Ἡ θεολογία στὴν Ἑλλάδα τῆς δεκαετίας τοῦ '60
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Κατὰ καιροὺς γίνεται λόγος γιὰ τὴν θεολογία στὴν Ἑλλάδα κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ '60 καὶ παρουσιάζεται αὐτὴ ἡ θεολογία ὡς μιὰ νέα θεολογία, εἴτε ὡς ἐπαναφορὰ στὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε ὡς μιὰ νεοπατερικὴ θεολογία, δηλαδὴ ὡς θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκφράζεται μὲ μιὰ νέα γλῶσσα. Ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ θεολογία ποὺ ἐμφανίσθηκε στὴν Ἑλλάδα κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ '60 ἦταν ἕνα σημαντικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, ἀλλά, ὅπως ὑποστηρίζουν, διάφοροι παράγοντες συνετέλεσαν στὸ νὰ χαθῇ αὐτὴ ἡ σημαντικὴ προοπτικὴ ποὺ δημιουργοῦσε αὐτὴ ἡ θεολογία. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐμφάνιση μερικῶν νέων θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ἔγραψαν διάφορες ἐπιστημονικὲς διατριβὲς ἢ συνέταξαν θεολογικὰ κείμενα, μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθοῦσαν νὰ δοὺν τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία μέσα ἀπὸ μιὰ ἄλλη προοπτική, διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἐπικρατοῦσε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Θὰ ἤθελα νὰ ὑπογραμμίσω μερικὰ σημεῖα τὰ ὁποῖα, κατὰ τὴν γνώμη μου, πρέπει νὰ συνεξετασθοῦν, μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες μελέτες ποὺ γίνονται στὸ θέμα αὐτό.
1. Ἡ θεολογία τῆς δεκαετίας τοῦ '60
Εἶναι γνωστὸν ὅτι στὴν Ἑλλάδα πρὶν καὶ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγὸ εἰσήχθη μιὰ θεολογία δυτικοῦ τύπου, ποὺ εἶχε σχέση εἴτε μὲ τὸν σχολαστικισμὸ τοῦ Παπισμοῦ εἴτε μὲ τὸν ἠθικισμὸ τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ μακαριστὸς π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἔκανε λόγο γιὰ τὴν βαβυλώνεια αἰχμαλωσία τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας. Στὴν συνέχεια, κάποια στιγμὴ μερικοὶ Ἕλληνες θεολόγοι ἦρθαν σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὰ κείμενα τῶν Ρώσων ἐμιγκρὲ (προσφύγων) στὸ Παρίσι ἢ ἄλλες εὐαισθητοποιημένες φωνὲς καὶ διεπίστωσαν ἕναν διαφορετικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐκφράζονταν γιὰ προβληματισμοὺς καὶ θέματα ποὺ ἀπασχολοῦσαν τὸν δυτικὸ ἄνθρωπο. Ἐνθουσιάσθηκαν μὲ τέτοια κείμενα καὶ προσπάθησαν νὰ μεταφέρουν αὐτὲς τὶς ἀπόψεις καὶ στὸ ὀρθόδοξο ἑλληνικὸ κοινό. Παράλληλα, ὅμως, γινόταν καὶ μιὰ ἄλλη κίνηση ἀπὸ θεολόγους, κυρίως τῆς Θεσσαλονίκης, νὰ φέρουν σὲ ἐπιφάνεια τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ἐκφράζεται μὲ ὀρθόδοξο ἡσυχαστικὸ τρόπο ζωῆς. Μέσα στὴν προοπτικὴ αὐτὴ ἐγράφησαν διατριβές, μελέτες καὶ διάφορα θεολογικοκοινωνικὰ κείμενα. Ὅλο αὐτὸ τὸ ρεῦμα ὀνομάσθηκε «θεολογία τῆς δεκαετίας τοῦ '60» καὶ θεωρήθηκε ὡς κάτι καινούριο, γιατί ἀντιμετώπιζε τὰ φιλοσοφικά, θεολογικά, ἀνθρωπολογικά, ἐκκλησιολογικὰ καὶ κοινωνικὰ ζητήματα μέσα ἀπὸ μιὰ νέα προοπτικὴ καὶ προσέφερε μιὰ καινούρια γλῶσσα, ποὺ ἄγγιζε περισσότερο τὸν νέο ἄνθρωπο. Αὐτὸ ξάφνιασε πολλούς, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τοὺς ἀριστεροὺς καὶ οἱ ἐπικριτὲς χαρακτήρισαν τὴν κίνηση αὐτὴ ὡς «νεορθοδοξία».
