Ἀποχαιρετῶντας τὴν "καρδιὰ" τῆς Σερβίας
Λαμπρινῆς Χ. Θωμᾶ
(Δημοσιεύθηκε στὸ www.skai.gr)
Μιὰ προσωπικὴ μαρτυρία γιὰ τὸν κοιμηθέντα Πατριάρχη Σερβίας Παῦλο, τὸ ἄνθος τὸ σπάνιο, ποῦ μοσχοβόλησε Ὀρθοδοξία σὲ δύσκολους καιρούς. Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποῦ τὰ Βαλκάνια γνώριζαν τὸν τελευταῖο τους πόλεμο γιὰ τὸν 20ὸ αἰῶνα. Ἢ τὸ 1993 ἢ τὸ 1994 ἦταν. Ἤμουν τότε στὴν Θεσσαλονίκη, ἐργαζόμουν σὲ ἕνα τοπικὸ ραδιόφωνο καὶ κάλυπτα τὰ τῆς Γιουγκοσλαβίας –τὸν πόνο, τὸν θρῆνο, τὴν δυστυχία, τὴν ὀρφάνια, τὸν πόλεμο. Κυνηγοῦσα συνεντεύξεις, κυνηγοῦσα τοὺς ἀνθρώπους ποῦ μποροῦσαν νὰ μᾶς δώσουν εἰκόνα ὅσων συνέβαιναν, νὰ μεταφέρουν τὴν πραγματικότητα ἑνὸς λαοῦ ποῦ σπαρασσόταν καὶ σπάραζε. Κάποιες φωνὲς νὰ μᾶς παρηγορήσουν, ὅσο χωροῦσε παρηγόρια, καὶ ἐμᾶς ἐδῶ, ποῦ πάσχαμε τὸ ἀδελφικὸ πάθος.
Ἔτσι κάπως «ἔκλεισε» καὶ ἡ συνέντευξη μὲ τὸν Πατριάρχη Σερβίας Παῦλο. Μὲ περίμενε στὸ Βελιγράδι ἕνα ἀπόγευμα. Πρὶν πάω, διάβαζα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Προετοιμαζόμουν. Καὶ συναντοῦσα τὴν ἁγιογραφία –μόνο ποῦ ὀφείλει σὲ αὐτὲς νὰ εἶναι κανεὶς καχύποπτος, εἰδικὰ ἂν τὸ μέτρο τους εἶναι μόνον ὑλικό. Ἡ εἰκόνα ποῦ μοῦ δινόταν εἶχε μέτρο ὑλικό –τόσο καταλαβαίνουμε τὶς περισσότερες φορὲς οἱ δημοσιογράφοι. Πῶς ἀπεκδύθηκε τοῦ ὑλικοῦ φορτίου: πατριαρχικὸ αὐτοκίνητο, πατριαρχικὸ βαγόνι, πολυτέλειες στὸν καιρὸ τοῦ θρήνου τέλος, μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του, μοίρασε τὰ τοῦ Πατριαρχείου, μὲ τὸ ρασάκι του κατάμαυρο ἔπαιρνε τὸ λεωφορεῖο, ταξίδευε δεύτερη θέση στὸ τραῖνο. Μιὰ ἁγιογραφία μὲ δυτικὰ ψιμμύθια, μὲ τὴν ὕλη σὲ πρῶτο πλάνο. Ἀξιώθηκα, φτάνοντας στὸ Βελιγράδι, τὴν ἄλλη εἰκόνα.
Ἔφτασα μὲ κοντὰ δυὸ ὧρες καθυστέρηση. Δύσκολοι καιροί, ἀπὸ κάθε ἄποψη- μιὰ παρενέργεια ἦταν πῶς, γιὰ νὰ περάσης τὰ σύνορα, εἰδικὰ τὰ Σκόπια, ἔφτυνες αἷμα. Ἔτσι, ἔχασα τὸ ραντεβοῦ, καὶ ἅς νόμιζα πῶς εἶχα φτάσει ἔγκαιρα. Χτύπησα τὴν πόρτα ξανὰ καὶ ξανά. Τὸ Πατριαρχεῖο στὸ σκότος. Βαράω πόρτες, κουδούνια, ἀπελπίστηκα, πίστεψα ὅτι πάει, κάθισα στὰ πλατιὰ σκαλιὰ καὶ σκεφτόμουν ἤδη τὴν ἄλλη μέρα, κουρασμένη, κομμάτια ἀπ' τὸ ταξίδι. Κείνη τὴν ὥρα, μπορεῖ δέκα, μπορεῖ δεκαπέντε λεπτὰ ἀπὸ ὅταν ἔφτασα, εὐλογεῖ καὶ ἀνοίγει ἕνα καλογέρι. Σιγανά, μοῦ λέει, περᾶστε μά, θὰ περιμένετε, εἶναι ὁ ἑσπερινός. Καὶ μ' ὁδηγεῖ σὲ σκάλες καὶ ὕστερα σ’ ἕνα διάδρομο, πάντα στὰ σκοτεινά, καὶ μὲ ἀφήνει σὲ ἕνα κάθισμα ποῦ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ παρεκκλήσι τοῦ Πατριαρχείου ὅπου ἡ ἀκολουθία.
