Skip to main content

Θεολογικά γράμματα του Γέροντος Σωφρονίου (Α )

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Κυκλοφόρησε από την Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας ένα νέο βιβλίο του μακαριστού Γέροντος Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ) με τίτλο Γράμματα στη Ρωσία, που μετέφρασε από την ρωσική γλώσσα ο Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου.

Πρόκειται για επιστολές που απέστειλε ο Γέροντας Σωφρόνιος σε μέλη του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος -στα αδέλφια του και τους συγγενείς του-, ενώ στην αρχή παρουσιάζεται μια απομαγνητοφωνημένη ομιλία που έκανε στους στενούς συγγενείς του, όταν τους συνάντησε κατά την επίσκεψή του στην Ρωσία, το 1975, και εκείνοι ενδιαφέρθηκαν να μάθουν για την ζωή που πέρασε τόσα χρόνια, από τότε που τους αποχωρίσθηκε.

Πάντοτε έδινα ιδιαίτερη προσοχή στις προσωπικές επιστολές ενός ανθρώπου, γιατί σε αυτές υπάρχει ατόφιος ο εαυτός του, αφού συνήθως οι επιστολές γράφονται μέσα στα πλαίσια της προσωπικής επικοινωνίας και όχι με βάση τις επιστημονικές γνώσεις και τις διανοητικές ενασχολήσεις του συγγραφέα. Οπότε, οι επιστολές έχουν μια αμεσότητα και ζωντάνια και αποκαλύπτουν την προσωπικότητα και το εσωτερικό βάθος του αποστολέα.

Μέχρι τώρα είχαν δημοσιευθή οι επιστολές του Γέροντα στον Μπάλφουρ, οι περισσότερες από τις οποίες εγράφησαν και απεστάλησαν από το Άγιον Όρος, τότε που ασκείτο στην μοναχική και ερημική ζωή. Με την δημοσίευση, όμως, των επιστολών προς τα αδέλφια του, που γράφηκαν στην Γαλλία και την Αγγλία, μας δίνεται η δυνατότητα να γνωρίσουμε τον Γέροντα Σωφρόνιο κατά τα μετέπειτα χρόνια μέχρι τα βαθειά του γηρατειά, όταν προετοιμαζόταν ο ίδιος για τον θάνατο και ταυτόχρονα προετοίμαζε και άλλους γι' αυτήν την ώρα.

Θεωρώ ότι το περιεχόμενο των επιστολών αποτελεί έναν πνευματικό θησαυρό και μια μεγάλη προσφορά στην Εκκλησία που αναδεικνύει τέτοιους εμπνευσμένους ανθρώπους, αλλά και γενικά στην ανθρωπότητα. Μέσα από την προοπτική αυτή οι επιστολές ξεπερνούν την στενή του οικογένεια και επεκτείνονται σε όλη την οικογένεια του Αδάμ.

Στα επόμενα θα εντοπίσω τα πιο σημαντικά σημεία που διέκρινα, διαβάζοντας το βιβλίο αυτό.

1. Αυτοβιογραφικά στοιχεία

Είναι γνωστόν ότι οι επιστολές που αποστέλλονται σε γνωστά πρόσωπα και δεν προορίζονται για δημοσίευση από τον αποστολέα γράφονται με ελευθερία και έχουν πολλά προσωπικά στοιχεία. Αυτό συμβαίνει και σε αυτές τις επιστολές αυτά του Γέροντος Σωφρονίου. Από αυτές μαθαίνουμε για τις πνευματικές του αναζητήσεις, την ζωή του στην έρημο του Αγίου Όρους, τον τρόπο ζωής του στο Παρίσι, τις προσπάθειές του να ανοικοδομήση την Ιερά Μονή στο Έσσεξ Αγγλίας, τον τρόπο διαβίωσής του, τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις από διάφορα μέρη, όπως την Αγία Γη της Παλαιστίνης, την Ελβετία, την Ιταλία, την Ισπανία, το Βέλγιο κλπ.

