Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: «Κοραῆς καὶ Γρηγόριος Ε'»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Τὸ προηγούμενο ἔτος κυκλοφόρησε ἕνα ἐνδιαφέρον βιβλίο μὲ τίτλο «Κοραῆς καὶ Γρηγόριος Ε’» καὶ ὑπότιτλο «κοινωνικὲς συγκρούσεις καὶ διαφωτισμὸς στὴν προεπαναστατικὴ Σμύρνη (1788-1820)» ἀπὸ τὸν Γιῶργο Καραμπελιᾶ. Τὸ βιβλίο ποὺ εἶναι πολὺ ἀποκαλυπτικὸ καὶ ἐνημερωτικό, διότι ξεκαθαρίζει πολλὲς συγκεχυμένες ἀπόψεις ποὺ ἔχουν καλλιεργηθῇ γύρω ἀπὸ τὸ δίπολο Διαφωτισμὸς καὶ Ἐκκλησία, πρὶν τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶναι σημαντικὸ καὶ πρέπει κανεὶς νὰ τὸ μελετήση μὲ προσοχή, γιατί παρατίθενται πολλὰ ἐπιχειρήματα ποὺ ἀνατρέπουν κυριαρχοῦσες «μαρξίζοντος ἐπιχρίσματος» ἀπόψεις γιὰ τὴν ἀντίθεση μεταξὺ Διαφωτισμοῦ καὶ Ἐκκλησίας. Τὰ ἐπιχειρήματα αὐτὰ παρουσιάζουν τὶς δημιουργικὲς καὶ σημαντικὲς ἀπόψεις τοῦ συγγραφέα γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ ἀποκαθιστοῦν τὰ πράγματα στὴν ἀληθινή τους διάσταση.

Τὸ ἐνδιαφέρον τόσο τοῦ συγγραφέως ὅσο καὶ τῶν ἀναγνωστῶν ἐπικεντρώνεται στὰ πρόσωπα τοῦ Κοραῆ καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε’, ὁ ὁποῖος δέχθηκε πολλὲς ἐπιθέσεις ἀπὸ διαφόρους διαφωτιστικοὺς κύκλους, καὶ αὐτὸ εἶναι σημαντικὸ γιατί τὰ δύο αὐτὰ πρόσωπα εἶναι «οἱ ἐμβληματικότερες μορφὲς τοῦ διπόλου Ἐκκλησία καὶ Διαφωτισμὸς τῆς προεπαναστατικῆς Ἑλλάδας».

Κοραής

Ὁ Κοραῆς ἦταν διαφωτιστής, ἔμενε τὴν περίοδο ἐκείνη στὸ Παρίσι, ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἔκδοση τῶν ἔργων τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, εἶχε ἐνστερνισθῇ τὶς ἐπαναστατικὲς καὶ διαφωτιστικὲς ἰδέες, καὶ ὁ κύκλος του στρεφόταν ἐναντίον τῶν Κληρικῶν, ἰδίως τῶν Ἐπισκόπων καὶ τοῦ Πατριαρχείου, ὅπως φαίνεται σὲ διάφορα βιβλία ποὺ ἐξεδόθησαν ἀνώνυμα, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ «Λίβελλος» καὶ τὸ βιβλίο «Ἑλληνικὴ Νομαρχία». Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε’, ὡς ὑπεύθυνος καὶ διακριτικὸς ἡγέτης, ἀγωνίσθηκε γιὰ νὰ κρατήση τὶς ἀπαραίτητες κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἰσορροπίες, ἀντιμετώπισε τὴν ἐπίθεση πολλῶν διαφωτιστῶν καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ Κοραῆ, ἀλλὰ τελικὰ ἀπαγχονίσθηκε ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, οἱ ὁποῖοι ἀντελήφθησαν τὴν οὐσιαστικὴ βοήθεια ποὺ προσέφερε στὴν ἐξέγερση τῶν Ρωμηῶν.

Τὰ δύο αὐτὰ σημαντικὰ πρόσωπα γνωρίζονταν μεταξύ τους προσωπικά, διότι ὁ Κοραῆς μεγάλωσε στὴν Σμύρνη καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’ πρὶν γίνη Πατριάρχης ἦταν Μητροπολίτης Σμύρνης, ὁπότε εἶχαν μεταξύ τους ἐπικοινωνία. Ὁ Κοραῆς σὲ φίλους του ἔγραψε γιὰ τὸν Γρηγόριο, πρὶν γίνη Μητροπολίτης Σμύρνης: «Προσκύνησον ἐκ μέρους μοῦ τὸν πανοσιολογιώτατον Πρωτοσύγκελλον τοῦ Ἁγίου Σμύρνης». Καὶ σὲ ἄλλη συγχαρητήρια ἐπιστολή του, τὸ ἴδιο ἔτος, μὲ τὴν ἀνάρρηση τοῦ Γρηγορίου στὸν Μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Σμύρνης, τὸν χαρακτηρίζει «προεστώτα φιλόσοφον καὶ τὴν μέσην ὁδὸν εὐθυνόμενον, μακρὰν καὶ ἀπὸ τὴν σκύλλαν τῆς ἀπιστίας καὶ ἀπὸ τὴν χάρυβδιν τῆς δεισιδαιμονίας».

