Skip to main content

Θεολογικά γράμματα του Γέροντος Σωφρονίου (Β )

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

συνέχεια από το προηγούμενο τεύχος

5. Καλλιτέχνης και αγιογράφος

Ο Γέροντας Σωφρόνιος σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και διδάχθηκε την τέχνη την οποία εξάσκησε έντονα πριν γίνει μοναχός. Όμως και ο ίδιος ήταν μια καλλιτεχνική φύση, και αυτό φαίνεται έντονα με τον τρόπο που συμπεριφερόταν στους ανθρώπους, αλλά διακρίνεται και σε πολλά σημεία των επιστολών του.

Βέβαια, εγκατέλειψε την τέχνη, όταν αποκαλύφθηκε σε αυτόν ο Χριστός και αναπτύχθηκε μέσα του έντονη προσευχή, συνδυασμένη με ακόρεστη και άσβεστη μετάνοια. Όμως, αργότερα ασχολήθηκε με την βυζαντινή αγιογραφία και ως βιοπορισμό, αλλά και ως ανάγκη, από την άποψη ότι έπρεπε να αγιογραφήση την Ιερά Μονή του. Στα γράμματά του φαίνονται ευδιάκριτα όλα αυτά τα στοιχεία.

Ο Γέροντας, όπως ομολογεί, κατά την νεότητά του ασχολήθηκε με ενθουσιασμό με την ζωγραφική και μάλιστα η καλλιτεχνική δημιουργία τον αποσπούσε από όλα όσα συνέβαιναν γύρω του. Γράφει: «Με κυρίευε μία ορμή: Να εισδύσω στο μυστήριο του κάλλους κάθε φαινομένου, δηλαδή φαινομένου της φύσεως». Και όσο πιο πολύ βυθιζόταν σε αυτό «το μυστήριο του κάλλους» τόσο αυτό γινόταν «πιο μυστηριώδες», αλλά και ο ίδιος βασανιζόταν «από τον ενθουσιασμό» του «μπροστά στο μυστήριο αυτό». Ασχολούμενος με την ζωγραφική, η σκέψη του μετέβαινε στην αιωνιότητα, «χανόταν στην αίσθηση του μυστηρίου της φύσεως», δηλαδή παρατηρώντας τον ουρανό, τα σπίτια, τα χωριά, τους ανθρώπους, όλα τα έβλεπε μέσα από ένα «απρόσιτο μυστήριο». Με τον τρόπο αυτό αναπτυσσόταν «ένα αίσθημα ωραιότητος», που με την επίδρασή της έχανε «εντελώς την αίσθηση του χρόνου». Ζούσε την τέχνη σε τέτοιο βαθμό, όπως ομολογεί, ώστε και «κατά τη νύκτα στον ύπνο μου συνέχιζα να ζωγραφίζω». Η ζωγραφική του γινόταν με μια μεγάλη έμπνευση.

Όμως, παράλληλα με την έμπνευση της ζωγραφικής αναπτύχθηκε μέσα του και η έφεση για την γνώση του απολύτου Είναι, του Θεού, γιατί χωρίς αυτήν την αναζήτηση «κάθε τέχνη και κάθε φαινόμενο της ζωής δεν είχε νόημα». Ενώ ζωγράφιζε την αδελφή του Μαρία, οι τρεις ώρες του φάνηκαν για δέκα λεπτά, τον συνεπήρε το ερώτημα: «Πως περνάς πέρα από τα όρια του θανάτου;».

Κάποια στιγμή, όταν βρισκόταν στην Γαλλία και είχε πολλές επιτυχίες ως ζωγράφος, αναπτύχθηκε μέσα του έντονα η προσευχή προς τον προσωπικό Θεό σε τέτοιο βαθμό ώστε, όπως γράφει, «δεν μπορούσα πλέον να αφιερωθώ ολοκληρωτικά στη ζωγραφική». Για ενάμιση η δύο χρόνια πέρασε διάφορες φρικτές καταστάσεις, αφού από την μια μεριά η ζωγραφική ήθελε να τον απορροφήση ολόκληρο, γιατί τότε είναι «υψηλή» –διαφορετικά καταλήγει σε ερασιτεχνισμό– και από την άλλη μεριά «η προσευχή όλο ενισχυόταν». Τον απορροφούσαν και τα δύο αυτά, δηλαδή και η τέχνη και η προσευχή. Δεν μπορούσε να αποσπασθή από την ζωγραφική που τον συνέπαιρνε από τα μικρά του χρόνια, αλλά ούτε μπορούσε να αναχαιτίση και την δύναμη της προσευχής. Με αυτό το εσωτερικό δίλημμα έφθασε κάποτε στο σημείο να βαδίζη στον δρόμο και να μην αντιλαμβάνεται τους ανθρώπους γύρω του. Τελικά, τον διεκδίκησε τελείως η προσευχή και εγκατέλειψε την ζωγραφική. Μέσα σε αυτήν την προοπτική πήγε στο Άγιον Όρος, επιδόθηκε ολοκληρωτικά στην νοερά προσευχή και γνώρισε προσωπικά τον ίδιο τον Θεό μέσα στο άκτιστο Φως.

