Skip to main content

Η ορφάνια στήν ζωή τών παιδιών

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Εισήγηση στήν Επιμορφωτική Συνάντηση μέ γενικό θέμα: «Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου. Στηρίζοντας τό παιδί καί τόν έφηβο πού θρηνούν», πού διοργάνωσε τό Ειδικό Σχολείο Ναυπάκτου κλπ. στήν Ναύπακτο, 19 Μαΐου ε.έ. (βλ. τεύχος 166 Ε.Π.).

*

Τό γενικό θέμα τής Επιμορφωτικής αυτής Συνάντησης αναφέρεται στόν θρήνο τού παιδιού καί τού εφήβου από τόν θάνατο ενός αγαπημένου του προσώπου. Μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική εντάσσεται καί η παρούσα σύντομη εισήγηση μέ τίτλο: «Η ορφάνια στήν ζωή τών παιδιών». Είναι επόμενο ότι θά συνδεθή η ορφάνια μέ τόν θάνατο αγαπημένων προσώπων καί όχι μέ τήν ορφάνια πού δημιουργείται από λόγους πού δέν συνδέονται μέ τόν θάνατο, δηλαδή μέ τό νά γεννηθή ένα παιδί χωρίς νά γνωρίζη τόν φυσικό του πατέρα ή νά είναι μετανάστης ή νά είναι θύμα πολέμου κλπ.

Αναπτύσσοντας τό θέμα μου θά υπογραμμίσω πέντε σημεία μέ εντελώς συνοπτικό τρόπο.

1. Ετυμολογία τής λέξεως ορφάνια

Η ορφάνια στήν ζωή τών παιδιώνΕτυμολογικά η λέξη ορφάνια προέρχεται από τήν λέξη ορφανός, πού είναι παράγωγο τής αρχικής λέξεως όρφος, πού σημαίνει εστερημένος καί μέ τήν προσθήκη τής συλλαβής -ανός, σημαίνει τό παιδί πού δέν έχει γονιό.

Είναι γνωστόν ότι τά παιδιά είναι καρπός τής συνδυαστικής σχέσης τών δύο φύλων καί επομένως είναι αποτέλεσμα αγάπης δύο ανθρώπων. Κανονικά αναπτύσσονται μέσα σέ ένα φυσικό περιβάλλον, όπου υπάρχουν γονείς, δηλαδή μιά οικογένεια, η οποία είναι τό κατάλληλο κοινωνικό καί φυσικό θερμοκήπιο γιά νά αναπτυχθούν. Επί πλέον τά παιδιά έρχονται στήν ζωή μέ ελπίδα καί αισιοδοξία, είναι γεμάτα ζωή καί πρόκειται νά συντελέσουν κατά διαφόρους βαθμούς στήν κοινωνία καί τήν ανθρωπότητα. Καί τά δύο αυτά στοιχεία είναι αντίθετα τής ορφάνιας.

2. Οι διαδοχικές κρίσεις τής ορφάνιας καί τού πένθους

Επανειλημμένως έχω τονίσει ότι κάθε άνθρωπος κουβαλάει στήν ζωή του τόν θάνατο ως ένα «βιολογικό» καί «ψυχολογικό φορτίο». Αυτό σημαίνει ότι μέσα στά κύτταρά μας υπάρχουν τά γονίδια τής γηράνσεως, τά οποία οδηγούν καί στόν θάνατο καί αυτό βέβαια επηρεάζει καί τήν ψυχολογική διάθεση τού ανθρώπου. Επομένως, ο άνθρωπος σέ όλη του τήν ζωή διέρχεται μέσα από διάφορες διαδοχικές κρίσεις θανάτου. Κάθε βίωση τού θανάτου είναι μιά τραυματική εμπειρία πού αγγίζει όλη τήν ψυχοσωματική κατάσταση τού ανθρώπου, συνδέεται μέ τόν ψυχολογικό του κόσμο καί εκφράζεται μέ τό κλάμα καί τό πένθος.

Ήδη τό πρώτο κλάμα τού νεογνού μετά τήν γέννησή του συνδέεται μέ μιά πρώτη ορφάνια καί μέ ένα ιδιότυπο πένθος. Βεβαίως, πολλοί τονίζουν ότι τό κλάμα τού νεογνού είναι στοιχείο υγείας καί συνιστά ελπίδα, αφού δείχνει ότι τό νεογνό είναι γερό, αλλά σίγουρα αυτό τό κλάμα συνδέεται μέ μιά ανασφάλεια. Γιά εννέα μήνες τό έμβρυο βρισκόταν σέ ένα ήσυχο περιβάλλον, τήν μήτρα τής μητέρας του, καί μετά τήν γέννηση αλλάζουν όλα τά δεδομένα.

