Θεολογικὰ γράμματα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Κυκλοφόρησε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας ἕνα νέο βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἄρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ) μὲ τίτλο Γράμματα στὴ Ρωσία, ποὺ μετέφρασε ἀπὸ τὴν ρωσικὴ γλῶσσα ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου.
Πρόκειται γιὰ ἐπιστολὲς ποὺ ἀπέστειλε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος σὲ μέλη τοῦ στενοῦ οἰκογενειακοῦ του περιβάλλοντος -στὰ ἀδέλφια του καὶ τοὺς συγγενεῖς του-, ἐνῷ στὴν ἀρχὴ παρουσιάζεται μιὰ ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία ποὺ ἔκανε στοὺς στενοὺς συγγενεῖς του, ὅταν τοὺς συνάντησε κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὴν Ρωσία, τὸ 1975, καὶ ἐκεῖνοι ἐνδιαφέρθηκαν νὰ μάθουν γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ πέρασε τόσα χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ τοὺς ἀποχωρίσθηκε.
Πάντοτε ἔδινα ἰδιαίτερη προσοχὴ στὶς προσωπικὲς ἐπιστολὲς ἑνὸς ἀνθρώπου, γιατί σὲ αὐτὲς ὑπάρχει ἀτόφιος ὁ ἑαυτός του, ἀφοῦ συνήθως οἱ ἐπιστολὲς γράφονται μέσα στὰ πλαίσια τῆς προσωπικῆς ἐπικοινωνίας καὶ ὄχι μὲ βάση τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις καὶ τὶς διανοητικὲς ἐνασχολήσεις τοῦ συγγραφέα. Ὁπότε, οἱ ἐπιστολὲς ἔχουν μιὰ ἀμεσότητα καὶ ζωντάνια καὶ ἀποκαλύπτουν τὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἐσωτερικὸ βάθος τοῦ ἀποστολέα.
Μέχρι τώρα εἶχαν δημοσιευθῇ οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Γέροντα στὸν Μπάλφουρ, οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐγράφησαν καὶ ἀπεστάλησαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος, τότε ποὺ ἀσκεῖτο στὴν μοναχικὴ καὶ ἐρημικὴ ζωή. Μὲ τὴν δημοσίευση, ὅμως, τῶν ἐπιστολῶν πρὸς τὰ ἀδέλφια του, ποὺ γράφηκαν στὴν Γαλλία καὶ τὴν Ἀγγλία, μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ γνωρίσουμε τὸν Γέροντα Σωφρόνιο κατὰ τὰ μετέπειτα χρόνια μέχρι τὰ βαθειά του γηρατειά, ὅταν προετοιμαζόταν ὁ ἴδιος γιὰ τὸν θάνατο καὶ ταυτόχρονα προετοίμαζε καὶ ἄλλους γι' αὐτὴν τὴν ὥρα.
Θεωρῶ ὅτι τὸ περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν ἀποτελεῖ ἕναν πνευματικὸ θησαυρὸ καὶ μιὰ μεγάλη προσφορὰ στὴν Ἐκκλησία ποὺ ἀναδεικνύει τέτοιους ἐμπνευσμένους ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ γενικὰ στὴν ἀνθρωπότητα. Μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ αὐτὴ οἱ ἐπιστολὲς ξεπερνοῦν τὴν στενή του οἰκογένεια καὶ ἐπεκτείνονται σὲ ὅλη τὴν οἰκογένεια τοῦ Ἀδάμ.
Στὰ ἑπόμενα θὰ ἐντοπίσω τὰ πιὸ σημαντικὰ σημεῖα ποὺ διέκρινα, διαβάζοντας τὸ βιβλίο αὐτό.
1. Αὐτοβιογραφικὰ στοιχεῖα
Εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ ἐπιστολὲς ποὺ ἀποστέλλονται σὲ γνωστὰ πρόσωπα καὶ δὲν προορίζονται γιὰ δημοσίευση ἀπὸ τὸν ἀποστολέα γράφονται μὲ ἐλευθερία καὶ ἔχουν πολλὰ προσωπικὰ στοιχεῖα. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ σὲ αὐτὲς τὶς ἐπιστολὲς αὐτὰ τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Ἀπὸ αὐτὲς μαθαίνουμε γιὰ τὶς πνευματικές του ἀναζητήσεις, τὴν ζωή του στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους, τὸν τρόπο ζωῆς του στὸ Παρίσι, τὶς προσπάθειές του νὰ ἀνοικοδομήση τὴν Ἱερὰ Μονὴ στὸ Ἔσσεξ Ἀγγλίας, τὸν τρόπο διαβίωσής του, τὶς ταξιδιωτικές του ἐντυπώσεις ἀπὸ διάφορα μέρη, ὅπως τὴν Ἁγία Γῆ τῆς Παλαιστίνης, τὴν Ἑλβετία, τὴν Ἰταλία, τὴν Ἱσπανία, τὸ Βέλγιο κλπ.
Βέβαια, ὁ ἴδιος γράφει στὴν ἀδελφή του Μαρία: «Παραπονιέσαι ὅτι γράφω λίγα γιὰ τὸν ἑαυτό μου, γιὰ τὴν ὑγεία μου... Δὲν συνήθισα νὰ γράφω γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Ὅταν τὸ κάνω αὐτό, τότε νὰ γνωρίζεις ὅτι αὐτὸ συμβαίνει ἐξαιρετικὰ σπάνια. Ἀλλὰ βέβαια δὲν ταιριάζει σὲ μένα αὐτό, ὅπως λένε, νὰ γράφω γιὰ τὸν ἑαυτό μου». Ὅμως, ἀπὸ τὶς ἐξαιρετικὰ αὐτὲς λίγες περιπτώσεις βγαίνει μεγάλος πλοῦτος καὶ καταλαβαίνουμε τὴν πνευματική του ζωὴ καὶ τὶς εὐλογημένες ἐμπειρίες του.
Τὰ βασικότερα αὐτοβιογραφικά του στοιχεῖα παρουσιάζονται στὸ πρῶτο κείμενο ποὺ ἐπιγράφει «Συνομιλία μὲ τὴν οἰκογένεια», καὶ ὅπως προαναφέρθηκε εἶναι μιὰ ἀπομαγνητοφωνημένη διήγηση καὶ συνομιλία ποὺ εἶχε μὲ τὰ πρόσωπα τοῦ συγγενικοῦ του περιβάλλοντος, ὅταν τοὺς ἐπισκέφθηκε στὴν Μόσχα τὸ 1975, σὲ ἡλικία 80 περίπου ἐτῶν. Ἕναν χρόνο μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν συνομιλία γνώρισα κι ἐγὼ προσωπικὰ τὸν Γέροντα.
Ὡς ὥριμος πνευματικὰ καὶ ὡς πεπειραμένος ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις τοῦ Θεοῦ «παπποῦς», ὁ Γέροντας μιλάει γιὰ τὰ παιδικά του χρόνια, γιὰ τοὺς γονεῖς του, τὴν παραμάνα του, τὴν ζωὴ τοῦ κατὰ τὴν νεότητά του στὴν Μόσχα, τὴν διαμονή του στὸ Παρίσι, τὴν μετάβασή του στὸ Ἅγιον Ὅρος, τὴν «διαμάχη» τοῦ μὲ τὸν Θεό, τὴν συνάντησή του μὲ τὸν ἅγιο Σιλουανό, τὴν ζωή του στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους (τὰ φρικτὰ Καρούλια), τὰ βιβλία ποὺ ἔχει γράψει στὰ ὁποῖα ἀποτυπώνει τὴν πνευματική του πεῖρα κλπ. Διαπίστωσε ὅτι οἱ συγγενεῖς τοῦ ἤθελαν νὰ μάθουν περισσότερα γιὰ τὴν ζωή του, ἀλλὰ ἐπίσης ἤθελε καὶ νὰ τοὺς βοηθήση πνευματικά.
Ἡ εὐγνωμοσύνη του στὴν μητέρα του καὶ τὴν παραμάνα του ποὺ τὸν μεγάλωσαν καὶ τοῦ μετέδωσαν ἐμπειρίες ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ προσευχῆς ἐντυπωσιάζουν τὸν ἀναγνώστη.
Ἐπειδὴ διηγεῖται κυρίως τὴν ἐσωτερικὴ καὶ ὄχι τὴν ἐξωτερικὴ ζωή του ὑπογραμμίζει τὰ τρία βασικὰ ἐρωτήματα ποὺ τὸν ἀπασχόλησαν κατὰ καιροὺς καὶ συνιστοῦσαν αὐτὸ ποὺ ὀνομάζει «διαμάχη» μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὰ ὁποῖα ἐκθέτει μὲ χαρακτηριστικὸ τρόπο. Τὸ πρῶτο ἐρώτημα εἶναι: «Πὼς εἶναι δυνατὸ νὰ ζήσεις ἀναμάρτητα σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο. Γιατί ὅλες μας οἱ πράξεις εἶναι τόσο ἀσήμαντες σὲ σχέση μὲ ὅσα ἀπαιτεῖ ἀπὸ μᾶς τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ αὐτὸ φαίνεται ἁπλῶς ἀδύνατο, οὐτοπικό». Τὸ δεύτερο ἐρώτημα ἦταν «τὸ πρόβλημα τῆς δημιουργίας• ποιά δημιουργία παρουσιάζεται ὡς ἡ ὑψηλότερη στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου;». Τὸ τρίτο ἐρώτημα ἦταν «τί βρίσκεται στὴν ἀρχὴ ὅλης τῆς ὑπάρξεως;».
Βεβαίως, ὅταν ὁ Θεὸς ἀποκαλύφθηκε στὸν Γέροντα, τότε ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή του γέμισε ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ὑπῆρχε χῶρος γιὰ ἐρωτήματα καὶ προβληματισμούς.
2. Ἀγάπη καὶ τρυφερότητα τοῦ Γέροντα στοὺς συγγενεῖς του
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ὅπως φαίνεται διάχυτα σὲ ὅλες τὶς ἐπιστολές του καὶ σὲ ἄλλα κείμενά του, ἦταν ἄνθρωπος ποὺ προσευχόταν γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ἔτσι, κατὰ τὴν πνευματική του ζωή, ἦταν οἰκουμενικός. Ἀγκάλιαζε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ μοιραζόταν τὰ πάντα μὲ αὐτούς, τὸ ψωμί του, τὸν χρόνο του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδιά του τὴν ἐμπειρία. Αὐτὸ κυρίως τὸ ἔκανε σὲ αὐτοὺς ποὺ προσήγγιζαν λίγο τὴν δική του ζωή, τοὺς ὁποίους ἀγαποῦσε ὑπερβολικὰ καὶ θυσίαζε τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ τοὺς βοηθήση.
Ὅμως, παράλληλα δὲν ἀγνοοῦσε καὶ τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς του, ποὺ ἀγαποῦσε πολύ, ὅπως ὁ ἴδιος λέγει: «ὑπάρχει κάτι στὸ αἷμα, στὴ συγγένεια, ποὺ κάνει τὴ συνάντησή μας νὰ πραγματοποιεῖται μὲ ἐμπιστοσύνη ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή». Μιὰ τέτοια συνάντηση γίνεται μὲ ἀμοιβαία ἐλευθερία καὶ ἀγάπη.
