Φώτης Κόντογλου (Β')
Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Σχολικοῦ Συμβούλου
(συνεχίζεται ἀπὸ τὸ τεῦχος 163)
ΠΑΡΑΔΟΣΗ-ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
Γράφει ὁ Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος θέλοντας νὰ τὸν τοποθετήση πνευματικά: "Ὁ Κόντογλου ἦταν ἄλλο ἀνθρώπινο τοπίο, ἕνα τοπίο ἀπόμακρο, μοναχικό, ἂν ὄχι ἀσκητικό, γεμᾶτο παλιὲς μελαχρινὲς εἰκόνες, ἀναθυμιάσεις λιβανωτοῦ, αὐστηρὲς καὶ κατανυκτικὲς ψαλμωδίες, καὶ συνάμα ἕνα τοπίο ποῦ ἔδειχνε μονωμένο σὲ τοῦτον τὸν ἀλλόκοτο αἰῶνα" ("Ἡ ζωντανὴ παράδοση", σελ. 25) Καὶ παρακάτω: "Ὁ Κόντογλου ἀνῆκε σὲ ἄλλον αἰῶνα, σὲ πολλοὺς περασμένους αἰῶνες. Τὸν ἔστειλε ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Ἀνατολῆς γιὰ νὰ σημάνη τὴν παρουσία της καὶ τὴ δύναμή της, γιὰ νὰ δείξη πῶς μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἀκόμα....Όμοιαζε μὲ φαροφύλακα συλλογισμένο πάνω σὲ ξεμοναχιασμένο βράχο στὴν ἐρημιὰ τοῦ πελάγου, ποῦ συναγροικιέται μὲ τὰ πουλιὰ τῆς φουρτούνας, τοὺς βρυχηθμοὺς τῶν ἀνέμων καὶ ποῦ τὸν καταπλημμυρίζει ἡ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔσκυβε στὰ παλιὰ κιτάπια ἀναζητῶντας τοὺς στοχασμοὺς καὶ τοὺς αἴνους τῶν ἀφοσιωμένων. Οἱ νηπτικοὶ πατέρες τοῦ ἦταν οἰκειότατοι καὶ μάλιστα ὁ Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος πάντα στὸ προσκέφαλό του".
Μέσα του κατοικοῦσε ἡ φιλόθρησκη διάθεση καὶ ἡ προσήλωση στὸ πνεῦμα καὶ στὰ θέσμια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔκαμε τὴν παράδοση ψυχή του καὶ πνεῦμα του καὶ ζωή του καὶ μᾶς τὴν ξανάδωσε ζωντανὴ ποῦ νὰ θέλγη καὶ νὰ συγκινῇ. Μὲ τὴ φλόγα τῆς ψυχῆς του σ' ὅλα τὰ γραπτά του διακήρυττε πῶς τὸ μοναδικὸ χρέος τῶν ἀνθρώπων εἶναι νὰ κάνουν πράξη τὴν διαφύλαξη τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, ἀσάλευτη. Γράφει: "Ἕνας λαὸς ποῦ ἔχει χάσει τὴν παράδοσή του εἶναι σὰν τὸν ἄνθρωπο ποῦ ἔχει χαμένο τὸ μνημονικό του, ποῦ ἔχει πάθει ἀμνησία. Τὸ σήμερα καὶ τὸ αὔριο εἶναι δεμένα μὲ τὰ περασμένα. Τὸ σήμερα θρέφεται ἀπὸ τὰ περασμένα καὶ τὰ μελλούμενα ἀπὸ τὸ σήμερα" ("Μυστικὰ ἄνθη", Ἀστὴρ 1977, σελ. 148) Καὶ ἀλλοῦ: "Ἡ παράδοση λέγεται ἔτσι ἐπειδὴ μ' αὐτὴ παραδίνουνται ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ ὅσα ἀγάπησε καὶ τίμησε ὁ ἄνθρωπος καὶ τὰ ἔκαμε οὐσία τῆς ζωῆς του" (Περιοδ. "Ζυγός", 51-52, Φλεβάρης-Μάρτης 1960, τ. 5)
