Skip to main content

Κύριο θέμα: Ἡ σύγχρονη κρίση ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(Δημοσιεύεται στὸ Περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς "Πειραϊκὴ Ἐκκλησία")

Στὴν σύγχρονη ἑλληνικὴ κοινωνία γίνεται εὐρύτατος λόγος γιὰ τὴν οἰκονομικὴ κρίση μὲ ὅλα τὰ ἀποτέλεσματα τὰ ὁποῖα δημιουργεῖ στὸν λαό. Γράφονται ἄρθρα, γίνονται ἀναλύσεις γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθοῦν τὰ αἰτία τῆς οἰκονομικῆς κρίσης καὶ νὰ εὑρεθοῦν λύσεις γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή της. Συγχρόνως παρατηρεῖται μεγάλη ἀνασφάλεια καὶ ἀγωνία στοὺς ἀνθρώπους καὶ κυρίως στὶς εὐπαθεῖς ὁμάδες τοῦ πληθυσμοῦ, ποὺ ἔχουν νὰ ἀντιμετωπίσουν ποικίλα προβλήματα στὴν οἰκογένειά τους καὶ τὴν ἐργασία τους.

Ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων ἑστιάζει τὴν οἰκονομικὴ κρίση σὲ τρία βασικὰ αἴτια, ἤτοι τοὺς πολιτικοὺς ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι ἢ δὲν διέβλεπαν τὸν κίνδυνο ἢ δὲν εἶχαν τὸ θάρρος νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν, ἐπειδὴ φοβοῦνταν τὸ λεγόμενο πολιτικὸ κόστος τοὺς συνδικαλιστές, ἀφοῦ ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς ἐνδιαφερόταν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον γιὰ τὴν διατήρηση τῶν κεκτημένων κάθε ὁμάδας καὶ τὴν αὔξησή τους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ βοηθοῦν στὴν ἐπίλυση αὐτῶν ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἔλθουν καὶ τοὺς διαμορφωτὲς τῆς κοινῆς γνώμης ποὺ χάριν τῆς ἀκροαματικότητας καὶ θεαματικότητας βοηθοῦσαν ἢ προέβαλλαν ἔντονα καὶ σχολίαζαν θετικῶς τὶς ἀντιδράσεις κάθε συντεχνιακῆς ὁμάδας καὶ διαμόρφωναν ἀνάλογα τὴν κοινὴ γνώμη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ διορθώνωνται τὰ κοινωνικὰ πράγματα.

Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἀνάλυση ὁπωσδήποτε βρίσκονται μεγάλα ποσοστὰ ἀληθείας, ἀλλὰ στὸ βάθος καὶ τῶν τριῶν αὐτῶν παραγόντων κρύβεται τὸ πολιτικὸ σύστημα τὸ ὁποῖο δὲν μπόρεσε νὰ ἀντιδράση σωστά. Εἶναι δὲ γνωστὸν ὅτι ἡγέτης (θρησκευτικός-πολιτικός-κοινωνικὸς) εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἄγεται καὶ φέρεται ἀπὸ τὰ γεγονότα-φαινόμενα, ἀλλὰ τὰ καθορίζει, πηγαίνοντας μπροστά, παρὰ τὸ κόστος ποὺ ἐνδεχομένως θὰ ἔχη. Ἡγέτης δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀκολουθεῖ τὶς δημοσκοπήσεις καὶ ἐνεργεῖ ἀναλόγως, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ προβλέπει τὰ γεγονότα, τὶς κρίσεις ποὺ ἔρχονται καὶ θυσιάζεται ὁ ἴδιος γιὰ τὴν διόρθωσή τους.

Γιὰ παράδειγμα ὁ Χριστὸς δὲν ἀκολουθοῦσε τὶς ἐπιθυμίες τοῦ λαοῦ νὰ ἀναδειχθῇ ἕνας ἐθνικὸς ἡγέτης, τὶς ὁποῖες ἐγνώριζε, γιατί τότε δὲν θὰ ἔκανε τὸ μεγάλο Τοῦ ἔργο, ἀλλὰ προτίμησε νὰ σταυρωθῇ Αὐτὸς γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση τὰ βασικὰ προβλήματα τοῦ λαοῦ ποὺ εἶναι ὁ θάνατος, ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ διάβολος. Ἀπογοήτευσε μὲν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν ἄλλες προσδοκίες, ὅπως φαίνεται στὸν λόγο τῶν Μαθητῶν, μετὰ τὴν Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ: «ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραὴλ» (Λούκ. κδ', 21), ἀλλὰ ἔκανε ἕνα μεγάλο, διαχρονικὸ καὶ παγκόσμιο ἔργο, ποὺ παραμένει στοὺς αἰῶνες.