Όταν ο μαιευτήρας κόβη τόν ομφάλιο λώρο, τό βρέφος παύει νά τρέφεται από τήν αναπνοή καί τίς ουσίες τής μητέρας του καί αρχίζει τίς επίπονες προσπάθειες νά έχη δική του αναπνοή καί νά τρέφεται μέ τίς δικές του δυνάμεις. Επομένως, από εκείνη τήν στιγμή τό βρέφος αρχίζει τήν διαδικασία τής ανεξαρτητοποιήσεως. Αυτό τό γεγονός είναι μιά ιδιότυπη ορφάνια πού συνδέεται μέ ένα ιδιότυπο πένθος καί εκφράζεται μέ τό κλάμα. Τό ίδιο πένθος θά αισθανθή τό βρέφος όταν θά αποκοπή από τόν μητρικό θηλασμό.

Αυτό τό πένθος καί η ιδιότυπη ορφάνια θά βιωθή από τό παιδί καί τήν ημέρα πού θά εξαναγκασθή νά αποχωρισθή από τήν οικογένεια μέσα στήν οποία έζησε τά πρώτα χρόνια τής ζωής του μέ τά συγκεκριμένα αγαπητά πρόσωπα, γιά νά ενταχθή στήν ευρύτερη οικογένεια τού Σχολείου. Τότε θά κοπή ένας άλλος ψυχολογικός ομφάλιος λώρος καί τό παιδί θά αισθανθή ένα συναισθηματικό πένθος καί μιά ιδιότυπη ορφάνια, αφού θά χάση τήν ασφάλεια τών αγαπητών του προσώπων καί θά ενταχθή σέ μιά άλλη κοινότητα μέ νέα άγνωστα πρόσωπα. Αυτός ο θάνατος καί η ορφάνια είναι πηγή στενοχωρίας, αλλά συγχρόνως καί υγείας, γιατί θά τού προσφέρη νέες εμπειρίες.

Ο Jean Piaget (1896-1980) υποστηρίζει ότι τό βρέφος καί τό παιδί περνάει μέσα από στάδια γνωστικής εξέλιξης, από τό αισθητηριο-κινητικό στάδιο (μέχρι 2 ετών), τό προ-ενεργητικό στάδιο (2-7 ετών), τό στάδιο τών συγκεκριμένων νοητικών ενεργειών (7-11 ετών), μέχρι πού ως έφηβος σκέπτεται μέ πιό αφηρημένο εννοιολογικό καί λογικό τρόπο (11-15 ετών). Επίσης ο Erik Erikson (γεννήθηκε τό 1902) περιγράφει τήν ψυχοκοινωνική ανάπτυξη τού παιδιού καί γενικά τού ανθρώπου μέσα από διάφορες συγκρούσεις, ήτοι σύγκρουση μεταξύ εμπιστοσύνης καί έλλειψης εμπιστοσύνης, αυτονομίας καί ντροπής, αμφιβολίας, πρωτοβουλίας καί ενοχών, ικανότητας καί κατωτερότητας, ταυτότητας καί σύγχυσης ρόλων, οικειότητας καί απομόνωσης. Συνήθως μέ τίς συγκρούσεις επέρχεται μιά επίλυση. Ωστόσο αυτό δημιουργεί ένα ιδιότυπο πένθος.

Φυσικά, αυτό τό ιδιότυπο πένθος θά συνεχίζεται σέ όλη τήν ζωή τού ανθρώπου, αφού η μετάβαση από μιά φάση τής ζωής σέ άλλη γίνεται πάντοτε μέ έναν θάνατο. Τό ίδιο, βέβαια, θά συμβή στό παιδί μέ τήν κοπή ενός ψυχολογικού ομφάλιου λώρου, δηλαδή από τήν απόσπαση από διάφορες εξαρτήσεις τίς οποίες είχε αποκτήσει στήν έως τότε ζωή του. Καί στήν περίπτωση αυτή βιώνεται μιά άλλη ψυχολογική ορφάνια, η οποία όμως είναι στοιχείο υγείας, γιατί άν αργήση νά κοπή ή άν δέν κοπή καθόλου αυτός ο ψυχολογικός ομφάλιος λώρος, τότε δημιουργούνται άλλα ψυχολογικά καί κοινωνικά προβλήματα.