2. Τὰ αἴτια γιὰ τὰ ὁποῖα ἐμφανίσθηκε ἡ θεολογία τῆς δεκαετίας τοῦ '60
Ἀσφαλῶς πρέπει νὰ μελετηθῇ αὐτὸ τὸ φαινόμενο καὶ νὰ ἐξετασθοῦν ὅλες οἱ παράμετροί του. Γιὰ παράδειγμα πρέπει νὰ ἐρευνηθοῦν τὰ αἴτια ποὺ προκάλεσαν τὴν ἐμφάνιση αὐτῆς τῆς θεολογίας, κατὰ πόσον αὐτὴ ἡ θεολογία ἔχει ἐρείσματα στὴν διαχρονικὴ παράδοση ἢ ἦταν ἕνα ἐποχιακὸ φαινόμενο καὶ τελικὰ τί γονιμοποιήσεις προκάλεσε στὴν χώρα μας καὶ στὴν Ἐκκλησία. Βεβαίως, ὅλο αὐτὸ τὸ ρεῦμα πρέπει νὰ μελετηθῇ μὲ ἐπάρκεια καὶ ἀντικειμενικότητα, διότι ἡ ἀφετηρία καὶ προοπτικὴ ὅλων τῶν θεολόγων ποὺ ἐντάσσονται σὲ αὐτὸ τὸ θεολογικὸ ρεῦμα δὲν ἦταν ἡ ἴδια, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε. Ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς ξεκίνησαν ἀπὸ μελέτη πατερικῶν κειμένων, μέσα στὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἄλλοι ἀπὸ σύγχρονες φιλοσοφίες, ὅπως τοῦ Μπερντιάγεφ, ἄλλοι ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν Ρώσων θεολόγων τῆς Διασπορᾶς καὶ ἄλλοι ἐπηρεάσθηκαν ἀπὸ τὴν «πολιτικὴ θεολογία» τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς. Βεβαίως, ὅλες αὐτὲς οἱ κατηγορίες κατέληγαν σὲ διαφορετικὰ συμπεράσματα.
Σίγουρα ἡ θεολογία τῆς δεκατετίας τοῦ '60 πρέπει νὰ μελετηθῇ χωρὶς ὑπερβολὲς καὶ χωρὶς ὑποτιμήσεις καὶ νὰ ἀποδοθῇ ὁ δίκαιος ἔπαινος ἢ νὰ κριθὴ ἀνάλογα. Ὅμως παράλληλα δὲν πρέπει νὰ παραθεωρηθὴ ὅτι τὰ ἴδια ρεύματα παρατηρήθηκαν καὶ στὶς δεκαετίες τοῦ 20ου αἰῶνα στὸν δυτικὸ χῶρο. Ὁπότε, πρέπει νὰ ἐξετασθῇ ἡ ἐπιρροὴ τῆς δυτικῆς γερμανικῆς θεολογίας στὴν διαμόρφωση ἑνὸς τοὐλάχιστον μέρους τῆς λεγομένης θεολογίας τῆς δεκαετίας τοῦ '60 στὴν Ἑλλάδα. Ἐννοῶ ὅτι στὸν δυτικὸ κόσμο κυρίως στὴν γερμανικὴ θεολογία τῆς δεκαετίας τοῦ '20, ὕστερα ἀπὸ τὰ φρικτὰ ἀποτελέσματα τοῦ Α' Παγκοσμίου Πολέμου καὶ τὴν συνεργασία Χριστιανῶν μὲ τὶς ἰμπεριαλιστικὲς δυνάμεις τῆς ἐποχῆς, ἀναπτύχθηκε ἡ διαλεκτικὴ θεολογία ἢ θεολογία τῆς κρίσεως ἢ νεορθοδοξία, ἡ ὁποία προσπάθησε νὰ δὴ τὴν σχέση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμο μέσα ἀπὸ ἄλλη προοπτική. Ἐμφανίσθηκαν νέοι προτεστάντες θεολόγοι, ὅπως ὁ Μπάρτ, ὁ Μπροῦννερ, ὁ Μπούλτμαν, ὁ Τίλλιχ, οἱ ὁποῖοι συναντήθηκαν μὲ φιλοσόφους τῆς ἐποχῆς ὅπως τὸν Κίρκεργκαρντ, τὸν Μπερντιάγεφ, τὸν Χάϊντεγκερ κλπ. ἀντίστοιχα, καὶ μίλησαν γιὰ τὴν Ἐκκλησία σὲ σχέση μὲ τὸν κόσμο μὲ ἕναν διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ μιλοῦσαν παλαιότεροι γερμανοὶ θεολόγοι ὅπως, γιὰ παράδειγμα, ὁ Χάρνακ.