Ὁ Γιῶργος Καραμπελιὰς ξεκινᾶ τὸ βιβλίο τοῦ μὲ τὴν ἄποψη ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ παρελθὸν ὅτι, δηλαδή, πρὶν τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἑλληνισμοῦ καταγράφεται δῆθεν τὸ ἑξῆς σχῆμα: Ἀπὸ τὴν μιὰ πλευρὰ ἦταν ἑνωμένες οἱ λαϊκὲς δυνάμεις, ἡ ἐθνικὴ ἀστικὴ τάξη, οἱ κλεφταρματωλοὶ καὶ οἱ διαφωτιστὲς λόγιοι, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἦταν ἡ Ἐκκλησία, οἱ κοτσαμπάσηδες, οἱ μεγαλέμποροι καὶ οἱ συντηρητικοὶ ἐκκλησιαστικοὶ διανοούμενοι. Μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο ὁμάδων ὑπῆρχεν ἀντιπαλότητα.

Τὸ σχῆμα αὐτὸ ἀμβλύνθηκε μετὰ τὴν μεταπολίτευση στὴν Ἑλλάδα (1974) καὶ ἐπικεντρώθηκε στὸ ἀντιθετικὸ σχῆμα: «Διαφωτισμὸς καὶ Ἐκκλησία», ὅπως καὶ «πρόοδος» καὶ «σκοταδισμός». Ἔτσι, παρουσιαζόταν ὅτι ἡ Ἐκκλησία προεπαναστατικὰ ἦταν ἀντίθετη μὲ τὸν λαό, τὴν διαφώτιση καὶ τὴν πρόοδο, καὶ ταυτιζόταν μὲ τὰ συμφέροντα τῆς ἄρχουσας τάξης καὶ τοῦ σκοταδισμοῦ.

Ὁ συγγραφεὺς ἀνατρέπει ὅλη αὐτὴν τὴν ἀνάλυση. Μελετᾶ τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε προεπαναστατικὰ στὴν Σμύρνη καὶ τὶς ἀναταραχὲς ποὺ ἔγιναν κατ’ αὐτὴν τὴν περίοδο, γιὰ νὰ ἀποδείξη ὅτι τὰ πράγματα δὲν μποροῦν νὰ ἑρμηνευθοῦν μὲ τὰ δύο αὐτὰ σχήματα ποὺ παρετέθησαν προηγουμένως, γιατί ἡ διαστρωμάτωση στὴν προεπαναστατικὴ Σμύρνη ἦταν διαφορετικὴ καὶ ἡ κοινωνικὴ κατάσταση δὲν ἦταν ὅπως τὴν παρουσιάζουν οἱ «στρατευμένοι» ἀναλυτές.

Στὴν ἀστικὴ δομὴ τῆς Σμύρνης, προεπαναστατικά, ὑπῆρχαν τρεὶς κοινωνικὲς τάξεις. Στὴν πρώτη συγκαταλέγονταν οἱ παλαιὲς «ἀρχοντικὲς» οἰκογένειες, ποὺ ἦταν οἱ «εὐπατρίδες» τῆς πόλης. Στὴν δεύτερη κατηγορία ἀνῆκε ἡ ἀναπτυσσόμενη τάξη τῶν ἐμπόρων ποὺ εἶχε στενὴ ἐπαφὴ μὲ τὴν Δύση. Καὶ στὴν «τρίτη τάξη» συγκαταλέγονταν τὰ ἐσνάφια, δηλαδὴ αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ ἐσωτερικὸ ἐμπόριο καὶ τὴν βιοτεχνία καὶ σὲ αὐτὴν ἀνῆκαν «ὅλοι οἱ μεροκαματιάρηδες τῆς πόλης». Ἀκόμη, ἡ Σμύρνη ἦταν τὸ δεύτερο ἐκκλησιαστικὸ κέντρο, μετὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, σημαντικὸ ἐκπαιδευτικὸ κέντρο, τὸ ἐπίκεντρο τῆς εὐρωπαϊκῆς πτέρυγας τῆς Αὐτοκρατορίας, καὶ ἀκόμη εἶχε δεχθῇ τὴν ἐπίδραση κυρίως τῆς προτεσταντικῆς Δύσης.

