Skip to main content

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Παρέμβαση στὴν Ἱεραρχία, «Συμμετοχὴ Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὸν διάλογο μεταξὺ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας & Παπισμοῦ»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Παρέμβαση τοῦ Σεβασμιωτάτου στὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ποὺ κατετέθη στὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου.

 

Τὸ θέμα τῆς συμμετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας μας στὸν διάλογο μεταξὺ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ «Ρωμαιοκαθολικῆς», ἀλλὰ κυρίως τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον συμμετέχει εἶναι μεγάλο, ὅμως ἐδῶ θὰ ἀρκεσθῶ νὰ παρουσιάσω συνοπτικὰ μερικὲς ἀπόψεις.

1. Ὁ διάλογος εἶναι ἀναγκαῖος νὰ γίνεται, ἀλλὰ μὲ τὶς ἀναγκαῖες θεολογικές, ἐκκλησιολογικὲς καὶ κανονικὲς προϋποθέσεις. Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία δὲν πρέπει ἐν ὀνόματι τοῦ διαλόγου νὰ ἀρνεῖται τὴν θεολογία της, τὴν ἐκκλησιολογία της καὶ τὸ κανονικό της δίκαιο.

2. Καίτοι ὑπάρχουν ἐκκρεμῆ θέματα, ὅπως τὸ θέμα τῆς Οὐνίας, καθὼς ἐπίσης καὶ ἄλλα βασικὰ θεολογικὰ θέματα, ὅπως ἡ διδασκαλία τοῦ actus purus, ποὺ σαφέστατα ἐπηρεάζει τὴν ὅλη θεολογία (filioque) καὶ ἐκκλησιολογία τοῦ Παπισμοῦ, ἐν τούτοις μπορεῖ νὰ συζητηθῇ τὸ θέμα τῆς σχέσεως μεταξὺ πρωτείου καὶ συνοδικότητος, δεδομένου ὅτι ἦταν ἕνα βασικὸ θέμα ποὺ ἀπησχόλησε τὴν πρώτη χιλιετία. Θεωρῶ ὅτι ἡ σταδιακὴ ἀπόσχιση τῆς Παλαιᾶς Ρώμης ἀπὸ τὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, ἄρχισε ἀπὸ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα στὴν Ἐκκλησία, καὶ ἀργότερα ἀπὸ τοὺς Φράγκους ἐπεβλήθη στὴν θεολογία τῆς Παλαιᾶς Ρώμης τὸ filioque. Δηλαδή, ὁ Πάπας ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ συμβιβασθῇ μὲ τὰ ἴσα πρεσβεία τιμῆς ποὺ ἀπεδόθησαν ἀπὸ τὴν Δ Ὁ?κουμενική Σύνοδο στὸν Ἐπίσκοπο τῆς Νέας Ρώμης.

3. Καίτοι ὁ διάλογος γιὰ τὴν σχέση μεταξὺ συνοδικότητος καὶ πρωτείου εἶναι σημαντικὸς καὶ μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτὸ θεωρεῖται ὅτι θὰ προχωρήσουν καὶ σὲ ἄλλα ζητήματα, ἐν τούτοις ὑφίστανται μερικὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἐπισημανθοῦν.

Πρῶτον. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο συμμετέχει ἡ Ἐκκλησία μας στὸν διάλογο δὲν εἶναι ὁ κατάλληλος. Γίνεται μὲ ἄκρα μυστικότητα. Τὰ κείμενα ποὺ ὑπογράφονται ἀπὸ τὶς ἕως τώρα συναντήσεις (Μόναχο, Μπάρι, Νέο Βάλαμο, Ραβέννα) καὶ ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι προβληματικός. Ποτὲ δὲν ἔγινε συζήτηση στὴν Ἱεραρχία, γιὰ τὸ ποιά πρέπει νὰ εἶναι ἡ στάση τῶν ἐκπροσώπων μας στὶς συναντήσεις αὐτὲς καὶ ποτέ τα κείμενα δὲν συζητήθηκαν στὴν Ἱεραρχία μετὰ τὴν ὑπογραφή τους. Ὁπότε, δὲν λειτουργεῖ τὸ Συνοδικὸ πολίτευμα στὸ σημεῖο αὐτό. Οἱ Ἱεράρχες ποὺ εἴμαστε ἐκφραστὲς καὶ θεματοφύλακες τῆς πίστεως παραμένουμε στὸ περιθώριο, στὸ «σκοτάδι».