Ἡ ποικιλόμορφη κρίση

Πολλοὶ σύγχρονοι ἐξακολουθοῦν νὰ ἐπιμένουν ὅτι ἡ κρίση εἶναι μόνον οἰκονομική, καὶ γι’ αὐτὸ περικόπτονται οἱ μισθοὶ τῶν ἐργαζομένων, κυρίως στὸν δημόσιο τομέα, ἀλλὰ αὐτὸ ἐπεκτείνεται καὶ στὸν ἰδιωτικὸ τομέα μερικοὶ προσπαθοῦν νὰ δοὺν τὸ θέμα εὐρύτερα καὶ νὰ ἀναλύσουν ὅτι ἡ κρίση εἶναι κοινωνική, ὅτι εὐθύνεται ἡ κοινωνία καὶ τελικὰ καὶ ὁ λαὸς ποὺ ἐπιλέγει τὸν τρόπο διαβίωσής του, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὑπάρχει χάσμα μεταξὺ τοῦ ὑψηλοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου, μὲ τὸ ὁποῖο θέλει νὰ ζὴ καὶ τῆς παραγωγῆς, ἀφοῦ ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων θέλουν ὑψηλὸ μισθό, λίγη ἐργασία καὶ πολλὴ εὐδαιμονιστικὴ ζωὴ ἄλλοι προχωροῦν καὶ ἀνάγουν τὴν κρίση στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, ἀφοῦ διάφοροι παράγοντες ἐπιδιώκουν ἀλλαγὲς καὶ διαφοροποιήσεις στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ποὺ βλέπουν μιὰ εὐρύτερη «κοινωνικοπολιτικὴ ἀποδόμηση» τῶν Βαλκανίων καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ἀφοῦ ἡ Ἑλλάδα θεωρεῖται ὡς «ἀνωμαλία» καὶ στὶς δύο περιπτώσεις, ἐπειδὴ ὡς Ὀρθόδοξη χώρα δὲν συντονίζεται μὲ τοὺς δυτικοὺς καὶ μουσουλμανικοὺς ρυθμούς.

Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὅλα αὐτὰ ἢ τὰ ἐπὶ μέρους ζητήματα ἰσχύουν, εἶναι ἀντικείμενο ἐπεξεργασίας διαφόρων «δεξαμενῶν σκέψεως» τοῦ δυτικοῦ κόσμου καὶ ἔχουν κατὰ διαφόρους τρόπους σχέσεις μὲ τὸ πρόβλημα ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ Πατρίδα μας. Ὅμως μὲ κανέναν τρόπο δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀμνηστεύση τὴν ἀβελτηρία τῶν πολιτικῶν μας ἡγετῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν τάση τοῦ λαοῦ γιὰ εὐμάρεια καὶ εὐδαιμονία. Καὶ φυσικὰ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ διαχωρίση τὴν οἰκονομικὴ κρίση ἀπὸ τὴν γενικότερη κοινωνική, οἰκογενειακή, πολιτικὴ καὶ πνευματικὴ κρίση. Στὸ βάθος τὰ προβλήματα εἶναι πνευματικὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀπορρέουν ὅλα τὰ ἄλλα προβλήματα. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος πάσχει καὶ ὑποφέρει ἀπὸ νόημα ζωῆς.

