Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Νεοπατερική, μεταπατερική καί συναφειακή «θεολογία»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Μελετώντας κανείς τά κείμενα τής Αγίας Γραφής καί τών Πατέρων, διαπιστώνει ότι η βάση τής ορθόδοξης θεολογίας είναι η αποκάλυψη τού Θεού πού δόθηκε στούς Προφήτες, τούς Αποστόλους καί τούς Πατέρες διά μέσου τών αιώνων. Είναι χαρακτηριστική η αρχή τής πρός Εβραίους Επιστολής: «Πολυμερώς καί πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοίς πατράσιν εν τοίς προφήταις, επ εσχάτου τών ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υιώ» (Εβρ. α', 1).

Έτσι, οι Άγιοι είναι οι θεόπνευστοι θεολόγοι, οι οποίοι διατυπώνουν τήν εμπειρία τους σέ όρους γιά νά τήν διαφυλάξουν από τήν αίρεση καί τήν διαστρέβλωση. Οπότε, οι όροι-δόγματα είναι σημαντικό στοιχείο τής παραδόσεώς μας καί δέν μπορεί κανείς νά τά κλονίση χωρίς νά χάση τόν δρόμο πρός τήν σωτηρία του.

Είναι σημαντική η φράση τής ησυχαστικής Συνόδου τού 14ου αιώνος, όπως εκφράζεται στό Συνοδικό τής Ορθοδοξίας, ότι πορευόμαστε «κατά τάς τών αγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τής Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα». Οι Άγιοι δέν εκφράζουν δική τους θεολογία, αλλά διατυπώνουν, μέ τά ιδιαίτερα χαρίσματά τους, τήν αποκάλυψη τήν οποία βίωσαν εν Αγίω Πνεύματι. Έξω από αυτήν τήν προοπτική όχι μόνον δέν υπάρχει ορθόδοξη θεολογία, αλλά κλονίζεται σοβαρώς τό θεμέλιο τής σωτηρίας.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ερμηνεύοντας τά όσα λέγει ο Απόστολος Παύλος γιά τήν αρπαγή του στόν Παράδεισο, όπου «ήκουσεν άρρητα ρήματα, ά ουκ εξόν ανθρώποις λαλήσαι» (Β' Κορ. ιβ', 1-4), λέγει ότι αυτά τά ρήματα είναι οι ελλάμψεις τής ακτίστου δόξης τού Θεού, οι οποίες λέγονται άρρητες, γιατί δέν μπορούν νά εκφρασθούν τελείως από αυτούς πού δέχονται τήν εμπειρία τής αποκαλύψεως, επειδή είναι υπέρ τό μέτρον τής ανθρωπίνης φύσεως καί δυνάμεως.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης μιλώντας γιά τό θέμα αυτό λέγει ότι η αποκάλυψη δίνεται στούς Αγίους μέ άρρητα ρήματα καί οι Άγιοι τήν εκφράζουν, όσο είναι δυνατόν, μέ κτιστά ρήματα, νοήματα καί εικονίσματα γιά νά διδάξουν τούς ανθρώπους, προκειμένου νά βαδίσουν τόν δρόμο τής σωτηρίας τους.

Γίνεται φανερόν ότι η αποκάλυψη τού Θεού μεταφέρεται μέ όρους κάθε εποχής, από τούς φορείς τής Αποκαλύψεως, τούς πραγματικούς θεολόγους, σύμφωνα μέ τόν ορισμό πού δίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι «ου παντός, ώ ούτοι, τό περί Θεού φιλοσοφείν... ου πάντων μέν, ότι τών εξητασμένων καί διαβεβηκότων εν θεωρία καί πρό τούτων καί ψυχήν καί σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων, τό μετριώτατον».

Οι θεολόγοι αυτοί –οι θεούμενοι– γνωρίζουν εκ πείρας τόν Θεό, αναγνωρίζουν καί σέβονται τούς προγενεστέρους θεόπτες καί αποδέχονται τούς όρους πού εκείνοι χρησιμοποίησαν.