Όμως, το χάρισμα της ζωγραφικής, που ήταν ένα φυσικό χάρισμα, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ στην ζωή του και αργότερα του χρησίμευσε για να επιδοθή στην αγιογραφία. Γνώριζε από την πείρα του την διαφορά της ομορφιάς μεταξύ των «παλαιών ζωγράφων-θεολόγων», που με τα χρώματα και τις τοιχογραφίες έφθασαν σε «απίστευτη τελειότητα» και «ανυπέρβλητη ομορφιά», και της κοσμικής τέχνης και ζωγραφικής, «που ελκύει τους σαρκικούς ανθρώπους» που δεν ανταποκρίνονται καθόλου στο πνεύμα του ναού, δηλαδή της θείας Μυσταγωγίας. Με αυτήν την προοπτική γράφει ότι «η δυτική "εικονογραφία" μοιάζει για μένα με "οσμή κουζίνας" σε ναό». Οι δυτικές εικόνες δεν είναι «της προτιμήσεώς» του.

Με την γνώση της ζωγραφικής, που σπούδασε και καλλιέργησε, αλλά και με την πνευματική εμπειρία, που απέκτησε, αναλύει με καταπληκτικό τρόπο σε μια επιστολή του τον τρόπο με τον οποίο αγιογραφούσαν οι «Πνευματέμφοροι εικονογράφοι», οι οποίοι με την εικόνα εξέφρασαν την ένωση του Ακτίστου με το κτιστό. Άλλοι από αυτούς παραμόρφωσαν την ανθρώπινη μορφή, ώστε «να αποσπάσουν τον νου του προσευχομένου από την γη, να τον μεταφέρουν σε άλλον κόσμο, άλλων διαστάσεων». Και άλλοι «αναζήτησαν την αντιστοιχία ανάμεσα στην εικόνα και το Πρωτότυπο και εξέφρασαν και τις δύο διαστάσεις, δηλαδή του χρόνου και της αιωνιότητας, σε ανθρώπινο πλαίσιο. Αυτό, όμως, το ανθρώπινο πλαίσιο το μεταμόρφωσαν, μη επιτρέποντας ποτέ στον εαυτό τους να κατεβεί στον "νατουραλισμό", πράγμα που δεν μπόρεσαν να αποφύγουν οι ζωγράφοι της Δύσεως την εποχή της Αναγεννήσεως». Χρειάζεται μεγαλυφυΐα ώστε το έργο που κατασκευάζει ο ζωγράφος να «συμπληρωθεί», χωρίς «να μεταπέσει σε "σαρκική" ομορφιά». Προκειμένου, όμως, να μπορέση ο αγιογράφος να φιλοτεχνήση ένα έργο με την ένωση κτιστού και ακτίστου, «είναι απαραίτητο να δει στην πείρα της ζωής του τον άνθρωπο μεταμορφωμένο από την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος σε αυτόν». Μέσα στην προοπτική αυτή εργαζόταν και ο ίδιος ο Γέροντας αργότερα ως αγιογράφος, γι’ αυτό προτιμούσε να κάνη μια καλή εικόνα «με μηδαμινή πληρωμή», παρά να πάρη περισσότερα χρήματα «για κακή εργασία».

Γνώριζε τους καλλιτέχνες της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, όπως τον Ραφαήλ, τον Τιτσιάνο, τον Τιντορέτο, τον Βελάσκεθ, τον Μουρίγιο, τον Ρέμπραντ. Μετά την πνευματική πείρα που απέκτησε αναπαύεται πλέον στις εικόνες των πνευματέμφορων αγιογράφων, όπως τις εικόνες του 14ου και 15ου αιώνος. Παρά ταύτα γνωρίζει πολύ καλά ότι η «δύναμη της ενέργειας της εικόνας (η άλλου έργου ζωγραφικής) εξαρτάται όχι μόνο από την ποιότητα, ας πούμε, της αντικειμενικής αξίας του έργου, αλλά και από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο θεατής τη στιγμή εκείνη».