Ἡ μελέτη τῆς ἀστικῆς καταστάσεως καὶ διαστρωματώσεως τῆς Σμύρνης εἶναι σημαντική, γιατί «ἡ Σμύρνη εἶναι μιὰ πόλη ποὺ μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ὡς μεγεθυντικὸς φακὸς» γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε σὲ ὅλη τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία.

Ἑπομένως, τὰ δύο σχήματα ποὺ εἴδαμε πιὸ πάνω, ποὺ παρουσιάζονται ἀπὸ «στρατευμένους» ἀναλυτές, δὲν ἀνταποκρίνονται στὴν πραγματικότητα, γιατί τὰ προβλήματα στὴν Σμύρνη καὶ γενικὰ στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἦταν πολυποίκιλα, δὲν παρουσιάζονται πάντοτε ὡς ἄσπρο-μαῦρο, δὲν ἦταν, δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία ἀντιμέτωπη πρὸς τὴν παιδεία, τὸν λαὸ καὶ τὸν Διαφωτισμό, καὶ συνεργαζόμενη μὲ τοὺς προύχοντας, οὔτε οἱ διαφωτιστὲς ἦταν μὲ τὸν λαὸ καὶ ἐναντίον τῶν ἀρχόντων. Μερικοὶ τέτοιοι μῦθοι πρέπει νὰ καταρρίπτωνται.

Στὸ βιβλίο αὐτὸ τοῦ Γιώργου Καραμπελιὰ γίνεται μιὰ ἀνάλυση τῆς ἀστικῆς δομῆς τῆς Σμύρνης, τὴν διαστρωμάτωση τῆς κοινωνίας μέσα ἀπὸ τὶς τρεὶς κοινωνικὲς ἀναταρχὲς ποὺ ἔγιναν στὴν Σμύρνη, ἤτοι τὸ 1788, τὸ 1809-1810 καὶ τὸ 1819. Ἔτσι, ὁ συγγραφεὺς μελετᾶ τὰ αἴτια ποὺ προκάλεσαν τὶς ἀναταραχές, τὰ πρόσωπα ποὺ πρωταγωνίσθηκαν σὲ αὐτὰ τὰ γεγονότα, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ Κοραῆς καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Ε' καὶ οἱ ἀστικὲς ὁμάδες ποὺ ἔπαιξαν πρωταγωνιστικὸ ρόλο, ἀλλὰ καὶ τὴν στάση τὴν ὁποῖα τήρησε ἡ Ἐκκλησία, ὅπως φαίνεται στὴν περίπτωση τοῦ Μητροπολίτου Σμύρνης καὶ μετέπειτα Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε’.

Ἡ ἀναταραχὴ τοῦ ἔτους 1788 ἔγινε ἀπὸ τὸν λαὸ ποὺ ἐπανεστάτησε γιὰ τὴν δυσβάστακτη φορολογία ποὺ ἐπέβαλε ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίση τὶς συνέπειες τοῦ ρωσοτουρκικοῦ πολέμου τοῦ 1787.

Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ Κοραῆς, ὅπως φαίνεται σὲ ἐπιστολὲς ποὺ ἀπέστειλε στὸν φίλο τοῦ καὶ συγγενῆ τῶν ἀρχόντων, Πρωτοψάλτη Δ. Λῶτο, ποὺ βρισκόταν σὲ μιὰ διαμάχη μὲ τὸν Μητροπολίτη Γρηγόριο καὶ τελικὰ εἶχε ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὴν θέση τοῦ Πρωτοψάλτη, φαίνεται ὅτι ἦταν μὲ τοὺς ἄρχοντες. Ἦταν ἀντίθετος μὲ τὸν λαὸ ποὺ ἐπαναστάτησε καὶ ἀντίθετος πρὸς τοὺς «χαμάλιδες» καὶ «ντεβετζίδες», δηλαδὴ καμηλιέρηδες, «τὸν ἀνόητον ὄχλον» καὶ τοὺς «βαρβάρους καλογερίσκους», ὅπως ἔγραφε σὲ ἐπιστολή του. Ὁ Κοραῆς συμπεριφερόταν «ὡς ἕνα μέλος τῆς πεπαιδευμένης ἄρχουσας τάξης τῆς Σμύρνης, ἀπὸ τὴν ὁποῖα προερχόταν». Γιὰ τὸν Κοραῆ, ὅπως φαίνεται στὶς ἐπιστολές του, ἡ διαχείριση τῶν κοινῶν πρέπει νὰ ἀνήκη «δικαιωματικὰ στοὺς "ἄρχοντες"» καὶ ὄχι στοὺς «ἐσναφλῆδες», τὸν «ὄχλον», τοὺς «ἀνθρακοπῶλες» καὶ τοὺς «κουλουρτζῆδες».