Στὴν γερμανικὴ αὐτὴ θεολογία τῆς δεκαετίας τοῦ '20 ἀκούσθηκαν καὶ ἀναλύθηκαν ὅροι, ὅπως νεορθοδοξία, ἐκκοσμίκευση, ἐκκλησιολογία, πνευματολογία, ἐσχατολογία, οἰκουμενικότητα κλπ., οἱ ὁποῖοι ὅροι χρησιμοποιήθηκαν κατὰ κόρον ἀπὸ τοὺς θεολόγους τῆς δεκαετίας τοῦ '60 στὴν Ἑλλάδα. Ἀκόμη, ἔγινε μεγάλος διάλογος στὴν Γερμανία καὶ γενικότερα στὴν Δύση γιὰ τὶς σχέσεις μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ κόσμου, λογικῆς καὶ πίστεως, φιλοσοφίας καὶ θεολογίας, ἱστορίας καὶ ἐσχατολογίας, λόγου καὶ ἀποκαλύψεως, εἶναι καὶ Θεοῦ. Ἐπίσης, στὸν δυτικὸ κόσμο κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ '60 ἀναπτύχθηκαν διάφορα θεολογικὰ ρεύματα ποὺ ἔκαναν λόγο γιὰ τὴν ἐσχατολογικὴ θεολογία, τὴν μεταχριστιανικὴ θεολογία, τὴν θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ, τὴν πολιτικὴ θεολογία κλπ. Καὶ τέτοιες ὁρολογίες μεταφέρθηκαν καὶ στὴν Ἑλλάδα κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ '60 καὶ μετέπειτα. Ὁ Καθηγητὴς Μάριος Μπέγζος παρουσίασε μὲ ὡραῖο τρόπο ὅλη αὐτὴν τὴν ἐξέλιξη τῆς θεολογίας στοὺς Προτεστάντες.
Ἔτσι, ἡ θεολογία τῆς δεκαετίας τοῦ '60 στὴν Ἑλλάδα πρέπει ἀσφαλῶς νὰ μελετηθῇ καὶ ἀπὸ τὴν προοπτικὴ αὐτή, δηλαδὴ σὲ σχέση μὲ τὶς παράλληλες θεολογικὲς κινήσεις ποὺ ἔγιναν στὸν Προτεσταντικὸ κόσμο καὶ κυρίως στὴν Γερμανία καὶ νὰ ἐρευνηθῇ ἡ σχέση μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων θεολόγων τῆς δεκαετίας τοῦ '60 καὶ τῶν προτεσταντῶν θεολόγων τῶν δεκαετιῶν τοῦ '20 καὶ τοῦ '60. Γιὰ παράδειγμα, κατὰ τὰ φοιτητικὰ χρόνια τῆς γενιᾶς μου ἀκούγαμε ἀπὸ τοὺς καθηγητές μας πολὺ συχνὰ τὶς ἀπόψεις τῶν μεγάλων Γερμανῶν Προτεσταντῶν θεολόγων, ὅπως τοῦ Μπάρτ, τοῦ Μπροῦννερ, τοῦ Μπούλτμαν κλπ. Ἐνδεικτικὰ δὲ νὰ ἀναφέρω ὅτι στὸ μάθημα τῆς ἱστορίας τῶν δογμάτων μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶχα ἐξετασθῇ στὸ θέμα τῆς διαλεκτικῆς θεολογίας καὶ τὶς ἀπόψεις τῶν πιὸ πάνω Γερμανῶν θεολόγων ὡς πρὸς τὴν δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου, σὲ σχέση μὲ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ὅπως διατυπώθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες. Ἐπίσης στὶς πτυχιακὲς ἐξετάσεις στὸ μάθημα τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς ἐξετάσθηκα στὸ βιβλίο τοῦ Ν. Μπερντιάγεφ «Ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου». Αὐτὸ συνέβαινε διότι μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Καθηγητὲς εἶχαν σπουδάσει στὴν Γερμανία καὶ γνώριζαν ὅλη τὴν κίνηση τῆς διαλεκτικῆς θεολογίας.