Δεύτερον. Οἱ δηλώσεις ποὺ γίνονται ἀπὸ Ὀρθοδόξους καὶ Ρωμαιοκαθολικοὺς ἐκπροσώπους δείχνουν την προβληματικότητα, γιατί φανερώνουν ὅτι ὑπάρχει μιὰ προσπάθεια νὰ ἐπέλθη ἡ «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» ὄχι μὲ ξεκάθαρο τρόπο. Ὑπάρχουν αὐτὲς οἱ δηλώσεις, οἱ ὁποῖες ἂν χρειασθῇ μπορεῖ νὰ μνημονευθοῦν.

Τρίτον. Στὴν Α χιλιετία ἀντιμετωπίσθηκε ἀπὸ πλευρᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τὸ θέμα των πρεσβείων τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης. Αὐτὸ ἔγινε στὴν Σύνοδο ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου (879-880 μ.Χ.), ἡ ὁποία ἀπὸ πολλοὺς Ὀρθοδόξους θεωρεῖται ὡς Ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Στὴν Σύνοδο αὐτὴ παρουσιάσθηκαν τὰ δύο εἴδη ἐκκλησιολογίας, ἤτοι τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ Πατριάρχης Φώτιος ἀνεγνώριζε τὰ πρεσβεία τιμῆς στὸν Πάπα, ἀλλὰ μέσα σὲ ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικὰ πλαίσια, ὅτι ὁ Πάπας ἔχει μόνον τὰ πρεσβεία τιμῆς μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τεθῇ ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, στὴν συζήτηση ποὺ γίνεται γιὰ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα πρέπει νὰ ληφθῇ σοβαρὰ ὑπ' ὄψη ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου αὐτῆς. Βέβαια, στὴν Σύνοδο αὐτὴ μαζὶ μὲ τὸ πρωτεῖο συζητήθηκε καὶ τὸ filioque, ὁπότε ὅταν συζητοῦμε σήμερα τὸ θέμα τοῦ πρωτείου, πρέπει νὰ τὸ δοῦμε μέσα ἀπὸ τὰ πρεσβεία τιμῆς, ὅπως καὶ τὴν αἵρεση τοῦ filioque.

Τέταρτον. Ἐνῷ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ σύστημα τῆς διοικήσεώς της εἶναι Συνοδικό, στὴν «Ρωμαιοκαθολικὴ» τὸ σύστημα τῆς διοικήσεως εἶναι «παποκεντρικό». Αὐτὸ φαίνεται σαφέστατα στὶς ἀποφάσεις τῆς Β Βατικανείου Συνόδου καὶ σὲ ἄλλα συνοδικὰ κείμενα, στὰ ὁποῖα ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ Πάπας εἶναι «ἀρχηγὸς τοῦ συλλόγου τῶν Ἐπισκόπων», εἶναι «ἡ πέτρα τῆς Ἐκκλησίας», εἶναι «ἡ αἰώνια καὶ ὁρατὴ ἀρχὴ καὶ θεμέλιο τῆς ἑνότητας, ποὺ συνδέει τόσο τοὺς ἐπισκόπους μεταξύ τους, ὡς καὶ τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν», εἶναι «ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς Ποιμένας ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει πλήρη, ὑπερτάτη καὶ παγκόσμια ἐξουσία μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία μπορεῖ πάντοτε ἐλεύθερα νὰ ἀσκεῖ». Ἐπίσης πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῇ ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ Παπισμοῦ ὅτι «δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἂν δὲν ἐπικυρωθεῖ, ἡ τοὐλάχιστον ἂν δὲν γίνει δεκτὴ ἀπὸ τὸ διάδοχο τοῦ Πέτρου». Ἑπομένως, ἡ παποκεντρικὴ αὐτὴ ἀντίληψη καὶ ἡ ὑπεροχὴ τοῦ Πάπα καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους αἵρει τὴν συνοδικότητα καὶ συνιστᾶ μιὰν ἄλλη ἐκκλησιολογία. Ἡ ἄποψη τῶν παπικῶν ὅτι οἱ Ἐκκλησίες, δηλαδὴ οἱ Ὀρθόδοξες ποὺ δὲν δέχονται ὡς ἀρχηγό τους τὸν Πάπα εἶναι ἐλλιπεῖς, δηλαδὴ ἔχουν ἐλλείψεις, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτή.