Οἱ ἐπιστολὲς ἀποστέλλονται στὶς δύο ἀδελφές του, Μαρία καὶ Ἀλεξάνδρα, ξεχωριστὰ ἡ καὶ στὶς δύο μαζί, ἡ καὶ στὰ τρία ἀδέλφια του, δηλαδὴ στὶς δύο προαναφερθεῖσες καὶ τὸν Νικόλαο, ὅπως καὶ στοὺς «ἀγαπητοὺς καλοὺς καὶ προσφιλεῖς συγγενεῖς».
Οἱ περισσότερες ἐπιστολὲς ἐστάλησαν στὴν ἀδελφὴ τοῦ Μαρία ποὺ ἦταν κατὰ ἑπτὰ χρόνια μικρότερή του, καὶ ὁρισμένες ἀπὸ αὐτὲς στὴν Ἀλεξάνδρα ποὺ ἦταν τρία χρόνια μεγαλύτερή του. Οἱ ἐπιστολές του ἔχουν κάποια διαφορὰ μεταξύ τους, γιατί ἡ Μαρία εἶχε πολλὲς πνευματικὲς ἀναζητήσεις καὶ σὲ ἕναν βαθμὸ μιὰ πεῖρα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Τῆς ἄρεσε νὰ τὴν εἰσάγη ὁ Γέροντας «στὴν προοπτικὴ τῆς κοσμοθεωρίας» του, γι’ αὐτὸ τὸν ρωτοῦσε γιὰ διάφορα θέματα ποὺ τὴν ἀπασχολοῦσαν.
Ἡ Ἀλεξάνδρα δὲν εἶχε τὰ ἴδια ἐνδιαφέροντα, ἀλλὰ τὴν ἀπασχολοῦσε ἡ δικαιοσύνη καὶ ἀγωνιζόταν γι’ αὐτήν. Εἶναι ἑπόμενο τὸ περιεχόμενο τῶν ἀπαντητικῶν ἐπιστολῶν τοῦ Γέροντα νὰ ἔχη μιὰ διαφορά. Ἔτσι οἱ ἐπιστολὲς πρὸς τὴν Μαρία εἶναι θεολογικὲς καὶ πνευματικές, ἐνῷ οἱ ἐπιστολὲς πρὸς τὴν Ἀλεξάνδρα κινοῦνται στὸ δικό της ἐπίπεδο μὲ σημαντικὴ προσπάθεια νὰ τὴν ἀνεβάση ὑψηλότερα. Αὐτὸ δείχνει καὶ τὴν ἰδιαίτερη ἀρετὴ τῆς διακρίσεως, ποὺ χαρακτηρίζει τὸν Γέροντα Σωφρόνιο.
Πάντως καὶ στὶς δύο ἀδελφὲς τοῦ ἐκδηλώνει τὴν ἀγάπη του καὶ εἶναι συγκρατημένα εὐαίσθητος καὶ τρυφερός. Τὴν Μαρία τὴν ἀποκαλεῖ πολλὲς φορὲς «ἀγαπητή, Μαρία, εἰρήνη σ’ ἐσένα, ἀγαπητή μου»• «ἀγαπητή μου, εὐγενικὴ Μαρία»• «ἀγαπητή, καλή μου Μαρία»• «θαυμαστὴ καὶ φιλτάτη μου Μαρία»• «Ω, Μαρία, θαυμαστή, καλή, πολύτιμη!»• «Μαρία, θαυμαστή, πολύτιμη, ἀλησμόνητη». Ἀποστέλλει τὴν εὐλογία, τὴν εἰρήνη κλπ. Σὲ μιὰ ἐπιστολὴ γράφει: «Ἀγαπητή μου Μαρία εἰρήνη σ’ ἐσένα. Χίλιες φορὲς εἰρήνη σ’ ἐσένα».
Ἀλλὰ καὶ ἡ κατακλεῖδα τῶν ἐπιστολῶν του πρὸς αὐτὴν διακρίνεται ἀπὸ τὴν ἴδια τρυφερότητα καὶ εὐγένεια. Καταλήγει: «Ἀφοσιωμένος μὲ ἀγάπη, ὁ δικός σου Σωφρόνιος»• «ὁ Σωφρόνιος ποὺ σὲ ἀγαπᾶ»• «ὁ δικός σου Γερο-Σωφρόνιος»• «Σὲ ἀγαπῶ, Μαρία μου»• «ὁ δικός σου Σωφρόνιος»• «ὅπως πάντοτε καὶ γιὰ πάντα μὲ ἀγάπη, ὁ δικός σου Σωφρόνιος».
Τὴν ἀδελφὴ τοῦ Ἀλεξάνδρα ἀποκαλεῖ «ἀγαπητή μου», «καλή μου» • «Ἀλεξάνδρα, ἀγαπητή μου, πολὺ ἀγαπητή μου». Καὶ καταλήγει: «ὁ δικός σου Σωφρόνιος».
Καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν εἶναι σημαντικὸ καὶ δείχνει τὴν ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ τρυφερότητα ποὺ ἐκδηλώνει ἀπέναντί τους. Τὴν ἀδελφή του Μαρία προσπαθεῖ νὰ τὴν καθοδηγήση στὴν πνευματικὴ ζωή, μερικὲς φορὲς τὴν διορθώνει, γιατί «ἔχει μεγάλο χρέος ἀπέναντί» της. Ἄλλες φορὲς εἶναι ἕτοιμος νὰ δώση μερικὲς τρυφερὲς ἐπεξηγήσεις γιὰ νὰ μὴ στενοχωρηθῇ. Σὲ ἕνα γράμμα του τῆς γράφει: «Σὲ παρακαλῶ, νὰ μὴν μοῦ ἀρνηθεῖς νὰ σὲ ἀγαπῶ στὸ μέλλον, ὅπως ἐσὺ μὲ ἀγαποῦσες, νὰ συνομιλῶ μαζί σου, ὅπως ἐσὺ συνομιλοῦσες μὲ μένα (γραπτῶς), νὰ μὲ ἐμπιστεύεσαι, ὅπως μὲ ἐμπιστευόσουν νωρίτερα». Σὲ ἄλλο γράμμα γράφει: «Γνωρίζεις ὅτι σὲ θυμᾶμαι ἀκατάπαυστα, ἰδιαίτερα τὰ μεσάνυκτα καὶ ἀκόμη ἀργότερα». Ἀλλοῦ γράφει: «Ἔχεις θαυμάσια καρδιά, ὡστόσο ὅμως καὶ σὺ ἀκόμη πρέπει νὰ ἐργάζεσαι ἐπάνω στὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ τὸν κάνεις ἀκόμη πιὸ ἄνετο μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σὲ ἀγαποῦν. Νὰ γίνεις τέτοια, ποὺ νὰ μὴ προκαλοῦνται οὔτε προστριβὲς οὔτε λάθη οὔτε παρεξηγήσεις μαζί σου». Εἶναι εὐγενικὸς μαζί της καὶ γι' αὐτὸ γράφει: «Καὶ μὴν φοβᾶσαι, δὲν θὰ σὲ ἀνησυχήσω ἄλλο μὲ τίποτε ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ σοῦ θυμίσει τὴν πληγή σου».
Στὴν ἀδελφή του Ἀλεξάνδρα, καίτοι λυπᾶται ἐπειδὴ δὲν βρίσκεται στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὴν Μαρία, παρὰ ταῦτα τῆς γράφει μὲ ὡραῖο τρόπο καὶ μὲ μεγάλη εὐγένεια, χωρὶς νὰ τὴν προσβάλλη γιὰ τὸν τρόπο ποὺ ζοῦσε• τὴν καθοδηγεῖ διακριτικά, μέσα ἀπὸ τὴν φιλοσοφία ποὺ ἦταν γνωστὴ σὲ αὐτὴν• γράφει γιὰ τὴν ἀπόγνωση ποὺ πέρασε καὶ στὸ τέλος ἔχει μιὰ καλὴ αἴσθηση γιὰ τὴν μετὰ θάνατο ζωή της.
3. Ἡσυχαστικὸς τρόπος ζωῆς
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἦταν ἕνας ἀληθινὸς ἡσυχαστὴς ποὺ ζοῦσε καὶ ἀνέπνεε τὸν ἀέρα τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας, ὅπως τὴν περιγράφουν οἱ ἡσυχαστές-νηπτικοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ φαίνεται σὲ ὅλα τὰ κείμενά του ποὺ εἶδαν το φῶς τῆς δημοσιότητας. Αὐτὸ ἔζησε καὶ κατὰ τὴν διαμονή του γιὰ ἑπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἀλλὰ καὶ τὴν μετέπειτα ζωή του στὸ Παρίσι καὶ τὴν Ἀγγλία. Ζοῦσε παντοῦ καὶ πάντοτε ὡς ἕνας ἡσυχαστὴς μοναχὸς τῶν πρώτων αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτὴ ἡ βίωση τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας, κυρίως τότε ποὺ ἔγινε μοναχὸς στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἦταν κατ’ ἐξοχὴν χριστοκεντρική, ἀναφερόταν καὶ συνδεόταν μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν τὴν ζοῦσε ἁπλῶς ὡς μιὰ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὶς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων. Τὴν διαφορὰ μεταξὺ τῆς χριστιανικῆς καὶ βουδιστικὴς διδασκαλίας τὴν εἶχε βιώσει στὴν ζωή του.
Ἀναφέρεται ἐπανειλημμένως στὴν ἐρημικὴ ζωή, στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅπως σὲ «σπήλαιο μὲ ἀπόκρημνες πλευρές, σχεδὸν κατακόρυφους βράχους, πάνω στοὺς ὁποίους, κατὰ τὶς θυελλώδεις ἡμέρες καὶ νύκτες τὰ κύματα τῆς θάλασσας, καὶ τὰ κτυπήματά τους τὰ αἰσθανόμουν ἐνῷ ἤμουν ξαπλωμένος στὴ σκληρὴ κλίνη μου». Ἡ ζωή του στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἦταν μέσα στὴν φτώχεια ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ μέσα στὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος ποὺ δύσκολα μπορεῖ κανεὶς ἀλλοῦ νὰ βρῇ.
Στὴν ἔρημο πέρασε «ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια». Καί, ὅταν ἀναφέρεται στὴν ἔρημο, δὲν ἐννοεῖ τὴν «γεωγραφικὴ ἔννοια τῆς ἐρήμου», ἀλλὰ τὴν «ἀσκητική», ποὺ εἶναι ἡ ἀπόλυτη μοναχικὴ ζωὴ γιὰ μιὰ «ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπου δὲν ἀκοῦς κανέναν καὶ οἱ ἄλλοι δὲν ἀκοῦν ἐσένα». Ἐκεῖ ἀποκτᾶ κανεὶς τὸ μεγάλο προνόμιο τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας, ὅταν δὲν ἐξουσιάζη κανέναν καὶ κανένας δὲν τὸν ἐξουσιάζη.