Ὡς ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ Κόντογλου, γνήσιος ἐκφραστὴς τοῦ ἁγιοπατερικοῦ πνεύματος καὶ ἤθους καὶ μυσταγωγὸς στὴν νηπτικὴ παράδοση, στέκεται μὲ δέος μπροστὰ στὸ κάλλος τῆς βυζαντινῆς καὶ μεταβυζαντινῆς τέχνης καὶ γίνεται συνεχιστής της. Ζοῦσε τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση μέσα στὴ λειτουργικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι σὰν αὐτοτελῆ παράδοση. Τὸ θρησκευτικό του ἦθος, ἡ πίστη του, ἦταν λειτουργικά. Ζοῦσε τὴν χριστιανοσύνη ὡς ἀμετάπειστος ἀνατολίτης. Καταφρονοῦσε βαθιὰ τὴν Δύση καὶ τὴν χριστιανοσύνη της, ποῦ τὴν θεωροῦσε κοσμικὴ καὶ ἐκλογικευμένη. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πάθους, μιὰ φουρτουνιασμένη ψυχή, ὅταν τὸν ἄγγιζε στὰ ἐσώτατά του ὁ Καθολικισμὸς καὶ Προτεσταντισμός. Τότε τὰ λόγια του στοιβάζονταν μέσα του καὶ δὲν ἔπαιρνε ἀνάσα. Ἔτυχε νὰ τὸν ἀκούσω στὸν "Παρνασσό", μιὰ βραδιὰ ἀφιερωμένη στὸ Παπαδιαμάντη. Μίλησε καὶ ὁ Κόντογλου. Ὅταν σύγκρινε τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴν Δύση ἔγινε ἀγνώριστος. Ἀγρίεψε καὶ μὲ χειμαρρώδεις ἐπιτιμήσεις ἐναντίον τῆς Δύσης καθήλωσε τὸ ἀκροατήριο ὧρες ὁλόκληρες.
Ἡ πίστη του στὴν Ὀρθοδοξία ἀνάβλυζε ἀπὸ βαθύτερα ἐσωτερικὰ στρώματα. Ὁ Θεός του ἦταν ὄχι μόνον ὁ Θεὸς τῆς Γραφῆς καὶ τῆς Ὑμνολογίας, ἀλλὰ καὶ ὁ μυστικός, ὁ ἀπέραντος Θεὸς τῆς Ἀνατολῆς, ὁ Παντοκράτορας τῶν βυζαντινῶν θόλων. "Ἡ Ὀρθόδοξος Μικρὰ Ἀσία" θὰ γράψη ὁ φίλος τοῦ Κόντογλου Θεόκλητος Διονυσιάτης, "μὲ τὸ ἔντονον παραδοσιακὸν χρῶμα καὶ τὴν μοναστικὴν πνευματικότητα, ἐδορυφόρησεν εἰς τὸν Φώτιον μιὰν ἐκλεπτυσμένην ὀρθόδοξον αἴσθησιν, τὴν ὁποίαν ἐκαλλιέργησεν μὲ τὰς νηστείας, τὸ κομβοσχοίνι καὶ τὰ ἀσκητικὰ βιβλία. Καὶ αὐτὸ βεβαιοῦται ἀπὸ τὸ ἁγιογραφικὸν καὶ συγγραφικόν του ἔργον. Καὶ δὲν μετέφερε ἀπ' τὸ Ἀϊβαλί, τὴν πατρίδα του, μόνον μὲ τὶς ἁγνὲς λαϊκὲς ἀναμνήσεις τῶν θαλασσινῶν περιπετειῶν μὲ τοὺς ψαρᾶδες, τὰ τρεχαντήρια καὶ τοὺς κουρσάρους, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴ βιουμένη στὴν καρδιά του ἀσκητικὴ Ὀρθοδοξία, δηλαδὴ ὁλόκληρη τὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ τῆς Ἐκκλησίας" ("Ἀθωνικὰ ἄνθη", Ὁ ἐν Χριστῷ ἀδελφός μας".