Πάντως, ο ίδιος μετά ως ιερομόναχος στην Ιερά Μονή του Έσσεξ Αγγλίας ασχολείται με την αγιογραφία. Αγιογράφησε τους τοίχους της τραπεζαρίας και του Ναού και αφιέρωσε πολύ χρόνο σε αυτό το έργο. Γράφει σε επιστολή του: «Ήδη πρόσφατα αρχίσαμε να αγιογραφούμε τη νέα τράπεζα. (Αφιερώνω πολύν χρόνο στην αγιογραφία). Έχει δουλειά για χρόνια». Αλλά έκανε και ένα ειδικό ταξίδι στο Μιλάνο για να δη για μια ακόμη φορά τον «Μυστικό Δείπνο» του Λεονάρδο ντα Βίντσι και εκφράζει την «μεγάλη λύπη» του, που με τον καιρό καταστρέφεται.

Είναι σημαντικές οι παρατηρήσεις του για τις τοιχογραφίες του Μιχαήλ Άγγελου στην Καπέλλα Σιξτίνα, οι οποίες δεν προσφέρονται «καθόλου για προσευχή, αλλά μόνο για διάφορους καλλιτεχνικούς η φιλοσοφικούς στοχασμούς» και δεν εκφράζουν την πνευματική του θεωρία.

Ο Γέροντας Σωφρόνιος ήταν ζωγράφος και αγιογράφος, ήταν εκ φύσεως καλλιτεχνική προσωπικότητα, όπως άλλωστε φαίνεται σε όλα τα κείμενα και τις επιστολές του, αλλ' η Χάρη του Θεού με την προσευχή και την εμπειρία του ακτίστου Φωτός τον ευαισθητοποίησε ακόμη περισσότερο, γι’ αυτό ήταν πνευματικός και θεολόγος καλλιτέχνης σε όλα τα έργα του, τους λόγους του και τις ενέργειές του.

Μέσα στην προοπτική αυτή πρέπει να δούμε γιατί συναρπάσθηκε «από ενθουσιασμό και έκπληξη» μπροστά στο φαινόμενο της αράχνης «που έτρεχε στο πάτωμα του εργαστηρίου» του, και τις παρατηρήσεις του για το πουλί φασιανός, τον λαγό και τα σπουργίτια.

6. Θεολογία και φιλοσοφία

Από τις συζητήσεις που είχα με τον Γέροντα Σωφρόνιο διαπίστωσα ότι είχε ένα δυνατό μυαλό που είχε την δυνατότητα να φιλοσοφή και να μελετά τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές που αναλύουν θεολογικά, κοσμολογικά και ανθρωπολογικά προβλήματα.

Άλλωστε, ο ίδιος είχε μελετήσει τα φιλοσοφικά ρεύματα που είχαν αναπτυχθή στην τσαρική Ρωσία, τα οποία, βεβαίως, είχαν επηρεασθή από την Δύση και κυρίως από τον δυτικό διαφωτισμό. Γνώρισε ακόμη τα έργα Ρώσων φιλοσόφων, λογοτεχνών και θεολόγων και μπορούσε να τα χρησιμοποιή, όπως αυτό έκανε στις επιστολές που έγραψε στην αδελφή του Αλεξάνδρα, η οποία όπως φαίνεται ενδιαφερόταν για τα θέματα αυτά.

Όπως είναι γνωστόν, ο Γέροντας για ένα διάστημα ερωτοτροπούσε και με την ανατολική φιλοσοφία, χωρίς βέβαια να γίνη βουδιστής. Ο Γέροντας δεν αρνήθηκε επισήμως τον Χριστιανισμό και δεν ασπάσθηκε τον Βουδισμό, εντασσόμενος σε κάποια βουδιστική κοινότητα, αλλά εκείνον τον καιρό πίστευε ότι η τέλεια ζωή βιώνεται πέρα από την ψυχολογική έννοια της αγάπης που συνιστά, όπως τότε νόμιζε, το Ευαγγέλιο.

Όμως, ο Γέροντας μετά την φανέρωση του Θεού σε αυτόν αρνήθηκε όλες αυτές τις εξωχριστιανικές αναζητήσεις, με μεγάλη μετάνοια και κλαυθμό και γι’ αυτό στην ζωή του έκανε την διάκριση μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας, μεταξύ κτιστού και ακτίστου, μεταξύ υπερπροσωπικού όντος και προσώπου.

