Ἀπὸ τὴν συζήτηση μὲ τοὺς Φοιτητὲς τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Μόσχας
Δημοσιεύουμε σὲ συνέχειες τὴν πολὺ ἐνδιαφέρουσα συζήτηση τοῦ Σεβασμιωτάτου μὲ τοὺς Φοιτητὲς τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Μόσχας, στὴν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου (βλέπε τεῦχος 158).
***
Γιὰ τὸν Πνευματικό
Ἐρώτηση: Εἶναι καλὴ ἡ ὑπακοὴ στὸν Πνευματικό, ὁ ὁποῖος βρίσκεται μέσα στὸν κόσμο ἢ εἶναι ἐπιτεταγμένος Πνευματικὸς μέσα στὸ μοναστήρι; Ἅς ποῦμε εἶναι καλός, δὲ βρίσκεται σὲ πλάνη ἀλλὰ δὲν ἔχει τὶς πνευματικὲς ἐμπειρίες τῆς προσευχῆς. Ποὺ μπορεῖ νὰ ὀδηγήση τέτοια ὑπακοὴ καὶ τί πρέπει νὰ κάνη ὁ ἄνθρωπος σὲ κατάσταση τῆς πνευματικῆς ἀναζήτησης, ὅταν ἔχη σχέση μὲ τέτοιον Πνευματικό;
Ἀπάντηση: Ὁ Πνευματικὸς Πατέρας εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ ὀδηγήση τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὴν θέωση. Ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό, νὰ ὀδηγήση τὸν ἄνθρωπο στὴν θέωση καὶ ὄχι νὰ γίνη αὐτοσκοπός. Οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶπαν ὅτι ὑπάρχουν τρία στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη, ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ καὶ ἡ θέωση. Ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη εἶναι τὸ πρῶτο στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Μετὰ πρέπει νὰ φθάση κανεὶς στὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ στὴν συνέχεια στὴν θέωση. Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ οἱ τρεὶς αὐτοὶ βαθμοὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς συνδέονται μὲ τοὺς τρεὶς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης. Ἑρμηνεύει ὅτι ὁ διάκονος βοηθᾶ τοὺς ἀνθρώπους νὰ καθαρισθοῦν ἀπὸ τὰ πάθη, μετὰ τοὺς ὁδηγεῖ στὸν ἱερέα, ὁ ὁποῖος βοηθᾶ νὰ φωτισθῇ ὁ νούς τους, καὶ μετὰ τοὺς ὁδηγεῖ στὸν Ἐπίσκοπο ποὺ τοὺς διδάσκει νὰ πορεύωνται πρὸς τὴν θέωση.
Παρατηρῶ αὐτὲς τὶς μέρες ἐδῶ ὅτι, ὅπου στέκεται ὁ Ἐπίσκοπος στὸν Ἱερὸ Ναό, τοποθετεῖτε ἕνα χαλάκι ποὺ ἔχει πάνω του τὸν ἀετό. Γιατί τὸ κάνετε αὐτό; Ἐγὼ νομίζω γιατί θεωροῦμε ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι θεολόγος, εἶναι εἰς τύπον καὶ τόπον τοῦ Χριστοῦ καὶ διάδοχος τῶν Ἀποστόλων, γι' αὐτὸ ἔχει βιώσει τὴν Πεντηκοστή. Ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ προσωπικὴ μέθεξη τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικὸ θεραπευτήριο, ὅπως εἶπα στὴν εἰσήγησή μου. Στὸ νοσοκομεῖο γιὰ τὶς σωματικὲς ἀσθένειες ὑπάρχουν οἱ νοσοκόμες, οἱ γιατροί, οἱ διευθυντὲς καθηγητές. Αὐτὸ παρατηρεῖται καὶ στὴν Ἐκκλησία. Εἴμαστε ἄρρωστοι καὶ στὴν ἀρχὴ χρειαζόμαστε νοσοκόμους. Ὅταν καθαρίζεται ἡ καρδιὰ τότε χρειαζόμαστε ἕνα γιατρὸ ποὺ θὰ μᾶς ὀδηγήση βαθύτερα. Ὁ Πνευματικὸς Πατέρας βοηθάει στὴν ἀρχὴ τὰ πνευματικὰ παιδιὰ γιὰ νὰ ἀποκτήσουν ταπείνωση, ὑπακοή. Μετὰ ὅταν δὴ ὅτι τὸ πνευματικὸ παιδὶ θέλει καὶ ἄλλα, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ προσφέρη ἐκεῖνος, τότε ὁ ἴδιος ὁ Πνευματικὸς Πατέρας ὑποδεικνύει στὸ πνευματικό του παιδὶ ἕναν ἄλλο Πνευματικό. Τὸ ἴδιο κάνουμε καὶ στὶς σωματικὲς ἀσθένειες. Πηγαίνει κάποιος στὸν γιατρό, καὶ ὅταν ὁ γιατρὸς δηλώνη ἀδυναμία, δὲν γνωρίζη τὸ ἀντικείμενο, τότε δὲν κρατάει τὸν ἄνθρωπο κοντά του γιὰ νὰ πεθάνη, ἀλλὰ τὸν στέλνει σὲ κάποιον ἄλλο καλύτερο γιατρὸ στὴν Μόσχα καὶ ἐκτὸς Ρωσίας.