Ὄχι, δὲ μὲ ὁδήγησε στὸ παρεκκλήσι. Ἦταν ἰδιωτικὴ ἡ στιγμή. Ἀπ' ἔξω πρέπει νὰ περιμένω, ἀλλά, παρὰ τὴν κούραση, παρὰ τὸ φόβο ὅτι μπορεῖ νὰ προκαλέσω καὶ νὰ χάσω τὴν συνέντευξη, ἀφήνω τὴν περιέργεια νὰ νικήση. Πάντα θὰ εὐχαριστῶ γι' αὐτό. Σηκώθηκα σιγά- σιγὰ καὶ ἔσπρωξα τὴν πόρτα στάλα. Μὲ τὸ φὼς τῶν κεριῶν, χωρὶς τίποτε ψεύτικο ἢ τεχνητό, σὲ κλίμα προηγιασμένης, μὲ δυὸ καλογέρια ὅλα κι ὅλα στὰ στασίδια, τὸ ἅγιο γερόντι, τὸ ἀχαμνὸ μὰ ἀλύγιστο κορμάκι, εἶναι μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη, γονατισμένο, ἡ μιὰ μετάνοια μετὰ τὴν ἄλλη καὶ ξανὰ ὡς τὴν γῆ καὶ οἱ ποταμοὶ τῶν δακρύων του ἤρεμοι καὶ φωτεινοὶ καὶ ἀνεξάντλητοι. Οἱ λέξεις ποῦ βγαίνουν ἀπ' τὰ χείλη τοῦ μοῦ εἶναι ἄγνωστες, μοῦ εἶναι φωτιά, ἔρχονται κατ' εὐθεῖαν στὴν καρδιά μου. Ἀκόμη σήμερα, τόσα χρόνια μετά, κλείνω τὰ μάτια καὶ ἡ εἰκόνα εἶναι ζωντανὴ μπροστά μου. Συγκλονίζομαι. Ἡ λέξη Πατέρας ποτὲ δὲν ἤχησε πιὸ ἀληθινὴ ἀπὸ κείνη τὴν ὥρα.
Εἶχα τὴν εὐτυχία καὶ τὴν εὐλογία καὶ ἄλλες φορὲς νὰ ἀσπασθῶ τὸ χεράκι του. Εἶχα τὴν τιμὴ καὶ τὴν χαρὰ νὰ τοῦ μιλήσω. Μὰ αὐτὰ ἦταν τὸ λίγο. Τὸ περισσότερο ἦταν ποῦ εἶχα τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία τῶν δακρύων του, τοῦ σταυροῦ ἑνὸς ὁλόκληρου λαοῦ πάνω στοὺς λιγνοὺς γέρικους ὤμους ποῦ ἄντεξαν ὅσα μπορεῖ νὰ ἀντέξη ἄνθρωπος, ἔτσι πῶς στήριξε τὰ παιδιά του ὅπως κανένας ἄλλος. Ἦταν μεγάλη ἡ εὐλογία τοῦ Σερβικοῦ λαοῦ τὴν πιὸ δύσκολή του ὥρα νὰ ἀξιωθῇ ἕναν τέτοιο Ἱεράρχη, ἦταν εὐλογία ὅλων μᾶς ποῦ τύχαμε τὸ φὼς τῆς ἁγιωσύνης του. Τὸ χεράκι τοῦ τὸ κέρινο, ἀκόμη μὲς στὴν καρδιά μου τὸ καταφιλῶ. Τὴν εὐχούλα του νὰ ἔχουμε.
- Προβολές: 2745