Ἡ προηγούμενη ἀπὸ μᾶς γενιὰ εἶχε ἐπηρεασθῇ πάρα πολὺ ἀπὸ τὸν Γερμανὸ θεολόγο Χάρνακ, ὁ ὁποῖος εἶχε προηγηθῇ τῆς διαλεκτικῆς θεολογίας, διότι οἱ καθηγητὲς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν σπουδάσει τὴν γερμανικὴ θεολογία μέσα ἀπὸ τὶς ἀπόψεις του. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ λεγομένη θεολογία τῆς δεκαετίας τοῦ '60 στὴν Ἑλλάδα πρέπει νὰ μελετηθῇ καὶ βάσει τῶν ἀντιστοίχων «θεολογιῶν» στὴν Γερμανία καὶ βάσει τῆς θεολογίας τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς.
3. Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας
Πέρα ἀπὸ ὅσα ἀναφέρθηκαν πρέπει νὰ προστεθῇ μιὰ ἄποψη, ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἀξιοποιηθῇ, προκειμένου νὰ προχωρήσουμε σὲ ἀσφαλέστερα συμπεράσματα γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Τὴν δεκαετία τοῦ '60 ἤμουν φοιτητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, ὁπότε διδασκόμουν ἀπὸ τοὺς καθηγητὲς ἀλλὰ καὶ διάβαζα κείμενα θεολόγων ποὺ ἐξέφραζαν αὐτὴν τὴν νέα προοπτική. Παράλληλα ὅμως μελετοῦσα κείμενα τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ τῶν φιλοκαλικῶν Πατέρων. Σὲ κάποια ἐπίσκεψή μου τότε στὸ Ἅγιον Ὅρος ἐρώτησα τὸν μακαριστὸ μοναχὸ Θεόκλητο Διονυσιάτη, ὁ ὁποῖος διέπρεπε τότε καὶ στὴν μοναχικὴ πολιτεία τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ στὴν Ἑλλάδα ὡς ἐκφραστὴς τῆς ὀρθόδοξου θεολογίας γιὰ τὸ πῶς βλέπει ὅλην αὐτὴ τὴν προβληματικὴ τῆς θεολογίας στὴν Ἑλλάδα. Μοῦ ἀπάντησε εὔστοχα ὅτι δὲν βλέπει πρόβλημα στὴν θεολογία, ἀλλα πρόβλημα στοὺς θεολόγους!
Μὲ τὶς μεταγενέστερες μελέτες μου κατέληξα στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὅπως ἡ Ἐκκλησία εἶναι διαχρονικὴ ὡς Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καὶ ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει μιὰ διαχρονικὴ ἔκφραση καὶ ἐμπειρία καὶ δὲν χωρίζεται σὲ δεκαετίες. Βεβαίως, μποροῦμε νὰ ἐντοπίζουμε μέσα στὴν ἱστορία διάφορα θεολογικὰ ρεύματα ποὺ ἐκφράσθηκαν ἀπὸ θεολόγους κατὰ ἐποχὲς ἢ καλλιεργήθηκαν σὲ διάφορες πόλεις (Ἀλεξάνδρεια-Αντιόχεια-Ιεροσόλυμα κλπ.) ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ ὀρθόδοξη θεολογία τῆς δεκαετίας τοῦ '60, τοῦ '70, τοῦ '80 τοῦ '90 κλπ. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ ὀρθόδοξη θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων διὰ μέσου ὅλων τῶν αἰώνων. Κάθε νέο ρεῦμα τὸ ὁποῖο ἐμφανίζεται, πρέπει νὰ μελετᾶται σὲ σχέση μὲ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκφράζεται ἀπὸ τοὺς Προφήτας, τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Πατέρας. Αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἔφθασαν στὴν θέωση, εἶδαν τὸν Θεὸ μέσα στὸ Φὼς καὶ μετὰ ἐξέφρασαν τὶς ἐμπειρίες τους μὲ τοὺς ὅρους τῆς ἐποχῆς τους.