Αὐτὴ ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς γεωγραφικῆς καὶ ἀσκητικῆς βιώσεως τῆς ἐρήμου τὸν ἀκολούθησε παντοῦ κατὰ τὰ μετέπειτα χρόνια του. Γιὰ τὸ σπίτι ποὺ ζοῦσε στὴν Γαλλία γράφει ὅτι εἶναι ἕνας χῶρος ἥσυχος, «ποὺ ἀκόμη καὶ σὲ σύγκριση μὲ τὴν ἔρημό μου στὸν Ἄθωνα, ἐδῶ ἐντρυφῶ περισσότερο στὴν ἠρεμία τῆς φύσεως καὶ τῆς ἡσυχίας, ἰδιαίτερα κατὰ τὴ νύκτα». Στὴν Ἀγγλία ζοῦσε πολὺ ἐρημικὴ ζωή, «τὴν ἐρημιά» του, ὅπως ἔγραφε, «ἀποκομμένος ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μου μὲ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο». Ἀλλοῦ γράφει γιὰ τὸν πρῶτο καιρὸ ποὺ πῆγε στὴν Ἀγγλία, πρὶν τὸν ἀνακαλύψουν οἱ ἄνθρωποι: «Ζῶ οἰκειοθελῶς ἀποκομμένος ἀπ' ὅλο τὸν σάλο τοῦ κόσμου• δὲν πληροφοροῦμαι γιὰ ὁποιαδήποτε γεγονότα. Δὲν ἔχω οὔτε τηλέφωνο οὔτε ραδιόφωνο καὶ βεβαίως οὔτε τηλεόραση». Καὶ ἀλλοῦ: «Ζῶ μόνος σὲ ἕνα ἀπομονωμένο σπιτάκι». Τόσο στὴν Γαλλία ὅσο καὶ στὴν Ἀγγλία ζοῦσε σὲ ἕναν «πολυετῆ ἐγκλεισμὸ (ἡμιεγκλεισμό)». Γράφει ἀλλοῦ: «Μπορῶ νὰ μὴν βγῶ γιὰ χρόνια πουθενά, χωρὶς αὐτὸ νὰ μὲ ζημιώσει». Ζοῦσε διαρκῶς στὸ «περιθώριο» τῆς ἄγριας ζωῆς τῆς κοινωνίας. Αὐτὴ ἡ ἐρημικὴ ζωὴ τὸν ἔκανε νὰ αἰσθάνεται ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο, ἐνῷ ζοῦσε μέσα στὸν κόσμο. «Δὲν συνήθισα, δὲν ἀφομοίωσα σχεδὸν τίποτε ἀπὸ τὴ συνήθη ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Αἰσθάνομαι ἄβολος σὲ ὅλα, ἄπειρος σὲ ὅλα τὰ ἔργα μου».
Ἡ ἐρημικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ ἀφιερώσεως τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ καὶ ἐμπνεύσεώς του ἀπὸ τὰ αἰώνια ἀγαθά, εἶναι μιὰ ἀδιάλειπτη προσευχή. Στὸν Ἄθωνα ζοῦσε μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ κλίμα, γι’ αὐτὸ γράφει: «Μερικὲς φορές μου ἦταν λυπηρὸ νὰ κοιμᾶμαι, γιατί ἔτσι ἔχανα χρόνο. Καὶ μερικὲς φορὲς ὁ ὕπνος μου δὲν διέκοπτε καθόλου οὔτε τὴ σκέψη οὔτε τὴν προσευχή». Ὅταν δὲ ἐξερχόταν ἀπὸ τὸν αὐτοεγκλεισμό του, γιὰ διάφορες ποιμαντικὲς ἀνάγκες, ἀντιλαμβανόταν ὅτι πουθενὰ δὲν ὑπῆρχε ἤρεμο μέρος, ἀφοῦ «ὁ γενικὸς ρυθμὸς τῆς ζωῆς εἶναι ἀφύσικα γρήγορος» καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔχαναν «τὴν ἱκανότητα γιὰ ἤρεμη ἀνάπαυση, ἁπλὴ φιλία, ἀνιδιοτελῆ ἐπικοινωνία μεταξύ τους». Καὶ μιλοῦσε γιὰ τὴν φρίκη τῆς ἐπικαιρότητας: «Ω, τί ἐφιάλτης ἡ ἐπικαιρότητά μας».
Τὸ ὅτι ἡ ἡσυχία αὐτὴ δὲν εἶναι ἀφηρημένη καὶ ἀνθρωποκεντρικὴ κατάσταση φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι συνδέεται ἄρρηκτα μὲ τὴν θεία Εὐχαριστία. Ὁ Γέροντας ἦταν ἕνας ἡσυχαστὴς λειτουργός, ποὺ ζοῦσε στὸ βάθος τὴν θεία Λειτουργία, ἀλλὰ καὶ ἡ θεία Λειτουργία ὄχι μόνον ἐπηρέαζε τὴν ζωή του, ἀλλὰ καὶ εἰσχωροῦσε μέσα στὰ ἔγκατα τῆς καρδιᾶς του καὶ τῆς ὅλης ὑπάρξεώς του. Ζοῦσε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὸ «πνεῦμα» τῆς θείας Λειτουργίας.
Γράφει κάπου: «Ἂν τελέσω τὴ λειτουργία, ποὺ διαρκεῖ δύο ὡς δυόμισι ὧρες, ὅλη ἡ ὑπόλοιπη ἡμέρα περνᾶ κάπως σὰν "σκια", σὰν κάποια χλωμὴ ταινία». Ὁ νοῦς μετὰ τὴν θεία Λειτουργία «γλιστρᾶ, δὲν προσκολλᾶται σὲ πράγματα, σὲ σκέψεις». Παρὰ ταῦτα ἀναγκάζει τὸν ἑαυτό του «νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους» ἀλλὰ καὶ τὸ κάνει «ἀπὸ τὴ ροὴ τῆς ζωῆς». Ὡστόσο, ὅμως, «ὁ κύριος "ὄγκος"» τῆς ἡμέρας «κύλησε ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο». Ὅταν δὲν μποροῦσε νὰ βρῇ τὴν πολύτιμη ἡσυχία τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Ὅρους παραδιδόταν «σὲ μεγάλο βαθμὸ ἐντελῶς στὴ Λειτουργία» καὶ ζοῦσε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρά της. Ταξίδευσε, ἀπὸ διάφορες ἀνάγκες καὶ ὑποχρεώσεις, σὲ ὅλη σχεδὸν τὴν Εὐρώπη καὶ τὴν Ἀγγλία, ὅπου ἐπισκέφθηκε διαφόρους καθεδρικοὺς ναοὺς καὶ μικρὲς Ἐκκλησίες, ἀλλὰ σπάνια αἰσθάνθηκε «ἱκανοποίηση στὸ ἐπίπεδο τῆς ἱερουργίας τῆς Θείας Λειτουργίας». Στὴν ψυχή του εἶναι πιὸ κοντὰ μερικὰ μικρὰ ναΐδρια.
Ἔτσι, συνέδεε στενὰ τὸν ἡσυχαστικὸ τρόπο ζωῆς μὲ τὸν εὐχαριστιακό-λειτουργικὸ τρόπο ζωῆς. Οὔτε ἡ ἱερὰ ἡσυχία ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ «πνεῦμα» τῆς θείας Λειτουργίας οὔτε ἡ θεία Λειτουργία τελεῖτο ἔξω ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας. Αὐτὴ ἡ ἑνότητα ἀποτελεῖ ἐγγύηση ὀρθόδοξης ζωῆς.
4. Πόνος γιὰ τὴν κοινωνία
Παρὰ τὸ ὅτι ζοῦσε στὸ «περιθώριο» τῆς κοινωνίας, ἐν τούτοις αἰσθανόταν τὴν τραγωδία τοῦ κόσμου. Ἡ καρδιά του, μὲ τὶς λεπτὲς κεραῖες ποὺ διέθετε, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐπικοινωνία του μὲ λιγοστοὺς ἀνθρώπους, αἰσθανόταν τὸ κακὸ καὶ τὴν ἀγριότητα ποὺ ἐπικρατοῦσε στὶς κοινωνίες. Ἡ ἱερὰ ἡσυχία εἶχε λεπτύνει τὴν καρδιά του καὶ αἰσθανόταν παντοῦ τὴν ἀγριότητα στὶς κοινωνίες καὶ στὴν ἱστορία. Ἰδίως αὐτό το αἰσθανόταν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Β Παγκοσμίου πολέμου, τότε ποὺ βρισκόταν στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ τὸν ἀπασχολοῦσε ἔντονα ἡ κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν Εὐρώπη καὶ τὴν Ρωσία.
Ἐπειδὴ οἱ ἐπιστολὲς στέλλονταν στὰ κατὰ σάρκα ἀδέλφια του στὴν Ρωσία, ὅπου λογοκρίνονταν, γι’ αὐτὸ ἦταν προσεκτικός, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχοποιηθοῦν οἱ παραλῆπτες τους. Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο περιγράφει μὲ δυνατὰ κοσμητικὰ ἐπίθετα τὴν κατάσταση γενικὰ τῆς ἀνθρωπότητας, ἀκόμη δὲ καὶ αὐτῶν τῶν λεγομένων χριστιανικῶν λαῶν. Σίγουρα ἔνιωσε καὶ τὶς τραγικὲς δυσκολίες ποὺ ἐπικρατοῦσαν τότε στὴν Ρωσία.
Συνέτριβαν τὴν ψυχή του τὰ ποικιλόμορφα ἐγκλήματα καὶ οἱ πόλεμοι. Ἔγραφε: «ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι γεμάτη μὲ παντὸς εἴδους ἐγκλήματα, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἁμαρτία ἀπὸ τοὺς πολέμους, ἀπὸ τοὺς παγκοσμίους πολέμους»• «ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι ἐφιαλτικὴ μὲ ἀδιάκοπους ἀδελφοκτόνους πολέμους»• εἶναι «γεμάτη ἀπὸ ἐκβιασμούς, φόνους καὶ ἀτέλειωτα ἐγκλήματα, ἀκόμη καὶ ὡς τὶς ἡμέρες μας»• ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι «βυθισμένη σὲ ἀδελφοκτόνους πολέμους»• στὴν παγκόσμια ζωὴ ἐπικρατεῖ ἕνα «ἀφόρητο ψῦχος»• καὶ ὁπωσδήποτε «τὴν ὁδὸ τοῦ ἀντιχρίστου θὰ συνοδεύσει ἀναπόφευκτα ἄσκηση παγκόσμιας βίας...». Ὄχι μόνον οἱ πόλεμοι, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἐπικαιρότητα «εἶναι τόσο ἄγρια• ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι παντοῦ γεμάτη ἔνταση, μῖσος. Εἶναι τραγικὴ ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος...».