Ἔτσι, ἡ ἔλλειψη νοηματοδότησης τοῦ ἀνθρώπινου βίου ἐπιφέρει πολλὰ προβλήματα καὶ δημιουργεῖ μεγάλες κρίσεις. Ἡ ἀπουσία νοήματος γιὰ τὴν ζωὴ δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀνάγκη νὰ τὴν γεμίση μὲ ἄλλες ἀνάγκες καὶ νὰ δημιουργῇ τὴν ψευδαίσθηση τῆς πληρότητας. Τὸ ἐρώτημα ποὺ ἔθεσε ὁ Ντοστογιέφκυ «εὐτυχία ἢ ἐλευθερία» εἶναι ἐπίκαιρο καὶ στὴν ἐποχή μας. Πολλοὶ συνάνθρωποί μας ἐπιδιώκουν τὴν εὐτυχία-εὐδαιμονία, ἀκόμη καὶ μὲ τὸ κόστος τῆς προσωπικῆς τους ἐλευθερίας. Ἀντίθετα, ἂν ὁ ἄνθρωπος ἀποκτήση τὴν προσωπική του ἐλευθερία, ὡς ἐλευθέρωση ἀπὸ τὴν ἐξάρτηση στὰ αἰσθητὰ καὶ τὶς αἰσθήσεις, τότε ἔχει ἐσωτερικὴ πληρότητα.

Ἡ «θεολογία τῆς κρίσης»

Ἀντιμετωπίζοντας τὸ θέμα τῆς σύγχρονης κρίσης ἀπὸ πνευματικῆς- θεολογικῆς πλευρᾶς, δὲν μποροῦμε νὰ ἀγνοήσουμε τὴν σημασία ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστὸς στὴν ἔννοια τῆς κρίσεως. Ὁ Χριστὸς λίγο πρὶν τὸ Πάθος Του εἶπε στοὺς Μαθητές Του: «Νὺν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου, νὺν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω καγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτὸν» (Ἰω. ἰβ', 31-32). Στὸ χωρίο αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ ὅτι κρίση εἶναι ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου νικᾶται ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου, ὁ διάβολος, ποὺ εἶναι ὁ ἄρχων τῆς κακίας, τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν, καὶ διὰ τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστὸς θὰ ἐλκύση αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν σὲ Αὐτόν. Στὸ χωρίο αὐτὸ ἡ εἰκόνα τῆς κρίσεως λαμβάνεται ἀπὸ τὰ δικαστήρια. Ἐκεῖ γίνεται διεξοδικὰ ἡ διαδικασία καὶ ἐκδίδεται ἡ ἀπόφαση. Πρόκειται στὴν πραγματικότητα γιὰ τὸ ὅτι ὁ διάβολος κυβερνοῦσε μέχρι τότε τὸν κόσμο διὰ τοῦ θανάτου, ἀλλὰ μὲ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ αὐτὸς ὁ τύραννος θὰ ἐκδιωχθῇ ἔξω, θὰ τιμωρηθῇ. Ἔτσι, νικήθηκε ὁ θάνατος ποὺ εἶναι ὁ μεγαλύτερος τύραννος τῶν ἀνθρώπων καὶ μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ ὑπερβαίνεται ὁ φόβος τοῦ θανάτου.

Σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς διδασκαλίας Του ὁ Χριστός, στὴν ἀρχὴ τῆς ἐπιγείου δράσεώς Του, ὁμίλησε γιὰ τὴν κρίση καὶ ἔδωσε τὴν πραγματική της διάσταση: «Αὕτη δὲ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φὼς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φώς, ἥν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα» (Ἰω. γ' 19). Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο εἶναι ἕνα πραγματικὸ σημεῖο τῆς κρίσεως, ἀφοῦ κρίνονται οἱ ἄνθρωποι κατὰ πόσον ἀγαποῦν τὸ φὼς ἢ δὲν ἀντέχουν τὸ φῶς, ἐπειδὴ ἀγαποῦν νὰ κινοῦνται μέσα στὸ σκοτάδι τῶν πονηρῶν ἔργων. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ σημεῖο τῆς κρίσεως ποὺ ξεχωρίζει αὐτοὺς ποὺ δέχονται τὸ φὼς ἢ τὸ ἀπορρίπτουν. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα σημεῖο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀνὰ τοὺς αἰῶνας. Ἄλλοι τὴν δέχονται, ζοὺν μέσα σὲ αὐτὴν καὶ λαμπρύνονται, δοξάζονται, καὶ ἄλλοι ζοὺν ἔξω ἀπὸ αὐτὴν καὶ κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὴν ἔλλειψη νοήματος γιὰ τὴν ζωή, ζοὺν χωρὶς σκοπὸ καὶ προορισμό. Ὅσοι ζοὺν πραγματικὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία ἔχουν ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τους τὸν Χριστό. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σαφῶς γράφει: «ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. γ', 20).