Βέβαια, ο ίδιος γράφει στην αδελφή του Μαρία: «Παραπονιέσαι ότι γράφω λίγα για τον εαυτό μου, για την υγεία μου… Δεν συνήθισα να γράφω για τον εαυτό μου. Όταν το κάνω αυτό, τότε να γνωρίζεις ότι αυτό συμβαίνει εξαιρετικά σπάνια. Αλλά βέβαια δεν ταιριάζει σε μένα αυτό, όπως λένε, να γράφω για τον εαυτό μου». Όμως, από τις εξαιρετικά αυτές λίγες περιπτώσεις βγαίνει μεγάλος πλούτος και καταλαβαίνουμε την πνευματική του ζωή και τις ευλογημένες εμπειρίες του.

Τα βασικότερα αυτοβιογραφικά του στοιχεία παρουσιάζονται στο πρώτο κείμενο που επιγράφει «Συνομιλία με την οικογένεια», και όπως προαναφέρθηκε είναι μια απομαγνητοφωνημένη διήγηση και συνομιλία που είχε με τα πρόσωπα του συγγενικού του περιβάλλοντος, όταν τους επισκέφθηκε στην Μόσχα το 1975, σε ηλικία 80 περίπου ετών. Έναν χρόνο μετά από αυτήν την συνομιλία γνώρισα κι εγώ προσωπικά τον Γέροντα.

Ως ώριμος πνευματικά και ως πεπειραμένος από τις επισκέψεις του Θεού «παππούς», ο Γέροντας μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, για τους γονείς του, την παραμάνα του, την ζωή του κατά την νεότητά του στην Μόσχα, την διαμονή του στο Παρίσι, την μετάβασή του στο Άγιον Όρος, την «διαμάχη» του με τον Θεό, την συνάντησή του με τον άγιο Σιλουανό, την ζωή του στην έρημο του Αγίου Όρους (τα φρικτά Καρούλια), τα βιβλία που έχει γράψει στα οποία αποτυπώνει την πνευματική του πείρα κλπ. Διαπίστωσε ότι οι συγγενείς του ήθελαν να μάθουν περισσότερα για την ζωή του, αλλά επίσης ήθελε και να τους βοηθήση πνευματικά.

Η ευγνωμοσύνη του στην μητέρα του και την παραμάνα του που τον μεγάλωσαν και του μετέδωσαν εμπειρίες εκκλησιαστικής ζωής και προσευχής εντυπωσιάζουν τον αναγνώστη.

Επειδή διηγείται κυρίως την εσωτερική και όχι την εξωτερική ζωή του υπογραμμίζει τα τρία βασικά ερωτήματα που τον απασχόλησαν κατά καιρούς και συνιστούσαν αυτό που ονομάζει «διαμάχη» με τον Θεό και τα οποία εκθέτει με χαρακτηριστικό τρόπο. Το πρώτο ερώτημα είναι: «Πως είναι δυνατό να ζήσεις αναμάρτητα σε αυτό τον κόσμο. Γιατί όλες μας οι πράξεις είναι τόσο ασήμαντες σε σχέση με όσα απαιτεί από μας το πνεύμα του Ευαγγελίου, που αυτό φαίνεται απλώς αδύνατο, ουτοπικό». Το δεύτερο ερώτημα ήταν «το πρόβλημα της δημιουργίας• ποιά δημιουργία παρουσιάζεται ως η υψηλότερη στη ζωή του ανθρώπου;». Το τρίτο ερώτημα ήταν «τι βρίσκεται στην αρχή όλης της υπάρξεως;».

Βεβαίως, όταν ο Θεός αποκαλύφθηκε στον Γέροντα, τότε ολόκληρη η ύπαρξή του γέμισε από την Χάρη του Θεού και δεν υπήρχε χώρος για ερωτήματα και προβληματισμούς.

2. Αγάπη και τρυφερότητα του Γέροντα στους συγγενείς του

Ο Γέροντας Σωφρόνιος, όπως φαίνεται διάχυτα σε όλες τις επιστολές του και σε άλλα κείμενά του, ήταν άνθρωπος που προσευχόταν για όλο τον κόσμο και έτσι, κατά την πνευματική του ζωή, ήταν οικουμενικός. Αγκάλιαζε όλους τους ανθρώπους και μοιραζόταν τα πάντα με αυτούς, το ψωμί του, τον χρόνο του, αλλά και την ίδιά του την εμπειρία. Αυτό κυρίως το έκανε σε αυτούς που προσήγγιζαν λίγο την δική του ζωή, τους οποίους αγαπούσε υπερβολικά και θυσίαζε τον εαυτό του για να τους βοηθήση.