Μητροπολίτης Γρηγόριος E'

Ἀντίθετα, ὁ Μητροπολίτης Γρηγόριος, παρὰ τὸ ὅτι ἐθίγη προσωπικὰ ἀπὸ τὸν ὄχλο, ἐν τούτοις «προσπάθησε νὰ τηρήσει μιὰ στάση σχετικῆς οὐδετερότητας ἀπὸ τὰ δύο στρατόπεδα, μὴ θέλοντας νὰ δυσαρεστήσει καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ποιμνίου του, ποὺ εἶχε συνταχθεῖ μὲ τοὺς ἐσναφλῆδες. Ἢ ἴσως, ἀκόμα καὶ νὰ πῆρε πρόσκαιρα τὸ μέρος τους, πιεζόμενος ἀπὸ αὐτούς». Σημασία, ὅμως, ἔχει ὅτι ἡ στάση του ἦταν διακριτικὴ καὶ ὄχι μονομερής, ἦταν στάση ὑπευθύνου ἡγέτου.

Ἡ διαμάχη στὴν κοινωνία τῆς Σμύρνης κατὰ τὸ ἔτος 1809-1810 ἔγινε γιὰ τὸ Φιλολογικὸ Γυμνάσιο ποὺ εἶχε ἐν τὼ μεταξὺ ἱδρυθῇ. Μέχρι τότε λειτουργοῦσε ἡ γνωστὴ Εὐαγγελικὴ Σχολὴ ποὺ ἦταν ἰδιωτική, ὑποστηριζόταν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες καὶ τελοῦσε κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τῆς Βρεταννικῆς Κυβέρνησης καὶ γι’ αὐτὸ ἀναφερόταν καὶ ὡς «Βρεταννικὴ Σχολή», καὶ ὑποστηριζόταν ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη. Ὑπῆρχε σχέδιο νὰ ἀπορροφηθῇ ἡ Εὐαγγελικὴ Σχολὴ ἀπὸ τὸ Φιλολογικὸ Γυμνάσιο καὶ παρατηρήθηκε μεγάλη ἀντίδραση γι’ αὐτό. Τὸ Φιλολογικὸ Γυμνάσιο ἦταν κέντρο τῶν διαφωτιστικῶν ἰδεῶν. Ἀπὸ «στρατευμένους» ἀναλυτὲς δόθηκε ἡ ἑρμηνεία, ὅτι μὲ ἀφορμὴ τὰ δύο Σχολεῖα συγκρούσθηκαν οἱ συντηρητικοὶ καὶ οἱ προοδευτικοί.

Στὴν διαμάχη αὐτὴ ἀναμείχθηκε ὁ Κοραῆς μὲ τοὺς φίλους του, ὑπὲρ τοῦ Φιλολογικοῦ Σχολείου καὶ ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Κατηγορήθηκε ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ τότε Μητροπολίτης Σμύρνης Ἄνθιμος, διάδοχος τοῦ Γρηγορίου, ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ ἐκλέχθηκε Πατριάρχης, γιὰ τὴν ἀντίδραση ἐναντίον τοῦ Φιλολογικοῦ Σχολείου, καὶ κυκλοφόρησε ἀνώνυμος λίβελλος μὲ ἔντονο ἀντικληρικαλικὸ περιεχόμενο. Ἀλλὰ αὐτὸ ἀναιρεῖται τόσο ἀπὸ ἄλλες μαρτυρίες, σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία ἔπαιξε σπουδαῖο ρόλο στὴν παιδεία τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων, στὴν χρηματοδότηση τοῦ Φιλολογικοῦ Γυμνασίου, ὅσο καὶ ἀπὸ ἐπιστολὴ τοῦ Διευθυντῆ τοῦ Φιλολογικοῦ Σχολείου Κωνσταντίνου Κούμα, προσκείμενου στὸν Ἀδαμάντιο Κοραῆ, καὶ δημοσιεύθηκε στὸν «Λόγιο Ἑρμῆ», καὶ ὁ ὁποῖος ὑπερασπίσθηκε τοὺς Ἱεράρχες. Στὴν ἐπιστολὴ αὐτή, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἔγραφε ὁ Κούμας: «Τοιούτους ἔχομεν ἀρχιερεῖς σήμερον, τοιούτους ὁδηγοὺς εἰς τὰ καλά, προστάτας τῆς παιδείας, ζηλωτὰς τῆς προκοπῆς τοῦ γένους, ὥστε πρέπει καὶ ἐξ αὐτῶν νὰ συμπεράνωμεν ὅτι ἔργον τῆς θείας προνοίας εἶναι ὁ φωτισμὸς τοῦ γένους».