Βεβαίως, ὡς Χριστιανοὶ σεβόμαστε τὸ κάθε πολίτευμα στὸ ὁποῖο ζοῦμε, ἀλλὰ ἡ ζωή μας προσδιορίζεται ἀπὸ τὸ οὐράνιο πολίτευμα καὶ τοὺς πνευματικοὺς νόμους ποὺ τὸ διαπνέουν. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Χριστιανοὶ μποροῦν νὰ ζοὺν σὲ ὁποιαδήποτε Πατρίδα, μὲ τὶς ὁποιεσδήποτε κοινωνικὲς συνθῆκες καὶ πολιτικὲς ἐπιλογές, ἀλλὰ ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πολίτευμα καὶ ἀναδεικνύονται μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τῆς πίστεως. Μερικὲς δὲ φορὲς ὅπου ἐπικρατεῖ πλήρης ἐλευθερία ἐκκοσμικεύεται ἡ πίστη, ἐνῷ σὲ ἄλλες περιπτώσεις ποὺ ἐπικρατοῦν σκληρὲς κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς συνθῆκες ἀναδεικνύονται μάρτυρες. Ὑπάρχουν δὲ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως οἱ ἐρημῖτες, ποὺ ἀρνήθηκαν καὶ τὸ πιὸ δίκαιο πολίτευμα, καὶ ἄλλοι, ὅπως οἱ κατὰ Χριστὸν σαλοί, ποὺ ἐνέπαιξαν καὶ τὴν καλύτερη κοινωνικὴ ζωὴ ποὺ ἀρνεῖται ὅμως τὸ βάθος τοῦ προσώπου. Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ σχολιάσουμε τὰ σχετικὰ μὲ τὴν «θεολογία τῆς κρίσεως». Ἡ φράση αὐτὴ χρησιμοποιήθηκε τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 20οῦ αἰῶνος στὴν Εὐρώπη γιὰ νὰ δηλωθῇ μιὰ κίνηση ποὺ ἦταν ἐναντίον τῆς ἐκκοσμικεύσεως τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ καθηγητὴς Μάριος Μπέγζος κάνει ἀνάλυση αὐτῆς τῆς περιόδου, στὴν ὁποῖα συναριθμοῦνται μεγάλες προσωπικότητες τοῦ προτεσταντισμοῦ τῆς Εὐρώπης, ὅπως ὁ Μπάρτ, ὁ Μπροῦννερ, ὁ Μπούλτμαν, ὁ Τίλλιχ καὶ ὁ Γκογκάρνεν.

Αὐτὴ ἡ κίνηση ἀναπτύχθηκε μετὰ τὴν λήξη τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου καὶ ἀναφερόταν στὴν ἀναξιοπιστία τοῦ «προτεσταντικοῦ προτεσταντισμοῦ» ποὺ λειτούργησε φιλοπολεμικὰ στὴν πολεμοχαρῆ Γερμανία τοῦ Κάϊζερ. Ἔτσι, ἡ «θεολογία τῆς κρίσεως» εἶναι μιὰ κίνηση ποὺ δὲν συμβιβάζεται μὲ τὸν ἐκκοσμικευμένο τρόπο ζωῆς, ἀλλὰ κρίνει τὸν κόσμο καὶ τὴν νοοτροπία ποὺ ἐπικρατεῖ, ἀσκεῖ κριτικὴ στὶς δυνάμεις τῆς ἱστορίας καὶ λαμβάνει διαλεκτικὴ στάση «ἀπέναντι στὴν πολιτικὴ καὶ πολιτιστικὴ πραγματικότητα» τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Γι’ αὐτὸ ἡ κίνηση αὐτὴ λέγεται καὶ «θεολογία τῆς κρίσεως» καὶ «διαλεκτικὴ θεολογία». Μὲ ἄλλα λόγια αὐτὴ ἡ κίνηση τῆς «θεολογίας τῆς κρίσεως» ἢ τῆς «διαλεκτικῆς θεολογίας» θέλησε νὰ κρατήση τὸν Χριστιανισμὸ τῆς Εὐρώπης μακριὰ ἀπὸ τὴν ταύτισή του μὲ τὸ πολιτικὸ κατεστημένο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, εἶναι ἐναντίωση στὸν φιλελευθερισμὸ τοῦ Χάρνακ καὶ βεβαίως ἄσκησε κριτικὴ στὴν χρησιμοποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ γιὰ πολιτικοὺς καὶ κοινωνικοὺς σκοπούς.