Επομένως, εκείνοι πού μπορούν νά κάνουν, άν χρειασθή, μερικές εξωτερικές αλλαγές είναι οι ακραιφνείς εμπειρικοί θεολόγοι, οι οποίοι έχουν τήν ίδια παράδοση μέ τούς προγενεστέρους Πατέρες. Εμείς οι άλλοι οφείλουμε υπακοή σέ αυτούς τούς «πείρα μεμυημένους» καί καθοδήγηση από αυτούς.

Στόν «Αγιορειτικό Τόμο», πού είναι έργο τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, γράφεται ότι τά δόγματα τά γνωρίζουν «οι αυτή τή πείρα μεμυημένοι», οι οποίοι απαρνήθηκαν τά χρήματα, τήν δόξα τών ανθρώπων καί τίς κακές ηδονές τού σώματος, γιά χάρη τής ευαγγελικής ζωής βεβαίωσαν αυτήν τήν αποταγή μέ τήν υποταγή τους σέ εκείνους πού έχουν προχωρήσει στήν κατά Χριστόν ηλικία, καί αφού έζησαν τόν ιερό ησυχασμό μέ προσευχή, ενώθηκαν μέ τόν Θεό μέ μυστική ένωση μαζί Του καί έτσι «τά υπέρ νούν εμυήθησαν». Αυτοί είναι οι πραγματικοί θεολόγοι τής Εκκλησίας πού έχουν τίς δυνατότητες νά διατυπώσουν τήν θεολογία. Εκτός από αυτούς υπάρχουν καί εκείνοι πού ενώνονται μέ τούς πρώτους «τή πρός τούς τοιούτους αιδοί καί πίστει καί στοργή».

Άλλος τρόπος θεολογίας δέν υπάρχει μέσα στήν Ορθόδοξη Εκκλησία, γιατί έξω από αυτήν τήν θεολογία υπάρχει ο στοχασμός, η συνθηματολογία καί ο λαϊκισμός. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όταν βλέπη «τήν νύν γλωσσαλγίαν καί τούς αυθημερινούς σοφούς καί τούς χειροτονητούς θεολόγους», οι οποίοι αρκούνται μόνον στό νά θέλουν νά είναι σοφοί, λέγει: «ποθώ τήν ανωτάτην φιλοσοφίαν καί σταθμόν έσχατον ζητώ, κατά τόν Ιερεμίαν, καί εμαυτώ μόνω συγγενέσθαι βούλομαι». Πράγματι, σήμερα μάς καταλαμβάνει θλίψη, γιατί η εποχή μας γέμισε από «αυτοχειροτονήτους θεολόγους» πού διδάσκουν Κληρικούς καί λαϊκούς καί δημιουργούν σύγχυση στόν λαό.

Αυτά τά εισαγωγικά είναι απαραίτητα γιά νά κατανοηθούν όσα θά ακολουθήσουν.

1. «Παλαμική» καί «νεοπαλαμική» θεολογία

Ο 14ος αιώνας ήταν πολύ σημαντικός γιά τήν Εκκλησία, γιατί γιά πρώτη φορά συναντήθηκε η ορθόδοξη θεολογία μέ τήν δυτική σχολαστική θεολογία στά πρόσωπα τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά καί τού Βαρλαάμ. Στόν διάλογο αυτό φάνηκε ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν φορεύς καί εκφραστής ολοκλήρου τής θεολογίας τής Εκκλησίας, από τήν πρώτη περίοδο τού Χριστιανισμού μέχρι τήν εποχή του, αφού εξέφρασε τήν διδασκαλία τών Αποστόλων, τών Αποστολικών Πατέρων, τών μεγάλων Πατέρων τού 4ου αιώνος, τού αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού, τού αγίου Ιωάννου τού Δαμασκηνού, τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου κ.ά. Σέ όλη αυτήν τήν περίοδο η θεολογία τής Εκκλησίας είναι ενιαία, απλώς σέ μερικά σημεία αλλάζει η εξωτερική διατύπωσή της από διάφορες ανάγκες. Γι' αυτό ο άγιος Γρηγόριος χαρακτηρίσθηκε καί παραδοσιακός καί νέος θεολόγος.

