Skip to main content

Φώτης Κόντογλου (Γ')

Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Σχολικοῦ Συμβούλου

(συνεχίζεται ἀπὸ τὸ προηγούμενο)

Ἡ Ἑλληνοσύνη του

Ὁ Κόντογλου ζοῦσε τὴν Ὀρθοδοξία ἑλληνικά, ὄχι οἰκουμενικά. Ἦταν ἕνας γνήσιος Ἕλληνας. Ἡ ἑλληνικότητά του ἦταν συνείδηση. Δὲν ζὴ στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν ἑλληνικὴ φύση μὲ ἀοριστίες, ἀλλὰ μὲ τὴν διαίσθηση τοῦ Ἕλληνα σφραγισμένη μὲ τὴν χριστιανική της ὀδύνη. Στὸ "Θρηνητικὸ συναξάρι τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου", "Ἡ πονεμένη Ρωμιοσύνη" (σελ. 59) εἶναι εὔγλωττη ἡ ἀπόλυτη σύμπτωση Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὁ ἐχθρὸς ποῦ γκρέμισε τὸ Βυζάντιο ἦταν ἐχθρὸς τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ κλαίει ἐκεῖ σπαρακτικὰ γιὰ τὴν χαμένη πατρίδα τοῦ τὴν Ἰωνία καὶ ὅ,τι καλὸ εἶχε ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός, ποῦ τὸ ἀφάνισε ἡ λαίλαπα τῶν Ἀγαρηνῶν μετὰ τὸ ξερρίζωμα τῆς Μικρασίας. Ὑπόσχεται πῶς δὲ θὰ ξεχάση ποτὲ τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπως ὀνομάζει τὴν πατρίδα του καὶ ξεσπάει σ' ἕνα βουβὸ παράπονο. Μεταφέρω ἐδῶ ἕνα μέρος ἀπὸ τὸν θρηνητικὸ πρόλογο στὸ ἔργο του "Ἀρχαῖοι ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς"

Φώτη Κόντογλου: Παλαιολόγος

"Μυστήριο μεγάλο εἶναι τὸ πῶς ἔρχεται στὸν κόσμο ὁ ἄνθρωπος. Ἐμένα τὸ γραφτό μου εἴτανε νὰ γεννηθῶ στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ ἡ ρόδα τῆς τύχης, ποῦ γυρίζει ὁλοένα, ξερρίζωσε ἀπὸ τὰ θεμέλιά του τὸν τόπο μου καὶ μ' ἔρριξε στὴν ξενητειά, σ' ἀνθρώπους ποῦ μιλούσανε τὴν ἴδια γλῶσσα μὲ μένα, πλὴν ὅμως ποῦ εἴχανε ἄλλα συνήθεια. Τὸ πουλὶ τὸ θαλασσοδαρμένο, πῶς βρίσκει ἕναν βράχο μέσα στὸ πέλαγο, καὶ κάθεται καὶ στεγνώνει τὰ φτερά του, ἔτσι βρίσκουμαι κ' ἐγὼ σὲ τοῦτα τὰ χώματα. Τὸ πῶς γεννήθηκα στὰ μέρη τῆς Ἀσίας, τό' χῷ γιὰ πρᾶμα βλογημένο καὶ δοξάζω τὸ Θεὸ γιὰ δαῦτο. Μολαταῦτα, βρεθήκανε ἀνθρῶποι κακοὶ καὶ κακογεννημένοι, ψυχὲς φτωχές, νὰ γυρίσουνε τὸ καύχημά μου σὲ κατηγόρια. Θέλανε νὰ ἀρνηστὼ τὴ μάνα μου τὴν Ἀσία, σὲ καιρὸ ποῦ αὐτοὶ θρεφόντανε ἀπὸ τὸ πλοῦτος τῆς καρδιᾶς μου καὶ παίρνανε χαρὰ κ' ἐλπίδα ἀπὸ τὴ φλέβα ποῦ ἀνάβλυζε ἀπὸ τὴ βαθειὰ ρίζα μου. "Ἁμαρτίαν ἥμαρτεν Ἱερουσαλήμ, διὰ τοῦτο εἰς σάλον ἐγένετο, πάντες οἱ δοξάζοντες αὐτήν, ἐταπείνωσαν αὐτήν". "Κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις. Ὀρφανοὶ ἐγενήθημεν, οὐχ ὑπάρχει πατήρ, μητέρες ἡμῶν ὡς αἱ χῆραι". "Κατέλυσε χαρὰ καρδίας ἡμῶν, ἐστράφη εἰς πένθος ὁ χορὸς ἡμῶν". Μὰ ἐγὼ δὲ θὰ σ' ἀρνηστὼ ποτές, Ἱερουσαλήμ! Νὰ χάσω τὸ φὼς μοῦ ἂν σὲ ξεχάσω, νὰ ψάχνω μὲ τὸ ραβδὶ καὶ νὰ μὴ βρεθεῖ τοῖχος νὰ μοῦ δείξει τὸ δρόμο, κι οὔτε πονετικὸς διαβάτης νὰ μὲ χειροκρατήσει. Γιατί θὰν ἔχω ἀρνηστεὶ τὸ Θεὸ τὸν ἀληθινόν, καὶ θὲ νάμαι παραδομένος στὰ εἴδωλα τῆς ψευτιᾶς, κι ἀντὶς τὴν ἁπλὴ καρδιὰ ποῦ ρίζωσε στὸ κορμί μου, θὲ νάχω βάλει μέσα μου φίδια φαρμακερά, νὰ δαγκάνουνε τ' ἀδέρφια μοῦ τοὺς ἀνθρώπους. Μαζὶ μὲ σένα ζεὶ ἡ ψυχή μου, κ' εἶμαι πλούσιος ὅποτε εἶμαι μακρυὰ ἀπὸ τοὺς στενόψυχους ἀνθρώπους, καὶ γίνουμαι φτωχὸς ὅποτε σμίγω μαζί τους. Σὲ μέρος, πούχει τόσο μονάχα φώς, ὅσο χρειάζεται στὸν ξενιτεμένον, ἐκεῖ σὲ συλλογιέμαι τὴ νύχτα..."