Ἔτσι γίνεται καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή. Εἶναι καλὸ ὁ Πνευματικὸς Πατέρας νὰ ἔχη ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ μπορῇ νὰ ξεχωρίζη τὸ κτιστὸ ἀπὸ τὸ ἄκτιστο, ἂν κάποια ἐνέργεια προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ ἀπὸ τὸν διάβολο. Ὅμως, ἐὰν ὁ Χριστιανὸς ἔχη πολλὲς πνευματικὲς ἀνάγκες καὶ ὁ Πνευματικὸς Πατέρας δὲν ἔχη μεγάλες ἐμπειρίες, τότε ὁ Χριστιανὸς διαβάζει τὰ βιβλία τῶν ἁγίων Πατέρων, προσεύχεται ὁ ἴδιος πνευματικά, καὶ στὴν συνέχεια ἀναλαμβάνει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς νὰ γίνη Πνευματικὸς Πατέρας τοῦ ἀνθρώπου. Θὰ τοῦ δείξη τὸν τρόπο τῆς σωτηρίας. Πολλὲς φορὲς θὰ συναντήση, χωρὶς κὰν νὰ τὸ ἐπιδιώξη, ἁγίους ἀνθρώπους. Αὐτὸ τὸ βρῆκα στὴν δική μου ζωή. Ὑπῆρχαν μερικοὶ Πνευματικοὶ Πατέρες ποὺ μὲ βοήθησαν, ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί. Ὅταν ὅμως κάποια στιγμὴ ἤθελα καὶ κάτι ἄλλο, τότε ὁ Θεὸς μοῦ ἄνοιξε τὸ δρόμο καὶ πῆγα στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ὅταν ἀναζητοῦσα κάτι περισσότερο, τότε ὁ Θεὸς μοῦ ἄνοιξε τὸ δρόμο καὶ γνώρισα τὸν Γέροντα Σωφρόνιο. Θυμᾶστε τὸν Αἰθίοπα τῆς Κανδάκης ποὺ πῆγε νὰ προσκυνήση στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπως περιγράφουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Διάβαζε τὸν Προφήτη Ἠσαΐα στὸ ἅρμα ποὺ ἦταν. Τότε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶπε στὸν Φίλιππο: «Πήγαινε καὶ προσκολλήσου σὲ αὐτὸ τὸ ἅρμα». Καὶ ὅταν πραγματοποιήθηκε αὐτό, εἶπε ὁ Φίλιππος στὸν Αἰθίοπα: «Ἄραγε γνωρίζεις αὐτὰ ποὺ διαβάζεις;». Καὶ τοῦ ἀπήντησε: «Καὶ πῶς μπορῶ νὰ γνωρίζω, ἂν δὲν ὑπάρχη ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὲ ὀδηγήση;». Καὶ ὁ Φίλιππος ὄχι μόνον τὸν ὁδήγησε, τὸν βοήθησε, ἀλλὰ καὶ τὸν βάπτισε (Πράξ. ἡ', 26-40).
Ἐὰν δώσουμε τὴν καρδιά μας στὸ Θεό, τότε Ἐκεῖνος θὰ μᾶς στείλη κατάλληλους ὁδηγούς. Καὶ ἂν δὲν ὑπάρχη κατάλληλος ὁδηγός, τότε εἶναι ὑποχρεωμένος ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς νὰ μᾶς καθοδηγήση. Ἦταν ἕνας μοναχὸς στὸ Ἅγιο Ὅρος, εἶχε τὸν Γέροντά του καὶ τὸν βοηθοῦσε. Καὶ ὅταν πέθανε ὁ Γέροντας εἶπε: «Θεέ μου, τί θὰ κάνω τώρα χωρὶς Γέροντα;». Ἔπεσε σὲ μεγάλη ἀπελπισία. Καὶ εἶπε τότε στὸν Θεό: «Θεέ μου, εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ μὲ βοηθήσης». Καὶ ὁ Θεὸς τὸν βοήθησε. Τὸ σημαντικὸ εἶναι νὰ ἔχουμε δίψα καὶ πεῖνα γιὰ Θεό. Δὲν λέμε στοὺς μακαρισμοὺς «μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται»; Ὅποιοι πεινᾶνε καὶ διψᾶνε γιὰ τὸν Θεὸ θὰ χορτάσουν. Καὶ ὄχι μόνο θὰ χορτάσουν καὶ θὰ ξεδιψάσουν, ἀλλὰ συγχρόνως θὰ διψοῦν καὶ θὰ πεινοῦν ἀκόμη περισσότερο.
