Ἐπίκαιροι Σχολιασμοὶ: Περί «ἐπιουσίου Ἄρτου» καὶ Παιδείας
Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Ἡ ἔναρξη τοῦ νέου σχολικοῦ ἔτους καλύπτεται καὶ πάλι ἀπὸ τὶς φλόγες καὶ τοὺς καπνοὺς τῶν πυρκαγιῶν, ποὺ θυσιάζουν τὸ «πράσινο αἷμα» τῶν δένδρων στὸν βωμὸ ἀνόμων συμφερόντων ἡ ἁπλῶς στὸ τίποτα, καίγοντας τὰ «πρωτότοκα» τῶν δασῶν - τὰ σημαντικότερα δάση - με τὴν φωτιὰ τῆς ἀδιαφορίας καὶ τῆς ἔλλειψης κοινωνικῆς αὐτοργάνωσης, ἀφοῦ κρατικὴ ὀργάνωση δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη χωρὶς κοινωνικὴ συνευθύνη.
Ἐπίσης ἡ ἔναρξη τοῦ νέου σχολικοῦ ἔτους καλύπτεται καὶ ἀπὸ τὴν δημοσιογραφικὰ ἐντεινόμενη ἀγωνία γιὰ τὴν ἐνδεχόμενη πανδημία τῆς νέας γρίπης. Οἱ φωτιὲς καὶ ἡ ἀγωνία γιὰ τὴν ἐνδεχόμενη πανδημία της γρίπης, σύμφωνα μὲ τὴν συνήθη αἰτιολόγησή τους, ὑποδηλώνουν ἔλλειψη σχετικῆς παιδείας. Μιᾶς παιδείας ποὺ λείπει, γιατί δὲν παρέχεται ἀπὸ τὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση.
Συζητήσεις, πάντως, γιὰ τὴν παιδεία γίνονται. Ἡ ἐπιτροπή, γιὰ παράδειγμα, ποὺ μελετᾶ τὶς ἀλλαγὲς ποὺ πρέπει νὰ γίνουν στὸ Λύκειο, συνεχίζει τὸ ἔργο της, ἀλλὰ δὲν καταλαμβάνει χῶρο στὴν δημοσιογραφικὴ ἐπικαιρότητα, ἡ ὁποία συνήθως ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἐπιφάνεια τῶν γεγονότων καὶ ὄχι τὴν οὐσία τους. Μὲ τὴν ἔναρξη βέβαια τῶν μαθημάτων θὰ γίνη καθηκόντως κάποια ἀναφορὰ στὴν ποιότητα τῶν σχολικῶν βιβλίων, στὴν ἀναποτελεσματικότητα τῶν σχολικῶν μαθημάτων, μὲ λόγια τετριμμένα, ἐπαγγελματικά, χωρὶς νὰ ἀγγίζουν τὸν πυρῆνα τοῦ προβλήματος.
Αὐτὸν τὸν πυρῆνα θὰ ἐπιδιώξουμε νὰ ἀγγίξουμε, μὲ σχετικὴ συντομία καὶ τὴν συνεπόμενη ἐλλειπτικότητα, χρησιμοποιῶντας λογικὸ καὶ πνευματικὸ ἐξοπλισμὸ ἀπὸ τὸ θησαυροφυλάκιο-ὁπλοστάσιο τῆς παράδοσής μας.
Θὰ ξεκινήσουμε μὲ στίχους του Ἐλύτη ἀπὸ τὸ Ἄξιον ἐστὶ καὶ τὴν ἐπιγραμματικὴ ἑρμηνεία τους ἀπὸ τὸν Τάσο Λιγνάδη. Θὰ χρησιμοποιήσουμε τοὺς στίχους καὶ τὴν ἑρμηνεία τους ὡς ἀφορμὴ καὶ ὡς ἱστορικὸ παράδειγμα, ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψη νὰ δοῦμε τὸ θέμα μας μὲ ποιητικὸ καὶ ἠρωϊκὸ τρόπο, ἐνθυμούμενοι τὰ βάσανα τοῦ λαοῦ μας.