Όμως, παράλληλα δεν αγνοούσε και τους κατά σάρκα συγγενείς του, που αγαπούσε πολύ, όπως ο ίδιος λέγει: «υπάρχει κάτι στο αίμα, στη συγγένεια, που κάνει τη συνάντησή μας να πραγματοποιείται με εμπιστοσύνη από την πρώτη στιγμή». Μια τέτοια συνάντηση γίνεται με αμοιβαία ελευθερία και αγάπη.

Οι επιστολές αποστέλλονται στις δύο αδελφές του, Μαρία και Αλεξάνδρα, ξεχωριστά η και στις δύο μαζί, η και στα τρία αδέλφια του, δηλαδή στις δύο προαναφερθείσες και τον Νικόλαο, όπως και στους «αγαπητούς καλούς και προσφιλείς συγγενείς».

Οι περισσότερες επιστολές εστάλησαν στην αδελφή του Μαρία που ήταν κατά επτά χρόνια μικρότερή του, και ορισμένες από αυτές στην Αλεξάνδρα που ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερή του. Οι επιστολές του έχουν κάποια διαφορά μεταξύ τους, γιατί η Μαρία είχε πολλές πνευματικές αναζητήσεις και σε έναν βαθμό μια πείρα της πνευματικής ζωής. Της άρεσε να την εισάγη ο Γέροντας «στην προοπτική της κοσμοθεωρίας» του, γι’ αυτό τον ρωτούσε για διάφορα θέματα που την απασχολούσαν.

Η Αλεξάνδρα δεν είχε τα ίδια ενδιαφέροντα, αλλά την απασχολούσε η δικαιοσύνη και αγωνιζόταν γι’ αυτήν. Είναι επόμενο το περιεχόμενο των απαντητικών επιστολών του Γέροντα να έχη μια διαφορά. Έτσι οι επιστολές προς την Μαρία είναι θεολογικές και πνευματικές, ενώ οι επιστολές προς την Αλεξάνδρα κινούνται στο δικό της επίπεδο με σημαντική προσπάθεια να την ανεβάση υψηλότερα. Αυτό δείχνει και την ιδιαίτερη αρετή της διακρίσεως, που χαρακτηρίζει τον Γέροντα Σωφρόνιο.

Πάντως και στις δύο αδελφές του εκδηλώνει την αγάπη του και είναι συγκρατημένα ευαίσθητος και τρυφερός. Την Μαρία την αποκαλεί πολλές φορές «αγαπητή, Μαρία, ειρήνη σ’ εσένα, αγαπητή μου»• «αγαπητή μου, ευγενική Μαρία»• «αγαπητή, καλή μου Μαρία»• «θαυμαστή και φιλτάτη μου Μαρία»• «Ω, Μαρία, θαυμαστή, καλή, πολύτιμη!»• «Μαρία, θαυμαστή, πολύτιμη, αλησμόνητη». Αποστέλλει την ευλογία, την ειρήνη κλπ. Σε μια επιστολή γράφει: «Αγαπητή μου Μαρία ειρήνη σ’ εσένα. Χίλιες φορές ειρήνη σ’ εσένα».

Αλλά και η κατακλείδα των επιστολών του προς αυτήν διακρίνεται από την ίδια τρυφερότητα και ευγένεια. Καταλήγει: «Αφοσιωμένος με αγάπη, ο δικός σου Σωφρόνιος»• «ο Σωφρόνιος που σε αγαπά»• «ο δικός σου Γερο-Σωφρόνιος»• «Σε αγαπώ, Μαρία μου»• «ο δικός σου Σωφρόνιος»• «όπως πάντοτε και για πάντα με αγάπη, ο δικός σου Σωφρόνιος».