Γιὰ τὸν Μοναχισμὸ καὶ τὸ Γάμο
Ἐρώτηση: Σὲ ποιό βαθμὸ ὁ μοναχικὸς τρόπος ζωῆς στὴν θεολογία τῆς θεωρίας εἶναι πιὸ ὑψηλὰ ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ γάμου;
Ἀπάντηση: Ὅταν κανεὶς εἰσέρχεται στὴν Ἐκκλησία καὶ βαπτίζεται ἔχει σκοπὸ νὰ φθάση στὴν θέωση. Ἡ θέωση εἶναι γιὰ κάθε ἄνθρωπο, γιὰ κάθε Χριστιανό. Αὐτὸ ἀκριβῶς φαίνεται στὴν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος καὶ στὴν ὅλη πνευματικὴ ζωή. Ὑπάρχει ὁ ἐν Χριστῷ γάμος καὶ ἡ ἐν Χριστῷ παρθενίᾳ. Ἂν ὁ γάμος δὲν εἶναι ἐν Χριστῷ δὲν σώζει. Καὶ ἂν ἡ παρθενία δὲν εἶναι ἐν Χριστῷ δὲ σώζει. Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι γάμος ἢ παρθενία, ἀλλὰ τὸ πῶς ὁ ἄνθρωπος θὰ ζῆ ἐν Χριστῷ καὶ ἐν τῇ Ἐκκλησία. Βέβαια, ὅταν κανεὶς εἶναι καλὸς μοναχός, τότε τοῦ δίνονται μεγαλύτερες δυνατότητες γιὰ νὰ σωθῇ καὶ νὰ φτάση σὲ ὑψηλὸ βαθμὸ πνευματικῆς ζωῆς. Γιατί στὸν γάμο πρέπει κανεὶς νὰ συνυπάρχη μὲ ἕνα ἄλλο πρόσωπο καὶ νὰ βαδίζουν μὲ ἕνα ζυγὸ καὶ οἱ δυό. Ὑπάρχουν, ὅμως, περιπτώσεις ποῦ ἕνας ἔγγαμος φθάνει σὲ μεγάλο ὕψος πνευματικῆς ζωῆς καὶ ἕνας μοναχὸς παραμένει στὰ χαμηλὰ ἐπίπεδα πνευματικῆς ζωῆς. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει ὅτι ὁ Προφήτης Ἠσαΐας ἦταν ἔγγαμος, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ φθάση στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ λέω ὅτι, ὅταν κανεὶς ἔχη δίψα γιὰ τὸν Θεό, δὲν τὸν ἐμποδίζει οὔτε ὁ γάμος οὔτε ἡ παρθενία. Βέβαια ὑπάρχουν βαθμοὶ θεωρίας καὶ ἁγιότητας.
Ὁ π. Παΐσιος κάποτε εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει τὴν δική του ἀριθμητική. Ἡ δική μας ἀριθμητικὴ εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἀριθμητικὴ τοῦ Θεοῦ. Γιὰ παράδειγμα, τὸ ἐννιὰ γιὰ τὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἄριστα, ἐνῷ τὸ τέσσερα ἢ τὸ δυὸ νὰ εἶναι ἄριστα. Καὶ ἐξήγησε ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ τῶν ταλάντων εἶπε ὅτι στὸν ἕνα δόθηκαν πέντε τάλαντα, στὸν ἄλλο δυὸ καὶ στὸν τρίτο ἕνα, γιὰ νὰ τὰ διπλασιάσουν. Ἐκεῖνος ποῦ πῆρε τὰ πέντε τάλαντα, ἔπρεπε νὰ τὰ κάνη δέκα γιὰ νὰ πάρη τὸ ἄριστα. Ἐὰν τὰ ἔκανε ἐννιά, δὲν πῆρε τὸ ἄριστα. Ἐκεῖνος ποῦ πῆρε τὰ δυὸ ἔπρεπε νὰ τὰ κάνη τέσσερα, γιὰ νὰ πάρη τὸ ἄριστα. Γιὰ τὸν Θεὸ τὸ ἐννέα δὲν εἶναι ἄριστα, ἐνῷ τὸ τέσσερα εἶναι. Ἔτσι ἡ ἀριθμητικὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἀριθμητικὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ θέμα εἶναι ὅτι ὁ Χριστιανὸς ὅ,τι κάνει στὴν ζωή του, πρέπει νὰ τὸ κάνη ἐν Χριστῷ. Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος λέγει ὅτι μερικοὶ μακάρισαν τὸν ἐρημητικὸ βίο ὡς καλύτερο καὶ ἄλλοι μακάρισαν τὸν κοινοβιακὸ βίο. Γιὰ μένα, λέγει ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, καλύτερος εἶναι αὐτὸς ὁ βίος ποῦ γίνεται γιὰ τὸν Χριστό, γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν ἔγγαμοι ἄνθρωποι ποῦ σώζονται, μπαίνουν στὸν Παράδεισο, καὶ ὑπάρχουν μοναχοὶ ποῦ δὲν θὰ σωθοῦν. Ὁπότε, τὸ θέμα εἶναι νὰ ζοῦμε ἐκκλησιαστικὴ ζωή, νὰ ρωτᾶμε τὸν Πνευματικὸ Πατέρα τί πρέπει νὰ κάνουμε στὴν ζωή μας καὶ αὐτὸ ποῦ θὰ κάνουμε νὰ τὸ κάνουμε κατὰ Θεό.