Ὅταν μελετήση κανεὶς τὴν λεγόμενη θεολογία τῆς δεκατίας τοῦ '60 μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων θὰ δὴ ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ θεολογία ποὺ ἐπηρεάσθηκε τόσο ἀπὸ τὴν ρωσικὴ θεολογία τῆς Διασπορᾶς, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν προτεσταντικὴ διαλεκτικὴ θεολογία καὶ συνδέεται μὲ στοιχεῖα στοχασμοῦ, συναισθηματισμοῦ καὶ προγονισμοῦ. Ὁπότε, σὲ μερικὰ σημεῖα προσφέρει μία καινούρια γλῶσσα, ἀλλὰ στὴν οὐσία διαφοροποιεῖται ἐν πολλοῖς μεθοδολογικὰ ἀπὸ τὴν πατερικὴ παράδοση, ἡ ὁποία στὸ βάθος της εἶναι νηπτική - ἡσυχαστικὴ καὶ ὄχι φιλοσοφική - στοχαστική. Πρόκειται γιὰ τὴν θεολογία ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὴν αἰσθητικὴ καὶ ὄχι τὴν ἀσκητική, τὸ λογιστικὸ καὶ ὄχι τὸ νοερό. Ἐπίσης, οἱ θεολόγοι ποὺ ἔχουν ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὴν «ὀμορφιὰ» τῆς θεολογίας τῆς δεκατίας τοῦ '60, παραμένουν προσκολλημένοι σὲ αὐτὴν καὶ δὲν βλέπουν ὅτι ὑπάρχουν μεταγενέστερες θεολογικὲς μελέτες καὶ στὴν Δύση καὶ στὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ ποὺ ἔχουν προχωρήσει πολὺ περισσότερο τὰ θέματα αὐτὰ καὶ ἔχουν ὑπερβῇ ἐν πολλοῖς τὴν λεγομένη θεολογία τῆς δεκαετίας τοῦ '60. Ὅμως, τὸ νὰ κρίνη ἀρνητικὰ ἕνας δρομέας-ἀθλητὴς αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔχουν ξεπεράσει καὶ τρέχουν πιὸ δυνατὰ ἀπὸ αὐτόν, δὲν εἶναι σωστὴ ἀντίληψη καὶ κριτική.
Τὸν Μάϊο-Ιούνιο τοῦ 1997 κληθήκαμε ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης, ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς καὶ ὁ γράφων νὰ ὁμιλήσουμε σὲ ἕνα Σεμινάριο τὸ ὁποῖο διοργάνωσε ἡ Orthodox Church fo Amerika (Ο.C.A.) πλησίον τῆς Ἀτλάντας. Ἤμασταν οἱ μόνοι εἰσηγητὲς καὶ θὰ δίναμε ὁ καθένας μιὰ σειρὰ ἀπὸ διαλέξεις, ἐπὶ διήμερο, γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς θεραπευτικῆς ἐπιστήμης. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης λόγῳ ἀσθενείας δὲν μπόρεσε νὰ παρευρεθῇ, ἀλλὰ διαβάσθηκε τὸ εἰσαγωγικὸ κείμενό του, ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς εἰσηγήθηκε θέματα σχετικὰ μὲ τὰ ἱστορικὰ καὶ θεολογικὰ πλαίσια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ὁ γράφων εἰσηγήθηκε θέματα ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία ὡς νοσοκομεῖο καὶ τὴν μέθοδο μὲ τὴν ὁποῖα θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο.
