγή, ὁ Χριστιανὸς πολίτης, λαμβάνει καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ βιωματικὴ ἀγωγή.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ γεφυρώνει ἐν τῇ πράξει τὴν ὀρθόδοξη θεολογία μὲ τὸ ἀπόσταγμα τῶν ἰδανικῶν του λοιπῶν ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν. Ἡ Ἐκκλησία καταφάσκει τὴν ὠφέλιμη, γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἐπιστήμη καὶ πολλὲς φορὲς τὴν ἀξιοποιεῖ. Ἀκόμη καὶ τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες μπορεῖ νὰ θέση στὴν ὑπηρεσία τῶν ὑψηλότερων θεολογικῶν καὶ ποιμαντικῶν της στοχεύσεων. Αὐτὴ καθ' ἑαυτὴ ἡ μαθηματικὴ σκέψη μπορεῖ νὰ τεθῇ στὴν ὑπηρεσία τῆς κατανοήσεως τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου, πρὸς τὴν ὁδὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, μέσα ἀπὸ τὰ διαλεκτικὰ σχήματα τῆς ἀσυμβατότητας, τῆς τομῆς καὶ τῆς παραλληλίας. Ἡ ἀσυμβατότητα ἐντοπίζεται στὴν δογματικὴ διδασκαλία. Στὰ μαθηματικά, τὰ ἀξιώματα δὲν ἐπαληθεύονται καὶ δὲν παράγονται τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Στὴν Ἐκκλησία τὰ δόγματα ἀποτελοῦν διηγήσεις καὶ ὄχι ἐπινοήσεις. Αὐτὸς εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας. Νὰ καταδεικνύη καὶ νὰ θυμίζη στὸν ἄνθρωπο ὅτι Δόγμα καὶ Ἀποκάλυψη εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τοῦ πολιτισμοῦ του.
Ἡ Ἐπιτροπὴ πορισμάτων
- Εἰρήνη Χριστινάκη – Γλάρου
Παναγιώτης Σταματόπουλος
Κωνσταντῖνος Φρεγαδιώτης
Σεβαστιανὸς Ἀνδρεάδης
Βασίλειος Γκρίλλας.
- Προβολές: 2641