Ὁ πατέρας μου ἤθελε νὰ γίνη μοναχός. Πῆγε στὸ μοναστήρι ἀλλὰ τὴν πρώτη ἑβδομάδα, πρὶν γίνει μοναχός, ἔγινε πόλεμος μὲ τοὺς Ἰταλοὺς καὶ τὸν ἐπιστράτευσαν. Ὁ ἡγούμενος τοῦ εἶπε νὰ πάη στὸν πόλεμο καὶ ἂν σωθῇ καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ γίνη μοναχὸς μποροῦσε νὰ ἐπανέλθη στὸ μοναστήρι. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ πολέμου προσευχόταν, κοινωνοῦσε συχνὰ καὶ ὅταν τελείωσε ὁ πόλεμος ὁ Πνευματικὸς τοῦ εἶπε: «Ἐσὺ πρέπει νὰ παντρευθὴς» καὶ τοῦ ὑπέδειξε ἕνα πρόσωπο. Ἐκεῖνος ἔκανε ὑπακοὴ καὶ παντρεύθηκε. Κάποτε μοῦ ἔγραψε σὲ γράμμα: «Ἐὰν παντρεύθηκα τὸ ἔκανα γιὰ δυὸ λόγους: πρῶτον, γιατί ἤθελα νὰ κάνω ὑπακοὴ στὸν Πνευματικό μου Πατέρα καὶ δεύτερον, ἤθελα νὰ κάνω παιδιὰ γιὰ νὰ τὰ ὑπηρετήσω». Ἀγαποῦσε πάρα πολὺ τοὺς μοναχούς, διάβαζε μοναχικὰ βιβλία, διάβαζε τὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος. Καὶ ἡ μητέρα μου ζοῦσε πολὺ μοναχικά. Μὲ προσευχή, μὲ νηστεία. Εἰσῆλθα μιὰ φορὰ μέσα στὸ σπίτι καὶ τὴν εἶδα νὰ κάνη μετάνοιες καὶ νὰ προσεύχεται. Ἐγὼ δὲν ἔχω τὴν πίστη καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ ποῦ εἶχαν οἱ γονεῖς μου.
Ἡ μητέρα μου στὸ τέλος τῆς ζωῆς της ἦταν γιὰ πέντε χρόνια κατάκοιτη καὶ συνεχῶς προσευχόταν στὸ Θεό. Τότε τὴν ρώτησα ἂν εἶχε κάποιο παράπονο. Μοῦ ἀπάντησε: «Δὲν ἔχω κανένα παράπονο, χίλιες δόξες νὰ ἔχη ὁ Θεός. Δὲν εἶμαι ἄξια νὰ Τὸν δοξάζω». Καὶ ὅμως ἦταν κατάκοιτη.
Ὁ πατέρας μου πέθανε στὸ Νοσοκομεῖο. Ὅταν τὸν ἔφεραν στὸ σπίτι, κάθισε δίπλα στὸ φέρετρό του, τὸν χάϊδεψε στὸ μέτωπο καὶ τοῦ εἶπε: «Γιατί ἔφυγες; Γιατί δὲ μὲ χαιρέτισες; Τόσα χρόνια περάσαμε καλά, γιατί ἔφυγες τόσο ξαφνικά;». Καὶ μετὰ εἶπε: «Ἄντε, δὲν πειράζει. Πήγαινε στὸ καλὸ καὶ καλὴ ἀντάμωση». Οἱ γονεῖς μου σώθηκαν, ἐγὼ δὲν ξέρω ἀκόμη ἂν θὰ σωθῶ. Γι' αὐτὸ νὰ προσεύχεσθε καὶ ἐσεῖς γιὰ νὰ σωθῶ καὶ ἐγὼ καὶ νὰ μὴ διαψεύσω τοὺς γονεῖς μοῦ ποῦ μὲ γέννησαν καὶ μὲ ἀγάπησαν.
Ἑπομένως, ἡ παρθενία εἶναι μιὰ εὐλογημένη κατάσταση, ἡ ὁποία δίνει πολλὲς προϋποθέσεις, γιὰ νὰ ἀνεβῇ κανεὶς σὲ μεγάλο ὕψος πνευματικῆς ζωῆς. Ὅμως, ὅταν κανεὶς δὲν τὶς ἀξιοποιῇ, τότε ἀποτυγχάνει. Ἀλλὰ καὶ ὁ γάμος εὐλογεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ γάμου καὶ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ σωθῇ. Ὅλα πρέπει νὰ γίνωνται ἐν Χριστῷ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλῶντας γιὰ τὸν γάμο καὶ τὴν παρθενία λέγει: «Ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ, ὃς μὲν οὕτως, ὃς δὲ οὕτως» (Α' Κόρ. ζ', 7).