3. Η βιολογική καί ψυχολογική ορφάνια

Πέρα από αυτήν τήν βιολογική καί ψυχολογική ορφάνια πού βιώνει τό έμβρυο μόλις γεννηθή, υπάρχει καί η ορφάνια από τόν θάνατο τών γονέων του καί γενικότερα τών αγαπητών του προσώπων στά μετέπειτα χρόνια, τού παππού, τής γιαγιάς, τών θείων καί μερικές φορές τών αδελφών του.

Ο Otto Rank, πού είναι ένας από τούς σκαπανείς τής ψυχαναλυτικής θεωρίας, έγραφε: «Ο άνθρωπος βασικά ζητά τήν αθανασία. Ο,τιδήποτε δέν τού δίνει τελικά τήν αθανασία, τού αφήνει τήν γεύση μιάς πικρής απογοήτευσης». Αυτή η απογοήτευση βιώνεται μέ τήν ορφάνια καί τό πένθος, αλλά καί τό κλάμα του είναι έκφραση τής ορφάνιας.

Κάνοντας λόγο γιά τόν θάνατο στήν ζωή τών παιδιών πρέπει νά γίνη αναφορά στόν γνωστό Ελβετό ψυχολόγο Piaget, ο οποίος μελετώντας τήν γνωστική ανάπτυξη τού παιδιού υπεστήριξε ότι τό παιδί στήν ηλικία τών 6-7 ετών βλέπει σάν ζωντανό ό,τι κινείται, αλλά στήν ηλικία 7-11 ετών τά παιδιά γιά πρώτη φορά αποκτούν τήν αντίληψη ότι ο θάνατος είναι ένα τελικό γεγονός στήν ζωή τού ανθρώπου, δηλαδή είναι ένα μή αναστρέψιμο γεγονός. Αυτό τό γεγονός τού δημιουργεί θλίψη καί βεβαίως πένθος. Αλλά αυτή η θεωρητική αίσθηση τού θανάτου μετατρέπεται κατά τήν διάρκεια τής εφηβείας σέ μιά ώριμη συναισθηματική χρωματισμένη αντίληψη τού θανάτου. Οπότε, ο έφηβος περνά μιά υπαρξιακή κρίση αναζητώντας τό νόημα καί τήν αξία τής ζωής καί διερωτώμενος γιά τό ποιό νόημα έχει όλος αυτός ο κόπος καί η προσπάθεια πού καταβάλλει.

Αυτός είναι ο λόγος γιά τόν οποίον συνήθως τά παιδιά τής ηλικίας 7-11 ετών, όπως αργότερα καί οι έφηβοι, ενδιαφέρονται νά μάθουν γιά τόν θάνατο, αντιμετωπίζουν τό άγχος τής ανυπαρξίας καί αυτό φαίνεται από τό ότι αναζητούν έντονες συναισθηματικές εμπειρίες, ακόμη δέ καί επικίνδυνες περιπέτειες ή ταινίες πού έχουν τρόμο, γιατί θέλουν νά επιβεβαιώσουν μέ τόν τρόπο αυτό ότι είναι ζωντανοί, ότι υπάρχουν.

Έχει σημειωθή ότι τά παιδιά στά πρώτα χρόνια τής ζωής τους αισθάνονται τόν θάνατο σάν κάτι τό οποίο δέν είναι πραγματικό καί νομίζουν ότι η ζωή είναι ατέλειωτη, μέσα στήν οποία θά μπορέση νά πραγματοποιήση όλες τίς επιθυμίες του. Καί αυτό συνδέεται μέ τά παιχνίδια τά οποία παίζουν, αφού τά σκοτωμένα στρατιωτάκια ξαναγυρίζουν πάλι στήν ζωή καί τήν δράση τους. Αυτή δέ η παιδική φαντασιώδης αίσθηση γιά τήν ζωή διατηρείται καί στούς ενήλικες, όταν δέν θέλουν νά συμφιλιωθούν μέ τόν θάνατο. Αυτό είναι μιά ανώριμη ψυχολογική κατάτασταση.

Εκτός από τήν βιολογική ορφάνια πού βιώνει τό παιδί καί ο έφηβος από τήν στέρηση αγαπητών του προσώπων, υπάρχει καί η ψυχολογική ορφάνια, πού συμβαίνει όταν ένα μέλος τής οικογενείας, ενώ είναι παρόν σωματικά, απουσιάζει συναισθηματικά. Αυτό συνδέεται μέ τό λεγόμενο «συναισθηματικό διαζύγιο», όταν οι σύζυγοι ζούν μαζί στό ίδιο σπίτι συμβατικά, αλλά μεταξύ τους υπάρχει μεγάλο συναισθηματικό χάος. Τό παιδί μέ τίς ισχυρές αντένες τίς οποίες έχει αντιλαμβάνεται αυτήν τήν κατάσταση καί καταλαμβάνεται από τό άγχος τής ψυχολογικής ορφάνιας, αλλά καί αγωνιά γιά τήν ενδεχόμενη βιολογική ορφάνια μέ τό ενδεχόμενο διαζύγιο. Αυτό τό βίωμα είναι κατά κάποιον τρόπο βίωμα θανάτου.