Οἱ στίχοι ἀνήκουν στὸ ὄγδοο ἆσμα ἀπὸ τὸ δεύτερο μέρος του Ἄξιον ἐστί, ποὺ τιτλοφορεῖται: Τὰ πάθη. Ψάλλει λοιπὸν ὁ Ἐλύτης:
«Τοῦ Θεοῦ τὸ στάρι / 'στὰ ψηλὰ καμιόνια // τὸ φόρτωσαν καὶ πάει».
Καὶ ὁ Τάσος Λιγνάδης ἑρμηνεύει: «Ἐστέρησαν τὸν "ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον"' τὴν λιγοστὴ σοδειά μας τὴ μετέφεραν μὲ τὰ καμιόνια τους στὴ Γερμανία».
Εἶναι σαφὴς ἡ ἀναφορὰ στὰ χρόνια τῆς Γερμανικῆς κατοχῆς, ὅταν οἱ κατακτητὲς ἔπαιρναν «τὴν λιγοστὴ σοδειά μας» καὶ τὴν μετέφεραν γιὰ κατανάλωση στὴν Γερμανία. Τὴν στεροῦσαν ἀπὸ τοὺς ἰδιοκτῆτες καὶ καλλιεργητὲς τῆς γῆς, στοὺς ὁποίους ἄφηναν, σὰν μισθό, τὴν πεῖνα, τὸν φόβο, τὴν ἀγανάκτηση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπαναστατικὴ φωτιὰ σὲ ὅσους δὲν ἦταν διατεθειμένοι νὰ δεχθοῦν ἐθελόδουλα τὴν ξενικὴ κατοχή, τὴν «ἁρπαγὴν τῶν ὑπαρχόντων» καὶ τὴν συνακόλουθη πεῖνα.
Τὸ ἆσμα του Ἐλύτη συνεχίζει μὲ τοὺς ἀκόλουθους στίχους:
- «Μὲς στὴν ἔρμη κι ἄδεια / πολιτεία μένει // τὸ χέρι ποὺ μονάχα //
- Μὲ μπογιὰ θὰ γράψει / στοὺς μεγάλους τοίχους //
- ΨΩΜΙ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».
Καὶ ἡ ἑρμηνεία τοῦ Τ. Λιγνάδη: «Ἡ μόνη παρηγοριὰ στὶς νεκρωμένες πολιτεῖες τὰ συνθήματα ποὺ ἔγραφαν οἱ ἀντιστασιακὲς ὀργανώσεις στοὺς τοίχους». Εἶναι γνωστὸν ὅτι τὸ σύνθημα τῶν ἀντιστασιακῶν ὀργανώσεων τῆς κατοχῆς, ποὺ καταγράφει ὁ Ἐλύτης, περίπου τριάντα χρόνια ἀργότερα ἐπεκτάθηκε στὸ γνωστὸ σύνθημα: «Ψωμί, Παιδεία, Ἐλευθερία». Ἀνάμεσα στὸ «ψωμὶ» καὶ τὴν «ἐλευθερία» μπῆκε ἡ «παιδεία».
Τὸ σύνθημα ποὺ ἦταν «παρηγοριὰ στὶς νεκρωμένες πολιτεῖες» τῆς κατοχῆς, ἐμπλουτισμένο μὲ τὸ αἴτημα τῆς «παιδείας» εἶναι καὶ στὶς μέρες μας μιὰ παρηγοριά, ὅταν καὶ ὅπου ἐμφανίζεται, κυρίως ὅταν λέγεται ἡ γράφεται μὲ ἐπίγνωση, ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ γνωρίζουν τί λένε. Εἶναι παρηγοριὰ γιὰ ὅσους αἰσθάνονται τὴν πνευματικὴ πεῖνα στὶς πνευματικὰ καὶ πολιτιστικὰ νεκρωμένες πολιτεῖες, οἱ ὁποῖες, δυστυχῶς, μᾶλλον ἐθελόδουλα ζοῦν στὴν κατοχὴ τοῦ πιὸ σκληροῦ πνευματικοῦ δυνάστη• τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ ἔχει ἀπολυτοποιήσει τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις καὶ τὴν λογικὴ καὶ ἔχει ἐξοβελίσει τὴν πίστη καὶ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας στὴν περιοχὴ τῶν ἀπόρρητων προσωπικῶν δεδομένων.