Ἀγνοεῖται ἀπὸ τοὺς ἀντικληρικαλιστὲς ὅτι τὴν περίοδο ἐκείνη παρενέβαιναν στὰ πράγματα τῆς Σμύρνης, ἰδίως ὑπὲρ τῆς Εὐαγγελικῆς Σχολῆς, οἱ Ἄγγλοι, καθὼς ἐπίσης ὅτι τόσο ὁ συντάκτης τοῦ Ἀνωνύμου Λιβέλλου ὅσο καὶ οἱ διαφωτιστὲς διαπνέονταν ἀπὸ προτεσταντικὲς ἀπόψεις καὶ τὸν ἀναπτυσσόμενο καπιταλισμό. Ἐπίσης, ἀγνοεῖται ὅτι γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ταυτότητος τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς παράδοσής του ἔπαιξαν σημαντικὸ ρόλο οἱ νεομάρτυρες, ἰδίως ὁ νεομάρτυς Ἀγαθάγγελος, ποὺ μαρτύρησε αὐτὴν περίπου τὴν περίοδο, δηλαδὴ τὸν Μάϊο τοῦ 1819 στὴν Σμύρνη.

Ὅμως, τὸ Φιλολογικὸ Γυμνάσιο κατ’ ἀρχὰς λειτούργησε ὡς ἵδρυμα ἰδιωτικοῦ δικαίου καὶ στὴν συνέχεια λειτούργησε ὡς κοινοτικὸ Σχολεῖο ποὺ στεγάσθηκε «σὲ ἐκκλησιαστικὸ κτήριο τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς καὶ θὰ ἔχει ὡς μόνιμες πηγὲς χρηματοδότησης, μὲ τέσσερις χιλιάδες γρόσια ἐτησίως, τὶς δύο ἐνορίες τῆς Σμύρνης, ἐκεῖνες τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς καὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου». Ἡ ἀντίθεση μεταξὺ τῶν δύο Σχολῶν δὲν ἦταν ἰδεολογική, ἀλλὰ μᾶλλον ἀντίθεση συμφερόντων.

Πάντως, ὁ Γρηγόριος Ε’, ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἂν καὶ εἶχε ἰσχυρὲς πιέσεις ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ Πρεσβεία καὶ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη, ἀλλὰ εἶχε καὶ ἐσωτερικὲς πιέσεις, ὑπὲρ τῆς Εὐαγγελικῆς Σχολῆς, ἀνεγνώρισε μὲν τὰ προνόμια τῆς Εὐαγγελικῆς Σχολῆς, ἀλλὰ συγχρόνως ἐπήνεσε καὶ τὸ Φιλολογικὸ Γυμνάσιο.

Ἡ ἀναταραχὴ τοῦ ἔτους 1819, ποὺ σχετίζεται καὶ πάλιν μὲ τὸ Φιλολογικὸ Γυμνάσιο καὶ τὸ κλείσιμό του, ἑρμηνεύεται ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς «διαφωτιστικῆς» καὶ μαρξιστικῆς ἰδεολογίας, ὡς διαμάχη τῶν συντηρητικῶν καὶ «τῆς συντηρητικῆς στροφῆς», ποὺ ἐγκαινίασε ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ ἐναντίον τῶν διαφωτιστῶν, τοὺς ὁποίους ἐξέφρασε ἡ διεύθυνση (Κωνσταντῖνος Οἰκονόμου) καὶ τὸ πρόγραμμα τοῦ Φιλολογικοῦ Γυμνασίου.