Στις επιστολές του υπάρχουν πολλά σημεία που παρουσιάζουν την διαφορά μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας, μεταξύ στοχασμού και αποκαλυπτικής θεολογίας. Σε μια επιστολή του γράφει για τα διάφορα είδη γνώσεως που γνώρισε, όπως «την στενότητα της αφηρημένης γνώσεως, της διανοητικής», που είναι το γνώρισμα της επιστήμης και δεν βοηθά τον άνθρωπο να υπερβή «τα όρια του θανάτου», αλλά μετά του αποκαλύφθηκε ότι «η γνώση είναι κοινωνία στο είναι», «κυρίως στην πράξη της αγάπης». Η πρώτη γνώση που συνδεόταν με την αναζήτηση του Υπερπροσωπικού Απολύτου, τον «ενέπνευσε διανοητικά», χωρίς να αγγίξη την καρδιά του, ενώ η δεύτερη γνώση «άλλαξε την καρδιά» του.

Ο Γέροντας πριν φύγει από την Ρωσία και πριν πάει στο Άγιον Όρος είχε μελετήσει έργα Ρώσων φιλοσόφων και λογοτεχνών και παρακολουθούσε όλα τα ρεύματα που επικρατούσαν τότε στην Ρωσία. Σε ένα γράμμα του μνημονεύει το βιβλίο του Μπελίνσκυ, που πραγματεύεται την ιστορία της ρωσικής σκέψεως, και εκεί αναφέρονται ονόματα Ρώσων φιλοσόφων και στοχαστών που έπαιξαν κάποιο ρόλο στην διαμόρφωση της ρωσικής σκέψης. Και σε άλλη επιστολή του αναφέρεται στο βιβλίο Τρεις διάλογοι του Σολοβιώφ. Επίσης, μνημονεύει τον Τολστόι, τον Ντοστογιέφσκυ, τον φιλόσοφο Μπερντιάγεφ, τον Μπουλγκάκωφ, τον ποιητή Πούσκιν, το ποίημα του Πλετσιέφιεφ, το διήγημα του Τουργκένιεφ Ρούντιν, τον μύθο του Κριλώφ Ο συγγραφέας και ο ληστής, τον Καράμζιν.

Ενώ, όμως, γνωρίζει την φιλοσοφική ρωσική σκέψη, εν τούτοις προσδιορίζει και την απόκλισή της από την ζωή που ο ίδιος ζη. Σε ένα γράμμα του αναφέρεται στα συμφωνικά ποιήματα του Σκριάμπιν. Και σημειώνει χαρακτηριστικά: «Υπερβολικά μεγάλες προσποιήσεις, "πολύ κακό", δαιμονισμός, στην "αφελή" του ιδέα για τον Θεό και το Είναι γενικά. Παράδειγμα της άγριας εκείνης πνευματικής θύελλας, στην οποία ζούσε η ρωσική ελίτ πριν από την επανάσταση».

Οι διανοούμενοι, κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, «εκτός από σπανιότατες περιπτώσεις είναι άνθρωποι "ενός επιπέδου", "μιας διαστάσεως"». Ακόμη και εκείνοι οι φιλόσοφοι που είναι πιστοί, δεν μπορούν να συλλάβουν την έννοια του προσώπου, γιατί παρασύρονται «στην αφαίρεση» και «στον λογικό "μονισμό"» από την ίδια την μέθοδο της φιλοσοφίας. Ο αφαιρετικός στοχασμός και η λογικοκρατία δεν μπορούν να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην αποκάλυψη του προσώπου, της υποστάσεως.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο και οι Δυτικοί που χρησιμοποίησαν πολύ την φιλοσοφία και στηρίχθηκαν σε αυτήν δεν μπόρεσαν να συνδυάσουν την έννοια της φύσεως και του προσώπου, με αρνητικά αποτελέσματα στην θεολογία-τριαδολογία με την αίρεση του Filioque, στην ανθρωπολογία με την δικανική αντίληψη για την σωτηρία, στην πνευματική ζωή, την λειτουργική πράξη και την εκκλησιολογία με το αλάθητο του Πάπα.

Πολλοί κάνουν λόγο σήμερα για την διαφορά μεταξύ της εμπειρικής θεολογίας και της επιστημονικής η ακαδημαϊκής θεολογίας. Όταν ομιλούμε για εμπειρική θεολογία, εννοούμε την θεολογία των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων, οι οποίοι, κατά την έκφραση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, θεολογούσαν «αλιευτικώς και ουκ αριστοτελικώς», δηλαδή ομιλούσαν για τον Θεό σύμφωνα με την αποκάλυψη του ιδίου του Θεού σε Αποστόλους-αλιείς και όχι σύμφωνα με την φιλοσοφία του Αριστοτέλους. Αυτήν την αποκαλυπτική θεολογία είχε ο Γέροντας Σωφρόνιος, την οποία όμως την εξέφρασε με σύγχρονες εκφράσεις και σύγχρονη σκέψη για τις ανάγκες της εποχής μας.

