Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης 4 Φεβρουαρίου

Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Οσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης  4 Φεβρουαρίου

Ὁ ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο, γύρω στὸ 360 - 370 μ. Χ. Ἦταν γόνος εὐγενῶν καὶ εὐσεβῶν γονέων καὶ οἱ σπουδές του ἦταν λαμπρές. Πρὶν γίνη μοναχὸς ἐργάσθηκε ὡς Κατηχητὴς καὶ Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας. Ἐγκαταβίωσε σὲ Μοναστήρι κοντὰ στὸ Πηλούσιο, περιοχὴ τῆς Αἰγύπτου ἀνατολικὰ τοῦ Νείλου, καὶ γι’ αὐτὸ ὀνομάσθηκε Πηλουσιώτης. Ἐξ αἰτίας τῆς πολυμάθειας, καὶ κυρίως τῆς ἀρετῆς του, ἀπέκτησε μεγάλο κῦρος καὶ φήμη. Ἐθεωρεῖτο ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους ἑρμηνευτὲς τῶν θείων Γραφῶν. Χειροτονήθηκε ἱερεὺς καὶ προήχθη σὲ ἡγούμενο. Προσέφερε πολλὰ στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν ὅλη προσωπικότητά του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν λόγο του καὶ τὰ συγγράμματά του.

Πολλοὶ ἄνθρωποι κατέφευγαν στὸν ἅγιο Ἰσίδωρο, γιὰ νὰ συζητήσουν μαζί του καὶ νὰ βροὺν λύση στὰ προβλήματά τους. Δὲν εἶναι ὅμως λίγοι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐπικοινωνοῦσαν μαζί του μὲ ἐπιστολές. Ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε στὶς ἐπιστολές τους, τοὺς παρηγοροῦσε καὶ τοὺς καθοδηγοῦσε πνευματικά. Οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του ἀναφέρονται στὴν διασάφηση καὶ ἑρμηνεία χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καὶ γι’ αὐτὸ χαρακτηρίστηκε ὡς ἑρμηνευτὴς τῶν θείων Γραφῶν. Ἐπίσης, ἀπέστειλε ἐπιστολὲς προκειμένου νὰ μεσολαβήση γιὰ τὴν διευθέτηση διαφόρων ζητημάτων, γιὰ τὸ κοινὸ καλό. Σώζονται 2212 ἐπιστολές του. Δύο ἀπὸ αὐτές, ἤτοι οἱ «Περὶ τοῦ μὴ εἶναι εἱμαρμένην» καὶ «Λόγος πρὸς Ἕλληνας», εἶναι ἐκτενεῖς καὶ χαρακτηρίζονται ὡς σύντομες πραγματεῖες.

«Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἐξοχότερες φυσιογνωμίες τῆς παράδοσης τῆς Ὀρθοδοξίας». Ὁ Μέγας Φώτιος τὸν χαρακτηρίζει ὡς «κανόνα τῆς ἱερατικῆς καὶ ἀσκητικῆς πολιτείας», ἀλλὰ καὶ ὡς «μοῦσαν τῆς ἡμετέρας αὐλῆς», γιὰ τὸν φιλοσοφικό του νοῦ, τὴν ἄριστη θεολογική του κατάρτιση, τὸν ἀσκητικό του βίο, καὶ κυρίως γιὰ τὸ ἦθος του καὶ τὸν ἄμεμπτο τρόπο τῆς ζωῆς του.

«Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ» τὸ 440 μ. Χ.

Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ἡ ἐπιστολὴ εἶναι μέσον ἐπικοινωνίας. Σὲ παλαιότερες ἐποχὲς ἦταν ἴσως ὁ μοναδικὸς τρόπος ἐπικοινωνίας μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ποὺ βρίσκονταν σὲ μακρινὰ μέρη. Γι’ αὐτὸ καὶ σώζονται πολλὲς ἐπιστολὲς διαφόρων σημαντικῶν προσώπων, καθὼς καὶ Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐπιστολὲς ἀποτελοῦν μνημεῖα λόγου καὶ πολιτισμοῦ. Οἱ ἐπιστολὲς τῶν Ἁγίων, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ καὶ γεωγραφικὰ στοιχεῖα ποὺ περιέχουν, ἀποπνέουν τὸ ἄρωμα καὶ τὴν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ γι’ αὐτὸ ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ ἐμπνέουν, νὰ συγκινοῦν, ἀλλὰ καὶ νὰ παρηγοροῦν καὶ νὰ καταγλυκαίνουν τὴν ἀνθρώπινη καρδιά.

Οἱ λόγοι ποὺ καταγράφονται στὶς ἐπιστολές, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, εἶναι εἰκόνες τῶν ψυχῶν καὶ γι’ αὐτό, διὰ τῆς ἐπιστολῆς γνωρίζει κανεὶς τὸν ἀποστολέα της. Γράφει σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Φιλόσοφον Μάξιμον: «Οἱ λόγοι εἶναι πράγματι εἰκόνες τῶν ψυχῶν. Σὲ ἐγνωρίσαμε, λοιπόν, καλῶς διὰ τοῦ γράμματος, ὅσον, ὅπως λέγουν, "ἐξ ὀνύχων τὸν λέοντα"».