Ἡ ἀνάλυση, ὅμως, τῶν πηγῶν καταλήγει σὲ διαφορετικὰ συμπεράσματα, ὅτι δηλαδὴ δὲν ἐπρόκειτο γιὰ ἀγῶνες τῶν συντηρητικῶν ἐναντίον τῶν προοδευτικῶν-διαφωτιστῶν, ἀλλὰ γιὰ κοινωνικοὺς ἀγῶνες μεταξὺ «δημοκρατικῶν» καὶ «ὀλιγαρχικῶν», ἦταν, δηλαδή, ἀντίθεση μεταξὺ ἐμπόρων καὶ ἀρχόντων οἱ ὁποῖοι ἄρχοντες στὸ μεγαλύτερο μέρος τάσσονταν ὑπὲρ τῶν Διαφωτιστῶν. Ἐπίσης, φαίνεται ὅτι ἡ ἀντίδραση ἐναντίον τοῦ Κωνσταντίνου Οἰκονόμου, ποὺ τότε ἦταν κοραϊστής, μαζὶ μὲ τὸν Κούμα, δὲν ὀφειλόταν στὶς φιλοσοφικές του ἰδέες, ἀλλὰ στὸ ὅτι ἦταν μυστικοσύμβουλος τῶν ἐμπόρων, «τοκογλύφος» καὶ «ὑπεύθυνος γιὰ τὶς δαπάνες ποὺ βάραιναν τὴν πόλη».

Ἀπὸ τὴν ἀνάλυση τῶν πηγῶν φαίνεται ὅτι ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὄχι μόνο δὲν συμμετεῖχε στὴν προσπάθεια νὰ κλείση τὸ Φιλολογικὸ Γυμνάσιο, ἀλλὰ μὲ ἐγκύκλιό του κατεδίκασε τὶς κινητοποιήσεις ἐναντίον τοῦ Κωνσταντίνου Οἰκονόμου, καθὼς ἐπίσης συντάχθηκε μὲ τοὺς διαφωτιστές-ὀπαδοὺς τοῦ Κοραῆ, οἱ ὁποῖοι ἐκινοῦντο στὸν περίγυρο τοῦ Πατριαρχείου, ὅπως τὸν Κωνσταντῖνο Κούμα, τὸν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμου, τὸν Νεόφυτο Βάμβα, τὸν Θεόφιλο Καΐρη, τὸν Βενιαμὶν Λέσβιο. Συγχρόνως, ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ «προσπάθησε νὰ ἀποσπάση τὸ (Φιλολογικὸ) Σχολεῖο ἀπὸ τὴν κοινοτικὴ ἀρχὴ τῆς πόλης, μεταβάλλοντάς το σὲ σταυροπηγιακό, ἔτσι ὥστε νὰ διασώσει τοὺς προστατευομένους του, ἀπόπειρα ποὺ στέφθηκε ἀπὸ ἀποτυχία». Μάλιστα δὲ τὰ "ἀντιδιαφωτιστικὰ" ἐπεισόδια τῆς Σμύρνης δὲν εὐνοήθηκαν ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Γρηγόριο, ἀλλὰ ἀντίθετα στράφησαν εὐθέως ἐναντίον του». Ὁ λαὸς τῆς Σμύρνης ποὺ ἐξαγριώθηκε ἐναντίον τῶν μεγαλεμπόρων καὶ τῶν Διαφωτιστῶν ἀψήφησε τὸν Πατριάρχη καὶ ἔσχισε τὰ σιγγίλια στὴν Ἐκκλησία.

Ἑπομένως, τὰ γεγονότα τῆς Σμύρνης τὴν περίοδο αὐτήν, λίγο πρὶν τὴν ἐπανάσταση, δὲν ἀφοροῦσαν τὰ ἐκπαιδευτικὰ θέματα τῆς πόλης καὶ τὸν Διαφωτισμό, ἀλλὰ «τὸν χαρακτῆρα τῆς κοινοτικῆς διοίκησης καὶ τὸ εὗρος τῶν κοινωνικῶν ὁμάδων ποὺ συμμετεῖχαν σὲ αὐτή». Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε', ἀλλὰ καὶ γενικὰ τὸ Πατριαρχεῖο προσπαθοῦσε νὰ ἠρεμήση τὰ πράγματα, παρέμεινε μεταξὺ τῶν ἀντιμαχομένων, ἀλλὰ περισσότερο προστάστευε τοὺς «διαφωτιστές».