Ἡ θεία Λειτουργία καὶ ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ
Ἐρώτηση: Ἡ θεία Λειτουργία καὶ ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ ἱερεὺς ἡσυχαστής;
Ἀπάντηση: Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τὸ κέντρο τῶν Μυστηρίων καὶ τὸ κέντρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ζῆ κανεὶς στὴν θεία Λειτουργία χωρὶς προϋποθέσεις. Πρέπει νὰ προετοιμασθῇ κατάλληλα, ὥστε ὁ Θεὸς στὴν θεία Λειτουργία νὰ γίνη φῶς καὶ ζωὴ καὶ ὄχι καταδίκη. Ἀγωνίζεται κανεὶς ὥστε νὰ ζῆ πραγματικὰ στὴν θεία Εὐχαριστία. Στὸ σημεῖο αὐτὸ φαίνεται ποιά εἶναι ἡ σχέση μεταξὺ τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Ὁ καθένας στὴν θεία Λειτουργία λαμβάνει Χάρη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀνάλογα μὲ τὸν ἀγῶνα του. Σὲ ὅποια πνευματικὴ κατάσταση βρίσκεται, τόση Χάρη λαμβάνει. Ὅταν προσεύχεται κανεὶς ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ ἀγωνίζεται νὰ τηρήση τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή του, τότε θὰ αἰσθανθῇ τὴν θεία Εὐχαριστία ὡς εὐλογία καὶ ὡς Παράδεισο, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν θεία Λειτουργία ἀναπτύσσεται περισσότερο ἡ προσευχή.
Στὴν Ἀκολουθία, μετὰ τὴν θεία Κοινωνία παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς δώση δάκρυα μετανοίας καὶ κατανύξεως. Ρώτησα καποιον: «Τί αἰσθάνεσαι μετὰ ποῦ κοινωνεῖς;». Μοῦ λέει: «Αἰσθάνομαι μεγάλη χαρὰ καὶ εὐτυχία». Εἶναι βέβαια καὶ αὐτὴ μιὰ ἀπάντηση. Ἀλλὰ μετὰ τὴν θεία Κοινωνία πρέπει νὰ αἰσθανθῇ κανεὶς μετάνοια, νὰ λέη: «Κύριε, πόσο ἀνάξιος εἶμαι καὶ Ἐσὺ μὲ ἀξίωσες νὰ κοινωνήσω». Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος ἀναλύεται σὲ δάκρυα δοξολογίας, μετανοίας καὶ ἀγάπης γιὰ τὸν Θεό. Σήμερα στὴν θεία Λειτουργία ἔψαλε ἕνας χορὸς ποὺ ἀποτελεῖτο ἀπὸ πολλὰ μέλη καὶ ἦταν κάτι τὸ μεγαλόπρεπο. Ἔλεγα μέσα μου: «Θεέ μου, ἔτσι θὰ εἶναι καὶ ὁ Παράδεισος. Ὅπως τὸν περιγράφει καὶ ἡ Ἀποκάλυψη, ποὺ ψάλλει ὁ λαὸς "Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα"». Τὸ ἴδιο αἰσθάνθηκα ὅταν παρακολούθησα προχθὲς τὴν κηδεία τοῦ ἀρχιμανδρίτη Ματθαίου, ποὺ ἦταν τόσο θριαμβευτική, καὶ κατάλαβα ὅτι ὁ θάνατος εἶναι μιὰ θριαμβευτικὴ στιγμή.
Ἔτσι, ὅταν τελειώνη ἡ θεία Λειτουργία, ὅπου ζῆ κανεὶς αὐτὴ τὴν δοξολογία «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος Ἰσχυρός, ἅγιος Ἀθάνατος...», πηγαίνει στὸ δωμάτιό του καὶ λέει: «Πώ! Πώ! τώρα εἶμαι μόνος μου. Τί ὡραῖα ἦταν στὴν Λειτουργία! Τί ὡραῖα θὰ εἶναι στὸν Παράδεισο! Καὶ τώρα εἶμαι μόνος μου μὲ τὰ προβλήματά μου. Ἀξίωσέ με, Κύριε, καὶ αὔριο νὰ λειτουργήσω καὶ μεθαύριο νὰ πάω στὴν θεία Λειτουργία καὶ ἀξίωσέ με νὰ μπῶ στὸν Παράδεισο». Ὁπότε καὶ μετὰ τὴν θεία Λειτουργία ζῆ κανεὶς τὴν μετάνοια καὶ νοσταλγεῖ τὴν θεία ζωή. Ἔτσι ἔπρεπε νὰ ζοῦμε συνεχῶς στὴ ζωή μας καὶ πρὶν καὶ μετὰ τὴν θεία Λειτουργία, σὰν νὰ εἴμαστε μέσα στὴν θεία Λειτουργία.