Την αδελφή του Αλεξάνδρα αποκαλεί «αγαπητή μου», «καλή μου» • «Αλεξάνδρα, αγαπητή μου, πολύ αγαπητή μου». Και καταλήγει: «ο δικός σου Σωφρόνιος».

Και το περιεχόμενο των επιστολών είναι σημαντικό και δείχνει την ιδιαίτερη αγάπη και τρυφερότητα που εκδηλώνει απέναντί τους. Την αδελφή του Μαρία προσπαθεί να την καθοδηγήση στην πνευματική ζωή, μερικές φορές την διορθώνει, γιατί «έχει μεγάλο χρέος απέναντί» της. Άλλες φορές είναι έτοιμος να δώση μερικές τρυφερές επεξηγήσεις για να μη στενοχωρηθή. Σε ένα γράμμα του της γράφει: «Σε παρακαλώ, να μην μου αρνηθείς να σε αγαπώ στο μέλλον, όπως εσύ με αγαπούσες, να συνομιλώ μαζί σου, όπως εσύ συνομιλούσες με μένα (γραπτώς), να με εμπιστεύεσαι, όπως με εμπιστευόσουν νωρίτερα». Σε άλλο γράμμα γράφει: «Γνωρίζεις ότι σε θυμάμαι ακατάπαυστα, ιδιαίτερα τα μεσάνυκτα και ακόμη αργότερα». Αλλού γράφει: «Έχεις θαυμάσια καρδιά, ωστόσο όμως και συ ακόμη πρέπει να εργάζεσαι επάνω στον εαυτό σου, για να τον κάνεις ακόμη πιο άνετο με τους ανθρώπους που σε αγαπούν. Να γίνεις τέτοια, που να μη προκαλούνται ούτε προστριβές ούτε λάθη ούτε παρεξηγήσεις μαζί σου». Είναι ευγενικός μαζί της και γι' αυτό γράφει: «Και μην φοβάσαι, δεν θα σε ανησυχήσω άλλο με τίποτε που θα μπορούσε να σου θυμίσει την πληγή σου».

Στην αδελφή του Αλεξάνδρα, καίτοι λυπάται επειδή δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την Μαρία, παρά ταύτα της γράφει με ωραίο τρόπο και με μεγάλη ευγένεια, χωρίς να την προσβάλλη για τον τρόπο που ζούσε• την καθοδηγεί διακριτικά, μέσα από την φιλοσοφία που ήταν γνωστή σε αυτήν• γράφει για την απόγνωση που πέρασε και στο τέλος έχει μια καλή αίσθηση για την μετά θάνατο ζωή της.

3. Ησυχαστικός τρόπος ζωής

Ο Γέροντας Σωφρόνιος ήταν ένας αληθινός ησυχαστής που ζούσε και ανέπνεε τον αέρα της ιεράς ησυχίας, όπως την περιγράφουν οι ησυχαστές-νηπτικοί Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτό φαίνεται σε όλα τα κείμενά του που είδαν το φως της δημοσιότητας. Αυτό έζησε και κατά την διαμονή του για επτά χρόνια στην έρημο του Αγίου Όρους, αλλά και την μετέπειτα ζωή του στο Παρίσι και την Αγγλία. Ζούσε παντού και πάντοτε ως ένας ησυχαστής μοναχός των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας.

Αυτή η βίωση της ιεράς ησυχίας, κυρίως τότε που έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος, ήταν κατ’ εξοχήν χριστοκεντρική, αναφερόταν και συνδεόταν με το πρόσωπο του Χριστού και δεν την ζούσε απλώς ως μια αναχώρηση από τον κόσμο και τις κοινωνίες των ανθρώπων. Την διαφορά μεταξύ της χριστιανικής και βουδιστικής διδασκαλίας την είχε βιώσει στην ζωή του.