Ἡ OCA εἶναι ἡ Ἐκκλησία στὴν ὁποῖα δίδαξε καὶ ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο ὁ γνωστὸς σὲ ὅλους θεολόγος Ἀλέξανδρος Σμέμαν. Οἱ διοργανωτὲς τοῦ Σεμιναρίου ἤθελαν νὰ γνωρίσουν τὶς ἀπόψεις μας γύρω ἀπὸ τὰ θέματα αὐτά. Πληροφορηθήκαμε ὅτι τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, μέχρι τότε, θεωροῦσαν ὅτι οἱ θεολόγοι τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν σχολαστικὴ καὶ προτεσταντικὴ θεολογία τῆς Δύσεως καὶ ὅτι οἱ Ρῶσοι θεολόγοι τῆς Διασπορᾶς ἐξέφραζαν τὴν ἀληθινὴ ὀρθόδοξη θεολογία τὴν λεγομένη νεοπατερικὴ καὶ νεοπαλαμική, ποὺ ἀσφαλῶς εἶναι ἀνώτερη καὶ ὑπέρτερη τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων. Εἶναι γνωστὲς οἱ ἀπόψεις τοῦ Ἀλέξη Κομιακὼφ ὅτι ἡ σχολαστικὴ θεολογία τῆς Δύσεως ὑπερέβη τὴν θεολογία τῶν Πατέρων καὶ ὅτι ἡ Ρωσικὴ θεολογία ξεπέρασε καὶ τὴν σχολαστική, ἄρα καὶ τὴν Ἑλληνικὴ Πατερικὴ θεολογία. Ὅταν ὅμως ἄκουσαν ἐπανειλημμένως στὸ διήμερο αὐτὸ τοῦ Σεμιναρίου ἐμᾶς νὰ ἀναλύουμε θέματα ὀρθοδόξου παραδόσεως, τότε κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς εἶπε: «Αὐτὴ ἡ θεολογία εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν δική μας καὶ τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς. Κάναμε λάθος ποὺ τὴν ἔχουμε ὑποτιμήσει». Καὶ νὰ σκεφθῇ κανεὶς ὅτι ἡ λεγομένη θεολογία τῆς δεκαετίας τοῦ '60 χρησιμοποίησε πάρα πολύ, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ τὶς ἀπόψεις τοῦ Ἀλεξάνδρου Σμέμαν.
4. Ἡ περίπτωση τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη
Στοὺς θεολόγους τῆς δεκαετίας τοῦ '60 πολλοὶ συγκαταλέγουν καὶ τὸν Πρωτοπρεσβύτερο π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος πράγματι ἐδημιούργησε μεγάλη ἔκπληξη τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ συνετέλεσε στὴν ἐπαναφορὰ τῆς θεολογίας στὴν Ἑλλάδα πρὸς τὴν πατερικὴ παράδοση. Θεωρῶ ὅτι δὲν εἶναι ὀρθὸ νὰ συγκαταλέγεται ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης σὲ αὐτὸ τὸ ρεῦμα τῆς λεγομένης νεορθοδοξίας. Καὶ αὐτὸ γιὰ πολλοὺς λόγους. Ὁ πρῶτος εἶναι ὅτι ὁ π. Ἰωάννης ἐμφανίσθηκε στὰ θεολογικὰ γράμματα καὶ τὴν ἐπιστήμη τῆς θεολογίας τὴν δεκαετία τοῦ '50, πρῶτα μὲ μελέτες καὶ ὕστερα μὲ τὴν διατριβή του, μὲ τίτλο «Τὸ Προπατορικὸ ἁμάρτημα», ποὺ ἀπετέλεσε πράγματι σταθμὸ στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν, ὅπου δημιούργησε μεγάλη συζήτηση, ἀλλὰ καὶ γενικότερα στὸν θεολογικὸ κόσμο στὴν Ἑλλάδα.
Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι γιατί ὁ π. Ἰωάννης δὲν ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τοὺς Ρώσους θεολόγους τῆς Διασπορᾶς οὔτε ἀπὸ τὴν διαλεκτικὴ προτεσταντικὴ θεολογία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ἔρευνα ποὺ ἔκανε στοὺς Ἀποστολικοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Μεγαλωμένος στὸ προτεσταντικὸ περιβάλλον τῆς Ἀμερικῆς σπούδασε καὶ σὲ Παπικὸ Ἰνστιτοῦτο, ὅπου διδάχθηκε καὶ μελέτησε τὴν θεολογία τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, καὶ σὲ προτεσταντικὲς Θεολογικὲς Σχολές, ὅπως τοῦ Γιέϊλ καὶ τοῦ Χάρβαρντ καὶ γνώρισε πολὺ καλὰ τὴν νοοτροπία τους. Κυρίως ἐπειδὴ οἱ Προτεστάντες δίδασκαν ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀλλοίωσαν τὴν ἀποστολικὴ παράδοση, γι' αὐτὸ μελέτησε διεξοδικὰ τοὺς Ἀποστολικοὺς Πατέρας (Εἰρηναῖο, Ἰγνάτιο, Μεθόδιο, Ἰουστῖνο, Πολύκαρπο κλπ.) οἱ ὁποῖοι εἶναι ὁ κρίκος ἐκεῖνος ποὺ συνέδεσε τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς μετέπειτα Πατέρας. Καρπὸς αὐτῆς τῆς μελέτης ἦταν ἡ διατριβή του γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ὅπου, μεταξὺ ἄλλων, διαπιστώνει τὴν διαφορὰ μεταξὺ σχολαστικῆς καὶ ὀρθοδόξου θεολογίας. Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ ὑπότιτλος τῆς μελέτης του γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ποὺ προσδιορίζει τὸ περιεχόμενο τοῦ βιβλίου: «Συμβολαὶ εἰς τὴν ἔρευναν τῶν προϋποθέσεων τῆς διδασκαλίας τοῦ Προπατορικοῦ Ἁμαρτήματος ἐν τῇ μέχρι τοῦ Ἁγ. Εἰρηναίου Ἀρχαία Ἐκκλησία, ἐν ἀντιβολῇ πρὸς τὴν καθόλου κατεύθυνσιν τῆς Ὀρθοδόξου καὶ τῆς Δυτικῆς μέχρι Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτου Θεολογίας».
Ὁ τρίτος λόγος, κατ' ἐπέκταση, ἦταν ὅτι ὅταν ἦλθε στὴν Ἑλλάδα τὴν δεκαετία τοῦ '50 αἰσθάνθηκε μεγάλη ἔκπληξη ἀπὸ τὸ κλίμα τὸ ὁποῖο συνάντησε. Μετὰ τὴν ἐκπόνηση τῆς διατριβῆς του μελέτησε ἀκόμη βαθύτερα τὸ θέμα καὶ ἔφθασε σὲ ἄλλα συμπεράσματα, ὅπως στὴν θεολογία τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ τὴν ζωὴ τῆς Ρωμηοσύνης, τὴν ὁποῖα ὅμως Ρωμηοσύνη τὴν ἔβλεπε περισσότερο μέσα ἀπὸ τὴν νηπτικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Σημειώνω δὲ ὅτι ὅποιος ἑρμηνεύει τὴν θεωρία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη περὶ Ρωμηοσύνης μέσα ἀπὸ ἐθνικισμοὺς καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ τὴν νηπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ὑπέρβαση κάθε ἐθνικισμοῦ, αὐτὸς παρερμηνεύει τὶς ἀπόψεις του.