Γιὰ παράδειγμα, ἡ Παναγία εἶχε τὸν Χριστὸ ἐννιὰ μῆνες μέσα στὴν κοιλιά της καὶ εἶχε κοινωνία μαζί Του. Προηγουμένως, πρὶν τὸν Εὐαγγελισμό, ἦταν δώδεκα χρόνια μέσα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων καὶ προσευχόταν ὡς ἠσυχάστρια. Δηλαδή, ἡ Παναγία ἐννέα μῆνες ποὺ κυοφοροῦσε τὸν Χριστὸ ἦταν μέσα στὴν θεία Λειτουργία. Ἐννέα μῆνες συνεχῶς κοινωνοῦσε μέρα-νύχτα ἀπὸ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ μᾶς δείχνει τί εἶναι ὁ Παράδεισος. Ἀλλὰ πρὶν τὴν σύλληψη τοῦ Χριστοῦ, ζοῦσε τὸν ἡσυχασμὸ καὶ εἶχε φθάσει στὴν θέωση, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Ὅταν δὲν μποροῦμε νὰ πετύχουμε αὐτὸ στὴν ζωή μας, τότε ἀρχίζει ἡ μετάνοια. Λέμε: «Θεέ μου, ἔτσι ἦταν ὁ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Εἶχε κοινωνία μὲ τὸν Θεό, μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ μετὰ δοκίμασε τὴν πτώση καὶ τὴν καταστροφή. Θεέ μου, ἀξίωσέ με νὰ ἀποκτήσω τὴν Βασιλεία σου, θεράπευσέ με γιὰ νὰ μπορέσω νὰ μπῶ στὸν Παράδεισο». Προσπάθησα νὰ σᾶς πῶ πὼς συνδέεται ἡ ἡσυχαστικὴ ζωὴ μὲ τὴν εὐχαριστιακὴ ζωή. Ὅταν ὑπάρχει κάποιος καὶ λέει: «Ἐγὼ προσεύχομαι στὸ Θεὸ καὶ δὲ μοῦ χρειάζεται ἡ θεία Λειτουργία» κάνει λάθος. Καὶ ὅταν κάποιος ἄλλος λέη: «Μοῦ ἀρέσει ἡ θεία Λειτουργία, ὅμως δὲν μοῦ ἀρέσει ἡ ἡσυχαστικὴ ζωή», καὶ αὐτὸ εἶναι λάθος. Γιατί τὸ πρῶτο συνδέεται μὲ τὸ δεύτερο. Καὶ τὸ δεύτερο ὁδηγεῖ στὸ πρῶτο. Ὅσο κανεὶς προσεύχεται, τόσο περισσότερο θέλει νὰ κοινωνήση. Καὶ ὅταν κοινωνάη τόσο αὐξάνεται ἡ προσευχή.
Ὁ Προφήτης Δαβὶδ λέγει σὲ ἕνα ψαλμό: «Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχὴ μου πρὸς σέ, ὁ Θεός...» (Ψαλμός 41, 1-2). Καὶ στὸ Γεροντικὸ γράφεται ὅτι ἕνας Γέροντας ἑρμήνευε ὅτι, ὅπως τὸ ἐλάφι τρώει τὰ φίδια καὶ δηλητηριάζεται καὶ στὴν συνέχεια ἀναζητᾶ νὰ βρῆ νερὸ νὰ ξεδιψάση, ἔτσι καὶ ἐμεῖς ὅταν δηλητηριαζόμαστε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἢ ἀπὸ τὴν ζωή μας γενικά, σὰν τὰ ἐλάφια ζητᾶμε νὰ πᾶμε στὴν θεία Εὐχαριστία, νὰ κοινωνήσουμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὸ συμβαίνει μὲ τὸν Χριστιανό, αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ἡσυχαστὴ Ἱερέα. Ὅταν ὁ Ἱερεὺς ἐξασκῇ τὴν νοερὰ προσευχή, δηλαδὴ ξεχωρίζεται ἡ νοερὰ ἐνέργεια ἀπὸ τὴν λογικὴ ἐνέργεια, τότε μέσα στὴν θεία Λειτουργία προσεύχεται μὲ τὴν λογικὴ καὶ μὲ τὰ λόγια ποὺ λέγει, ἀλλὰ μὲ τὴν νοερὰ ἐνέργειά του συγχρόνως προσεύχεται μέσα στὴν καρδιά. Ἔτσι ἔχουμε μιὰ Λειτουργία στὸν Ἱερὸ Ναὸ καὶ μιὰ ταυτόχρονη Λειτουργία μέσα στὸ θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς. Στὴν κατάσταση αὐτὴ δὲν διασπᾶται ὁ νοῦς, ἀλλὰ οὔτε καταστρέφεται ἡ λογική. Τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι καθαρὰ ἐμπειρικό. Ἂν τὸ δοκιμάσετε, θὰ βεβαιωθῆτε. Περισσότερα δὲν μπορῶ νὰ πῶ.