Ὅλες τὶς περιόδους τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας τὶς ζὴ ὁ Κόντογλου. Σ' ὅλο τὸ πεζογραφικὸ ἀλλὰ καὶ καλλιτεχνικό του ἔργο ψηλαφεῖ μὲ ζέση τὸν σφυγμὸ τῶν ἑλληνικῶν πραγμάτων στὴ διαχρονικότητά τους. Συναιρεῖ καὶ βιώνει στὴ μήτρα της ὁλόκληρη τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία καὶ ζωή. Μὲ πάθος ἀφουγκράζεται ὅ,τι θεωρεῖ ζωντανό. Ζωντανεύει σὲ σύμβολο τὸν καημὸ τῆς Ρωμηοσύνης. Ὁλόκληρη ἡ πορεία του εἶναι ἕνας πικραμένος ἀγῶνας κι ἕνα βουβὸ κλάμα γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια ποῦ χάθηκαν.

Τὴν ἀρχαία ἱστορία τὴν ζὴ ἀποκαθαρμένη ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ στοιχεῖα. Τιμᾶ καὶ θαυμάζει καὶ αὐτῆς τῆς περιόδου τοὺς ἥρωες. Διδάσκεται ἀπὸ τὴν ζωή τους καὶ στὸ ἔργο του διασώζει ὅ,τι καλὸ καὶ λαμπερὸ σώζεται ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο κόσμο, ποῦ ὅμως τὸν φιλτράρει στὸ φίλτρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ καρδιά του ὅμως μὲ ὅλη τὴ δύναμή της εἶναι τοποθετημένη στὸ Βυζάντιο, τὴν Τουρκοκρατία καὶ τό ' 21.

Στὸ ἀφήγημά του "Ἡ ἀκατάλυτη ἑλληνικὴ φύτρα"("Η πονεμένη Ρωμηοσύνη", σελ. 269) γράφει:

"Ἡ Ρωμιοσύνη βγῆκε ἀπὸ τὸ Βυζάντιο ἤ, γιὰ νὰ ποῦμε καλύτερα, τὸ Βυζάντιο στὰ τελευταῖα χρόνια του στάθηκε ἡ ἴδια ἡ Ρωμιοσύνη.