Ὁ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Εἶχε τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ ὁ Κόντογλου νὰ γεννηθῇ ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ νὰ ζήση σὲ ἕνα συγγενικὸ περιβάλλον ἱερέων καὶ μοναχῶν. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐποχὴ ἐκείνη κρατοῦσε ἄφθαρτα τὰ χριστιανικὰ ἤθη καὶ τὶς ἑλληνικὲς παραδόσεις. Ἡ εὔπλαστη παιδική του ψυχὴ δεχόταν εὐεργετικὲς ἐπιδράσεις μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς καὶ χριστιανικὲς διδαχές. Ἔτσι ὁπλίστηκε μὲ σπέρματα καὶ καταβολὲς ἀγαθές. "Ὑπὸ τὶς προϋποθέσεις αὐτές", γράφει ὁ φίλος τοῦ Κόντογλου, μοναχὸς Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης, "δυναμωμένος καὶ στεριωμένος στὴν πίστη στὸ Χριστό, μὲ σεβασμὸ στὸν ἄνθρωπο σὰν πλάσμα τοῦ Θεοῦ ἀθάνατο, μὲ ὁράματα καὶ φιλοδοξίες νὰ ἀποβῇ ὠφέλιμος στὴν πατρίδα του καὶ τὴν Ὀρθοδοξία, μὲ ἰσχυρὸ θυμοειδὲς καὶ πειθαρχημένο ἐπιθυμητικόν, ὅλος ὄνειρα καὶ ἐλπίδες καὶ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ "ποῦ λάτρευε ἐν τὼ πνεύματί του" ξεκίνησε ἀπὸ τὴ γενέτειρά του γιὰ τὴν μητέρα Ἑλλάδα".
Μὲ τέτοια ἠθικὴ ὑποδομὴ καὶ ἕνα γόνιμο καὶ δυνατὸ μυαλὸ δὲν εἶναι νὰ ἀπορῇ κανεὶς πῶς προέκυψε μετέπειτα ἕνας χαρισματικὸς Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ἄριστος ἁγιογράφος καὶ λογοτέχνης. Βέβαια σ' αὐτὸ βοήθησε καὶ ἡ διαρκὴς ἐνασχόλησή του μὲ τὸ ἐπάγγελμά του καὶ τὰ συναφῆ μὲ αὐτό. Βρισκόταν πάντα σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸν οὐρανό. Ποτὲ δὲν ἔπαψε νὰ ψάλλη καὶ νὰ δοξολογῇ τὸν Θεό. Πότε μὲ τὴν γραφὴ τῶν ἄρθρων, πότε μὲ τὶς μεταφράσεις πατερικῶν κειμένων, πότε μὲ τὴν ἁγιογραφία τοῦ καὶ πότε μὲ τὶς ψαλμωδίες τοῦ κυριαρχιόταν ἀπὸ τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ. "Μόνον ἔτσι, θὰ πὴ πάλι ὁ Θεόκλητος Διονυσιάτης, δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ ὁ πνευματικὸς πόθος του καὶ ὁ ἔνθεος ζῆλος του, ποῦ δὲν ἐγνώρισαν ὕφεσιν. Διότι ὄχι μόνον εἰς τὸ ἐργαστήριόν του ἐθεολόγει ἐποπτικῶς διὰ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀλλ' ὅπου εὑρίσκετο, ἀκόμα καὶ ἐπάνω εἰς τὰ ἰκριώματα, ἀπ' ὅπου ἐφιλοτεχνοῦσε τὰς βυζαντινὰς νωπογραφίας τοῦ εἰς τοὺς τρούλλους καὶ τὰς ἐπιφανείας τῶν ἱερῶν ναῶν, μὲ ἐκεῖνο τὸ ἅγιον πάθος τοῦ ἱερουργοῦ, ποῦ ἔψαυε τὰ ἴχνη τοῦ Θεοῦ καὶ μετουσίωνε τὸν θεῖον ἔρωτά του εἰς κατανυκτικὰς μελωδίας καὶ εἰς δοξολογικοὺς ἀλαλαγμούς...."