Παρατηρώντας μερικά παιδιά στό Σχολείο έχουμε τήν δυνατότητα νά διαπιστώσουμε τό πένθος πού εκφράζεται στά μάτια τους, στίς σκέψεις καί τήν συμπεριφορά τους από τήν ψυχολογική ορφάνια πού τούς διακρίνει, αλλά καί τόν φόβο τού ενδεχομένου διαζυγίου. Πολλά παιδιά όταν βλέπουν αυτό τό συναισθηματικό χάος στούς γονείς τους έχουν τό θάρρος νά τούς παρακαλέσουν νά μή χωρίσουν. Σέ άλλα παιδιά αυτό τό πένθος υποβόσκει μέσα τους καί σάν σκουλίκι κατατρώγει τά σωθικά τους.

Μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική εντάσσεται καί τό γεγονός ότι πολλά παιδιά αναζητούν μιά προστασία στήν ζωή τους. Έχω διαβάσει περιστατικά πού μικρά κορίτσια στό υπόγειο σιδηροδρομικό σταθμό τής Νέας Υόρκης σταματούσαν άγνωστους ανθρώπους καί τούς ζητούσαν νά γίνουν «ο πατέρας τους».

4. Ο διφυής χαρακτήρας τής ορφάνιας καί τού πένθους

Η βίωση τής ορφάνιας καί τού πένθους έχει έναν διφυή χαρακτήρα, δηλαδή μπορεί νά οδηγήση τό παιδί στίς διάφορες μορφές ψυχώσεων ή μπορεί νά τό βοηθήση στήν πνευματική καί ψυχολογική ωρίμανσή του. Αυτό εξαρτάται από τήν όλη παιδεία καί αγωγή τήν οποία δέχεται τό παιδί από τήν μικρή του ηλικία στήν οικογένεια, τό σχολείο καί τήν κοινωνία.

Οι ψυχαναλυτές έχουν υπογραμμίσει ότι ο θάνατος ενός γονιού ή ενός αγαπητού προσώπου δημιουργεί στό παιδί διάφορα ψυχολογικά τραύματα καί πολλές ψυχολογικές διαταραχές. Δηλαδή, τό παιδικό πένθος σχετίζεται «μέ διάφορες μορφές νηπιακής ψυχώσεως, μέ ανακλητική κατάθλιψη, μέ αυτοκτονία, μέ σωματικές αρρώστιες, μέ παιδική εγκληματικότητα καί έμμεσα μέ τίς ψυχονευρώσεις».

Από τό άλλος μέρος, τό παιδικό πένθος μπορεί νά βοηθήση στήν ψυχολογική καί πνευματική ωρίμανση τού ανθρώπου, δηλαδή νά συντελέση στήν διαδικασία τής μετάβασης τού ανθρώπου από τόν ναρκισσισμό στήν ανάπτυξη τής αλτρουϊστικής αγάπης, τής μετάβασης από τήν έμμονη ναρκισσιστική απασχόληση μέ τόν εαυτό του στήν συμπάσχουσα διάθεση γιά τόν πόνο τού άλλου, πράγμα πού είναι ο σκοπός τής ψυχοθεραπείας.

Ήδη τό βρέφος από τήν πρώτη στιγμή τής γεννήσεώς του αρχίζει νά προσκολλάται στό περιβάλλον του καί ιδίως στήν μητέρα του, πού είναι η πιό δυνατή προσκόλληση πού αισθάνεται ο άνθρωπος. Οι προσκολλήσεις αυτές προσφέρουν μιά ασφάλεια καί ζεστασιά, αλλά συγχρόνως δημιουργούν καί άγχος μέ τήν σκέψη τής απώλειας αυτής τής ασφάλειας, οπότε ο άνθρωπος παραμένει ανώριμος. Έτσι, τό πένθος διευκολύνει τήν διαδικασία μεταβάσεως τού παιδιού από τήν παιδική ανευθυνότητα στήν υπευθυνότητα τού ενηλίκου. Οπότε, όπως έχει εντοπίσει η ψυχολογία καί η ψυχιατρική, η εμπειρία τής απώλειας αγαπητών προσώπων αλλά καί τό πένθος είναι απαραίτητα γιά τήν ανάπτυξη καί τήν ωρίμανση τού ανθρώπου.