Ἀκόμα ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Φωκὰ φανερώνονται καθαρὰ τὰ χαραχτηριστικά της, καὶ στὰ χρόνια τῶν Παλαιολόγων, ποῦ ψυχομαχὰ τὸ βασίλειο, ἀντρειώνεται ἡ βασανισμένη Ρωμιοσύνη, ἡ καινούργια Ἑλλάδα. Μεγάλωσε μέσα στὴν ἀγωνία ἡ χριστιανικὴ Ἑλλάδα, γιατί ὁ πόνος εἶναι ἡ καινούργια σφραγῖδα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ρωμιοσύνη εἶναι ἡ πονεμένη Ἑλλάδα. Ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα μπορεῖ νά' τανε δοξασμένη κι ἀντρειωμένη, ἀλλὰ ἡ καινούργια, ἡ χριστιανική, εἶναι πιὸ βαθειά, ἐπειδὴς ὁ πόνος εἶναι ἕνα πρᾶγμα πιὸ βαθὺ κι ἀπὸ τὴ δόξα κι ἀπὸ τὴ χαρὰ κι ἀπὸ κάθε τί. Οἱ λαοὶ ποῦ ζοῦνε μὲ πόνο καὶ μὲ πίστη τυπώνουνε πιὸ βαθειὰ τὸν χαραχτήρα τους στὸν σκληρὸ βράχο τῆς ζωῆς, καὶ σφραγίζονται μὲ μιὰ σφραγῖδα ποῦ δὲν σβήνει ἀπὸ τὶς συμφορὲς κι ἀπὸ τὶς ἀβάσταχτες καταδρομές, ἀλλὰ γίνεται πιὸ ἄσβηστη. Μὲ μιὰ τέτοια σφραγῖδα εἶναι σφραγισμένη ἡ Ρωμιοσύνη.

Τὰ ἔθνη ποῦ ἐξαγοράζουνε κάθε ὥρα τῆς ζωῆς τους μὲ αἷμα καὶ μ' ἀγωνία, πλουτίζονται μὲ πνευματικὲς χαρὲς ποῦ δὲν τὶς γνωρίζουνε οἱ καλοπερασμένοι λαοί. Αὐτοὶ ἀπομένουνε φτωχοὶ ἀπὸ πνευματικοὺς θησαυροὺς κι ἀπὸ ἀνθρωπιά, γιατί ἡ καλοπέραση κάνει χονδροειδῆ τὸν μέσα ἄνθρωπο. Ἐνῷ ὁ πόνος κατεργάζεται τοὺς λαοὺς καὶ τοὺς καθαρίζει, ὅπως καθαρίζεται τὸ χρυσάφι μὲ φωτιὰ μέσα στὸ χωνευτήρι. Γιὰ τοῦτο ἡ δυστυχισμένη Ρωμιοσύνη στολίστηκε μὲ κάποια ἀμάραντα ἄνθη, ποῦ δὲν τ' ἀξιωθήκανε οἱ μεγάλοι κ' οἱ τρανοὶ λαοὶ τῆς γῆς" (Φ. Κόντογλου, Ἔργα Γ`. Ἡ πονεμένη Ρωμιοσύνη, ἔκδ. "Ἀστήρ", Ἀθ. 1963, σ. 269)

Πίστευε ὁ Κόντογλου καὶ ζοῦσε τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία ὀδυνηρά, ὀρθόδοξα. Ὁ Χριστιανισμὸς στὴν ὀρθόδοξη μορφή του συνδέει τὸ μεγαλεῖο τῆς ὀδύνης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ (χαρμολύπη). Ὁ πόνος εἶναι πιὸ βαθὺ πρᾶγμα ἀπὸ τὴν χαρὰ καὶ τὴν δόξα.

Στὴν Τουρκοκρατία καὶ τό '21, ὅπως γράφει ὁ Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, περιφερόταν ὁ Κόντογλου, ὅπως ὁ κηπουρὸς στὸν κῆπο του. Ἐκεῖ ἡ ψυχή του βγάζει φωνὴ μεγάλη. "Βλέπει τὴν Ἑλλάδα, τὸν βασανισμένο λαὸ τῆς ντυμένο στολὴ ἀφθαρσίας, νὰ τοῦ φέγγει καὶ νὰ τὸν ψυχώνει ἡ ἐλπίδα τῆς ἀθανασίας. Νιώθει τὴν ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων γεμάτη κρυφὰ πλούτη". (Ἡ πονεμένη Ρωμιοσύνη, σελ. 228). "Σκέπτεται τὸ χτυποκάρδι ποῦ περάσανε χιλιάδες μέρες καὶ χιλιάδες νύχτες καὶ βγάζει ξανὰ ἡ γῆς ἐτούτη νιοὺς καὶ κοπέλλες! Πῶς δὲν ξεράθηκε γιὰ οὔλους τοὺς αἰῶνες τὸ δέντρο ποῦ μαράθηκε ἀπ' τὸ φαρμακερὸ χνῶτο αὐτουνοῦ τοῦ φιδιοῦ" ("Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου", σελ. 14)