Ἑπομένως, οἱ μετέπειτα μελέτες τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη δὲν εἶναι ἔκπτωσή του ἀπὸ τὶς πρῶτες μελέτες του, ὅπως ἰσχυρίζονται μερικοί, ἀλλὰ εἶναι θετικὴ ἐξέλιξή τους, δηλαδὴ πορεία πρὸς τὴν ἀκραιφνῆ πατερικὴ παράδοση. Ἀκόμη, ὅσοι ἑρμηνεύουν τὴν διδασκαλία του μέσα ἀπὸ ἄλλα ρεύματα μονοφυσιτικά, νέο-νεστοριανικὰ καὶ ὠριγενιστικὰ καὶ αὐτοὶ τὸν ἀδικοῦν. Γιὰ παράδειγμα, ἐπειδὴ μερικοὶ ἀπέδωσαν ὠριγενισμὸ σὲ μερικὲς ἀπόψεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, μελέτησα τὶς δοξασίες τοῦ Ὠριγένους ποὺ καταδικάσθηκαν ἀπὸ τὴν Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅπως φαίνονται στὰ διασωθέντα Πρακτικά της, καὶ δὲν διέκρινα κάποια ἐπίδραση. Ἂν μερικὲς ἀπόψεις τοῦ Ὠριγένους εἶναι ὀρθόδοξες καὶ πέρασαν διὰ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, κλπ.) στὴν παράδοσή της, δὲν μποροῦμε νὰ κατηγορήσουμε τὸν π. Ἰωάννη. Ἄλλωστε ὁ π. Ἰωάννης ἐπανειλημμένως σὲ κείμενά του ἀναφερόταν σὲ ἐσφαλμένες ἀπόψεις τοῦ Ὠριγένους. Ἔχω ὑπ' ὄψιν μου ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του, στὴν ὁποῖα κάνει ὀξεῖα κριτικὴ στὶς ἀπόψεις τοῦ Ὠριγένους.
Ὁ τέταρτος λόγος εἶναι ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἤξερε πολὺ καλὰ τὴν ρωσικὴ θεολογία τῆς Διασπορᾶς, ὅπως καὶ τὰ αἴτια καὶ τοὺς σκοποὺς αὐτῶν ποὺ τὴν διέδιδαν, καθὼς ἐπίσης ἤξερε πολὺ καλὰ τὴν γερμανικὴ ἰδεαλιστική, διαλεκτικὴ καὶ ὑπαρξιακὴ θεολογία τῆς Δύσεως καὶ ἔκρινε ἀνάλογα αὐτοὺς ποὺ τὴν ἀνέπτυξαν ἢ τὴν μετέφεραν στὴν Ἑλλάδα. Μάλιστα ὑποστήριζε τὴν ἄποψη ὅτι ὅταν κάποιος προσβάλλεται στὸν σωματικὸ ὀργανισμό του ἀπὸ ἕνα μικρόβιο ἢ ἰό, πρέπει νὰ βρεθῇ ἡ αἰτία τῆς προσβολῆς, ἀπὸ ποὺ προέρχεται αὐτὸς ὁ ἰός. Κατὰ παρόμοιο τρόπο, ὅταν κάποιος μεταφέρει ἕναν «θεολογικὸ ἰὸ ἢ μικρόβιο» στὴν Ἑλλάδα, πρέπει νὰ ἐξετασθῇ γιὰ νὰ βρεθῇ τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὸ «κόλλησε». Ὑποστήριζε δὲ ὅτι μιὰ τέτοια ἔρευνα στὰ θεολογικὰ γράμματα μπορεῖ νὰ καταδείξη ὅτι κάποιος Ἕλληνα θεολόγος ποὺ σπούδασε στὴν Δύση μετέφερε στὴν Ἑλλάδα τὸ ἀνάλογο «θεολογικὸ μικρόβιο» ἢ «θεολογικὸ ἰό»!
Τὸ συμπέρασμα τῶν ἀνωτέρω σκέψεών μου εἶναι ὅτι ἡ μελέτη τῆς θεολογίας τῆς δεκαετίας τοῦ '60 πρέπει νὰ γίνεται μὲ προσοχὴ καὶ μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῶν προϋποθέσεων ποὺ ἐντοπίσθηκαν πιὸ πάνω, ἀλλ' ὅμως πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῇ μὲ ἔμφαση ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύεται μέσα ἀπὸ δεκαετίες, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν διαχρονικὴ παράδοση καὶ διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων. Δηλαδή, στὴν ὀρθόδοξη θεολογία δὲν ὑπάρχει θεολογία τῆς δεκαετίας τοῦ '60, ἀλλὰ ἡ θεολογία τῶν θεοπτὼν Ἁγίων, ποὺ εἶναι ἀντίθετη μὲ τὸν στοχασμὸ τῶν φιλοσόφων.–
- Προβολές: 3599