Ὁ Γιῶργος Καραμπελιάς, στὸ τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου μὲ τίτλο «ἡ ἀνολοκλήρωτη σύνθεση», ἀναλύει ὅτι στὴν Σμύρνη τὴν ἐποχὴ ποὺ μελετᾶ δὲν γίνεται χωρισμὸς μεταξὺ συντηρητικῶν καὶ διαφωτιστῶν, ἀφοῦ λειτουργοῦν διαφορετικὰ τὰ πράγματα. Οἱ διαφωτιστὲς λόγιοι «συντάσονται μὲ τὰ πιὸ ἐξωστρεφῆ, μορφωμένα καὶ εὔπορα στρώματα τῆς ἀστικῆς τάξης, τοὺς φαναριῶτες, καὶ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία -οἱ Ψαλίδας καὶ Βηλαράς- ἀκόμα καὶ μὲ τοὺς ὀθωμανούς». Οἱ κοραϊστὲς λόγιοι εἶναι στραμμένοι πρὸς τὴν Δύση καὶ οἱ ὑποστηρικτές τους ἦταν «οἱ μεγαλέμποροι τῆς Σμύρνης». «Οἱ κορυφὲς τοῦ διαφωτισμοῦ ἀποτελοῦν (ἢ μεταβάλλονται σὲ) ὀργανικὸ μέρος τῶν ἀνωτέρων ἐλὶτ τοῦ ἑλληνισμοῦ», συνδέονται μὲ τὴν δύση, ἐνῷ στὸ «λαϊκὸ στρατόπεδο» βρίσκονται τὰ φτωχότερα στρώματα τῶν δασκάλων, τοῦ κλήρου, τῆς ἀγροτιᾶς, τῶν συντεχνιῶν καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἶναι ἀντιδυτικοί.

Δὲν ἰσχύει, δηλαδή, αὐτὸ ποὺ δημιούργησε ἡ ἀριστερὴ ἰδεολογία ὅτι οἱ λόγιοι, οἱ δημοτικιστές, οἱ κοραϊστὲς εἶναι συνδεδεμένοι μὲ τὰ λαϊκὰ στρώματα, τοὺς κλέφτες καὶ ἀρματωλοὺς «ἐναντίον τῶν κοτζαμπάσηδων, τῶν φαναριωτῶν, τῆς Ἐκκλησίας». Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι «τὰ λαϊκὰ στρώματα ἦταν πιὸ κοντὰ στοὺς "καλογέρους", τὰ θρησκευτικὰ ἀναγνώσματα (ποὺ ἀποτελοῦν τὴν συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν ἐκδιδομένων κειμένων), τὶς λαϊκὲς θρησκευτικὲς τελετουργίες καὶ τὶς προφητεῖες, ἐμνέονται ἀπὸ τοὺς νεομάρτυρες καὶ τὴν κλεφτουριὰ καὶ παλεύουν "γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία". Συχνά, ἀναγνωρίζουν καὶ σέβονται τοὺς λογίους, τοὺς "φιλοσόφους", ἀλλὰ δὲν τοὺς θεωροῦν δικούς τους».

Προεπαναστατικὰ ὑπῆρχε ἔντονη ἡ αἴσθηση τῆς Ρωμηοσύνης, ὅλοι ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν παιδεία καὶ ζοῦσαν μέσα στὴν ὀρθόδοξη παράδοση, ὁπότε τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν «μιὰ σύνθεση μεταξὺ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, δυτικοῦ διαφωτισμοῦ καὶ ὀρθόδοξης-βυζαντινῆς παράδοσης». Ὅμως, κατὰ τὸν 18ο καὶ 19ο αἰῶνα αὐτὴ ἡ σύνθεση «πραγματοποιεῖται μᾶλλον ὡς ἐκλεκτισμός, κι ὡς ταυτόχρονη ἐπιλογὴ διαφορετικῶν στοιχείων, ἀπὸ τὶς τρεὶς αὐτὲς παραδόσεις, καὶ ὄχι ὡς δημιουργία ἑνὸς νέου συνθετικοῦ προτάγματος». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γινόταν ἐπιλογὲς καὶ προτιμήσεις τῶν διαφόρων τάσεων καὶ ρευμάτων. Ἡ Ἐκκλησία τὴν δύσκολη ἐκείνη περίοδο, ὅπου καὶ ὅταν βέβαια ὑπῆρχε δυνατότητα, ἔπαιζε ἕναν ἐξισορροποιητικὸ ρόλο μεταξὺ τῶν διαφόρων ρευμάτων-τάσεων.

Αὐτὴν τὴν σύνθεση τὴν συναντοῦμε στὸν Ρήγα Φεραῖο καὶ τὸν δάσκαλό του Δημητράκη Καταρτζῆ, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὁ «νέος χριστιανὸς Ρωμηὸς» δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶ ὅτι εἶναι «ρωμηὸς χριστιανός», ὅτι κατάγεται ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες, προέρχεται ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους, θὰ πρέπει νὰ σπουδάζη καὶ νὰ ἀποκτᾶ τὴν ἀνθρώπινη γνώση, ἀλλὰ σὰν μέλισσα νὰ κρατᾶ τὶς ἰδέες ἐκεῖνες ποὺ τὸν ὠφελοῦν καὶ νὰ παραβλέπη ἐκεῖνες ποὺ τὸν βλάπτουν.