Θεία Κοινωνία καὶ Ἐξομολόγηση
Ἐρώτηση: Πόσες φορὲς τὸ χρόνο πρέπει κανεὶς νὰ κοινωνήση; Τὸ Μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως συνδεέται ὑποχρεωτικὰ μὲ τὴν θεία Κοινωνία;
Ἀπάντηση: Ἡ θεία Κοινωνία δὲ συνδέεται ἀπόλυτα μὲ τὴν ἐξομολόγηση. Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία οἱ ἄνθρωποι εἶχαν Χάρη Θεοῦ μέσα τους, βρίσκονταν στὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ βέβαια προσεύχονταν καὶ κοινωνοῦσαν συχνά. Ὅταν κάποιος διέπραττε μιὰ ἁμαρτία, σήμαινε ὅτι ἔχανε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ἐξερχόταν ἀπὸ τὸν Ναὸ καὶ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς κατηχουμένους. Γιατί δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἔχη τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀρνῆται τὸ Χριστό. Ὅταν κανεὶς ἀμαρτάνη καὶ ἰδιαίτερα μὲ μιὰ σαρκικὴ ἁμαρτία –δὲν ἐννοῶ τὸν ἐν Χριστῷ γάμο– δείχνει ὅτι προτιμάει τὴν σαρκικὴ ἡδονὴ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἑπομένως ἀρνεῖται τὸν Χριστὸ στὴν πράξη. Αὐτὸ τὸν καταβιβάζει στὴν τάξη τῶν μετανοούντων καὶ θὰ ἔπρεπε ὕστερα ἀπὸ μιὰ διαδικασία νὰ φθάση καὶ πάλι στὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ.
Στὸν Μέγα Βασίλειο καὶ σὲ ἄλλους Πατέρες βλέπουμε ὅτι ὑπῆρχαν τέσσερεις τάξεις Χριστιανῶν. Πρῶτον, οἱ προσκλαίοντες, ποῦ κάθονταν ἔξω ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναὸ καὶ ζητοῦσαν τὴν συγχώρηση ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ποῦ εἰσέρχονταν σὲ αὐτόν. Δεύτερον, οἱ προσπίπτοντες, ποῦ παρέμεναν μέχρι τὰ ἀναγνώσματα τῆς θείας Λειτουργίας καὶ ἀποχωροῦσαν μαζὶ μὲ τοὺς κατηχουμένους. Τρίτον, οἱ συνιστάμενοι ποῦ παρέμεναν μέχρι τὸ τέλος τῆς θείας Λειτουργίας χωρὶς νὰ κοινωνοῦν. Καὶ τέταρτον οἱ κοινωνοῦντες τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Δηλαδή, ὅταν κανεὶς διέπραττε μία ἁμαρτία, ἔπρεπε νὰ περάση μιὰ περίοδο μετανοίας καὶ ἡ μετάνοια σήμαινε νὰ διέλθη ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς καθάρσεως στὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ, νὰ ἀλλάξη ὁ νούς του, ἀπὸ σκοτισμένος νὰ γίνη φωτεινός. Μετὰ διάβαζε ὁ Ἐπίσκοπος μιὰ εὐχὴ καὶ ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ κοινωνήση. Γι' αὐτὸ καὶ λέγω ὅτι δὲν συνδέεται ἀπόλυτα ἡ ἐξομολόγηση μὲ τὴν θεία Κοινωνία. Ἂν κανεὶς κάνη κάποια ἁμαρτία καὶ χρειάζεται νὰ ἐξομολογηθῇ, πρέπει νὰ ἐξομολογηθῇ. Ἐὰν ὑπάρχουν μερικὰ ἁμαρτήματα, τὰ λεγόμενα συγγνωστά, αὐτὰ συγχωροῦνται μὲ τὴν ἀκολουθία τῆς Μεταλήψεως καὶ μὲ τὴν προσευχὴ «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν», ποῦ συμπεριλαμβάνεται στὴν προσευχὴ «Πάτερ ἡμῶν».
Γιὰ τὸ πόσες φορὲς τὸ χρόνο θὰ κοινωνήση κανείς, αὐτὸ τὸ καθορίζει ὁ Πνευματικὸς Πατέρας. Δηλαδή, πηγαίνουμε στὸν Πνευματικὸ Πατέρα καὶ ἀνοίγουμε ὅλη μας τὴν καρδιά, τοῦ λέμε ὅλα τὰ προβλήματα ποῦ ἔχουμε, τοῦ ἀναφέρουμε τὴν κατάστασή μας καὶ ἐκεῖνος θὰ μᾶς δώση τὶς ὁδηγίες. Γίνεται καὶ ἐδῶ ὅ,τι μὲ τοὺς γιατρούς. Ἐπισκεπτόμαστε τὸν γιατρό, λέμε τὴν ἀσθένειά μας καὶ ὁ γιατρὸς θὰ κάνη τὴν διάγνωση καὶ θὰ μᾶς δώση φάρμακα καὶ ὁδηγίες. Γιὰ παράδειγμα θὰ μᾶς πὴ νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ μερικὲς τροφές, γιατί δὲν ἀντέχει ὁ ὀργανισμός μας καὶ ὅταν θεραπευθοῦμε, τότε εἴμαστε ἐλεύθεροι νὰ καταναλώνουμε τὴν συγκεκριμένη τροφή. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ πλαίσιο πρέπει νὰ δοῦμε καὶ τὴν θεία Κοινωνία, γιατί σὲ ἄλλους ἡ θεία Κοινωνία γίνεται φὼς καὶ σὲ ἄλλους γίνεται φωτιά. Οἱ ἅγιοι Πατέρες λένε, ὅτι, ὅταν βάζουμε δυὸ ἀντικείμενα, δηλαδὴ τὴν λάσπη καὶ τὸ κερί, κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο, τότε οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου σκληραίνουν τὴν λάσπη καὶ λιώνουν τὸ κερί. Ἴδιες εἶναι οἱ ἐνέργειες τοῦ ἡλίου, εἶναι, ὅμως, διαφορετικὴ ἡ οὐσία τῶν ἀντικειμένων, γι' αὐτὸ καὶ ἔχουν διαφορετικὰ ἀποτελέσματα. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὁ Θεὸς καὶ ἡ θεία Κοινωνία γιὰ ἄλλους γίνεται Φὼς καὶ γιὰ ἄλλους γίνεται φωτιά.