Καὶ μόνον ἔτσι ἐξηγεῖται πῶς μετέφερε στὸ χαρτὶ καὶ τοὺς τοίχους τῶν ἐκκλησιῶν ὅλη τὴν βιωμένη στὴν καρδιά του Ὀρθοδοξία, δηλαδὴ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁλόκληρο τὸν λαϊκὸ πολιτισμὸ τῆς πατρίδας του. Οἱ ὀρθόδοξες ἐμπειρίες τοῦ τὸν ὡρίμασαν σὰν τεχνίτη τῆς ἁγιογραφίας καὶ λαογραφίας. Αὐτὲς τὶς ἐμπειρίες του ἐξωτερικεύει στὰ ἔργα του. Δὲν ὑπάρχει σήμερα κανένας ἁγιορείτης ἁγιογράφος ποῦ νὰ μὴν ἀκολουθῇ τὸν δρόμο ποῦ χάραξε ὁ Κόντογλου. Ἔχουν γεμίσει οἱ ἐκκλησίες καὶ τὰ μοναστήρια μὲ εἰκόνες καὶ τοιχογραφίες κοντόγλειας τεχνοτροπίας. Ἄφησε ἀληθινὰ ἱστορικὸ ἔργο στὴν βυζαντινὴ ἁγιογραφία, ποῦ τὸ ἀναγνωρίζει Ἀνατολὴ καὶ Δύση.
Δὲν εἶναι ὅμως μικρότερης ἀξίας καὶ τὸ λογοτεχνικό του ἔργο. Πηγάζει κι αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἴδια πηγή: τὴν εὐσέβειά του, τὴν παραδοσιακὴ ζωή του, μὲ τὶς ἀτέλειωτες ψαλμωδίες του, μὲ τὰ προσκυνήματά του στὰ παλιὰ μοναστήρια, τὶς κρυφὲς ἐλεημοσύνες του, μὲ θαύματα καὶ μετανοοῦντες κουρσάρους, μὲ ἱστορίες γιὰ μάρτυρες καὶ νεομάρτυρες καὶ ἀσκητές, γιὰ θαυματουργὰ λείψανα ἁγίων καὶ ὄνειρα ἁπλοϊκῶν χριστιανῶν. Καὶ πάντα ἡ Ὀρθοδοξία τὸν ἐνέπνεε, αὐτὴν διακονοῦσε καὶ γι' αὐτὴν ἐμάχετο. Χρησιμοποίησε τὴν γλῶσσα ποῦ μιλοῦσε καὶ καταλάβαινε ὁ λαός, ἀπαλλαγμένη ἀπο ρητορίες καὶ φανφαρονίες. "Ὁ ρήτορας, ἔλεγε, παίζει μὲ τὴ γλῶσσα σὰ νά' ναὶ ἐρωμένη του, ἐνῷ ὁ καλὸς λογογράφος τὴ δέχεται γιατί εἶναι τιμή του. Ἡ μαστοριὰ στὴ γλῶσσα εἶναι τὸ σοφὸ αἴστημα, ὄχι ἡ σοφία. Οἱ λέξεις νὰ εἶναι συναρθρωμένες μὲ τὰ πράγματα, τὶς πράξεις, τὰ πρόσωπα καὶ τὶς καταστάσεις. Νὰ εἶναι μιὰ γλῶσσα βιωμένη, βαφτισμένη στὴ φωτιὰ τῆς ζωῆς μὲ τρόπο αὐθόρμητο".