Πέμπτον. Στὸ σχέδιο τοῦ κειμένου ποὺ πρόκειται νὰ συζητηθῇ στὴν Κύπρο τὸν Ὀκτώβριο, καίτοι ὑπάρχουν πολλὰ σημαντικὰ σημεῖα ποὺ δείχνουν το πὼς λειτουργοῦσε τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα στὴν πρώτη χιλιετία, ἐν τούτοις δὲν θίγεται καθόλου ἡ σχέση μεταξὺ τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἕνα κείμενο ποὺ δὲν ἔχει καθαρότητα σκέψεως δὲν μπορεῖ νὰ ἐπικρατήση καὶ νὰ βοηθήση γιὰ τὴν ἐπανένταξη τῶν ἀποσχισθέντων στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία.

Ἕκτον. Εἶναι γεγονὸς ὅτι τὸ βασικὸ πρόβλημα τοῦ Πάπα εἶναι ὅτι δὲν ἀποδέχθηκε οὐσιαστικὰ ποτὲ τὸν 28ο Κανόνα τῆς Δ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ ἔδιδε ἴσα πρεσβεία τιμῆς στὴν Ἐκκλησία τῆς Νέας Ρώμης καὶ τὸ δικαίωμα νὰ χειροτονῇ Ἐπισκόπους στὶς βαρβαρικὲς χῶρες. Αὐτὸ ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι σὲ καμμία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δὲν παρέστη ὁ Πάπας, παρὰ μόνον ἀντιπρόσωποί του.

Ἕβδομον. Ὅταν μελετήση κανεὶς προσεκτικὰ τὰ κείμενα τῶν προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διαπιστώνει ὅτι ναὶ μὲν συμφωνοῦν γιὰ τὴν συνέχιση τοῦ διαλόγου, ἀλλὰ θέτουν σαφεῖς προϋποθέσεις, ὅπως γιὰ παράδειγμα νὰ καταδικασθῇ ἀπεριφράστως ἡ Οὐνία καὶ διὰ τοῦ πρωτείου νὰ προχωρήση ὁ διάλογος καὶ σὲ ἄλλα οὐσιαστικὰ θεολογικὰ ζητήματα.

Ὄγδοον. Ἀπὸ τὴν συνάντηση τῆς Ραβέννας ἀποχώρησε τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας μὲ ἀφορμὴ τὴν παρουσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἐσθονίας καὶ ἑπομένως δὲν ὑπέγραψε τὸ κείμενο, ὅπως δὲν τὸ ὑπέγραψε καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Γεωργίας. Πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν οἱ ἀποφάσεις τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πάνω στὸ κείμενο τῆς Ραβέννας.

Ὕστερα ἀπ' ὅλα αὐτά, προτείνω νὰ δίδεται κατεύθυνση στοὺς ἐκπροσώπους μας, μετὰ ἀπὸ συζήτηση καὶ ἀπόφαση στὴν Ἱεραρχία, γιὰ τὸ τί θὰ ὑποστηρίξουν κατὰ τὸν διάλογο καὶ μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τῶν κειμένων νὰ γίνεται συζήτηση στὴν Ἱεραρχία. Συγχρόνως νὰ δηλωθῇ σαφέστατα ὅτι, ἐὰν οἱ ἐκπρόσωποί μας ὑπογράψουν ἕνα κείμενο ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὶς κατευθυντήριες γραμμὲς ποὺ θὰ τοὺς δοθοῦν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τότε αὐτὸ τὸ κείμενο δὲν δεσμεύει τὴν Ἐκκλησία μας.

  • Προβολές: 2737