Ἂς ἔλθουμε ὅμως πάλι στὸ ἆσμα του Ἐλύτη ἀπὸ τὸ Ἄξιον ἐστί. Ἡ σοδειὰ ποὺ μετέφεραν μὲ τὰ καμιόνια τους οἱ κατακτητὲς στὴν Γερμανία ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν ποιητή: «Τοῦ Θεοῦ τὸ στάρι». Ἡ ἔκφραση αὐτὴ εἶναι πηγαῖα. Ἀναβλύζει μέσα ἀπὸ τὸ «βαθὺ πηγάδι τῆς μνήμης» τοῦ λαοῦ μας, ὁ ὁποῖος θεολογοῦσε (καὶ ἴσως ἀκόμη νὰ θεολογὴ) μὲ τὰ πιὸ ἁπλὰ καὶ ὑλικὰ στοιχεῖα. Ἡ σοδειὰ ποὺ παίρνει ἀπὸ τὸ χωράφι του εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος ὅλος εἶναι τοῦ Θεοῦ. Μᾶς δόθηκε «εἰς ἀπόλαυσιν καὶ τροφὴν ἡμετέραν». Ἀπὸ αὐτὸν λοιπὸν τὸν λαό, ποὺ ζῆ εὐχαριστιακὰ τὸν κόσμο, στεροῦσαν οἱ κατακτητὲς τὸν «ὑλικὸν ἄρτον». Αὐτὸν τὸν ἄρτο τὸν ὀνομάζει ὁ Λιγνάδης στὴν ἑρμηνεία του «ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον», παραπέμποντας στὴν Κυριακὴ Προσευχὴ καὶ δίνοντας, μᾶλλον ἄθελά του, βαθύτερο συμβολισμὸ στὸ ποίημα, ἀφοῦ ἁπλώνει τὸ νόημά του στὸ θεολογικὸ ὑπέδαφος τῆς παραδόσεώς μας.
Ὁ Ἐλύτης γράφοντας «Τοῦ Θεοῦ τὸ στάρι» ἐννοοῦσε τὸ ὑλικὸ στάρι, ποὺ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἑρμηνεία του Λιγνάδη δὲν εἶναι μόνο τὸ στάρι ἀπὸ τὸ ὁποῖο φτιάχνεται τὸ ὑλικὸ ψωμί. Εἶναι στάρι ἀπὸ τὸ ὁποῖο φτιάχνεται ὁ ἄρτος τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ ὁ ἄρτος τῆς ψυχῆς• ὁ «ἐπιούσιος ἄρτος». Στὸ σημεῖο αὐτὸ χρειάζεται νὰ δώσουμε πολὺ συνοπτικὰ τὴν ἑρμηνεία γιὰ τὸν «ἐπιούσιο ἄρτο», ἡ ἐξασφάλιση καὶ ἡ μετάληψη τοῦ ὁποίου, κατὰ τὴν φτωχὴ «περιθωριακή» μας γνώμη, πρέπει νὰ εἶναι τὸ κύριο περιεχόμενο τῆς Παιδείας. Διότι ἡ Παιδεία πρέπει νὰ μᾶς καθιστᾶ ἱκανοὺς νὰ ἀποκτοῦμε καὶ νὰ «μεταλαμβάνουμε» τὸν «ἐπιούσιο ἄρτο», διότι αὐτὸς ὁ «Ἄρτος» εἶναι ἡ «ἐλευθερία ἡμῶν». Σύμφωνα μὲ τοὺς ἑρμηνευτὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ λέξη «ἐπιούσιος» συναντᾶται γιὰ πρώτη καὶ μοναδικὴ φορὰ στὴν Κυριακὴ Προσευχή, «στὸ Πάτερ ἡμῶν,» και ἡ σημασία της εἶναι εὐρεῖα καὶ σημαντική. Συνοπτικὰ σημαίνει τὸν ἐπίγειο, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐράνιο ἄρτο, τὸ ὑλικὸ ψωμὶ ἀλλὰ καὶ τὸν Χριστό. Σὲ μιὰ ἑρμηνεία μὲ σύγχρονη ἐπαναδιατύπωση, σύμφωνη ὅμως μὲ τὸ πνεῦμα τῆς παράδοσης, «ἐπιούσιος ἄρτος» εἶναι ὁ ἄρτος τῆς «ἐπιούσης ἡμέρας», τῆς ἑπομένης ἡμέρας, δηλαδὴ τοῦ μέλλοντος καὶ κατ’ ἐπέκταση τοῦ «μέλλοντος αἰῶνος». Ζητοῦμε νὰ τραφοῦμε «σήμερα» μὲ τὸν «ἄρτον τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, «ὁ ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ»(Ιωάν. 6,41).