Στις επιστολές, κυρίως προς την αδελφή του Μαρία, που είχε παράλληλες με τον Γέροντα αναζητήσεις και σκέψη, αναφέρεται στην αποκαλυπτική και εμπειρική αυτή θεολογία. Αναφερόμενος στην τραγωδία του ανθρωπίνου γένους και την δική του αναζήτηση γράφει: «Βλέποντας όμως τον Χριστό, χάρηκα για το θαυμάσιο αυτό εύρημα και ποτέ πια δεν μπορώ να ξεχάσω το γεγονός αυτό της ιστορίας του κόσμου μας». Κάνει λόγο για την εμπειρία του ακτίστου Φωτός: «Με παράδοξο όμως τρόπο, όταν οι οράσεις αυτές ανταλάσσονταν με τη διάνοιξη άλλων οριζόντων, με την εμφάνιση απεράντου Φωτός άλλου κόσμου, τότε δεν έβρισκα λόγια ευγνωμοσύνης προς τον Θεό για τα βάσανα του άδου που βίωσα».

Η αποκάλυψη του Θεού του εμφύσησε την ορμή προς Αυτόν. Αναφερόμενος στους αστροναύτες που κινούνται προς την κατάκτηση της Σελήνης και του Άρη γράφει για την δική του ορμή προς τον Θεό: «Είναι φυσική για μας η ορμή προς το Άναρχο Ον και η αναζήτηση της ένωσης κάθε όντος με την Πρωταρχική Αρχή, αλλά στα όρια της γης και στο φαράγγι της σάρκας μας δεν κατορθώνουμε την τελειότητα. Γι’ αυτό και πάσχουμε. Ξεχνάμε "τα μικροπράγματα" του γήινου αυτού επιπέδου• παραχωρούμε χώρο η μέρος σε κάθε ον• συχνά υπομένουμε ακόμη και τις προσβολές προκειμένου να πετύχουμε το ποθούμενο». Σε άλλο γράμμα γράφει: «Είμαι ήδη στα εβδομηνταδύο χρόνια. Προς το παρόν κι εγώ δεν χάνω την ένταση της ορμής προς τον τελικό μου σκοπό...».

Αυτή η ορμή προς τον Θεό τον διακατείχε σε όλη του την ζωή μέχρι τα βαθειά του γεράματα, γι’ αυτό και στις ευχές του προς την αδελφή του Μαρία για την επέτειο των γενεθλίων της εύχεται «ακατάπαυστη ανάβαση».

Ο Γέροντας Σωφρόνιος είχε μεγάλο μυαλό, με το οποίο μπορούσε να συλλάβη έννοιες και να συζητά για την φιλοσοφία και τις απόψεις των διαφόρων φιλοσόφων, αλλά κυρίως και προ παντός είχε φωτισμένο νου και δυνατή καρδιά με τα οποία οδηγείτο ακόρεστα στον Θεό, τον απολάμβανε και διψούσε την πνευματική αυτή γνώση. Όταν γνώρισε την εμπειρική θεολογία, δεν ενδιαφερόταν για τις φιλοσοφικές απόψεις των διαφόρων παλαιών και συγχρόνων φιλοσόφων, καίτοι τις γνώριζε και μπορούσε να τις αντιληφθή. Είχε αποκτήσει το μείζον, οπότε το έλασσον του ήταν περιττό.

7. Γηρατειά και θάνατος

Από την αρχή της ζωής του, κυρίως από την εφηβεία του, τον απασχολούσαν έντονα διάφορα υπαρξιακά ερωτήματα για το νόημα της ζωής και του θανάτου, και αυτά τον οδήγησαν σε δρόμους για τους οποίους αργότερα μετάνοιωσε. Η μνήμη του θανάτου τον διακατείχε από την μικρή του ηλικία μέχρι το τέλος της ζωής του. Με την διαφορά ότι αυτή η μνήμη του θανάτου λάμβανε σε κάθε φάση ζωής έναν διαφορετικό χαρακτήρα.

Πριν γνωρίσει τον ζώντα Θεό, με την μνήμη του θανάτου είχε την αίσθηση της πορείας προς το μη ον, στην ανυπαρξία και αυτό τον έφερε σε «διαμάχη» με τον Θεό. Πάλευε κυριολεκτικά μαζί Του, με τα διάφορα ερωτήματα που αναφύονταν μέσα του. Μετά την κοινωνία του με τον Θεό η μνήμη του θανάτου και της εξόδου από την ζωή αυτή έγινε ένα συγκλονιστικό γεγονός, μια αλλαγή τρόπου υπάρξεως, μια συνάντηση με τον Θεό, τους αγίους και τα αγαπητά του πρόσωπα.