Ἐκεῖ στὴν Τουρκοκρατία μὲ τὸ πεζογραφικό του ἔργο καὶ περισσότερο μὲ τὴν βυζαντινὴ ἁγιογραφία καθρεφτίζεται ἡ ψυχὴ τῆς Ρωμιοσύνης μὲ λάμψεις ὀδύνης, ἀλλὰ καὶ πνευματικὴ σεμνότητα. Πίστευε ὁ Κόντογλου στὴν ἑλληνικὴ ἀθανασία. Ἦταν περήφανος γιὰ τὴν φυλή μας. "Ἡ φυλή μας, γράφει, ἡ μακροζωϊσμένη, πέρασε πολλὲς δόξες καὶ πολλὰ βάσανα. Τὰ μάτια τῶν Ἑλλήνων πρωτοείδανε πολλὰ πράματα ποῦ δὲν ἤξερε πρωτύτερα ὁ κόσμος" ("Πέδρο Καζὰς" σελ. 279).

Ζοῦσε ὁ Κόντογλου τὴν Ὀρθοδοξία σὰν μιὰ φυσιολογικὴ ἀνάπτυξη τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὡς μιὰ κιβωτὸ καὶ μιὰ πηγή του. Γι' αὐτὸ τὸ πρότυπό του ἦταν οἱ ἅγιοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ἀσκητές. Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα κείμενά του, στὸν "Ἅγιο Γιώργη τὸν Χιοπολίτη" πιστοποιεῖται αὐτὴ ἡ ἑνότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία, μέσα στὸ πάθος της καὶ στὸ αἷμα τῶν Νεομαρτύρων. Ἡ κοινωνία ὁλάκερη ποῦ πενθεῖ, γιορτάζει καὶ λατρεύει τὸν νεομάρτυρα εἶναι ἡ νεοελληνικὴ κοινωνία ποῦ ζὴ μὲ βαθύτατη ὀδύνη τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία.

Καὶ ὕστερα μέσα στό '21 ὁ Κόντογλου ζὴ τὴν ταύτιση τοῦ ἥρωα τοῦ Ἔθνους μὲ τὸν μάρτυρα τῆς πίστης. Οἱ ἅγιοι εἶναι καὶ ἥρωες τοῦ Ἔθνους. Ἡ λεβεντιὰ τοῦ ἥρωα δὲν εἶναι ἀποκοτιά. Στὸ βάθος της ἔχει τὸ νόημα μιᾶς πίστης ποῦ ὁ ἄνθρωπος πιστεύει στὴν ἀθανασία καὶ ἀναμετριέται μὲ τὸ θάνατο περιφρονῶντας τὶς χαρὲς ἐτούτης τῆς ζωῆς.

Τὸν ἴδιο ἀέρα τῆς λεβεντιᾶς ἀναπνέουμε καὶ ὅταν διαβάζουμε τὸν "Πέδρο Καζὰ" μὲ ἄνδρες φημισμένους, ποῦ ἔζησαν ἄγρια ζωὴ μὲ τὸ κεφάλι χωμένο στὶς φουρτοῦνες καὶ στὶς καταιγίδες καὶ στὶς σελίδες ποῦ ἔγραψε γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἥρωες. Φρόνημα ὑψηλὸ καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις, ἡ πατρίδα σὲ ἱερὴ ἔξαρση. Σὲ ὅλα τὰ ἔργα του μπροστὰ ἡ ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων. Καὶ αὐτὸ τοῦ αὐγαταίνει τὸν πόνο του τὸν ἐσωτερικὸ γιὰ τὴν Ἑλλάδα, τὴν Πόλη, τὶς ἀλησμόνητες πατρίδες καὶ συμπάσχει μαζί τους. "Περπατῶ, θὰ πὴ ὁ ἴδιος, τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία μὲ μεγάλα βήματα, εἶμαι στὸ κέφι, καὶ καταλαβαίνω τὸ Θεὸ καὶ τοὺς προγόνους μου νὰ μοῦ κρατᾶνε σιωπηλὴ συντροφιά..."("Πέδρο Καζάς", σελ. 10).