Αναφέρεται επανειλημμένως στην ερημική ζωή, στο Άγιον Όρος, όπως σε «σπήλαιο με απόκρημνες πλευρές, σχεδόν κατακόρυφους βράχους, πάνω στους οποίους, κατά τις θυελλώδεις ημέρες και νύκτες τα κύματα της θάλασσας, και τα κτυπήματά τους τα αισθανόμουν ενώ ήμουν ξαπλωμένος στη σκληρή κλίνη μου». Η ζωή του στην έρημο του Αγίου Όρους ήταν μέσα στην φτώχεια από υλικά αγαθά, αλλά μέσα στην ελευθερία του πνεύματος που δύσκολα μπορεί κανείς αλλού να βρη.

Στην έρημο πέρασε «επτά ολόκληρα χρόνια». Και, όταν αναφέρεται στην έρημο, δεν εννοεί την «γεωγραφική έννοια της ερήμου», αλλά την «ασκητική», που είναι η απόλυτη μοναχική ζωή για μια «απομάκρυνση από τους ανθρώπους, όπου δεν ακούς κανέναν και οι άλλοι δεν ακούν εσένα». Εκεί αποκτά κανείς το μεγάλο προνόμιο της αληθινής ελευθερίας, όταν δεν εξουσιάζη κανέναν και κανένας δεν τον εξουσιάζη.

Αυτή η ατμόσφαιρα της γεωγραφικής και ασκητικής βιώσεως της ερήμου τον ακολούθησε παντού κατά τα μετέπειτα χρόνια του. Για το σπίτι που ζούσε στην Γαλλία γράφει ότι είναι ένας χώρος ήσυχος, «που ακόμη και σε σύγκριση με την έρημό μου στον Άθωνα, εδώ εντρυφώ περισσότερο στην ηρεμία της φύσεως και της ησυχίας, ιδιαίτερα κατά τη νύκτα». Στην Αγγλία ζούσε πολύ ερημική ζωή, «την ερημιά» του, όπως έγραφε, «αποκομμένος από την επικοινωνία μου με τον εξωτερικό κόσμο». Αλλού γράφει για τον πρώτο καιρό που πήγε στην Αγγλία, πριν τον ανακαλύψουν οι άνθρωποι: «Ζω οικειοθελώς αποκομμένος απ' όλο τον σάλο του κόσμου• δεν πληροφορούμαι για οποιαδήποτε γεγονότα. Δεν έχω ούτε τηλέφωνο ούτε ραδιόφωνο και βεβαίως ούτε τηλεόραση». Και αλλού: «Ζω μόνος σε ένα απομονωμένο σπιτάκι». Τόσο στην Γαλλία όσο και στην Αγγλία ζούσε σε έναν «πολυετή εγκλεισμό (ημιεγκλεισμό)». Γράφει αλλού: «Μπορώ να μην βγω για χρόνια πουθενά, χωρίς αυτό να με ζημιώσει». Ζούσε διαρκώς στο «περιθώριο» της άγριας ζωής της κοινωνίας. Αυτή η ερημική ζωή τον έκανε να αισθάνεται έξω από τον κόσμο, ενώ ζούσε μέσα στον κόσμο. «Δεν συνήθισα, δεν αφομοίωσα σχεδόν τίποτε από τη συνήθη ζωή των ανθρώπων. Αισθάνομαι άβολος σε όλα, άπειρος σε όλα τα έργα μου».

Η ερημική ζωή είναι ζωή αφιερώσεως του ανθρώπου στον Θεό και εμπνεύσεώς του από τα αιώνια αγαθά, είναι μια αδιάλειπτη προσευχή. Στον Άθωνα ζούσε μέσα σε αυτό το πνευματικό κλίμα, γι’ αυτό γράφει: «Μερικές φορές μου ήταν λυπηρό να κοιμάμαι, γιατί έτσι έχανα χρόνο. Και μερικές φορές ο ύπνος μου δεν διέκοπτε καθόλου ούτε τη σκέψη ούτε την προσευχή». Όταν δε εξερχόταν από τον αυτοεγκλεισμό του, για διάφορες ποιμαντικές ανάγκες, αντιλαμβανόταν ότι πουθενά δεν υπήρχε ήρεμο μέρος, αφού «ο γενικός ρυθμός της ζωής είναι αφύσικα γρήγορος» και οι άνθρωποι έχαναν «την ικανότητα για ήρεμη ανάπαυση, απλή φιλία, ανιδιοτελή επικοινωνία μεταξύ τους». Και μιλούσε για την φρίκη της επικαιρότητας: «Ω, τι εφιάλτης η επικαιρότητά μας».