Στοὺς Ναοὺς τῶν Μοναστηριῶν ζωγραφίζουν τὴν εἰκόνα τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Στὸ ἐπάνω μέρος εἶναι ὁ θρόνος καὶ ἀπὸ τὸν θρόνο ἐξέρχεται τὸ φὼς ποῦ φωτίζει τοὺς ἁγίους καὶ ἀπὸ τὸν θρόνο ρέει ὁ πύρινος ποταμὸς ποῦ κατακαίει τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὁ Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος λέγει ὅτι ἡ κόλαση εἶναι τὸ μαστίγιο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποῖα ἀγάπη ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβη, γιατί ἡ καρδιά του εἶναι ἀκάθαρτη, ἀθεράπευτη. Ὁ Θεὸς ἀγαπάει καὶ τοὺς δικαίους καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ δὲν θὰ καταλαβαίνουν ὅλοι κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο τὸν Θεό. Ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει ὅτι τὸ φὼς ἔχει δυὸ ἐνέργειες, τὴν φωτιστικὴ καὶ τὴν καυστική, ὁπότε καὶ φωτίζει καὶ καίει. Ὅποιος ἔχει ὀφθαλμὸ ἀποφεύγει τὴν καυστικὴ ἐνέργεια καὶ χαίρεται τὴν φωτιστικὴ ἐνέργεια τοῦ φωτός. Ὅποιος δὲν ἔχει ὀφθαλμὸ γιὰ νὰ δή, δέχεται τὴν καυστικὴ ἰδιότητα τοῦ φωτός. Αὐτὸ θὰ γίνη καὶ στὴν Δευτέρα Παρουσία. Οἱ δίκαιοι θὰ μετέχουν τοῦ φωτὸς τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ μετέχουν τοῦ πυρός.
Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς γίνεται καὶ στὴν θεία Λειτουργία. Μερικοὶ κοινωνοῦν καὶ φωτίζονται καὶ μερικοὶ κοινωνοῦν καὶ καταδικάζονται. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει στὴν πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του: «Διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοὶ» (Α' Κόρ. ἰα', 30). Γι' αὐτὸ τὸ ἔργο τοῦ ἱερέως δὲν εἶναι νὰ κόβη εἰσιτήρια, ὥστε νὰ πᾶνε οἱ ἄνθρωποι στὸν Παράδεισο, ἀλλὰ νὰ θεραπεύη τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε ὅταν δοὺν τὸ Θεό, τότε ὁ Θεὸς νὰ γίνη φὼς καὶ ὄχι φωτιά. Ἐδῶ διευκρινίζουμε τὴν ἐρώτηση πόσο συχνὰ μπορεῖ νὰ κοινωνῇ ἕνας ὑγιὴς ἄνθρωπος καὶ ἕνας ἄρρωστος ἄνθρωπος, γιὰ παράδειγμα, ἕνας παραλυτικός. Ἐννοεῖται ὅτι ἕνας ὑγιὴς ἄνθρωπος ἔχει περισσότερα ἁμαρτήματα καὶ ἕνας παραλυτικὸς δὲν ἔχει πολλὰ ἁμαρτήματα.
Αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό. Δὲν σημαίνει ὅτι ἕνας ὑγιὴς ἁμαρτάνει καὶ ἕνας παραλυτικὸς δὲν ἁμαρτάνει. Οἱ ἁμαρτίες γίνονται καὶ μὲ τὴν διάνοια καὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία καὶ μὲ τὸ σῶμα. Μπορεῖ ἕνας νὰ εἶναι ὑγιὴς καὶ ὅλη τὴν μέρα νὰ δοξάζη τὸ Θεὸ καὶ νὰ ζὴ ὡς ἄγγελος καὶ ὁ ἄλλος μπορεῖ, ἕνας ἄρρωστος, νὰ ζὴ μὲ ἀπιστία καὶ ἀγανάκτηση. Ἐκεῖνο ποῦ ἔχει σημασία εἶναι νὰ δοξάζη κανεὶς τὸν Θεό, εἴτε ἔχει ὑγεία εἴτε δὲν ἔχει._
- Προβολές: 2667