Μεταξὺ 1936 καὶ 1938 ἐργάζεται κατὰ διαστήματα στὸν Μυστρᾶ, ὅπου καθαρίζει τὶς περίφημες τοιχογραφίες τῶν βυζαντινῶν ναῶν του. Ἐκεῖ τὸν συνάντησε ὁ Νῖκος Καζαντζάκης καὶ δημοσίευσε τὶς ἐντυπώσεις του στὴν «Καθημερινὴ» (10-12-1937) μὲ τὸν τίτλο «Θνητοὶ καὶ Ἀθάνατοι»:

«Ψηλὰ στὸν τρισχαριτωμένο ναὸ τῆς Περίβλεπτος τοῦ Μυστρᾶ, ἀνάμεσα ἀπὸ περίπλοκες σκαλωσιές, ἀνάερα κρεμασμένος σὰν πολυέλαιος τῆς ἐκκλησιᾶς, μὲ τὴν ἄσπρη ἐργατικιὰ μπλούζα του, μὲ τὴν παλέτα καὶ τὸ πινέλο στὰ χέρια, στρογγυλοπρόσωπος κι ἐκστατικός, ὅμοιος μὲ τὰ λιοντάρια ποῦ σὲ κοιτάζουν σὰν ἀνθρῶποι μέσα ἀπὸ τὰ παλιὰ περσιάνικα χαλιά, πρόβαλε καλωσορίζοντάς με ὁ Κόντογλου.

Τὰ μάτια του λάμπουν εὐχαριστημένα, γιατί ξέρει πῶς ἐχτελεὶ τὸ χρέος του καὶ τὰ χέρια του εἶναι γεμᾶτα ἀνυπομονησία καὶ δύναμη. Πάλεψε πολὺ στὴ ζωή του, πόνεσε, μὰ τὰ ἐφήμερα δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν λυγίσουν πῶς νὰ λυγίσουν ἕναν ἄνθρωπο ποῦ πιστεύει στὸ Θεό; Κι ὅταν τὸν παρασφίξει ἡ πίκρα, ἀρχινάει καὶ ψέλνει θριαμβευτικὰ ἕνα τροπάρι: "Τὴ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια....". Ἤ: "Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία....". Κι ἡ πίκρα ξορκίζεται, κι ἡ γῆς μετατοπίζεται κι ὁ Κόντογλου μὲ τὰ δαχτυλίδια του, μὲ τὸ καρὲ παλτό του, μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά του, μὲ τὰ μεγάλα του μάτια, μπαίνει ὁλάκερος στὴν Παράδεισο...

Ὁ Κόντογλου ἔτρεχε ἀπάνω-κάτω στὴν Παράδεισο, ποῦ αὐτὸς μὲ τὶς ἀνασκαφές του ξανάφερε πάλι στὸ φὼς θεῖες μορφὲς πλαντούσαν κάτω ἀπὸ στρώματα ἀσβέστη, καὶ λὲς πλαντοῦσε μαζί τους κι ὁ Κόντογλου καὶ δὲν ἔβρισκε ἡσυχία, ἂν δὲν τὶς γλύτωνε. Σωστὰ ἔχει εἰπωθεῖ πῶς κάθε ἄνθρωπος ἔχει κάτω ἀπὸ τὴν εὐθύνη του μιὰν ὁρισμένη περιοχὴ ἀπὸ πράματα, ἀνθρώπους κι ἰδέες, κι ἂν δὲ σώσει τὴν περιοχὴ αὐτὴ οὔτε κι αὐτὸς σώζεται.

Ἡ περιοχὴ τοῦ Κόντογλου εἶναι γεμάτη ἀπὸ χαλασμένες τοιχογραφίες».