Βέβαια, ἡ ἱστορία καὶ ἡ ἀνθρωπότητα δὲν εἶναι ἀφηρημένη, ἀλλὰ καθορίζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν σὲ διάφορες ἐποχές. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀπομακρύνωνται ἀπὸ τὸν Χριστό, διακατέχονται ἀπὸ τὸ μῖσος καὶ τὴν ἐμπάθεια πρὸς τοὺς συνανθρώπους τους. Οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδὴ δὲν βλέπουν στὸν ἑαυτό τους καὶ στοὺς ἀδελφούς τους τὴν «αὐθεντικὴ καὶ αἰώνια ἀξία τους», γι’ αὐτὸ καὶ «γίνονται τόσο θηριωδῶς κακοὶ στὶς ἀμοιβαῖες σχέσεις τους, καὶ τόσο εὔκολα σκοτώνουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον», «παραμένουν ὅμοιοι μὲ τὰ ἄγρια θηρία», καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπικρατήση εἰρήνη στὴν γῆ. Ὁπότε, εἶναι ἀναγκαία ἡ «"ἀνθρωποποίηση" τοῦ θηριώδους αὐτοῦ κόσμου». Οἱ λαοὶ ποὺ προβαίνουν σὲ τέτοια ἀποτρόπαια ἐγκλήματα σὲ βάρος τῶν ἀνθρώπων «φαίνονται παράφρονες, ἐσκοτισμένοι». Τὸ φοβερότερο εἶναι ὅτι καὶ αὐτοὶ οἱ λαοὶ ποὺ αὐτοαποκαλοῦνται χριστιανικοὶ εἶναι «οἱ πιὸ ἐπικίνδυνοι». Ἀκόμη καὶ τότε ποὺ οἱ ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι ἀγαποῦν τοὺς συνανθρώπους τους τὸ κάνουν μὲ μιὰ ζωώδη ἀγάπη καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ «σὰν τὰ ζῶα, ἀγαποῦν μόνο ἐκείνους ποὺ τοὺς πλησιάζουν μὲ τὰ ἴδια ζωώδη "αἰσθήματα"». Οἱ διάφοροι «ὑπεράνθρωποι» «εἶναι σὲ θέση νὰ διδάξουν κακία ἀκόμη καὶ τὸν διάβολο».
Ὅλες αὐτὲς οἱ ἐκφράσεις ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Γέροντας εἶναι δυνατὲς καὶ πιθανὸν νὰ παρεξηγηθοῦν. Πρέπει ὅμως νὰ τὶς δοῦμε μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ ὅτι μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδίας του ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ δὴ τὸν ἄνθρωπο ὅπως τὸν ἔπλασε ὁ Θεὸς καὶ ὅπως ἔπρεπε νὰ γίνη μὲ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Χριστό, στὴν Ἐκκλησία διὰ τῶν μυστηρίων καὶ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. Γνωρίζει ἐκ πείρας τὴν καθαρὴ καὶ αὐθεντικὴ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχθῇ τὸ μῖσος καὶ τὴν βία ποὺ ἐξασκεῖται στὸν κόσμο, πρᾶγμα ποὺ προκαλεῖ βαθύτατο ἄλγος στὴν καρδία του. Σὲ μιὰ ἐπιστολή του γράφει ὅτι «ἀπὸ τὴ θεωρία αὐτῶν ποὺ διαδραματίζονται στὸν κόσμο, ἡ ψυχή μου ἐρχόταν σὲ φοβερὰ ὀλέθρια ἀμηχανία. Ἔφευγε τὸ ἔδαφος κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου. Ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή μου συντριβόταν ὀδυνηρά». Καὶ μέσα του γεννιόταν ἡ βεβαιότητα τῆς νίκης, ὅταν στὰ μάτια του «τὸ παράλογο ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων ἐνεργειῶν ἔφτανε στὰ ἄκρα».
Ὁ Γέροντας πονοῦσε ὑπερβολικὰ γιὰ τὴν κατάσταση αὐτή. Τὰ παθήματα τοῦ κόσμου γίνονται δικά του, πάσχει καὶ ἀλγεῖ γι’ αὐτά, συμμετέχει σὲ ὅλη τὴν τραγωδία τοῦ κόσμου. Γράφει: «Ὀφείλουμε νὰ ζοῦμε τὸ κάθε πάθημα ὄχι μόνο ὡς προσωπικό μας, ἀλλὰ ὡς συμμέτοχοι τῶν παθημάτων ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος». Ὅταν «ζοῦμε τὴν τραγωδία ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητος, διευρύνουμε τὴ συνείδησή μας ὡς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου αὐτοῦ» καὶ ἔτσι τὸ κάθε πάθημα μπορεῖ νὰ ἀποβῇ μιὰ νέα γέννηση. Πονοῦσε ὑπερβολικὰ γιὰ τὸ κακὸ ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸν κόσμο, γι’ αὐτὸ γράφει: «Ἴσως σοῦ φανεῖ σκληρὸς αὐτὸς ὁ λόγος. Ἀλλὰ ἐγὼ πνίγομαι ἀληθινὰ μέχρι φρίκης ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς ἐπικαιρότητάς μας, δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς ἀτέλειωτους φοβεροὺς ἐκβιασμούς, τοὺς φόνους, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ δεῖς ἀκόμη καὶ στὸν κόσμο τῶν ἄγριων θηρίων».
Αὐτὸς ὁ πόνος γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸν κόσμο ὁδηγοῦσε τὴν εὐαίσθητη καὶ τρυφερὴ ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καρδιὰ τοῦ Γέροντα στὴν προσευχὴ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, γιὰ «δεκάδες χρόνια» γιὰ νὰ χαρίση ὁ Θεὸς «εἰρήνη σὲ ὅλο τὸν κόσμο». Μιὰ τέτοια προσευχὴ ἦταν πάθος, μαρτύριο. Ὁμολογεῖ: «Καὶ ὅταν προσεύχομαι γιὰ τὸν κόσμο, τότε πάσχω στὴν προσευχή». Σὲ τέτοια κατάσταση «μὲ φοβερὸν πόνο στὴν καρδιὰ κράζω πρὸς τὸν Οὐρανὸ νὰ κατεβεῖ ὡς τὸ ἐπίπεδο τῆς γῆς μὲ τὸ ὑπέροχο μυστήριό του, νὰ ἀγκαλιάσει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πραγματικὰ πάσχουν, νὰ ἀνοίξει γι’ αὐτοὺς ἄλλους ὁρίζοντες τοῦ Εἶναι...». Ἡ ἀγάπη του ἐκτεινόταν σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Γράφει: «Εἶναι πολὺ ἁπλὰ τὸ ἀκόρεστο τῆς καρδιᾶς ποὺ φλέγεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ ἀγκαλιάσει ὅλο τὸν κόσμο». Ὅλη «ἡ συνειδητὴ ζωή μου πέρασε κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον μὲ προσευχὴ γιὰ τὸν κόσμο». Ἀκόμη «μὲ ἔνταση» θρηνοῦσε καὶ γιὰ τὸν ρωσικὸ λαὸ ποὺ ὑπέφερε.
Ἡ προσευχὴ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο γινόταν ἀδιάλειπτα μὲ τὸν πόνο καὶ τὸν βαθὺ θρῆνο γιατί πίστευε ὅτι καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ «ὑπάνθρωποι» ὅταν δεχθοῦν καὶ συλλάβουν μέσα τους τὴν πνοὴ τοῦ Αἰωνίου Θεοῦ, «τότε γίνονται γνήσια τέκνα τοῦ Ἀδάμ, υἱοὶ ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἐν Χριστῷ τέκνα Θεοῦ».
Παράλληλα διακονοῦσε τοὺς πονεμένους καὶ πληγωμένους ἀνθρώπους. Γράφει σὲ ἕνα γράμμα: «Κυριολεκτικὰ πνίγομαι στὰ "χρέη" ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ ἀναζητοῦν». Καὶ ἀλλοῦ γράφει: «Κι ἐγὼ δαπανῶ τὰ χρόνια μου, τὶς δυνάμεις μου, τὸν χρόνο μου, γιὰ νὰ φέρω τὴν παρηγοριὰ σὲ μερικοὺς ποὺ βρίσκονται σὲ ἀπόγνωση».
5. Καλλιτέχνης καὶ ἁγιογράφος
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος σπούδασε στὴν Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν τῆς Μόσχας καὶ διδάχθηκε τὴν τέχνη τὴν ὁποία ἐξάσκησε ἔντονα πρὶν γίνει μοναχός. Ὅμως καὶ ὁ ἴδιος ἦταν μιὰ καλλιτεχνικὴ φύση, καὶ αὐτὸ φαίνεται ἔντονα μὲ τὸν τρόπο ποὺ συμπεριφερόταν στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ διακρίνεται καὶ σὲ πολλὰ σημεῖα τῶν ἐπιστολῶν του.
Βέβαια, ἐγκατέλειψε τὴν τέχνη, ὅταν ἀποκαλύφθηκε σὲ αὐτὸν ὁ Χριστὸς καὶ ἀναπτύχθηκε μέσα του ἔντονη προσευχή, συνδυασμένη μὲ ἀκόρεστη καὶ ἄσβεστη μετάνοια. Ὅμως, ἀργότερα ἀσχολήθηκε μὲ τὴν βυζαντινὴ ἁγιογραφία καὶ ὡς βιοπορισμό, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀνάγκη, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι ἔπρεπε νὰ ἁγιογραφήση τὴν Ἱερὰ Μονή του. Στὰ γράμματά του φαίνονται εὐδιάκριτα ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα.
Ὁ Γέροντας, ὅπως ὁμολογεῖ, κατὰ τὴν νεότητά του ἀσχολήθηκε μὲ ἐνθουσιασμὸ μὲ τὴν ζωγραφικὴ καὶ μάλιστα ἡ καλλιτεχνικὴ δημιουργία τὸν ἀποσποῦσε ἀπὸ ὅλα ὅσα συνέβαιναν γύρω του. Γράφει: «Μὲ κυρίευε μία ὁρμή: Νὰ εἰσδύσω στὸ μυστήριο τοῦ κάλλους κάθε φαινομένου, δηλαδὴ φαινομένου τῆς φύσεως». Καὶ ὅσο πιὸ πολὺ βυθιζόταν σὲ αὐτὸ «τὸ μυστήριο τοῦ κάλλους» τόσο αὐτὸ γινόταν «πιὸ μυστηριῶδες», ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος βασανιζόταν «ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμό» του «μπροστὰ στὸ μυστήριο αὐτό». Ἀσχολούμενος μὲ τὴν ζωγραφική, ἡ σκέψη του μετέβαινε στὴν αἰωνιότητα, «χανόταν στὴν αἴσθηση τοῦ μυστηρίου τῆς φύσεως», δηλαδὴ παρατηρῶντας τὸν οὐρανό, τὰ σπίτια, τὰ χωριά, τοὺς ἀνθρώπους, ὅλα τὰ ἔβλεπε μέσα ἀπὸ ἕνα «ἀπρόσιτο μυστήριο». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀναπτυσσόταν «ἕνα αἴσθημα ὡραιότητος», ποὺ μὲ τὴν ἐπίδρασή της ἔχανε «ἐντελῶς τὴν αἴσθηση τοῦ χρόνου». Ζοῦσε τὴν τέχνη σὲ τέτοιο βαθμό, ὅπως ὁμολογεῖ, ὥστε καὶ «κατὰ τὴ νύκτα στὸν ὕπνο μου συνέχιζα νὰ ζωγραφίζω». Ἡ ζωγραφική του γινόταν μὲ μιὰ μεγάλη ἔμπνευση.