Στις επιστολές που απέστειλε στα αδέλφια του συναντούμε πολλές εκφράσεις στις οποίες γίνεται λόγος για την φθαρτότητα και την θνητότητα του ανθρώπου, και για το πως ο ίδιος βίωνε τον θάνατο στην προσωπική του ζωή και πως προετοιμαζόταν για την ώρα της εξόδου της ψυχής από το σώμα. Παράλληλα φαίνεται ότι αισθανόταν την ανάγκη να προετοιμάση και τους συγγενείς του για την ώρα του θανάτου. Δεν είναι δυνατόν να παρουσιασθούν όλα αυτά τα στοιχεία, αλλά τα πιο σημανικά και εντελώς συνοπτικά.

Κατ’ αρχάς κάνει πολλές φορές λόγο για τα γηρατειά. Αναφέρεται στις αρρώστιες που συνδέονται με την γεροντική ηλικία και στο ότι είμαστε φορτωμένοι από κόπους και θλίψεις «και θα πεθάνουμε σε γήρας γεμάτο από ασθένειες, αλλά ωστόσο με αγάπη και ειρήνη».

Θεωρεί, όμως, ότι η γεροντική ηλικία «είναι η πιο ευλογημένη περίοδος της ζωής μας επάνω στη γη», διότι υποχωρούν όλα τα μικρά και ταπεινά και η σκέψη προσανατολίζεται προς την «άλλη τάξη του Είναι». Γι’ αυτό και εύχεται στην αδελφή του Μαρία να της δίνη ο Θεός «την Άνωθεν έμπνευση» για να περάση αυτήν την ηλικία. Η ώριμη ηλικία είναι «η σημαντικότερη περίοδος της ζωής μας», αφού οι σκέψεις μας πηγαίνουν πέρα από την γη και παρακαλεί να προσεύχονται ώστε να μη χάση τις δυνάμεις του μέχρι το τέλος. Η τρίτη αυτή ηλικία είναι προνομιούχος, γιατί δίνεται η ευκαιρία, με μια πνευματική δύναμη, να στραφή ο άνθρωπος με όλο του τον νου και την καρδία «προς το Αιώνιο, προς τον Πατέρα» Του. Τα γηρατειά «μπορούν να είναι περίοδος εξαιρετικά σπουδαία», γιατί αφ' ενός μεν είναι γεμάτη από «βαθειές εμπειρίες», αφ' ετέρου δε γιατί ο άνθρωπος προετοιμάζεται με «φόβο και ενθουσιασμό για την έξοδο από τα γήινα, από τα πρόσκαιρα προς τα αμετάθετα και αιώνια».

Ευρισκόμενος και ο ίδιος στην περίοδο της τρίτης ηλικίας ομολογεί ότι η ψυχή του δεν αισθάνεται την ηλικία, γιατί δεν χάνει «την ένταση της ορμής προς τον τελικό σκοπό» του, και γιατί ο «εμπλουτισμός του πνεύματος» «κάνει υποφερτά τα γηρατειά». Παρά τις ασθένειες που συνδέονται με τα γηρατειά, εν τούτοις γράφει: «η έμπνευση ποτέ δεν με εγκαταλείπει».

Έπειτα, σε όλες τις επιστολές αναφέρεται στην μνήμη του θανάτου που τον διακατείχε από την νεανική του ηλικία. Δίνει τον ορισμό του θανάτου που είναι η μετάβαση του πνεύματός μας «από τη μία μορφή υπάρξεως σε άλλη, ατελεύτητα μεγαλειωδέστερη». Είναι φυσικό να σκέπτεται το τέλος της ζωής του, και όσο περνούν τα χρόνια, όπως γράφει, «η σκέψη για την επικείμενη έξοδό μου μου έγινε σχεδόν αχώριστη». Και πάνω απ' όλα τον απασχολεί το πως θα πεθάνη. «Και βεβαίως το πρόβλημα, πως θα πεθάνω, γίνεται διαρκώς πιο συγκεκριμένο». Εννοεί αν θα πεθάνη από ποικίλες ασθένειες, με ποιό τρόπο η σε ποιά πνευματική κατάσταση θα βρίσκεται τότε. Σε κάποιο γράμμα του γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Σκέφτομαι για τον εαυτό μου ότι αρκετά έζησα, ότι δεν υπάρχει νόημα να παρατείνω περισσότερο τη ζωή αυτή, ότι πρέπει να "φεύγω"».