Στὶς μέρες μας, ὅπως εἶναι γνωστόν, ἡ ἀποστολὴ ἐπιστολῶν ἔχει περιορισθῇ ἐξ αἰτίας τῶν συγχρόνων μέσων ἐπικοινωνίας. Ἡ ἐπιστολή, ὅμως, εἶναι κάτι τὸ χειροπιαστὸ καὶ κατὰ κάποιο τρόπον κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία τοῦ ἀποστολέως. Ἐπίσης, τὰ σοβαρὰ θέματα δὲν ἀνακοινώνονται καὶ δὲν διευθετοῦνται διὰ τοῦ τηλεφώνου, ἀλλὰ προσωπικῶς, ἢ ἐὰν αὐτὸ εἶναι δύσκολο, μὲ τὸν γραπτὸ λόγο, ὁ ὁποῖος ἔχει ἄλλες δυνατότητες καὶ ἄλλη ἀξία.

Δεύτερον. Ἡ μελέτη τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ὁσίου Ἰσιδώρου προξενεῖ μεγάλη ὠφέλεια σὲ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν διάθεση νὰ κάνη ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ ζὴ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Στὴν συνέχεια θὰ ἐπιχειρηθῇ σύντομη περιήγηση στὸ πνευματικὸ περιβόλι τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ὁσίου, γιὰ νὰ δρέψουμε ἔστω καὶ λίγους ἀπὸ τοὺς γλυκύτατους καρπούς του.

Στὴν 24η ἐπιστολή του ὁ ὅσιος Ἰσίδωρος συμβουλεύει τὸν παραλήπτη της νὰ μελετᾶ τὶς ἱερὲς Γραφὲς μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια καὶ κόπο καὶ ὄχι ἐπιπόλαια. Γράφει, μεταξὺ τῶν ἄλλων: «Ὀφείλεις νὰ μελετᾶς μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ σύνεση τὴν θεία Γραφὴ καὶ νὰ ἐρευνᾶς μὲ σωφροσύνη τὰ βαθύτερα νοήματά της καὶ νὰ μὴ τολμᾶς νὰ προσεγγίζης μὲ ἐπιπολαιότητα τὰ ἀνέγγιχτα καὶ ἀπρόσιτα μυστήρια, ἐπιτρέποντάς τα σὲ ἀνάξια χέρια. Γιατί ἔτσι ὁ τολμηρότατος Ὀζίας, ποὺ πῆρε τὸ θάρρος καὶ ἅπλωσε τὰ χέρια τοῦ σὲ αὐτὰ ποὺ δὲν ἀγγίζονται μὲ τὰ χέρια, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκτήση ἐξ αἰτίας τοῦ θράσους του λέπρα καὶ νὰ διωχθῇ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα».

Στὴν 35η ἐπιστολή του συμβουλεύει τὸν βασιλέα Θεοδόσιο νὰ διανείμη τὸν πλοῦτο ὅπως πρέπει, ἐπειδὴ «οὔτε ὁ βασιλέας σώζεται ἀπὸ τὴν μεγάλη δύναμή του, οὔτε ἀποφεύγει τὴν ἀσέβεια τῆς εἰδωλολατρείας ἐκεῖνος ποὺ ἀποφεύγει τὴν μὲ ἁπλοχεριὰ διάθεση τοῦ πλούτου, ὁ ὁποῖος κυλάει σὰν τὸ νερὸ καὶ φεύγει».

Στὴν 437η ἐπιστολή του συμβουλεύει τὸν γιατρὸ Ὀριβάσιο νὰ θεραπεύη ὄχι μόνον τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὶς σωματικὲς ἀσθένειες, ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ ψυχικὰ καὶ τὰ σωματικὰ πάθη, προκειμένου νὰ ἀποκτήση τὴν ὑγεία ποὺ τοῦ λείπει, λέγοντάς του ὅτι χωρὶς αὐτὴν τὴν ὑγεία «οὔτε ἄριστος γιατρὸς θὰ εἶσαι, οὔτε σοφὸς στὴν πραγματικότητα».

Στὴν 69η ἐπιστολή του ἀναφέρεται στὴν γαστριμαργία καὶ τὶς καταστροφικὲς συνέπειές της, ἀλλὰ καὶ στὴν μεγάλη ἀξία τῆς νηστείας. Γράφει, μεταξὺ τῶν ἄλλων: «Δὲν ἦταν ἡ νηστεία ἐκείνη ποὺ ἔδωσε ζωὴ στοὺς Νινευΐτες;...Δέν ἦταν ἡ νηστεία ποὺ ἀνέδειξε θαυμαστὸ τὸν Δανιὴλ καὶ τοὺς ὁμόφρονές του;...Δέν ἦταν ἡ νηστεία καὶ ἡ σεμνὴ ζωὴ ποὺ κατέστησε τὸν Ἰωάννη Βαπτιστὴ τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ;...». Καὶ τελειώνει προτρέποντας τὸν παραλήπτη τῆς ἐπιστολῆς του νὰ μιμηθῇ τοὺς παραπάνω καὶ νὰ μὴ γίνεται δοῦλος τῆς σάρκας, ἀλλὰ νὰ ἐπιστρέψη στὴν φύση του καὶ νὰ γίνη φυσικὸς ἄνθρωπος. Καὶ φυσικὸς ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τοῦ ἀρέσει νὰ ζὴ στὴν φύση, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε τὸ πρωτόκτιστον κάλλος. Δηλαδή, ὁ Ἅγιος, ποὺ ἀναγεννήθηκε ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἀγωνίσθηκε πνευματικά, καὶ ἐπανῆλθε στὴν κατάσταση στὴν ὁποῖα ἦσαν οἱ Πρωτόπλαστοι στὸν Παράδεισο ἢ ἀκόμη καὶ ὑψηλότερα, ἀφοῦ ἑνώθηκε μὲ τὸν Χριστό.

Μακάρι νὰ ἀξιωθοῦμε κι ἐμεῖς νὰ γίνουμε φυσικοὶ ἄνθρωποι.–

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 2832