Ὅμως, παράλληλα μὲ τὴν ἔμπνευση τῆς ζωγραφικῆς ἀναπτύχθηκε μέσα του καὶ ἡ ἔφεση γιὰ τὴν γνώση τοῦ ἀπολύτου Εἶναι, τοῦ Θεοῦ, γιατί χωρὶς αὐτὴν τὴν ἀναζήτηση «κάθε τέχνη καὶ κάθε φαινόμενο τῆς ζωῆς δὲν εἶχε νόημα». Ἐνῷ ζωγράφιζε τὴν ἀδελφή του Μαρία, οἱ τρεῖς ὧρες του φάνηκαν γιὰ δέκα λεπτά, τὸν συνεπῆρε τὸ ἐρώτημα: «Πὼς περνᾶς πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ θανάτου;».
Κάποια στιγμή, ὅταν βρισκόταν στὴν Γαλλία καὶ εἶχε πολλὲς ἐπιτυχίες ὡς ζωγράφος, ἀναπτύχθηκε μέσα του ἔντονα ἡ προσευχὴ πρὸς τὸν προσωπικὸ Θεὸ σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε, ὅπως γράφει, «δὲν μποροῦσα πλέον νὰ ἀφιερωθῶ ὁλοκληρωτικὰ στὴ ζωγραφική». Γιὰ ἑνάμιση ἡ δύο χρόνια πέρασε διάφορες φρικτὲς καταστάσεις, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ἡ ζωγραφικὴ ἤθελε νὰ τὸν ἀπορροφήση ὁλόκληρο, γιατί τότε εἶναι «ὑψηλή» –διαφορετικὰ καταλήγει σὲ ἐρασιτεχνισμό– καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ «ἡ προσευχὴ ὅλο ἐνισχυόταν». Τὸν ἀπορροφοῦσαν καὶ τὰ δύο αὐτά, δηλαδὴ καὶ ἡ τέχνη καὶ ἡ προσευχή. Δὲν μποροῦσε νὰ ἀποσπασθῇ ἀπὸ τὴν ζωγραφικὴ ποὺ τὸν συνέπαιρνε ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια, ἀλλὰ οὔτε μποροῦσε νὰ ἀναχαιτίση καὶ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς. Μὲ αὐτὸ τὸ ἐσωτερικὸ δίλημμα ἔφθασε κάποτε στὸ σημεῖο νὰ βαδίζη στὸν δρόμο καὶ νὰ μὴν ἀντιλαμβάνεται τοὺς ἀνθρώπους γύρω του. Τελικά, τὸν διεκδίκησε τελείως ἡ προσευχὴ καὶ ἐγκατέλειψε τὴν ζωγραφική. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἐπιδόθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴν νοερὰ προσευχὴ καὶ γνώρισε προσωπικὰ τὸν ἴδιο τόν Θεὸ μέσα στὸ ἄκτιστο Φῶς.
Ὅμως, τὸ χάρισμα τῆς ζωγραφικῆς, ποὺ ἦταν ἕνα φυσικὸ χάρισμα, δὲν τὸν ἐγκατέλειψε ποτὲ στὴν ζωή του καὶ ἀργότερα τοῦ χρησίμευσε γιὰ νὰ ἐπιδοθῇ στὴν ἁγιογραφία. Γνώριζε ἀπὸ τὴν πεῖρα του τὴν διαφορὰ τῆς ὀμορφιᾶς μεταξὺ τῶν «παλαιῶν ζωγράφων-θεολόγων», ποὺ μὲ τὰ χρώματα καὶ τὶς τοιχογραφίες ἔφθασαν σὲ «ἀπίστευτη τελειότητα» καὶ «ἀνυπέρβλητη ὀμορφιά», καὶ τῆς κοσμικῆς τέχνης καὶ ζωγραφικῆς, «ποὺ ἑλκύει τοὺς σαρκικοὺς ἀνθρώπους» ποὺ δὲν ἀνταποκρίνονται καθόλου στὸ πνεῦμα τοῦ ναοῦ, δηλαδὴ τῆς θείας Μυσταγωγίας. Μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ γράφει ὅτι «ἡ δυτικὴ "εἰκονογραφία" μοιάζει γιὰ μένα μὲ "ὀσμὴ κουζίνας" σὲ ναό». Οἱ δυτικὲς εἰκόνες δὲν εἶναι «τῆς προτιμήσεώς» του.
Μὲ τὴν γνώση τῆς ζωγραφικῆς, ποὺ σπούδασε καὶ καλλιέργησε, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία, ποὺ ἀπέκτησε, ἀναλύει μὲ καταπληκτικὸ τρόπο σὲ μιὰ ἐπιστολή του τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἁγιογραφοῦσαν οἱ «Πνευματέμφοροι εἰκονογράφοι», οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν εἰκόνα ἐξέφρασαν τὴν ἕνωση τοῦ Ἀκτίστου μὲ τὸ κτιστό. Ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς παραμόρφωσαν τὴν ἀνθρώπινη μορφή, ὥστε «νὰ ἀποσπάσουν τὸν νοῦ τοῦ προσευχομένου ἀπὸ τὴν γῆ, νὰ τὸν μεταφέρουν σὲ ἄλλον κόσμο, ἄλλων διαστάσεων». Καὶ ἄλλοι «ἀναζήτησαν τὴν ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στὴν εἰκόνα καὶ τὸ Πρωτότυπο καὶ ἐξέφρασαν καὶ τὶς δύο διαστάσεις, δηλαδὴ τοῦ χρόνου καὶ τῆς αἰωνιότητας, σὲ ἀνθρώπινο πλαίσιο. Αὐτό, ὅμως, τὸ ἀνθρώπινο πλαίσιο τὸ μεταμόρφωσαν, μὴ ἐπιτρέποντας ποτὲ στὸν ἑαυτό τους νὰ κατεβεῖ στὸν "νατουραλισμό", πρᾶγμα ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ ἀποφύγουν οἱ ζωγράφοι τῆς Δύσεως τὴν ἐποχὴ τῆς Ἀναγεννήσεως». Χρειάζεται μεγαλυφυΐα ὥστε τὸ ἔργο ποὺ κατασκευάζει ὁ ζωγράφος νὰ «συμπληρωθεῖ», χωρὶς «νὰ μεταπέσει σὲ "σαρκικὴ" ὀμορφιά». Προκειμένου, ὅμως, νὰ μπορέση ὁ ἁγιογράφος νὰ φιλοτεχνήση ἕνα ἔργο μὲ τὴν ἕνωση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, «εἶναι ἀπαραίτητο νὰ δεῖ στὴν πεῖρα τῆς ζωῆς του τὸν ἄνθρωπο μεταμορφωμένο ἀπὸ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ αὐτόν». Μέσα στὴν προοπτικὴ αὐτὴ ἐργαζόταν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ἀργότερα ὡς ἁγιογράφος, γι’ αὐτὸ προτιμοῦσε νὰ κάνη μιὰ καλὴ εἰκόνα «μὲ μηδαμινὴ πληρωμή», παρὰ νὰ πάρη περισσότερα χρήματα «γιὰ κακὴ ἐργασία».
Γνώριζε τοὺς καλλιτέχνες τῆς Ἀναγέννησης καὶ τοῦ Μπαρόκ, ὅπως τὸν Ραφαήλ, τὸν Τιτσιάνο, τὸν Τιντορέτο, τὸν Βελάσκεθ, τὸν Μουρίγιο, τὸν Ρέμπραντ. Μετὰ τὴν πνευματικὴ πεῖρα ποὺ ἀπέκτησε ἀναπαύεται πλέον στὶς εἰκόνες τῶν πνευματέμφορων ἁγιογράφων, ὅπως τὶς εἰκόνες τοῦ 14ου καὶ 15ου αἰῶνος. Παρὰ ταῦτα γνωρίζει πολὺ καλὰ ὅτι ἡ «δύναμη τῆς ἐνέργειας τῆς εἰκόνας (ἡ ἄλλου ἔργου ζωγραφικῆς) ἐξαρτᾶται ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ποιότητα, ἂς ποῦμε, τῆς ἀντικειμενικῆς ἀξίας τοῦ ἔργου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται ὁ θεατὴς τὴ στιγμὴ ἐκείνη».
Πάντως, ὁ ἴδιος μετὰ ὡς ἱερομόναχος στὴν Ἱερὰ Μονή του Ἔσσεξ Ἀγγλίας ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἁγιογραφία. Ἁγιογράφησε τοὺς τοίχους τῆς τραπεζαρίας καὶ τοῦ Ναοῦ καὶ ἀφιέρωσε πολὺ χρόνο σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο. Γράφει σὲ ἐπιστολή του: «Ἤδη πρόσφατα ἀρχίσαμε νὰ ἁγιογραφοῦμε τὴ νέα τράπεζα. (Ἀφιερώνω πολὺν χρόνο στὴν ἁγιογραφία). Ἔχει δουλειὰ γιὰ χρόνια». Ἀλλὰ ἔκανε καὶ ἕνα εἰδικὸ ταξίδι στὸ Μιλάνο γιὰ νὰ δὴ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὸν «Μυστικὸ Δεῖπνο» του Λεονάρδο ντὰ Βίντσι καὶ ἐκφράζει τὴν «μεγάλη λύπη» του, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ καταστρέφεται.
Εἶναι σημαντικὲς οἱ παρατηρήσεις του γιὰ τὶς τοιχογραφίες τοῦ Μιχαὴλ Ἄγγελου στὴν Καπέλλα Σιξτίνα, οἱ ὁποῖες δὲν προσφέρονται «καθόλου γιὰ προσευχή, ἀλλὰ μόνο γιὰ διάφορους καλλιτεχνικοὺς ἡ φιλοσοφικοὺς στοχασμοὺς» καὶ δὲν ἐκφράζουν τὴν πνευματική του θεωρία.
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἦταν ζωγράφος καὶ ἁγιογράφος, ἦταν ἐκ φύσεως καλλιτεχνικὴ προσωπικότητα, ὅπως ἄλλωστε φαίνεται σὲ ὅλα τὰ κείμενα καὶ τὶς ἐπιστολές του, ἀλλ' ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς τὸν εὐαισθητοποίησε ἀκόμη περισσότερο, γι’ αὐτὸ ἦταν πνευματικὸς καὶ θεολόγος καλλιτέχνης σὲ ὅλα τὰ ἔργα του, τοὺς λόγους του καὶ τὶς ἐνέργειές του.
Μέσα στὴν προοπτικὴ αὐτὴ πρέπει νὰ δοῦμε γιατί συναρπάσθηκε «ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ καὶ ἔκπληξη» μπροστὰ στὸ φαινόμενο τῆς ἀράχνης «ποὺ ἔτρεχε στὸ πάτωμα τοῦ ἐργαστηρίου» του, καὶ τὶς παρατηρήσεις του γιὰ τὸ πουλὶ φασιανός, τὸν λαγὸ καὶ τὰ σπουργίτια.