Αὐτὰ ποὺ συνέβησαν στὴν προστεσταντικὴ Δύση τὸν περασμένο αἰῶνα δὲν ἰσχύουν ἀπόλυτα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλ’ ὅμως θὰ πρέπει νὰ λάβουμε τὸ κεντρικὸ μήνυμα αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστιανισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ ταυτίζεται μὲ τὰ συστήματα τοῦ αἰῶνος τούτου, ἔχει ἄλλους σκοποὺς καὶ προτεραιότητες. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ ζὴ μὲ τὴν εὐδαιμονία καὶ τὴν κοινωνικὴ καταξίωση, δὲν μπορεῖ νὰ ταυτίζεται μὲ τὸ ποικιλόμορφο πολιτικὸ καὶ κοινωνικὸ κατεστημένο, δὲν μπορεῖ νὰ ἐκκοσμικεύεται ἀπὸ τὴν νοοτροπία τοῦ κόσμου τούτου, δὲν μπορεῖ νὰ συσχηματίζεται μὲ τὶς πολιτικές, κομματικὲς δραστηριότητες τῶν διαφόρων ὁμάδων. Ὅταν κανεὶς θέλη νὰ τηρήση τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, τότε θὰ πρέπει νὰ ζὴ ἀσκητικὰ καὶ ὄχι εὐδαιμονιστικά, πρέπει νὰ ζὴ ἐσχατολογικὰ καὶ ὄχι ἐγκοσμιοκρατικά, ποὺ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ βλέπη τὸ «ἄνω πολίτευμα» καὶ νὰ προσαρμόζεται ἀπὸ τώρα μὲ τὸ πνεῦμα του καὶ ὄχι νὰ ἀποβλέπη στὸν εὐδαιμονιστικὸ τρόπο ζωῆς. Βεβαίως, δὲν ἀρνούμαστε τὸν κόσμο αὐτόν, τὴν Πατρίδα, τὴν κοινωνία καὶ τὸν τρόπο ζωῆς σὲ συγκεκριμένες κοινωνικὲς συνθῆκες, ἀλλὰ δὲν ἀλλοτριωνόμαστε ἀπὸ αὐτές, γιατί ξέρουμε ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ σκοπός μας καὶ ὁ προορισμός μας.  Πάντως ἡ κρίση ποὺ διέρχεται ἡ Πατρίδα μας αὐτὸν τὸν καιρὸ εἶναι καὶ θεολογική, ἀφοῦ πολλοὶ Χριστιανοὶ ζοὺν κοσμικὴ ζωή, ἔχουν ἀποδεσμευθῇ ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ συμπεριφέρονται ἀντίθετα ἀπ' ὅσα ἐντέλλεται ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία.

Οἱ τρεὶς πειρασμοὶ τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου

Ὁ ἄνθρωπος δέχεται πολλοὺς πειρασμοὺς στὴν ζωή του σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, τὸ διανοητικό, τὸ συναισθηματικὸ καὶ τὸ θυμικό. Ἡ πνευματικὴ ὡριμότητα τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίζει κάθε πειρασμό. Καὶ ὁ Χριστὸς δέχθηκε κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση Τοῦ πειρασμούς, ὅταν ἦταν στὴν ἔρημο, ὅπως τὸ περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Οἱ Πατέρες ἑρμήνευσαν τοὺς πειρασμοὺς ποὺ δέχεται κάθε Χριστιανὸς στὴν ζωή του μέσα ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ Χριστοῦ.  Ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Βάπτισή Του πῆγε στὴν ἔρημο, στὸ Σαραντάρειο Ὅρος καὶ ἐκεῖ ζοῦσε μὲ νηστεία καὶ προσευχή, ἀφοῦ εἶχε καὶ τέλεια ἀνθρώπινη φύση. Στὸ τέλος τῶν σαράντα ἡμερῶν ἐμφανίσθηκε ὁ διάβολος καὶ τὸν πείραξε. Οἱ Πατέρες εἶδαν τὸ γεγονὸς αὐτὸ μέσα καὶ ἀπὸ τὴν περίπτωση τοῦ Ἀδάμ. Ὁ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο προκλήθηκε νὰ φάγη ἀπὸ τὸν ἀπηγορευμένο καρπὸ καὶ ἐκεῖνος ἔπεσε σὲ αὐτὴν τὴν παγίδα μὲ φοβερὲς συνέπειες γιὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ὁ Νέος ὅμως Ἀδάμ, ὁ Χριστός, ἀντιμετώπισε νικηφόρα αὐτοὺς τὸν πειρασμοὺς καὶ διόρθωσε τὸ λάθος τοῦ πρώτου Ἀδάμ.