Στὰ ἠθογραφικά του ἀφηγήματα δὲν ὑπάρχει καμιὰ σύνθετη πλοκή. Νὰ ἕνα δεῖγμα:
"Καθόντανε λοιπὸν γύρω στὸν σοφρὰ καὶ τρώγανε. Ἀπάνω στὸ τραπέζι ἤτανε κρέατα, μυτζῆθρες ἀνάλατες, μανούρια, ἀγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ. Ὁ ἕνας, ὁ καρβουνιάρης, ἤτανε ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης, ἀπὸ τὴ Μάδυτο, κι ἤξερε κι ἔψελνε καλά, εἶχε καὶ φωνὴ γλυκειὰ καὶ βαρειά, τζουράδικη. Ἔψαλε τὸ "Μεγάλυνον ψυχή μου" μὲ τέτοιο μεράκι, ποῦ κλάψανε οἱ ἄλλοι ποῦ τὸν ἀκούγανε..." (Παραμονὴ Χριστούγεννα). Οἱ τσομπάνηδες εἴχανε μαζευτεῖ στὴ σπηλιὰ κι ἀνάψανε μιὰ μεγάλη φωτιὰ καὶ κουβεντιάζανε...Τούς βάλανε νὰ καθήσουνε, τοὺς κάνανε καφέ. Οἱ κυνηγοὶ εἴχανε κονιάκι. Κουραστήκανε...Άμα ἤπιανε δυό-τρία κονιάκια, ὁ μπαρμπα-Παναγὴς ἄρχισε νὰ μασᾶ τὰ μουστάκια του, καὶ στὸ τέλος ἔπιασε νὰ τραγουδᾶ: Καλὴν ἑσπέραν ἄρχοντες...Ύστερα ὁ Δυσσέας ἔψαλε τὸ "Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε"...Ύστερα καθήσανε στὸ τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο καὶ χαρούμενο δὲν ἔγινε σὲ κανένα παλάτι. Τρώγανε καὶ ψέλνανε...Κι ὁ κυρ-Παναγὴς ἔκλεβε κάπου-κάπου λίγον ὕπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κι ὕστερα ξυπνοῦσε κι ἔψελνε μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία" (Χριστούγεννα στὴ σπηλιά)
Μιλῶντας γιὰ τὴν γλῶσσα στὰ θρησκευτικὰ θέματα ἔλεγε:
"Ἕνα εἶναι τὸ γνώρισμα τῆς καλῆς γλώσσας, τοῦτο: τὸ νὰ συγκινεῖ τὶς εὐσεβεῖς ψυχές, τὸ νὰ γεννᾶ κατάνυξη μέσα σ' αὐτές, νὰ κάνει νὰ ἀναβρύζουν δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια τῶν πιστῶν καὶ νὰ τοὺς γεμίζει ἀπὸ πόθον σφοδρότατον νὰ τὰ καταφρονήσουν ὅλα, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ τὴ φωτιά, αὐτὸ τὸ "πὺρ" ποῦ εἶπε ὁ Χριστός, τὸ ἄναβε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς μέσα εἰς τὰ ψυχὰς τῶν Χριστιανῶν ποῦ τὶς "ἐπλάκωνε ἡ σκλαβιὰ" καὶ ποῦ ἦσαν πεινασμένες "ἀπὸ λιμὸν τοῦ ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Κυρίου" καὶ ἀντὶ νὰ τουρκέψουν, ἐπήγαιναν "ἀγαλλομένῳ ποδὶ" καὶ ἐμαρτυροῦσαν διὰ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὰ τὰ λόγια δὲν ἦταν ἀττικά, οὔτε τορνευμένα ἀπὸ ἀργόσχολους γραμματικούς, ἀλλὰ λόγια τοῦ λαοῦ τῶν βουνῶν, "τῶν μωρῶν τοῦ κόσμου", ποῦ ἠγάπησεν ὁ Χριστὸς περισσότερον ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους καὶ ἀπὸ τοὺς διαβασμένους..."
Ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος εἶναι τὸ μεγάλο πάθος τοῦ Κόντογλου. Καὶ ὅπου τὸν βρίσκει τὸν περιγράφει μὲ δύναμη καὶ συμπόνοια. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρουν οἱ παραλῆδες, οἱ μεγαλοστάνοι, οἱ δυνάστες, οἱ μεθυσμένοι ἀπὸ πλοῦτο καὶ ἐξουσία. Καὶ αὐτοὺς τοὺς ἥρωές του δὲν τοὺς βρίσκει στὰ ρόδινα ἀκρογιάλια, στὰ εἰρηνευμένα χαμόσπιτα καὶ στὶς ταπεινὲς ἐκκλησιές, ὅπως ὁ Παπαδιαμάντης. Τοὺς συναντᾶ κουρασμένους θαλασσινούς, ποῦ ὀργώνουν πέλαγα καὶ στεριὲς κι ἀφιλόξενα δάση ποῦ ζοῦσαν αἱμοβόρα θηρία καὶ ἄκαρδοι ἀνθρωποφάγοι. Δὲν κινεῖται μέσα σὲ περιορισμένα πλαίσια. Ξανοίγει τὴ ματιά του πλατύτερα καὶ παρακολουθεῖ τοὺς ἀνθρώπους μέσα στὴν ἀγωνία τῆς βιοπάλης καὶ στὸν ἀσταμάτητο πόλεμό τους μὲ τὰ φυσικὰ στοιχεῖα. Καὶ σ' ὅλους βλέπει μέσα τους τὸν ἄνθρωπο, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Κόντογλου πάντα ἦταν ἕνας θρησκευόμενος ἄνθρωπος. Ἀφ' ὅτου ὅμως ἔγραψε τὸν "Μυστικὸ Κῆπο" γίνεται πνευματικότερος καὶ ἡ τέχνη του ἐσωτερικότερη καὶ κατανυκτικότερη. Ζὴ πιὸ ἔντονα τὸ στασίδι τοῦ ἱεροψάλτη. "Οἱ εἰκόνες τοῦ Παντοκράτορα ποῦ ζωγραφίζει σταλάζουν, ὅπως γράφει ὁ Π. Πάσχος, ("Σχέδιο μὲ μολύβι") οἶνον κατανύξεως". Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κόντογλου ἐξομολογεῖται:
"Ἀφοῦ ἔγραψα πολλά, κι ἀπόχτησα φήμη στὸ γράψιμο, εἶδα στὸ τέλος πῶς μάταια τέχνη κατέχω. Παρομοιάζω τὸν ἑαυτό μου σὰν τὸν μετανοιωμένο τὸν ληστή, ἢ σὰν τὴν πόρνη πάλλαξε δρόμο, ἢ σὰν τὸν ὅσιο Μωϋσὴ τὸν Αἰθίοπα, ποῦ ἐπὶ χρόνια πολλὰ λήστεψε κ' ἔσφαξε, καὶ στὰ τελευταῖα βρῆκε ἔλεος. Γιατί κι ἐγὼ ἔγραψα ἱστορίες γιὰ ληστάδες καὶ γιὰ κουρσάρους καὶ γιὰ φονιᾶδες κάθε λογῆς, καὶ τώρα καταλαβαίνω, πῶς πρέπει νὰ βάλω στὴ λίγη τέχνη μου κάποιον σκοπὸ καλὸ καὶ βλογημένον, νὰ πλέξω μελωδικὸ ἐγκώμιο γιὰ τοὺς ἄσαρκους ἀσκητάδες, ποῦ εὐώδιαζε τὸ κορμί τους σὰν κυπαρισσόξυλο καὶ σὰν τὰ ξερὰ χορτάρια τῶν γκρεμνῶν.