6. Θεολογία καὶ φιλοσοφία
Ἀπὸ τὶς συζητήσεις ποὺ εἶχα μὲ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο διαπίστωσα ὅτι εἶχε ἕνα δυνατὸ μυαλὸ ποὺ εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ φιλοσοφῇ καὶ νὰ μελετᾶ τὶς διάφορες φιλοσοφικὲς σχολὲς ποὺ ἀναλύουν θεολογικά, κοσμολογικὰ καὶ ἀνθρωπολογικὰ προβλήματα.
Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος εἶχε μελετήσει τὰ φιλοσοφικὰ ρεύματα ποὺ εἶχαν ἀναπτυχθῇ στὴν τσαρικὴ Ρωσία, τὰ ὁποῖα, βεβαίως, εἶχαν ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὴν Δύση καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν δυτικὸ διαφωτισμό. Γνώρισε ἀκόμη τὰ ἔργα Ρώσων φιλοσόφων, λογοτεχνῶν καὶ θεολόγων καὶ μποροῦσε νὰ τὰ χρησιμοποιῇ, ὅπως αὐτὸ ἔκανε στὶς ἐπιστολὲς ποὺ ἔγραψε στὴν ἀδελφή του Ἀλεξάνδρα, ἡ ὁποία ὅπως φαίνεται ἐνδιαφερόταν γιὰ τὰ θέματα αὐτά.
Ὅπως εἶναι γνωστόν, ὁ Γέροντας γιὰ ἕνα διάστημα ἐρωτοτροποῦσε καὶ μὲ τὴν ἀνατολικὴ φιλοσοφία, χωρὶς βέβαια νὰ γίνη βουδιστής. Ὁ Γέροντας δὲν ἀρνήθηκε ἐπισήμως τὸν Χριστιανισμὸ καὶ δὲν ἀσπάσθηκε τὸν Βουδισμό, ἐντασσόμενος σὲ κάποια βουδιστικὴ κοινότητα, ἀλλὰ ἐκεῖνον τὸν καιρὸ πίστευε ὅτι ἡ τέλεια ζωὴ βιώνεται πέρα ἀπὸ τὴν ψυχολογικὴ ἔννοια τῆς ἀγάπης ποὺ συνιστᾶ, ὅπως τότε νόμιζε, τὸ Εὐαγγέλιο.
Ὅμως, ὁ Γέροντας μετὰ τὴν φανέρωση τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτὸν ἀρνήθηκε ὅλες αὐτὲς τὶς ἐξωχριστιανικὲς ἀναζητήσεις, μὲ μεγάλη μετάνοια καὶ κλαυθμὸ καὶ γι’ αὐτὸ στὴν ζωή του ἔκανε τὴν διάκριση μεταξὺ φιλοσοφίας καὶ θεολογίας, μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, μεταξὺ ὑπερπροσωπικοῦ ὄντος καὶ προσώπου.
Στὶς ἐπιστολές του ὑπάρχουν πολλὰ σημεῖα ποὺ παρουσιάζουν τὴν διαφορὰ μεταξὺ φιλοσοφίας καὶ θεολογίας, μεταξὺ στοχασμοῦ καὶ ἀποκαλυπτικῆς θεολογίας. Σὲ μιὰ ἐπιστολή του γράφει γιὰ τὰ διάφορα εἴδη γνώσεως ποὺ γνώρισε, ὅπως «τὴν στενότητα τῆς ἀφηρημένης γνώσεως, τῆς διανοητικῆς», ποὺ εἶναι τὸ γνώρισμα τῆς ἐπιστήμης καὶ δὲν βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὑπερβῇ «τὰ ὅρια τοῦ θανάτου», ἀλλὰ μετά του ἀποκαλύφθηκε ὅτι «ἡ γνώση εἶναι κοινωνία στὸ εἶναι», «κυρίως στὴν πράξη τῆς ἀγάπης». Ἡ πρώτη γνώση ποὺ συνδεόταν μὲ τὴν ἀναζήτηση τοῦ Ὑπερπροσωπικοῦ Ἀπολύτου, τὸν «ἐνέπνευσε διανοητικά», χωρὶς νὰ ἀγγίξη τὴν καρδιά του, ἐνῷ ἡ δεύτερη γνώση «ἄλλαξε τὴν καρδιά» του.
Ὁ Γέροντας πρὶν φύγει ἀπὸ τὴν Ρωσία καὶ πρὶν πάει στὸ Ἅγιον Ὅρος εἶχε μελετήσει ἔργα Ρώσων φιλοσόφων καὶ λογοτεχνῶν καὶ παρακολουθοῦσε ὅλα τὰ ρεύματα ποὺ ἐπικρατοῦσαν τότε στὴν Ρωσία. Σὲ ἕνα γράμμα του μνημονεύει τὸ βιβλίο του Μπελίνσκυ, ποὺ πραγματεύεται τὴν ἱστορία τῆς ρωσικῆς σκέψεως, καὶ ἐκεῖ ἀναφέρονται ὀνόματα Ρώσων φιλοσόφων καὶ στοχαστῶν ποὺ ἔπαιξαν κάποιο ρόλο στὴν διαμόρφωση τῆς ρωσικῆς σκέψης. Καὶ σὲ ἄλλη ἐπιστολή του ἀναφέρεται στὸ βιβλίο Τρεῖς διάλογοι τοῦ Σολοβιώφ. Ἐπίσης, μνημονεύει τον Τολστόϊ, τὸν Ντοστογιέφσκυ, τὸν φιλόσοφο Μπερντιάγεφ, τὸν Μπουλγκάκωφ, τὸν ποιητὴ Πούσκιν, τὸ ποίημα τοῦ Πλετσιέφιεφ, τὸ διήγημα τοῦ Τουργκένιεφ Ρούντιν, τὸν μῦθο τοῦ Κριλὼφ Ὁ συγγραφέας καὶ ὁ ληστής, τὸν Καράμζιν.
Ἐνῷ, ὅμως, γνωρίζει τὴν φιλοσοφικὴ ρωσικὴ σκέψη, ἐν τούτοις προσδιορίζει καὶ τὴν ἀπόκλισή της ἀπὸ τὴν ζωὴ ποὺ ὁ ἴδιος ζῆ. Σὲ ἕνα γράμμα του ἀναφέρεται στὰ συμφωνικὰ ποιήματα τοῦ Σκριάμπιν. Καὶ σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ὑπερβολικὰ μεγάλες προσποιήσεις, "πολὺ κακό", δαιμονισμός, στὴν "ἀφελῆ" του ἰδέα γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸ Εἶναι γενικά. Παράδειγμα τῆς ἄγριας ἐκείνης πνευματικῆς θύελλας, στὴν ὁποία ζοῦσε ἡ ρωσικὴ ἐλὶτ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση».
Οἱ διανοούμενοι, κατὰ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο, «ἐκτὸς ἀπὸ σπανιότατες περιπτώσεις εἶναι ἄνθρωποι "ἑνὸς ἐπιπέδου", "μιᾶς διαστάσεως"». Ἀκόμη καὶ ἐκεῖνοι οἱ φιλόσοφοι ποὺ εἶναι πιστοί, δὲν μποροῦν νὰ συλλάβουν τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου, γιατί παρασύρονται «στὴν ἀφαίρεση» καὶ «στὸν λογικὸ "μονισμὸ"» ἀπὸ τὴν ἴδια τήν μέθοδο τῆς φιλοσοφίας. Ὁ ἀφαιρετικὸς στοχασμὸς καὶ ἡ λογικοκρατία δὲν μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀποκάλυψη τοῦ προσώπου, τῆς ὑποστάσεως.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο καὶ οἱ Δυτικοὶ ποὺ χρησιμοποίησαν πολὺ τὴν φιλοσοφία καὶ στηρίχθηκαν σὲ αὐτὴν δὲν μπόρεσαν νὰ συνδυάσουν τὴν ἔννοια τῆς φύσεως καὶ τοῦ προσώπου, μὲ ἀρνητικὰ ἀποτελέσματα στὴν θεολογία-τριαδολογία μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Filioque, στὴν ἀνθρωπολογία μὲ τὴν δικανικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν σωτηρία, στὴν πνευματικὴ ζωή, τὴν λειτουργικὴ πράξη καὶ τὴν ἐκκλησιολογία μὲ τὸ ἀλάθητο τοῦ Πάπα.
Πολλοὶ κάνουν λόγο σήμερα γιὰ τὴν διαφορὰ μεταξὺ τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας καὶ τῆς ἐπιστημονικῆς ἡ ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας. Ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ ἐμπειρικὴ θεολογία, ἐννοοῦμε τὴν θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, θεολογούσαν «ἁλιευτικῶς καὶ οὐκ ἀριστοτελικῶς», δηλαδὴ ὁμιλοῦσαν γιὰ τὸν Θεὸ σύμφωνα μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ σὲ Ἀποστόλους-ἁλιεῖς καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλους. Αὐτὴν τὴν ἀποκαλυπτικὴ θεολογία εἶχε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, τὴν ὁποία ὅμως τὴν ἐξέφρασε μὲ σύγχρονες ἐκφράσεις καὶ σύγχρονη σκέψη γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς μας.
Στὶς ἐπιστολές, κυρίως πρὸς τὴν ἀδελφή του Μαρία, ποὺ εἶχε παράλληλες μὲ τὸν Γέροντα ἀναζητήσεις καὶ σκέψη, ἀναφέρεται στὴν ἀποκαλυπτικὴ καὶ ἐμπειρικὴ αὐτὴ θεολογία. Ἀναφερόμενος στὴν τραγωδία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ τὴν δική του ἀναζήτηση γράφει: «Βλέποντας ὅμως τὸν Χριστό, χάρηκα γιὰ τὸ θαυμάσιο αὐτὸ εὕρημα καὶ ποτὲ πιὰ δὲν μπορῶ νὰ ξεχάσω τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου μας». Κάνει λόγο γιὰ τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός: «Μὲ παράδοξο ὅμως τρόπο, ὅταν οἱ ὁράσεις αὐτὲς ἀνταλάσσονταν μὲ τὴ διάνοιξη ἄλλων ὁριζόντων, μὲ τὴν ἐμφάνιση ἀπεράντου Φωτὸς ἄλλου κόσμου, τότε δὲν ἔβρισκα λόγια εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὰ βάσανα τοῦ ἅδου ποὺ βίωσα».
Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ του ἐμφύσησε τὴν ὁρμὴ πρὸς Αὐτόν. Ἀναφερόμενος στοὺς ἀστροναῦτες ποὺ κινοῦνται πρὸς τὴν κατάκτηση τῆς Σελήνης καὶ τοῦ Ἄρη γράφει γιὰ τὴν δική του ὁρμὴ πρὸς τὸν Θεό: «Εἶναι φυσικὴ γιὰ μᾶς ἡ ὁρμὴ πρὸς τὸ Ἄναρχο Ὀν καὶ ἡ ἀναζήτηση τῆς ἕνωσης κάθε ὄντος μὲ τὴν Πρωταρχικὴ Ἀρχή, ἀλλὰ στὰ ὅρια τῆς γῆς καὶ στὸ φαράγγι τῆς σάρκας μας δὲν κατορθώνουμε τὴν τελειότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ πάσχουμε. Ξεχνᾶμε "τὰ μικροπράγματα" τοῦ γήινου αὐτοῦ ἐπιπέδου• παραχωροῦμε χῶρο ἡ μέρος σὲ κάθε ὀν• συχνὰ ὑπομένουμε ἀκόμη καὶ τὶς προσβολὲς προκειμένου νὰ πετύχουμε τὸ ποθούμενο». Σὲ ἄλλο γράμμα γράφει: «Εἶμαι ἤδη στὰ εβδομηνταδύο χρόνια. Πρὸς τὸ παρὸν κι ἐγὼ δὲν χάνω τὴν ἔνταση τῆς ὁρμῆς πρὸς τὸν τελικό μου σκοπό...».
Αὐτὴ ἡ ὁρμὴ πρὸς τὸν Θεὸ τὸν διακατεῖχε σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ μέχρι τὰ βαθειά του γεράματα, γι’ αὐτὸ καὶ στὶς εὐχές του πρὸς τὴν ἀδελφή του Μαρία γιὰ τὴν ἐπέτειο τῶν γενεθλίων της εὔχεται «ἀκατάπαυστη ἀνάβαση».
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος εἶχε μεγάλο μυαλό, μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦσε νὰ συλλάβη ἔννοιες καὶ νὰ συζητᾶ γιὰ τὴν φιλοσοφία καὶ τὶς ἀπόψεις τῶν διαφόρων φιλοσόφων, ἀλλὰ κυρίως καὶ πρὸ παντὸς εἶχε φωτισμένο νοῦ καὶ δυνατὴ καρδιὰ μὲ τὰ ὁποῖα ὁδηγεῖτο ἀκόρεστα στὸν Θεό, τὸν ἀπολάμβανε καὶ διψοῦσε τὴν πνευματικὴ αὐτὴ γνώση. Ὅταν γνώρισε τὴν ἐμπειρικὴ θεολογία, δὲν ἐνδιαφερόταν γιὰ τὶς φιλοσοφικὲς ἀπόψεις τῶν διαφόρων παλαιῶν καὶ συγχρόνων φιλοσόφων, καίτοι τὶς γνώριζε καὶ μποροῦσε νὰ τὶς ἀντιληφθῇ. Εἶχε ἀποκτήσει τὸ μεῖζον, ὁπότε τὸ ἔλασσον τοῦ ἦταν περιττό.
7. Γηρατειὰ καὶ θάνατος
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του, κυρίως ἀπὸ τὴν ἐφηβεία του, τὸν ἀπασχολοῦσαν ἔντονα διάφορα ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα γιὰ τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, καὶ αὐτὰ τὸν ὁδήγησαν σὲ δρόμους γιὰ τοὺς ὁποίους ἀργότερα μετάνοιωσε. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου τὸν διακατεῖχε ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι αὐτὴ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου λάμβανε σὲ κάθε φάση ζωῆς ἕναν διαφορετικὸ χαρακτῆρα.
Πρὶν γνωρίσει τὸν ζῶντα Θεό, μὲ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου εἶχε τὴν αἴσθηση τῆς πορείας πρὸς τὸ μὴ ὀν, στὴν ἀνυπαρξία καὶ αὐτὸ τὸν ἔφερε σὲ «διαμάχη» μὲ τὸν Θεό. Πάλευε κυριολεκτικὰ μαζί Του, μὲ τὰ διάφορα ἐρωτήματα ποὺ ἀναφύονταν μέσα του. Μετὰ τὴν κοινωνία τοῦ μὲ τὸν Θεὸ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἐξόδου ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ ἔγινε ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονός, μιὰ ἀλλαγὴ τρόπου ὑπάρξεως, μιὰ συνάντηση μὲ τὸν Θεό, τοὺς ἁγίους καὶ τὰ ἀγαπητά του πρόσωπα.
Στὶς ἐπιστολὲς ποὺ ἀπέστειλε στὰ ἀδέλφια του συναντοῦμε πολλὲς ἐκφράσεις στὶς ὁποῖες γίνεται λόγος γιὰ τὴν φθαρτότητα καὶ τὴν θνητότητα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ γιὰ τὸ πὼς ὁ ἴδιος βίωνε τὸν θάνατο στὴν προσωπική του ζωὴ καὶ πὼς προετοιμαζόταν γιὰ τὴν ὥρα τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα. Παράλληλα φαίνεται ὅτι αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη νὰ προετοιμάση καὶ τοὺς συγγενεῖς του γιὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παρουσιασθοῦν ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα, ἀλλὰ τὰ πιὸ σημανικὰ καὶ ἐντελῶς συνοπτικά.
Κατ’ ἀρχὰς κάνει πολλὲς φορὲς λόγο γιὰ τὰ γηρατειά. Ἀναφέρεται στὶς ἀρρώστιες ποὺ συνδέονται μὲ τὴν γεροντικὴ ἡλικία καὶ στὸ ὅτι εἴμαστε φορτωμένοι ἀπὸ κόπους καὶ θλίψεις «καὶ θὰ πεθάνουμε σὲ γῆρας γεμᾶτο ἀπὸ ἀσθένειες, ἀλλὰ ὡστόσο μὲ ἀγάπη καὶ εἰρήνη».
Θεωρεῖ, ὅμως, ὅτι ἡ γεροντικὴ ἡλικία «εἶναι ἡ πιὸ εὐλογημένη περίοδος τῆς ζωῆς μᾶς ἐπάνω στὴ γῆ», διότι ὑποχωροῦν ὅλα τὰ μικρὰ καὶ ταπεινὰ καὶ ἡ σκέψη προσανατολίζεται πρὸς τὴν «ἄλλη τάξη του Εἶναι». Γι’ αὐτὸ καὶ εὔχεται στὴν ἀδελφή του Μαρία νὰ τῆς δίνη ὁ Θεὸς «τὴν Ἄνωθεν ἔμπνευση» γιὰ νὰ περάση αὐτὴν τὴν ἡλικία. Ἡ ὥριμη ἡλικία εἶναι «ἡ σημαντικότερη περίοδος τῆς ζωῆς μας», ἀφοῦ οἱ σκέψεις μας πηγαίνουν πέρα ἀπὸ τὴν γῆ καὶ παρακαλεῖ νὰ προσεύχονται ὥστε νὰ μὴ χάση τὶς δυνάμεις του μέχρι τὸ τέλος. Ἡ τρίτη αὐτὴ ἡλικία εἶναι προνομιοῦχος, γιατί δίνεται ἡ εὐκαιρία, μὲ μιὰ πνευματικὴ δύναμη, νὰ στραφῆ ὁ ἄνθρωπος μὲ ὅλο του τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδία «πρὸς τὸ Αἰώνιο, πρὸς τὸν Πατέρα» Του. Τὰ γηρατειὰ «μποροῦν νὰ εἶναι περίοδος ἐξαιρετικὰ σπουδαῖα», γιατί ἀφ' ἑνὸς μὲν εἶναι γεμάτη ἀπὸ «βαθειὲς ἐμπειρίες», ἀφ' ἑτέρου δὲ γιατί ὁ ἄνθρωπος προετοιμάζεται μὲ «φόβο καὶ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὰ γήινα, ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα πρὸς τὰ ἀμετάθετα καὶ αἰώνια».
Εὑρισκόμενος καὶ ὁ ἴδιος στὴν περίοδο τῆς τρίτης ἡλικίας ὁμολογεῖ ὅτι ἡ ψυχή του δὲν αἰσθάνεται τὴν ἡλικία, γιατί δὲν χάνει «τὴν ἔνταση τῆς ὁρμῆς πρὸς τὸν τελικὸ σκοπό» του, καὶ γιατί ὁ «ἐμπλουτισμὸς τοῦ πνεύματος» «κάνει ὑποφερτὰ τὰ γηρατειά». Παρὰ τὶς ἀσθένειες ποὺ συνδέονται μὲ τὰ γηρατειά, ἐν τούτοις γράφει: «ἡ ἔμπνευση ποτὲ δὲν μὲ ἐγκαταλείπει».
Ἔπειτα, σὲ ὅλες τὶς ἐπιστολὲς ἀναφέρεται στὴν μνήμη τοῦ θανάτου ποὺ τὸν διακατεῖχε ἀπὸ τὴν νεανική του ἡλικία. Δίνει τὸν ὁρισμὸ τοῦ θανάτου ποὺ εἶναι ἡ μετάβαση τοῦ πνεύματός μας «ἀπὸ τὴ μία μορφὴ ὑπάρξεως σὲ ἄλλη, ἀτελεύτητα μεγαλειωδέστερη». Εἶναι φυσικὸ νὰ σκέπτεται τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, καὶ ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, ὅπως γράφει, «ἡ σκέψη γιὰ τὴν ἐπικείμενη ἔξοδό μου μοῦ ἔγινε σχεδὸν ἀχώριστη». Καὶ πάνω ἀπ' ὅλα τὸν ἀπασχολεῖ το πὼς θὰ πεθάνη. «Καὶ βεβαίως τὸ πρόβλημα, πὼς θὰ πεθάνω, γίνεται διαρκῶς πιὸ συγκεκριμένο». Ἐννοεῖ ἂν θὰ πεθάνη ἀπὸ ποικίλες ἀσθένειες, μὲ ποιό τρόπο ἡ σὲ ποιά πνευματικὴ κατάσταση θὰ βρίσκεται τότε. Σὲ κάποιο γράμμα του γράφει πολὺ χαρακτηριστικά: «Σκέφτομαι γιὰ τὸν ἑαυτό μου ὅτι ἀρκετὰ ἔζησα, ὅτι δὲν ὑπάρχει νόημα νὰ παρατείνω περισσότερο τὴ ζωὴ αὐτή, ὅτι πρέπει νὰ "φεύγω"».
Σὲ ὅλη του τὴν ζωή, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως καθὼς περνοῦσαν τὰ χρόνια, καὶ ἔμπαινε στὴν τρίτη ἡλικία, στὰ γηρατειά, αὐξανόνταν ἡ προετοιμασία του γιὰ τὸν θάνατο. Δὲν διακατεχόταν ἀπὸ θλίψη, ἀπόγνωση καὶ φόβο, ἀλλὰ ἀπὸ μιὰ ἐλπίδα συναντήσεως μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν οὐράνια Ἐκκλησία. Ἔγραφε στοὺς συγγενεῖς του: «Εἶναι φυσικό, ἐπειδή, ὅλοι σας γερνᾶτε καὶ προσβάλλεσθε ἀπὸ ἀσθένειες, νὰ ἑτοιμάζεσθε ἐπίσης γιὰ τὸ ἀναπόφευκτο. Νὰ ἑτοιμάζεσθε ὅμως ἑορταστικά, σὰν νὰ ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τὴν μεγαλύτερη στιγμὴ τῆς ἐπίγειας ὑπάρξεώς μας καὶ ὄχι μὲ αἴσθημα ἀπογνώσεως καὶ ἀχαριστίας». Δίδασκε ὅτι πρέπει νὰ ἑτοιμάζονται οἱ ψυχές μας «γιὰ τὴν ἔνδοξη μετάβαση στὸν ἄλλο κόσμο μὲ τὴν πλήρη ἐλπίδα, μὲ τὴν ἀδίστακτη πίστη στὴν ἀνάστασή μας». Θὰ πρέπει νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι δὲν χανόμαστε μετὰ τὴν ἔξοδό μας, ἀλλὰ εἰσερχόμαστε «σὲ ἄλλη μορφή του Εἶναι».