Θυμίαμα πνευματικῆς εὐωδίας ἀναδίνουν τὰ ἔργα τοῦ Φώτη Κόντογλου. Ἕνας τρανὸς θεόπνευστος καλλιτέχνης ἀναδεικνύεται μέσα ἀπὸ τὴν σύνθετη δημιουργία τοῦ χρωστήρα τοῦ καὶ τοῦ λόγου του, βυθίζοντας τὶς ρίζες τους στὰ ἀκατάλυτα νάματα τῆς Ρωμιοσύνης καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Αὐτὸς ἦταν ὁ Φώτης Κόντογλου. Μὲ πάθος ἀφουγκραζόταν ὅ,τι θεωροῦσε ζωντανό. Ἀγωνιζόταν νὰ ζωντανέψη σὲ σύμβολα καὶ δρώμενα ὁλάκερο τὸν καημὸ τῆς Ρωμιοσύνης. Εἶχε μιὰ συνολικὴ σύλληψη γιὰ τὸ Γένος μας.

Ὁ συντοπίτης τοῦ Ἠλίας Βενέζης ὡς ἑξῆς τὸν χαρακτηρίζει: Τὸν ἀποκαλεῖ "Σάκλετον τοῦ Ἀϊβαλιοῦ ποῦ χειρονομοῦσε ἀκατάπαυστα, μιλοῦσε ἀκατάπαυστα, ἔδειχνε, σχεδίαζε τὸ λόγο στὸν ἀγέρα, ἦταν φανατικός, πολεμοῦσε νὰ φανατίσει, ἦταν ἕνα τεντωμένο νεῦρο, ἔμοιαζε θεριὸ ἀνήμερο, φυλακισμένο στὴ στεριὰ ἀπὸ τὰ κύματα. Διηγόταν μὲ τρόπο μοναδικό, ποῦ δὲν τὸν ἔχω ξανασυναντήσει σὲ ἄνθρωπο, ἱστορίες ἀπίθανες γιὰ τὰ ταξίδια του, γιὰ τὴν τέχνη ποῦ εἶδε, γιὰ τὰ πράγματα ποῦ σπούδαζε. Τὸ κάθε τί ποῦ διηγόταν ἔπεφτε πάνω μας σὰ δροσιὰ βροχῆς σὲ διψασμένη γῆ. Ἄλλαζε ἔκφραση κάθε τόσο, κι ὅταν μιλοῦσε, τὰ μάτια του σπίθιζαν καὶ μιὰ μικρὴ φλόγα καρφωνόταν ὀλόϊσια στὴν ψυχή μας σὰ μιὰ μικρή, μυτερὴ φλόγα..."

Εἶχε μιὰ θρησκευτικότητα λειτουργικὴ καὶ φανατικὰ ὀρθόδοξη, ποῦ μόνον ὅσοι τὴν ζοῦν σὰν ἐκεῖνον μποροῦν νὰ τὴν καταλάβουν. Εἶχε μιὰ γλῶσσα, ποῦ μόνο ἕνας Παπαδιαμάντης, στὴ δημοτικὴ φορμαρισμένη, θὰ μποροῦσε νὰ τὴν γράψη. "...γιατί ἡ γλῶσσα του εἶναι συναξάρι ἢ τροπάρι ἢ δημοτικὸ τραγούδι. Ἴσως δὲν εἶναι χωρὶς σημασία τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κόντογλου, μόλις ἦρθε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὸ Ἀϊβαλί, ἔμεινε γιὰ ἀρκετὸ διάστημα στὸ ἴδιο δωμάτιο ποῦ ἔμεινε καὶ ὁ Παπαδιαμάντης" (Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κόντογλου στὸν Π.Β. Πάσχο) "Γιὰ μένα, θὰ προσθέσει ὁ Πάσχος, ὁ Κόντογλου, ἦταν ὁ μικρότερος ἀδελφὸς τοῦ Παπαδιαμάντη" ("Σχέδιο μὲ μολύβι" σελ. 67)

"Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, θὰ γράψη ὁ Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, ποῦ εἶχε στραμμένα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τοῦ πρὸς τὸ "ἄκτιστον" φὼς καὶ τὰ μάτια τοῦ κορμιοῦ του μετέωρα ἀπάνω ἀπὸ τὶς γήϊνες παρουσίες. Ἦταν συνομιλητὴς τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἀγγέλων. Ὅταν τὸν ἀποσποῦσες ἀπὸ τὰ μόνιμα ὁράματά του, ἔνιωθες πῶς τὸν κατέβαζες σ' ἕναν κόσμο ποῦ σπέρνει τύψεις καὶ θερίζει θλίψεις" ("Ἡ Ζωντανὴ παράδοση", σελ. 26)

Τὴν συχνὴ ἐπαφὴ τοῦ μὲ τὸν οὐρανὸ πετύχαινε μὲ τὴν θερμὴ προσευχή του, ὅπως αὐτὴ ποῦ δημοσιεύει στὴ "Βασάντα" μὲ τίτλο "ΨΑΛΜΟΣ ΡΒ 102".