Διαβάζοντας τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο μποροῦμε νὰ δοῦμε αὐτοὺς τοὺς τρεὶς πειρασμοὺς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ πρῶτος ἀναφερόταν στὸ νὰ κάνη ὁ Χριστὸς τὸ θαῦμα καὶ νὰ μετατρέψη τοὺς λίθους σὲ ἄρτο, ὥστε νὰ ἰκανοποιήση τὴν πεῖνα του. Ὁ Χριστὸς ἀπάντησε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ ζήση μόνον μὲ ἄρτο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ρῆμα ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Θεό, δηλαδὴ μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ δεύτερος πειρασμὸς ἀναφερόταν στὴν παρότρυνση τοῦ διαβόλου στὸν Χριστὸ νὰ πέση ἀπὸ τὸ πτερύγιο τοῦ Ναοῦ καὶ τότε θὰ τὸν προστατεύσουν οἱ ἄγγελοι τοὺς ὁποίους θὰ στείλη ὁ Θεός. Ὁ Χριστὸς ἀπάντησε ὅτι δὲν πρέπει κανεὶς νὰ ἐκθέτη σὲ κίνδυνο τὸ ἑαυτό του, γιατί ἔτσι ἐκπειράζει τὸν Θεό. Ὁ τρίτος πειρασμὸς ἀναφερόταν στὸ νὰ προσκυνήση ὁ Χριστὸς τὸν διάβολο καὶ ἐκεῖνος θὰ τοῦ δώση ὅλες τὶς βασιλεῖες τοῦ κόσμου καὶ τὴν δόξα τους. Ὁ Χριστὸς ὁμίλησε ἐπιτιμητικὰ στὸν διάβολο καὶ τὸν διέταξε νὰ φύγη, γιατί μόνον στὸν Θεὸ πρέπει κανεὶς νὰ ἀποδίδη τὴν προσκύνηση καὶ τὴν λατρεία του (Μάτθ. δ', 1-10).

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἑρμηνεύοντας αὐτοὺς τοὺς πειρασμοὺς τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἦταν οἱ ἴδιοι μὲ ἐκείνους ποὺ ἀντιμετώπισε καὶ ὁ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο, λέγουν ὅτι σχετίζονται μὲ τὰ τὰ πάθη τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πρῶτος πειρασμός, τὸ νὰ μετατρέψη τοὺς ἄρτους σὲ ψωμί, ἀναφέρεται στὸ πάθος τῆς φιληδονίας, ὁ δεύτερος, τὸ νὰ πέση ἀπὸ τὸ πτερύγιο τοῦ Ναοῦ, ἀναφέρεται στὸ πάθος τῆς φιλοδοξίας, καὶ ὁ τρίτος πειρασμός, τὸ νὰ ἀποκτήση μὲ ὁποιοδήποτε τίμημα τὶς βασιλεῖες καὶ τὴν δόξα τοῦ κόσμου, ἀναφέρεται στὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας. Καὶ ὅπως ὁ Χριστὸς ἀντιμετώπισε νικηφόρα τοὺς πειρασμοὺς αὐτούς, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ τοὺς ἀντιμετωπίση, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, διὰ τῆς παρθενίας (μοναχοὶ) καὶ σωφροσύνης (ἔγγαμοι), διὰ τῆς ἀκτημοσύνης (μοναχοὶ) καὶ κοινοχρησίας (ἔγγαμοι) καὶ διὰ τῆς ὑπακοῆς μόνον στὸν Θεό. Ἐξετάζοντας τὴν σύγχρονη οἰκονομικὴ κρίση μέσα ἀπὸ τὸ παράδειγμα αὐτό, μποροῦμε νὰ παρατηρήσουμε ὅτι τὸ ὑπόβαθρό της εἶναι ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ὑπόκειται στοὺς τρεὶς πειρασμούς, οἱ ὁποῖοι σήμερα ἐκφράζονται μέσα ἀπὸ τὴν νοοτροπία καὶ τὶς δομὲς τῆς σύγχρονης ζωῆς ποὺ κυριαρχοῦν στὴν ἐκκοσμικευμένη κοινωνία μας.

Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος θέλει νὰ μετατρέπη τοὺς λίθους, τὰ ἀντικείμενα, τὸ φυσικὸ περιβάλλον, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅλα τὰ δομικὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς του, ἀκόμη καὶ τὰ κύτταρα καὶ τὰ γονίδια, σὲ χρυσό, σὲ τροφή, σὲ ἀγαθὰ γιὰ τὴν σωματική του ἀπόλαυση. Τὸ ἐνδιαφέρον του εἶναι νὰ ζὴ εὐδαιμονιστικὰ καὶ νὰ παρατείνη ὅσο μπορεῖ περισσότερο τὴν βιολογική του ζωή. Ἐπίσης, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἐνδιαφέρεται κυρίως γιὰ ὅσα φαίνονται καὶ προκαλοῦν τὴν προσοχή του, ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ φαίνεσθαι, ἐπιθυμεῖ τὴν κοινωνικὴ προβολή, τὴν ἀνάδειξή του στὴν κοινωνία, μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο. Ἀκόμη, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἐπιδιώκει τὴν κατάκτηση τῆς ποικιλόμορφης ἐξουσίας, μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, γιὰ νὰ κυβερνᾶ τὸν κόσμο καὶ τὶς κοινωνικὲς ὁμάδες. Ὅλα αὐτὰ διαπνέονται ἀπὸ τὴν φιληδονία, τὴν φιλοδοξία καὶ τὴν φιλοκτημοσύνη. Δὲν βλέπει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἐσωτερικὴ διάσταση τῶν πραγμάτων, δὲν τὸν ἀπασχολοῦν τὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα, τὸ νόημα τῆς ζωῆς.

Ἂν προσέξουμε ἐπισταμένως θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὅλη αὐτὴ ἡ προβληματικὴ τῶν τριῶν πειρασμῶν στοὺς ὁποίους ὑπόκειται ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶναι τὰ κοινωνικά, ψυχολογικὰ καὶ ἰδεολογικὰ συστήματα, ὅπως τοῦ καπιταλισμοῦ (προτεραιότητα στὴν ὕλη), τοῦ φροϋδισμοῦ (προτεραιότητα στὴν ἡδονὴ) καὶ τῆς ἰδεοκρατίας (κυριαρχία τῆς αὐτονομημένης λογικῆς). Ὁπότε, τὰ αἴτια τῆς οἰκονομικῆς κρίσης δὲν εἶναι μονοδιάστατα, δὲν εἶναι ἀποκλειστικῶς οἰκονομικά, δὲν προέρχονται ἀπὸ μερικὲς ἐξωτερικὲς δυνάμεις, ἀλλὰ εἶναι στὴν πραγματικότητα πνευματικὰ καὶ στὴν βάση τους θεολογικά. Ὅποιος δὲν μπορεῖ νὰ δὴ αὐτὴν τὴν πραγματικότητα ἔχει μιὰ ὑπαρξιακὴ ἀναπηρία καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βρὴ λύσεις γιὰ τὴν ὑπέρβασή τους.  Βεβαίως, οἱ πολιτικοὶ πρέπει νὰ κάνουν τὴν αὐτοκριτική τους, καὶ μερικοὶ τὸ ἔχουν κάνει ἤδη μὲ πολὺ δυνατὸ καὶ ὄχι ὑποκριτικὸ τρόπο, καθὼς ἐπίσης νὰ ἀποδώσουν τὶς εὐθύνες σὲ αὐτοὺς ποὺ ὤθησαν τὴν κοινωνία πρὸς τὴν εὐδαιμονία καὶ τὴν εὐμάρεια, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅσους ἐκμεταλλεύθηκαν αὐτὴν τὴν νοοτροπία καὶ ἐνήργησαν σὲ βάρος τοῦ λαοῦ, ἀφοῦ δημιούργησαν ἀνεργία, ἀπόγνωση, φτώχεια. Ἀλλὰ ἂν δὲν δοῦμε τὰ πραγματικὰ αἴτια τῆς κρίσεως, τότε δὲν θεραπεύεται, ἀλλὰ θὰ ἐπανέρχεται συχνὰ στὴν ἐπικαιρότητα.