Σε όλη του την ζωή, αλλά ιδιαιτέρως καθώς περνούσαν τα χρόνια, και έμπαινε στην τρίτη ηλικία, στα γηρατειά, αυξανόνταν η προετοιμασία του για τον θάνατο. Δεν διακατεχόταν από θλίψη, απόγνωση και φόβο, αλλά από μια ελπίδα συναντήσεως με τον Θεό και την ουράνια Εκκλησία. Έγραφε στους συγγενείς του: «Είναι φυσικό, επειδή, όλοι σας γερνάτε και προσβάλλεσθε από ασθένειες, να ετοιμάζεσθε επίσης για το αναπόφευκτο. Να ετοιμάζεσθε όμως εορταστικά, σαν να ετοιμαζόμαστε για την μεγαλύτερη στιγμή της επίγειας υπάρξεώς μας και όχι με αίσθημα απογνώσεως και αχαριστίας». Δίδασκε ότι πρέπει να ετοιμάζονται οι ψυχές μας «για την ένδοξη μετάβαση στον άλλο κόσμο με την πλήρη ελπίδα, με την αδίστακτη πίστη στην ανάστασή μας». Θα πρέπει να αισθανόμαστε ότι δεν χανόμαστε μετά την έξοδό μας, αλλά εισερχόμαστε «σε άλλη μορφή του Είναι».

Προετοιμάζεται για την ώρα του θανάτου σαν να είναι μια «νέα γέννηση», σαν να είναι «κάποιο ταξίδι» και γι’ αυτό πρέπει να πάρη τις αποσκευές του. Σε ένα γράμμα προς την αδελφή του Αλεξάνδρα, απαντώντας σε κάποια σκέψη της, προκειμένου να την ενδυναμώση και να την ενισχύση, συγκαταβαίνει ο ίδιος και γράφει ότι, ενώ παλαιότερα δεν επιθυμούσε να παρατείνη την ζωή του επάνω στην γη, τώρα τελευταία σκέπτεται κάποια παράταση ζωής. Και αυτό το θεωρεί «ανόητο», εφ’ όσον δεν μπορούν να ικανοποιηθούν οι εφέσεις του που τον είχαν καταλάβει από τα νεανικά του χρόνια.

Τον απασχολεί ιδιαιτέρως η ώρα του θανάτου. Την χαρακτηρίζει «φοβερή και μεγάλη στιγμή» και στην «αναμονή της» «η ψυχή βαθύτερα αισθάνεται την Ύψιστη ειρήνη, την Πατρική αγάπη, και ορμά προς το Ανέσπερο Φως». «Η ημέρα της τελευτής είναι μεγάλο γεγονός στη ζωή μας. Οι προσεγγίσεις προς τον θάνατο είναι οδυνηρές, αλλά ο θάνατος ο ίδιος είναι εντελώς άλλο πράγμα». Η προσέγγιση προς τον θάνατο, αλλά «η ίδια στιγμή του θανάτου, δηλαδή η τελευταία αγωνία στο μεθόριο των δύο κόσμων τόσο διαφορετικών κατά τις διαστάσεις τους, πρωτίστως είναι το γεγονός για το ίδιο εκείνο πρόσωπο που το ζει», αποκαλύπτει στον άνθρωπο πράγματα που είναι καλυμμένα. Αλλά και στα πρόσωπα που είναι παρόντα στον θάνατο κάποιου «αποκαλύπτονται νέοι ορίζοντες, δίνεται καινούργια εμπειρία του πνευματικού κόσμου». Η στιγμή της εξόδου μας από τον κόσμο αυτό είναι «θριαμβευτική». Η αναχώρηση από τον κόσμο αυτό είναι το «πιο σημαντικό γεγονός της ζωής κάθε ανθρώπου». Χαίρεται «για τον ερχόμενο θρίαμβό μας».

Μετά τον θάνατό του ο άνθρωπος γλιτώνει «από τα δόντια του θανάτου που βασιλεύει στον κόσμο αυτό», ο οποίος κυριαρχεί με διάφορες ασθένειες. Και έτσι «θα γελάσουμε στο τέλος, και το τελευταίο μας αυτό γέλιο θα είναι και το καλύτερο».