Σύμφωνα μὲ μιὰ ἐπικρατέστερη ἑρμηνεία «ἐπιούσιος ἄρτος» εἶναι ὁ ἄρτος ὁ ἀπαραίτητος γιὰ τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἀναγκαῖος «ἐπὶ τῆς οὐσίας» τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἡ «οὐσία» τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐξαντλεῖται μόνο στὸ σῶμα του. Ὑπάρχει καὶ ἡ ψυχή, ἡ ὁποία θέλει νὰ ζήση τρώγοντας τὸν «πνευματικὸν ἄρτον». Ὁπότε «ἐπιούσιος ἄρτος» εἶναι ἡ ἀπαραίτητη τροφὴ γιὰ τὸ σῶμα, ἡ μετάληψη τῆς ὁποίας πρέπει νὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ὀλιγάρκεια, καὶ ἡ ἀναγκαία τροφὴ γιὰ τὴν ψυχὴ ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Χάρη καὶ ἡ Ζωὴ τοῦ Ὁποίου μεταδίδεται σὲ ἐμᾶς μὲ τὸν πνευματικὸ λόγο, τὴν προσευχή, ἀλλὰ κυρίως καὶ προπαντὸς μέσῳ τῆς Θείας Εὐχαριστίας• μὲ τὴν «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης» μετάληψη τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
«Τοῦ Θεοῦ τὸ στάρι», ὅλον τὸν ἀνθρώπινο πολιτισμό μας, ποὺ ἀφομοιώθηκε καὶ μεταποιήθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, ὥστε νὰ ἐκφράση τὴν Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, τὸν φόρτωσαν οἱ πνευματικοὶ δυνάστες μας «στὰ ψηλὰ καμιόνια» τους, στὸν τεχνικὸ καὶ διανοητικὸ πολιτισμό τους, καὶ τὸν μετέφεραν ἀποκομμένο ἀπὸ τὴν ζωντανὴ θεολογία στοὺς λαούς τους. Τὸν περιόρισαν στὸν ἄρτο τοῦ σώματος καὶ στὴ σίτηση τῆς ὑπερτροφικῆς λογικῆς, ποὺ πνίγει τὶς ἐσώτερες ἐφέσεις τῆς ψυχῆς. Τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι θεωροῦμε καὶ ἐμεῖς πρόοδο τὸ νὰ ζητιανεύουμε τὸν «ἄρτο» μας, τὴν πνευματικὴ τροφή μας, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀρνοῦνται τὴν σύνδεση τοῦ «ἐπιουσίου ἄρτου», ἀπὸ τὸν «οὐράνιο ἄρτο», τὸν Χριστό.
Γιὰ τὴν παράδοσή μας ὅμως Παιδεία «ἁρμόδια ἐπὶ τῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου» δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ πολιτιστικὴ ζητιανιά. Παιδεία εἶναι ἡ διανοητικὴ καὶ θεολογικὴ στοιχείωση, καθὼς καὶ ὁ σύμφωνος μὲ αὐτὲς τρόπος ζωῆς, ποὺ μᾶς κάνουν ἱκανοὺς νὰ ἀποκτοῦμε καὶ νὰ μεταλαμβάνουμε τὸν ζωντανὸ «ἐπιούσιο ἄρτο», δηλαδὴ τὸν Χριστό, τὴν Ζωὴ καὶ τὴν «ἐλευθερία ἡμῶν».–
- Προβολές: 2900