Παγκόσμια κρίση

Ἡ κρίση δὲν εἶναι σύγχρονη οὔτε ἑλλαδική, ἀλλὰ εἶναι παγκόσμια. Δὲν εἶναι οἰκονομικὴ κρίση, ἀλλὰ πνευματική. Ὡς ἄνθρωποι ζοῦμε συνεχῶς μέσα σὲ κρίσιμες στιγμὲς καὶ τὸ θέμα εἶναι πῶς τὶς ἀντιμετωπίζουμε. Δὲν εἴμαστε μονοφυσίτες, γι’ αὐτὸ βλέπουμε καὶ τὰ οἰκονομικὰ καὶ κοινωνικὰ ζητήματα καὶ ἡ Ἐκκλησία προσπαθεῖ κάθε φορὰ νὰ τὰ ἀντιμετωπίση. Ὅλο τὸ φιλανθρωπικὸ καὶ προνοιακὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται καὶ στὸ θέμα αὐτό. Ἡ Ἐκκλησία ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἐνδιαφέρεται καὶ γιὰ τὴν πνευματική του ὡρίμανση, ἀλλὰ καὶ τὶς οἰκονομικές του ἀνάγκες. Κυρίως ὅμως βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀντιμετωπίση τὰ προβλήματα μὲ πνευματικὸ τρόπο, νὰ ζὴ μὲ ἐσωτερικὴ πληρότητα, μὲ λιτότητα, μὲ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο, μὲ θυσία καὶ προσφορά, μὲ τὴν ἐνατένιση πρὸς τὴν αἰώνια ζωή.

Οἱ ὑπαρξιστὲς φιλόσοφοι, πρᾶγμα ποὺ κάνουν μὲ πληρότητα οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δίνουν προτεραιότητα στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χάϊντεγκερ, γιὰ παράδειγμα, κάνει λόγο γιὰ τὸν «καθημερινὸ τρόπο ζωῆς» καὶ τὸν «ὀντολογικὸ τρόπο ζωῆς». Ἡ καθημερινή μας ζωὴ διέπεται ἀπὸ τὶς φροντίδες τῆς συντηρήσεώς μας στὴν ζωή, τὴν ἰκανονοποίηση τῶν κοινωνικῶν πραγμάτων, τὴν ἐκπλήρωση τῶν προσδοκιῶν, ἀλλὰ ὅταν βρεθοῦμε σὲ ἕνα ὁριακὸ σημεῖο, λόγῳ μιᾶς κρίσης, μιᾶς ἀρρώστιας, τότε ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ τὸν ὀντολογικὸ τρόπο ζωῆς. Τότε, λυπόμαστε γιατί στὴν ζωή μας ἀσχοληθήκαμε μὲ λεπτομερειακὰ ζητήματα καὶ ὄχι μὲ τὰ πιὸ οὐσιώδη τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Οἱ οἰκονομικές, πολιτικές, κοινωνικὲς καὶ παγκόσμιες κρίσεις ἔρχονται καὶ παρέρχονται. Ἡ ἱστορία εἶναι γεμάτη ἀπὸ τέτοιες καταστάσεις. Τὸ ἐρώτημα εἶναι πῶς μποροῦμε νὰ ξεπεράσουμε τὶς ἐσωτερικὲς πνευματικὲς κρίσεις, ποὺ προκαλοῦν προσωπικὲς τραγωδίες μὲ κοινωνικὲς συνέπειες.

ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ

  • Προβολές: 2917