Η μετάβασή του σε άλλη μορφή του «είναι» δεν είναι αφηρημένη, αφού ο Γέροντας Σωφρόνιος γνωρίζει πολύ καλά σε τι συνίσταται η λεγόμενη αθανασία. Αναφέρει τα τέσσερα είδη αθανασίας. Το πρώτο είδος είναι η αθανασία των υλιστών, οι οποίοι πιστεύουν ότι η ύλη παραμένει αιώνια και τα άτομα είναι αμετάβλητα. Το δεύτερο είδος είναι η ιστορική αθανασία, όταν ο άνθρωπος παραμένη στην μνήμη των ανθρώπων αιωνίως. Το τρίτο είδος είναι η πανθεϊστική αθανασία που υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος επιστρέφει σε κάποιο υπερπροσωπικό Απόλυτο, από το οποίο προέρχεται. Και το τέταρτο είδος είναι η χριστιανική αθανασία, αυτή για την οποία ομίλησε ο Χριστός και είναι η προσωπική αθανασία εν Χριστώ.

Μια τέτοια αθανασία κυριαρχούσε στην ψυχή του Γέροντα, το ότι θα συναντούσε τον Χριστό πρόσωπο προς πρόσωπο. Γι’ αυτό λέγει: «Για μένα τα μεγαλύτερα γεγονότα δεν ήταν κάποια ιστορικά συμβάντα, αλλά μόνο η έξοδος του ανθρώπου από το πλαίσιο του θανάτου, η εισόρμηση στην αθανασία».

Συμπέρασμα

Διάβαζα για μέρες αυτό το βιβλίο και μάλιστα προσεκτικά. Καίτοι γνώρισα προσωπικά τον Γέροντα Σωφρόνιο, κατά τις επανειλημμένες συναντήσεις μου μαζί του, και είχα την εξαιρετική τιμή και ευλογία να με αγαπά και να ενδιαφέρεται πατρικά για μένα και να δεχθώ προσωπική καθοδήγηση για λεπτά θέματα της μοναχικής και ιερατικής μου ζωής, καίτοι διάβασα όλα τα κείμενά του, εν τούτοις το βιβλίο αυτό το βρήκα πολύ ενδιαφέρον, γιατί ξεδιπλώνει όλη την προσωπικότητά του, τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούσε με τους ανθρώπους, τις σκέψεις του και τον τρόπο της ζωής του. Πολλές φορές διαβάζοντας αναφωνούσα: «Τι ήταν τέλος πάντων αυτός ο Γέροντας;».

Ήταν ένας εμπνευσμένος άνθρωπος, που διακρινόταν από μεγάλη ορμή να γνωρίση τον Θεό και να εισέλθη στα βάθη της αιωνιότητος. Ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος που αναζητούσε το πλήρωμα της ζωής και έπασχε σε όλα τα επίπεδα για να επιτύχη τον στόχο του. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μερικοί που ζουν μια συμβατική ζωή δεν μπόρεσαν να τον αντιληφθούν και δεν μπορούν να καταλάβουν την σκέψη του και την θεολογία, που ήταν καρποί της μεγάλης πείρας που απέκτησε.

Διάβαζα τις επιστολές αυτές κυρίως τις πρωϊνές και τις βραδινές-μεταμεσονύκτιες- ώρες, με αργό ρυθμό, προσεκτικά, πρόταση με πρόταση και λέξη προς λέξη και αισθανόμουν βαθειά έμπνευση τόσο για την αξία της ζωής όσο και για το μεγαλείο του θανάτου, αφού αυτός είναι η πύλη μέσα από την οποία εισερχόμαστε στην αληθινή πατρίδα.

Κάποιος μου είπε ότι διαβάζοντας τα γράμματα του Γέροντα και τον τρόπο με τον οποίο γράφει για τον θάνατο αγάπησε την ώρα του δικού του θανάτου και ήθελε να πεθάνη για να συναντήση τον Χριστό. Όσο υπερβολικός κι αν φαίνεται ο λόγος αυτός, ωστόσο δείχνει την έμπνευση που δημιουργεί το βιβλίο. Έρχεται κανείς σε επικοινωνία με την «ορμή» του Γέροντα για την είσδυση στην αιωνιότητα και θαυμάζει η ζαλίζεται!

Οι επιστολές που περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο είναι βγαλμένες μέσα από έναν ισχυρό πνευματικό πυρηνικό αντιδραστήρα και προσφέρουν νόημα ζωής και νόημα θανάτου, αποδιώκουν την απόγνωση και την απελπισία, από τα οποία πάσχει και βασανίζεται ο σύγχρονος άνθρωπος. Κατά τον λόγο του Γέροντος: «Όλο το νόημα της ζωής βρίσκεται στο να ζει ο νους και η καρδιά μας με τον Θεό• να γίνει ο Θεός η ζωή μας».

Το βιβλίο φανερώνει έναν ευλογημένο ησυχαστή και θεολόγο Γέροντα που ευλογεί και εμπνέει και τους αναγνώστες! Να έχουμε την ευχή του και την προσευχή του.–

  • Προβολές: 2858