Προετοιμάζεται γιὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου σὰν νὰ εἶναι μιὰ «νέα γέννηση», σὰν νὰ εἶναι «κάποιο ταξίδι» καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ πάρη τὶς ἀποσκευές του. Σὲ ἕνα γράμμα πρὸς τὴν ἀδελφή του Ἀλεξάνδρα, ἀπαντῶντας σὲ κάποια σκέψη της, προκειμένου νὰ τὴν ἐνδυναμώση καὶ νὰ τὴν ἐνισχύση, συγκαταβαίνει ὁ ἴδιος καὶ γράφει ὅτι, ἐνῷ παλαιότερα δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ παρατείνη τὴν ζωή του ἐπάνω στὴν γῆ, τώρα τελευταία σκέπτεται κάποια παράταση ζωῆς. Καὶ αὐτὸ τὸ θεωρεῖ «ἀνόητο», ἐφ’ ὅσον δὲν μποροῦν νὰ ἱκανοποιηθοῦν οἱ ἐφέσεις του ποὺ τὸν εἶχαν καταλάβει ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια.
Τὸν ἀπασχολεῖ ἰδιαιτέρως ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Τὴν χαρακτηρίζει «φοβερὴ καὶ μεγάλη στιγμὴ» καὶ στὴν «ἀναμονή της» «ἡ ψυχὴ βαθύτερα αἰσθάνεται τὴν Ὕψιστη εἰρήνη, τὴν Πατρικὴ ἀγάπη, καὶ ὁρμᾶ πρὸς τὸ Ἀνέσπερο Φῶς». «Ἡ ἡμέρα τῆς τελευτῆς εἶναι μεγάλο γεγονὸς στὴ ζωή μας. Οἱ προσεγγίσεις πρὸς τὸν θάνατο εἶναι ὀδυνηρές, ἀλλὰ ὁ θάνατος ὁ ἴδιος εἶναι ἐντελῶς ἄλλο πρᾶγμα». Ἡ προσέγγιση πρὸς τὸν θάνατο, ἀλλὰ «ἡ ἴδια στιγμὴ τοῦ θανάτου, δηλαδὴ ἡ τελευταία ἀγωνία στὸ μεθόριο τῶν δύο κόσμων τόσο διαφορετικῶν κατὰ τὶς διαστάσεις τους, πρωτίστως εἶναι τὸ γεγονὸς γιὰ τὸ ἴδιο ἐκεῖνο πρόσωπο ποὺ τὸ ζεῖ», ἀποκαλύπτει στὸν ἄνθρωπο πράγματα ποὺ εἶναι καλυμμένα. Ἀλλὰ καὶ στὰ πρόσωπα ποὺ εἶναι παρόντα στὸν θάνατο κάποιου «ἀποκαλύπτονται νέοι ὁρίζοντες, δίνεται καινούργια ἐμπειρία τοῦ πνευματικοῦ κόσμου». Ἡ στιγμὴ τῆς ἐξόδου μας ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ εἶναι «θριαμβευτική». Ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ εἶναι τὸ «πιὸ σημαντικὸ γεγονὸς τῆς ζωῆς κάθε ἀνθρώπου». Χαίρεται «γιὰ τὸν ἐρχόμενο θρίαμβό μας».
Μετὰ τὸν θάνατό του ὁ ἄνθρωπος γλιτώνει «ἀπὸ τὰ δόντια τοῦ θανάτου ποὺ βασιλεύει στὸν κόσμο αὐτό», ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖ μὲ διάφορες ἀσθένειες. Καὶ ἔτσι «θὰ γελάσουμε στὸ τέλος, καὶ τὸ τελευταῖο μας αὐτὸ γέλιο θὰ εἶναι καὶ τὸ καλύτερο».
Ἡ μετάβασή του σὲ ἄλλη μορφή του «εἶναι» δὲν εἶναι ἀφηρημένη, ἀφοῦ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος γνωρίζει πολὺ καλὰ σὲ τί συνίσταται ἡ λεγόμενη ἀθανασία. Ἀναφέρει τὰ τέσσερα εἴδη ἀθανασίας. Τὸ πρῶτο εἶδος εἶναι ἡ ἀθανασία τῶν ὑλιστῶν, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι ἡ ὕλη παραμένει αἰώνια καὶ τὰ ἄτομα εἶναι ἀμετάβλητα. Τὸ δεύτερο εἶδος εἶναι ἡ ἱστορικὴ ἀθανασία, ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραμένη στὴν μνήμη τῶν ἀνθρώπων αἰωνίως. Τὸ τρίτο εἶδος εἶναι ἡ πανθεϊστικὴ ἀθανασία ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει σὲ κάποιο ὑπερπροσωπικὸ Ἀπόλυτο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται. Καὶ τὸ τέταρτο εἶδος εἶναι ἡ χριστιανικὴ ἀθανασία, αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁμίλησε ὁ Χριστὸς καὶ εἶναι ἡ προσωπικὴ ἀθανασία ἐν Χριστῷ.
Μιὰ τέτοια ἀθανασία κυριαρχοῦσε στὴν ψυχὴ τοῦ Γέροντα, τὸ ὅτι θὰ συναντοῦσε τὸν Χριστὸ πρόσωπο πρὸς πρόσωπο. Γι’ αὐτὸ λέγει: «Γιὰ μένα τὰ μεγαλύτερα γεγονότα δὲν ἦταν κάποια ἱστορικὰ συμβάντα, ἀλλὰ μόνο ἡ ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ πλαίσιο τοῦ θανάτου, ἡ εἰσόρμηση στὴν ἀθανασία».
Συμπέρασμα
Διάβαζα γιὰ μέρες αὐτὸ τὸ βιβλίο καὶ μάλιστα προσεκτικά. Καίτοι γνώρισα προσωπικὰ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο, κατὰ τὶς ἐπανειλημμένες συναντήσεις μου μαζί του, καὶ εἶχα τὴν ἐξαιρετικὴ τιμὴ καὶ εὐλογία νὰ μὲ ἀγαπᾶ καὶ νὰ ἐνδιαφέρεται πατρικὰ γιὰ μένα καὶ νὰ δεχθῶ προσωπικὴ καθοδήγηση γιὰ λεπτὰ θέματα τῆς μοναχικῆς καὶ ἱερατικῆς μου ζωῆς, καίτοι διάβασα ὅλα τὰ κείμενά του, ἐν τούτοις τὸ βιβλίο αὐτὸ τὸ βρῆκα πολὺ ἐνδιαφέρον, γιατί ξεδιπλώνει ὅλη τὴν προσωπικότητά του, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐπικοινωνοῦσε μὲ τοὺς ἀνθρώπους, τὶς σκέψεις του καὶ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του. Πολλὲς φορὲς διαβάζοντας ἀναφωνοῦσα: «Τί ἦταν τέλος πάντων αὐτὸς ὁ Γέροντας;».
Ἦταν ἕνας ἐμπνευσμένος ἄνθρωπος, ποὺ διακρινόταν ἀπὸ μεγάλη ὁρμὴ νὰ γνωρίση τὸν Θεὸ καὶ νὰ εἰσέλθη στὰ βάθη τῆς αἰωνιότητος. Ἦταν ἕνας σπάνιος ἄνθρωπος ποὺ ἀναζητοῦσε τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς καὶ ἔπασχε σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα γιὰ νὰ ἐπιτύχη τὸν στόχο του. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο μερικοὶ ποὺ ζοῦν μιὰ συμβατικὴ ζωὴ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν ἀντιληφθοῦν καὶ δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν τὴν σκέψη του καὶ τὴν θεολογία, ποὺ ἦταν καρποὶ τῆς μεγάλης πείρας ποὺ ἀπέκτησε.
Διάβαζα τὶς ἐπιστολὲς αὐτὲς κυρίως τὶς πρωϊνὲς καὶ τὶς βραδινές-μεταμεσονύκτιες- ὧρες, μὲ ἀργὸ ρυθμό, προσεκτικά, πρόταση μὲ πρόταση καὶ λέξη πρὸς λέξη καὶ αἰσθανόμουν βαθειὰ ἔμπνευση τόσο γιὰ τὴν ἀξία τῆς ζωῆς ὅσο καὶ γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ θανάτου, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι ἡ πύλη μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία εἰσερχόμαστε στὴν ἀληθινὴ πατρίδα.
Κάποιος μοῦ εἶπε ὅτι διαβάζοντας τὰ γράμματα τοῦ Γέροντα καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο γράφει γιὰ τὸν θάνατο ἀγάπησε τὴν ὥρα τοῦ δικοῦ του θανάτου καὶ ἤθελε νὰ πεθάνη γιὰ νὰ συναντήση τὸν Χριστό. Ὅσο ὑπερβολικὸς κι ἂν φαίνεται ὁ λόγος αὐτός, ὡστόσο δείχνει τὴν ἔμπνευση ποὺ δημιουργεῖ τὸ βιβλίο. Ἔρχεται κανεὶς σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὴν «ὁρμὴ» τοῦ Γέροντα γιὰ τὴν εἴσδυση στὴν αἰωνιότητα καὶ θαυμάζει ἡ ζαλίζεται!
Οἱ ἐπιστολὲς ποὺ περιλαμβάνονται σὲ αὐτὸ τὸ βιβλίο εἶναι βγαλμένες μέσα ἀπὸ ἕναν ἰσχυρὸ πνευματικὸ πυρηνικὸ ἀντιδραστῆρα καὶ προσφέρουν νόημα ζωῆς καὶ νόημα θανάτου, ἀποδιώκουν τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν ἀπελπισία, ἀπὸ τὰ ὁποῖα πάσχει καὶ βασανίζεται ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος. Κατὰ τὸν λόγο τοῦ Γέροντος: «Ὅλο τὸ νόημα τῆς ζωῆς βρίσκεται στὸ νὰ ζεῖ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά μας μὲ τὸν Θεὸ• νὰ γίνει ὁ Θεὸς ἡ ζωή μας».
Τὸ βιβλίο φανερώνει ἕναν εὐλογημένο ἡσυχαστὴ καὶ θεολόγο Γέροντα ποὺ εὐλογεῖ καὶ ἐμπνέει καὶ τοὺς ἀναγνῶστες! Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του καὶ τὴν προσευχή του.–
- Προβολές: 2780