Το ότι η ησυχία αυτή δεν είναι αφηρημένη και ανθρωποκεντρική κατάσταση φαίνεται από το γεγονός ότι συνδέεται άρρηκτα με την θεία Ευχαριστία. Ο Γέροντας ήταν ένας ησυχαστής λειτουργός, που ζούσε στο βάθος την θεία Λειτουργία, αλλά και η θεία Λειτουργία όχι μόνον επηρέαζε την ζωή του, αλλά και εισχωρούσε μέσα στα έγκατα της καρδιάς του και της όλης υπάρξεώς του. Ζούσε μέσα στην ατμόσφαιρα και το «πνεύμα» της θείας Λειτουργίας.

Γράφει κάπου: «Αν τελέσω τη λειτουργία, που διαρκεί δύο ως δυόμισι ώρες, όλη η υπόλοιπη ημέρα περνά κάπως σαν "σκια", σαν κάποια χλωμή ταινία». Ο νους μετά την θεία Λειτουργία «γλιστρά, δεν προσκολλάται σε πράγματα, σε σκέψεις». Παρά ταύτα αναγκάζει τον εαυτό του «να επικοινωνεί με τους ανθρώπους» αλλά και το κάνει «από τη ροή της ζωής». Ωστόσο, όμως, «ο κύριος "όγκος"» της ημέρας «κύλησε έξω από τον κόσμο». Όταν δεν μπορούσε να βρη την πολύτιμη ησυχία της ερήμου του Αγίου Όρους παραδιδόταν «σε μεγάλο βαθμό εντελώς στη Λειτουργία» και ζούσε μέσα στην ατμόσφαιρά της. Ταξίδευσε, από διάφορες ανάγκες και υποχρεώσεις, σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και την Αγγλία, όπου επισκέφθηκε διαφόρους καθεδρικούς ναούς και μικρές Εκκλησίες, αλλά σπάνια αισθάνθηκε «ικανοποίηση στο επίπεδο της ιερουργίας της Θείας Λειτουργίας». Στην ψυχή του είναι πιο κοντά μερικά μικρά ναΐδρια.

Έτσι, συνέδεε στενά τον ησυχαστικό τρόπο ζωής με τον ευχαριστιακό-λειτουργικό τρόπο ζωής. Ούτε η ιερά ησυχία ήταν έξω από το «πνεύμα» της θείας Λειτουργίας ούτε η θεία Λειτουργία τελείτο έξω από την ατμόσφαιρα της ιεράς ησυχίας. Αυτή η ενότητα αποτελεί εγγύηση ορθόδοξης ζωής.

4. Πόνος για την κοινωνία

Παρά το ότι ζούσε στο «περιθώριο» της κοινωνίας, εν τούτοις αισθανόταν την τραγωδία του κόσμου. Η καρδιά του, με τις λεπτές κεραίες που διέθετε, αλλά και με την επικοινωνία του με λιγοστούς ανθρώπους, αισθανόταν το κακό και την αγριότητα που επικρατούσε στις κοινωνίες. Η ιερά ησυχία είχε λεπτύνει την καρδιά του και αισθανόταν παντού την αγριότητα στις κοινωνίες και στην ιστορία. Ιδίως αυτό το αισθανόταν κατά την διάρκεια του Β Παγκοσμίου πολέμου, τότε που βρισκόταν στην έρημο του Αγίου Όρους και τον απασχολούσε έντονα η κατάσταση που επικρατούσε στην Ευρώπη και την Ρωσία.

Επειδή οι επιστολές στέλλονταν στα κατά σάρκα αδέλφια του στην Ρωσία, όπου λογοκρίνονταν, γι’ αυτό ήταν προσεκτικός, για να μην ενοχοποιηθούν οι παραλήπτες τους. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο περιγράφει με δυνατά κοσμητικά επίθετα την κατάσταση γενικά της ανθρωπότητας, ακόμη δε και αυτών των λεγομένων χριστιανικών λαών. Σίγουρα ένιωσε και τις τραγικές δυσκολίες που επικρατούσαν τότε στην Ρωσία.