Οἱ ποιητὲς συνηθίζουνε νὰ καλοῦνε τὶς μοῦσες νὰ τοὺς φτερώσουνε. Ἐγὼ ὅμως κράζω τὸ Θεὸ νὰ μὲ φωτίσει, γιατί τρέμοντας πιάνω στὸ στόμα μου τόνομά του τ' ἁγιασμένο, ἐπειδὴς εἶναι πιὸ καθαρὸ ἀπὸ τὸ χιόνι, καὶ φοβᾶμαι μὴν γίνω αἴτιος καὶ τὸ λερώσει ἡ δόξα τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ξεμακρύνανε καὶ βυθιστήκανε στὸ βυθὸ τῆς λησμονιᾶς....Γιατί ὅσα καταπιάστηκα ἴσαμε τώρα μὲ τὴν τέχνη μου, βρισκότανε μέσα στὸ δικαίωμα τῆς δύναμής μου, ἐνῷ τοῦτο ποῦ ἐπιχειρίζουμαι εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη μου, πέρα ἀπὸ δαύτη" ("Μυστικὸς Κῆπος", Ἀθήνα 1944, σελ. 21-22)
Ἀναζητοῦσε τὸν ἄνθρωπο ἥρωά του ἔξω ἀπὸ τὴν σύγχρονη κοινωνία, στὸ στοχαστῆ, τὸν ἀσκητή, τὸν ἀδιάφορο γιὰ τὰ φθαρτὰ ὑλικὰ τοῦ κόσμου τούτου, ἕνα ἀγριοπούλι τῆς μοναξιᾶς. Στοὺς "Εὐτυχισμένους ἀνθρώπους" ὁ ἥρωάς του Γιαβὰς ἢ Γιαβάσογλου ὁ θαλασσινὸς ἐκφράζει τὶς σκέψεις τοῦ Κόντογλου.
Γράφει: "Δοξάζω τὸ μεγαλοδύναμο, Φωτάκη μου, ποῦ ἄραξα σὲ τοῦτο τὸ πόρτο κι ἔχω τὴν ἡσυχία μου, ὕστερ' ἀπὸ τόσες μπόρες ποῦ πέρασα. Ἀκούγω τί γίνεται στὸν κόσμο, καὶ λέγω μὲ τὸ νοῦ μου πῶς εἶναι τὰ συντέλεια. Τέτοιος κόσμος καλύτερα νὰ λείψει. Οἱ ἀσθένειες θὰ τὸν ξεκληρίσουν. Ἡ κακία πλήθυνε. Ἡ καλωσύνη λιγόστεψε, σχεδὸν χάθηκε. Κεῖνον τὸν καιρὸ ποῦ γύριζα στὶς θάλασσες, οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἅγιοι σὰν ξομολόγοι μπροστὰ στοὺς σημερινούς. Καί, μ' ὅλον τοῦτο, τί φαρμάκια ἤπια στὴ ζωή μου! Ἐσὺ γράφεις ὁλοένα περὶ Χριστοῦ καὶ καλὰ κάνεις. Μά, ἄράγέ, βρίσκεται κανένας ἁπλὸς ἄνθρωπος νὰ σὲ πιστέψει τὴν σήμερον ἡμέραν, κανένα προβατάκι τοῦ Θεοῦ; Πολὺ τὸ ἀμφιβάλλω. Ἡ ἀπλότη ἔλειψε. Βασίλεψε ὁ διάβολος κι ἡ ἐπιστήμη τοῦ Σιμπάν, ποῦ ἄκουσα νὰ λένε οἱ Κινέζοι, δηλαδὴ τοῦ Ὀξαποδώ! Ἀπὸ ὅσο ξέρω, ὁ ἀχάριστος ἄνθρωπος εἶναι ἀπ' ὅλους τοὺς κακοὺς χειρότερος, βάλε καὶ ἀπὸ τὸ φονιᾶ ὁ χειρότερος. Ὁ σκύλος εἶναι καλύτερός του. Ὑπάρχει σκύλος ποῦ νά' ναὶ ἀχάριστος; Ἐσὺ τὰ γνωρίζεις καλύτερα, μὰ κ' ἐγὼ ὁ ἀγράμματος, ἀπ' ὅσα ξέρω, λέγω πῶς κάθε ἄνθρωπος εἶναι συχωρεμένος, ἐξὸν ἀπὸ τὸν ἀχάριστο. Τὸ Βαγγέλιο γράφει πῶς ὁ Χριστὸς συχώρεσε ὅλα τὰ κρίματα, ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, ἐξὸν ἀπὸ τὸν ἀχάριστο τὸν Ἰούδα, κι ἀπὸ τοὺς ὑποκριτές. Μὰ ὑπάρχει ἄράγέ ἀχάριστος ποῦ νὰ μὴν εἶναι ὑποκριτής;".
(συνεχίζεται)
- Προβολές: 2800