Βεβαίως, όπως υπογραμμίσθηκε προηγουμένως, οι κάθε είδους απώλειες προκαλούν ναρκισσιστικούς τραυματισμούς, μεταξύ τών οποίων σημαντική θέση κατέχει η κατάθλιψη, ωστόσο οι εμπειρίες αυτές μέ τήν βοήθεια ενός καταλλήλου τρόπου αντιμετωπίσεως βοηθούν στήν προσωπική ανάπτυξη τού ανθρώπου, στήν εγκατάλειψη τής μεγαλομανίας καί τών παιδικών απατηλών αντιλήψεων γιά τήν παντοδυναμία του.

5. Η αντιμετώπιση τής ορφάνιας καί τού πένθους

Η βιολογική καί ψυχολογική ορφάνια είναι ένα γεγονός πού δημιουργεί πόνο καί πένθος στήν ζωή τού παιδιού. Τό παιδί καί ο έφηβος πού φλέγεται γιά ζωή δέν μπορεί νά συμβιβασθή εύκολα μέ τόν θάνατο αγαπητών του προσώπων. Τά ερωτήματά του είναι αλλεπάλληλα καί γι' αυτό χρειάζεται μιά ιδιαίτερη προσπάθεια γιά νά βοηθηθούν νά αντιμετωπίσουν τόν θάνατο μέσα στά πλαίσια τής οικογενειακής καί κοινωνικής τους ζωής.

Μιά βοήθεια γιά τήν αντιμετώπιση τού θανάτου, αλλά καί τής ορφάνιας, είναι αυτή πού προσφέρει «Η γενική θεωρία τών συστημάτων». Σύμφωνα μέ τήν θεωρία αυτή, όταν δύο άνθρωποι κάνουν μιά οικογένεια δημουργούν ένα σύστημα σχέσεων. Αλλά η οικογένεια είναι τό υποσύστημα μέσα στό ευρύτερο σύστημα τής κοινωνίας, τής κοινότητας, τού Έθνους καί τού κόσμου. Επίσης, καί μέσα στήν οικογένεια υπάρχουν άλλα υποσυστήματα, όπως τό υποσύστημα τών γονέων, τό υποσύστημα τών παιδιών. Μεταξύ τών συστημάτων, υποσυστημάτων καί υπερσυστημάτων θά πρέπει νά υπάρχουν τρείς πραγματικότητες, ήτοι σωστή οργάνωση, σύνορα καί δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ τους.

Δηλαδή, στό σύστημα τής οικογένειας πρέπει νά υπάρχη καλή οργάνωση κάθε υποσυστήματος, αλλά καί όρια μεταξύ παιδιών καί γονέων, καί επί πλέον καί δυνατότητα ορθής επικοινωνίας μεταξύ τών υποσυστημάτων. Τό ίδιο πρέπει νά συμβαίνη μεταξύ τής οικογένειας καί ευρύτερα τής κοινωνίας. Η οικογένεια πρέπει νά είναι καλά οργανωμένη, νά υπάρχουν συγκεκριμένα όρια μεταξύ οικογένειας καί κοινωνίας, αλλά καί δυνατότητα σωστής επικοινωνίας μεταξύ αυτών τών δύο θεσμών.

Οπότε, η βιολογική καί ψυχολογική ορφάνια αντιμετωπίζεται όταν εκτός από τήν οικογένεια υπάρχη καί καλή συγκρότηση τού Σχολείου, τής κοινωνίας καί τής Εκκλησίας. Όλοι αυτοί οι θεσμοί μπορεί νά βοηθήσουν τό παιδί νά αντιμετωπίση τήν βιολογική καί ψυχολογική ορφάνια, τήν οποία ούτως ή άλλως θά αντιμετωπίση στήν ζωή του. Όταν όμως κλονίζωνται ή υπονομεύωνται οι θεσμοί, τότε η ορφάνια παραμένει αθεράπευτη.

Η σύντομη αυτή εισήγηση δέν είχε σκοπό νά εξαντλήση τό θέμα ούτε νά προτείνη ειδικότερες λύσεις, πράγμα τό οποίο θά γίνη μέ άλλες εισηγήσεις, αλλά απλώς νά επισημάνη τό πρόβλημα τής ορφάνιας καί τού πένθους πού παρατηρείται στό βρέφος, τό παιδί καί τόν έφηβο.

Ευχαριστώ πολύ γιά τήν προσοχή σας.

  • Προβολές: 3840