Συνέτριβαν την ψυχή του τα ποικιλόμορφα εγκλήματα και οι πόλεμοι. Έγραφε: «η ιστορία της ανθρωπότητας είναι γεμάτη με παντός είδους εγκλήματα, αλλά δεν υπάρχει μεγαλύτερη αμαρτία από τους πολέμους, από τους παγκοσμίους πολέμους»• «όλη η ιστορία της ανθρωπότητας είναι εφιαλτική με αδιάκοπους αδελφοκτόνους πολέμους»• είναι «γεμάτη από εκβιασμούς, φόνους και ατέλειωτα εγκλήματα, ακόμη και ως τις ημέρες μας»• η ανθρωπότητα είναι «βυθισμένη σε αδελφοκτόνους πολέμους»• στην παγκόσμια ζωή επικρατεί ένα «αφόρητο ψύχος»• και οπωσδήποτε «την οδό του αντιχρίστου θα συνοδεύσει αναπόφευκτα άσκηση παγκόσμιας βίας…». Όχι μόνον οι πόλεμοι, αλλά και αυτή η επικαιρότητα «είναι τόσο άγρια• η ατμόσφαιρα είναι παντού γεμάτη ένταση, μίσος. Είναι τραγική η ιστορία της ανθρωπότητος…».

Βέβαια, η ιστορία και η ανθρωπότητα δεν είναι αφηρημένη, αλλά καθορίζεται από τους ανθρώπους που ζουν σε διάφορες εποχές. Όταν οι άνθρωποι απομακρύνωνται από τον Χριστό, διακατέχονται από το μίσος και την εμπάθεια προς τους συνανθρώπους τους. Οι άνθρωποι, επειδή δεν βλέπουν στον εαυτό τους και στους αδελφούς τους την «αυθεντική και αιώνια αξία τους», γι’ αυτό και «γίνονται τόσο θηριωδώς κακοί στις αμοιβαίες σχέσεις τους, και τόσο εύκολα σκοτώνουν ο ένας τον άλλον», «παραμένουν όμοιοι με τα άγρια θηρία», και δεν μπορεί να επικρατήση ειρήνη στην γη. Οπότε, είναι αναγκαία η «"ανθρωποποίηση" του θηριώδους αυτού κόσμου». Οι λαοί που προβαίνουν σε τέτοια αποτρόπαια εγκλήματα σε βάρος των ανθρώπων «φαίνονται παράφρονες, εσκοτισμένοι». Το φοβερότερο είναι ότι και αυτοί οι λαοί που αυτοαποκαλούνται χριστιανικοί είναι «οι πιο επικίνδυνοι». Ακόμη και τότε που οι άνθρωποι νομίζουν ότι αγαπούν τους συνανθρώπους τους το κάνουν με μια ζωώδη αγάπη και όχι με την αγάπη του Χριστού, αφού «σαν τα ζώα, αγαπούν μόνο εκείνους που τους πλησιάζουν με τα ίδια ζωώδη "αισθήματα"». Οι διάφοροι «υπεράνθρωποι» «είναι σε θέση να διδάξουν κακία ακόμη και τον διάβολο».

Όλες αυτές οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο Γέροντας είναι δυνατές και πιθανόν να παρεξηγηθούν. Πρέπει όμως να τις δούμε μέσα από την προοπτική ότι με την Χάρη του Θεού και την καθαρότητα της καρδίας του έφθασε στο σημείο να δη τον άνθρωπο όπως τον έπλασε ο Θεός και όπως έπρεπε να γίνη με την ένωσή του με τον Χριστό, στην Εκκλησία δια των μυστηρίων και της ασκητικής ζωής. Γνωρίζει εκ πείρας την καθαρή και αυθεντική αξία του ανθρώπου. Έτσι, δεν μπορεί να αποδεχθή το μίσος και την βία που εξασκείται στον κόσμο, πράγμα που προκαλεί βαθύτατο άλγος στην καρδία του. Σε μια επιστολή του γράφει ότι «από τη θεωρία αυτών που διαδραματίζονται στον κόσμο, η ψυχή μου ερχόταν σε φοβερά ολέθρια αμηχανία. Έφευγε το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Ολόκληρη η ύπαρξή μου συντριβόταν οδυνηρά». Και μέσα του γεννιόταν η βεβαιότητα της νίκης, όταν στα μάτια του «το παράλογο όλων των ανθρωπίνων ενεργειών έφτανε στα άκρα».