Δόξασε ψυχὴ μοῦ τὸν Κύριο

κι ὅλα τὰ σπλάγχνα μου τὸ ὄνομά του, τὸ ἅγιο

δόξασε ψυχὴ μοῦ τὸν Κύριο.

καὶ μὴν ξεχνᾶς ὅλα τ' ἀγαθὰ ποῦ σοῦ' δωσε

κεῖνον ποῦ σχωρνὰ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου,

κεῖνον ποῦ γιατρεύει ὅλες τὶς ἀρρώστιες σου,

κεῖνον ποῦ σὲ σπλαχνίζεται καὶ σὲ πονᾶ,

κεῖνον ποῦ γεμίζει μὲ ἀγαθὰ τὴν ἐπιθυμία σου

θέλει νὰ ξαναγεννηθεῖ ἡ νιότη σου ὅπως τοῦ ἀητοῦ.

Ὁ Κύριος ἐλεεῖ τοὺς δίκαιους καὶ προστατεύει

τοὺς ἀδικημένους.

Μιὰ μέρα ὅμως, ζεστὴ καὶ ἡλιόλουστη, 13 Σεπτεμβρίου 1963, αὐτὸς ὁ σπουδαῖος ἄνθρωπος μὲ τὰ πολλὰ χαρίσματα, βρέθηκε μὲ τὴ γυναῖκα του Μαρία καὶ τὴν κόρη του Δέσπω, τσακισμένος ἀπὸ διερχόμενο αὐτοκίνητο, στὸ νοσοκομεῖο. Ἡ γυναῖκα του πέθανε σὲ λίγες μέρες. Ὁ ἴδιος ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὸν "Εὐαγγελισμό", ὕστερα ἀπὸ δυὸ χρόνια μέσα σὲ φοβεροὺς πόνους.

Νομίζω πῶς τὰ τελευταῖα χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του ὁ Κόντογλου πάει νὰ λησμονηθῇ. Σπάνια ἀκούγεται τόνομά του. Ποῦ καὶ ποῦ κανένας στοχαστικὸς τὸν διαβάζει καὶ ἡ νέα γενιὰ τὸν ἀγνοεῖ. Εἶναι παράξενη ἡ τύχη τῶν βιβλίων καὶ ἐκείνων ποῦ τὰ ἔγραψαν. Πολλοὶ συγγραφεῖς καὶ ποιητὲς ἔμειναν θαμμένοι μὲ τὰ βιβλία τους γιὰ πολλὰ χρόνια: ὁ Κάλβος, ὁ Καβάφης κ.ἄ. Κάποτε βρέθηκαν κάποιοι ποῦ τοὺς ξέθαψαν καὶ μεσουράνησε ἡ φήμη τους. Σίγουρα τὸ ἴδιο θὰ συμβῇ καὶ μὲ τὸν Κόντογλου. Βραχυχρόνιος θὰ εἶναι ὁ παραμερισμός.

Ὅσοι δὲν εἶχαν τὴν τύχη νὰ γνωρίσουν τὸν Φώτη Κόντογλου μποροῦν νὰ τὸν ἀναστήσουν καὶ νὰ τὸν γνωρίσουν διαβάζοντας τὰ ἔργα του. Ἐκεῖ ἐμφανίζει τὸν ἑαυτό του μὲ ἐκείνη τὴν ὡραία καὶ φυσικὴ γυμνοσύνη τῶν ἀρχαίων. Κι ὅσοι θέλουν νὰ μάθουν μὲ ἀκρίβεια τί πρᾶγμα εἶναι ἕνας Χριστιανός, ἅς γνωρίση τὸν Κόντογλου. Νὰ τὸν γνωρίση ὅμως βαθιὰ καὶ ὄχι ἐπιδερμικά.–

  • Προβολές: 2876