Τελικά, οἱ ἱστορικοὶ ποὺ κρίνουν τὰ γεγονότα τῆς Σμύρνης, καὶ γενικὰ τὴν κατάσταση πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, μέσα ἀπὸ μιὰ μαρξιστικὴ ἰδεολογία, ἐκφράζουν τὸν ἐκλεκτισμὸ καὶ διασποῦν τὴν σύνθεση τοῦ Γένους μας ἀπὸ τὴν ὁποῖα διαπνεόταν ὁ Γρηγόριος Ε’, καὶ πολλοὶ φωτισμένοι Ἱεράρχες, χωρὶς νὰ βλέπουν τὸ ὅλο κλίμα μέσα στὸ ὁποῖο ἐκινοῦντο καὶ τὶς συνέπειες. Ἄλλωστε, στὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους μας, συνήργησαν ἡ Ἐκκλησία μὲ τοὺς Κληρικοὺς καὶ τὸν λαό, οἱ λόγιοι-διαφωτιστὲς καὶ οἱ ἀρματωλοί.

Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη σήμερα νὰ ἀγωνιζόμαστε γι’ αὐτὴν τὴν ὁλοκληρωμένη «σύνθεση», δηλαδὴ νὰ βιώνουμε τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τῶν ἁγίων καὶ τῶν νεομαρτύρων, νὰ γνωρίζουμε τὴν παράδοσή μας, ὅπως ἐκφράσθηκε καὶ ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους φιλοσόφους, καὶ νὰ γονιμοποιοῦμε τὴν σύγχρονη δυτικὴ σκέψη -ἀφοῦ τὴν γνωρίσουμε προηγουμένως- ἡ ὁποία ἀναζητᾶ κάποιο νόημα καὶ προοπτική. Δηλαδή, ἡ ὀρθόδοξη θεολογική-ἡσυχαστικὴ παράδοση πρέπει νὰ ἀπαντήση στὶς παλαιές, ἀλλὰ καὶ τὶς σύγχρονες ἀναζητήσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ σύγχρονα ὑπαρξιακά, φιλοσοφικά, ψυχολογικὰ καὶ κοινωνικὰ ἐρωτήματά τους. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ μπορεῖ νὰ ὁλοκληρωθῇ τὸ ὅραμα τοῦ προεπαναστατικοῦ ἑλληνισμοῦ, τῆς Ρωμηοσύνης, ὅπως τὴν ὕμνησε ὁ Ρήγας Φεραῖος, ὁ Δημητράκης Καταρτζῆς καὶ πολλοὶ ἄλλοι.

Πρέπει νὰ διαβάση κανεὶς τὸ βιβλίο αὐτὸ τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ, -ὁ ὁποῖος διακρίνεται γιὰ τὴν ἐρευνητικὴ δουλειὰ καὶ τὴν κριτικὴ σκέψη, γνωστὴ καὶ ἀπὸ ἄλλα κείμενά του, γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν εὐχαριστοῦμε καὶ τὸν ἐπαινοῦμε- γιὰ νὰ διαπιστώση ἀφ' ἑνὸς μὲν τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο γράφεται ἡ «στρατευμένη» ἰδεολογικὰ ἱστορία, ποὺ παρερμηνεύει τὰ γεγονότα, ἀφ' ἑτέρου δὲ γιὰ νὰ παρατηρήση τὴν προσπάθεια ποὺ ἔκανε ἡ Ἐκκλησία τὴν κρίσιμη ἐκείνη περίοδο γιὰ νὰ διασώση τὸ Γένος καὶ τὴν παράδοσή του, καὶ νὰ διατηρήση αὐτὴν τὴν ἑνότητα, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη σήμερα γιὰ ὅλους μας.

Τὸ βιβλίο αὐτὸ τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ «Κοραῆς καὶ Γρηγόριος Ε’» εἶναι συνέχεια τοῦ σημαντικοῦ βιβλίου του «Τὸ 1204 καὶ ἡ διαμόρφωση τοῦ νεώτερου ἑλληνισμοῦ» ποὺ παρουσίασα παλαιότερα ἀπὸ τὶς στῆλες τῆς «Ἐκκλησιαστικῆς Παρέμβασης», καὶ ἀναμένουμε ὅλοι μὲ μεγάλο ἐνδιαφέρον τὸ νέο βιβλίο ποὺ προαναγγέλλει ὁ Γιῶργος Καραμπελιάς, μὲ τίτλο «Ἡ ἀναγέννηση τοῦ νεωτέρου ἑλληνισμοῦ, 1700-1922».–

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 4404