Ο Γέροντας πονούσε υπερβολικά για την κατάσταση αυτή. Τα παθήματα του κόσμου γίνονται δικά του, πάσχει και αλγεί γι’ αυτά, συμμετέχει σε όλη την τραγωδία του κόσμου. Γράφει: «Οφείλουμε να ζούμε το κάθε πάθημα όχι μόνο ως προσωπικό μας, αλλά ως συμμέτοχοι των παθημάτων όλης της ανθρωπότητος». Όταν «ζούμε την τραγωδία ολόκληρης της ανθρωπότητος, διευρύνουμε τη συνείδησή μας ως τα πέρατα του κόσμου αυτού» και έτσι το κάθε πάθημα μπορεί να αποβή μια νέα γέννηση. Πονούσε υπερβολικά για το κακό που επικρατούσε στον κόσμο, γι’ αυτό γράφει: «Ίσως σου φανεί σκληρός αυτός ο λόγος. Αλλά εγώ πνίγομαι αληθινά μέχρι φρίκης από την εικόνα της επικαιρότητάς μας, δηλαδή από τους ατέλειωτους φοβερούς εκβιασμούς, τους φόνους, που είναι αδύνατο να δεις ακόμη και στον κόσμο των άγριων θηρίων».

Αυτός ο πόνος για την κατάσταση που επικρατούσε στον κόσμο οδηγούσε την ευαίσθητη και τρυφερή από την Χάρη του Θεού καρδιά του Γέροντα στην προσευχή για όλο τον κόσμο, για «δεκάδες χρόνια» για να χαρίση ο Θεός «ειρήνη σε όλο τον κόσμο». Μια τέτοια προσευχή ήταν πάθος, μαρτύριο. Ομολογεί: «Και όταν προσεύχομαι για τον κόσμο, τότε πάσχω στην προσευχή». Σε τέτοια κατάσταση «με φοβερόν πόνο στην καρδιά κράζω προς τον Ουρανό να κατεβεί ως το επίπεδο της γης με το υπέροχο μυστήριό του, να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους που πραγματικά πάσχουν, να ανοίξει γι’ αυτούς άλλους ορίζοντες του Είναι…». Η αγάπη του εκτεινόταν σε όλο τον κόσμο. Γράφει: «Είναι πολύ απλά το ακόρεστο της καρδιάς που φλέγεται από τον πόθο να αγκαλιάσει όλο τον κόσμο». Όλη «η συνειδητή ζωή μου πέρασε κατά το μάλλον και ήττον με προσευχή για τον κόσμο». Ακόμη «με ένταση» θρηνούσε και για τον ρωσικό λαό που υπέφερε.

Η προσευχή για όλο τον κόσμο γινόταν αδιάλειπτα με τον πόνο και τον βαθύ θρήνο γιατί πίστευε ότι και αυτοί ακόμη οι «υπάνθρωποι» όταν δεχθούν και συλλάβουν μέσα τους την πνοή του Αιωνίου Θεού, «τότε γίνονται γνήσια τέκνα του Αδάμ, υιοί ανθρώπων, αλλά εν Χριστώ τέκνα Θεού».

Παράλληλα διακονούσε τους πονεμένους και πληγωμένους ανθρώπους. Γράφει σε ένα γράμμα: «Κυριολεκτικά πνίγομαι στα "χρέη" απέναντι στους ανθρώπους που με αναζητούν». Και αλλού γράφει: «Κι εγώ δαπανώ τα χρόνια μου, τις δυνάμεις μου, τον χρόνο μου, για να φέρω την παρηγοριά σε μερικούς που βρίσκονται σε απόγνωση».

(συνεχίζεται στο επόμενο)

  • Προβολές: 2652