Έτσι η διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά δέν μπορεί νά θεωρηθή ως «παλαμική» θεολογία, αλλά ως θεολογία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας πού εκφράσθηκε από αυτόν. Τό ίδιο παρατηρούμε καί μέ τήν διδασκαλία όλων τών Αγίων. Συνήθως, οι απόψεις τών αιρετικών λάμβαναν τήν ονομασία από τό πρόσωπό τους, όπως αρειανισμός, νεστοριανισμός, παυλικιανισμός κλπ. Οπότε, θεωρείται αστοχία νά ονομάζεται η διδασκαλία τού Μεγάλου Βασιλείου ως «βασιλειανή», τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου ως «γρηγοριανή», τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου ως «χρυσοστομική» κλπ. Τό ίδιο θεωρείται καί αστοχία νά ονομάζεται η διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά ως «παλαμική» θεολογία.

Όμως, κάποια στιγμή η διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά χαρακτηρίσθηκε από μερικούς ως «παλαμική». Νομίζω δέ ότι τίς περισσότερες φορές αυτό γίνεται μέ έναν σκωπτικό χαρακτήρα, γιά νά υποτιμηθή καί νά θεωρηθή ως κάποια οθνεία διδασκαλία, διαφορετική από τήν θεολογία τής Εκκλησίας. Υπήρχαν δέ καί θεολόγοι οι οποίοι στό παρελθόν έγραψαν υποτιμητικά γιά τήν όλη ησυχαστική παράδοση πού εξέφρασε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.

Στήν συνέχεια εμφανίσθηκε καί ο όρος «νεοπαλαμική» θεολογία, ως μιά προσπάθεια επαναδιατύπωσης καί επανερμηνείας τής θεολογίας τού μεγάλου αυτού Πατρός τής Εκκλησίας, στά σύγχρονα δεδομένα. Κι αυτό δημιουργεί έντονο προβληματισμό, γιατί νομίζω ότι έτσι επιχειρείται μιά αλλοίωση τής διδασκαλίας τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά.

Γιά παράδειγμα, αναλύεται η διδασκαλία τής Εκκλησίας πού εκφράζεται από τόν άγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά γιά τήν σχέση καί διαφορά μεταξύ ουσίας καί ενεργείας, αλλά, συγχρόνως, απορρίπτεται η ησυχαστική παράδοση ως ευσεβιστική, η οποία είναι η οδός γιά τήν προσωπική μέθεξη τής ακτίστου ενεργείας τού Θεού. Καί τό ερώτημα πού τίθεται είναι: πώς μπορεί νά ομιλή κάποιος επιστήμονας γιά μιά θεωρία, όταν απορρίπτη τήν πράξη, η οποία τήν επιβεβαιώνει; Αυτό είναι καί αντιεπιστημονικό. Γι' αυτό κατά τήν «συνοδική διαγνώμη», αφορίζονται εκείνοι πού δέν δέχονται τήν ησυχαστική παράδοση τήν οποία εκφράζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς καί οι «αυτώ συνάδοντες μοναχοί».

Από πολλά χρόνια γνώριζα αυτήν τήν νοοτροπία, λόγω τής ενασχολήσεώς μου μέ τό έργο καί τήν διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά. Γι' αυτό, όταν θέλησα νά αναλύσω τήν διδασκαλία του καί νά καταγράψω τά πολυχρόνια συμπεράσματά μου, τό έκανα επί τή βάσει τής ζωής τών εξαγιασμένων αγιορειτών Πατέρων, οι οποίοι εξακολουθούν νά ζούν τήν ίδια ησυχαστική παράδοση καί εμπειρία πού είχε γνωρίσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς καί είχε βιώσει στό Άγιον Όρος. Έτσι τό έργο τό οποίο συνέγραψα έχει τόν τίτλο: Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως Αγιορείτης. Αυτό προκάλεσε τήν δυσαρέσκεια μερικών κύκλων πού επέμεναν νά ερμηνεύουν τήν διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά μέ έναν στοχαστικό, σχολαστικό καί φιλοσοφικό τρόπο. Δέν μπορεί, όμως, νά δή κανείς τήν ησυχαστική διδασκαλία ανεξάρτητα από τόν χώρο πού βιώθηκε καί είναι ζωντανή μέχρι σήμερα.

Επομένως, οι όροι «παλαμική» καί «νεοπαλαμική» θεολογία κινούνται εκτός τής Ορθοδόξου Παραδόσεως καί είναι επικίνδυνοι γιά τά θεμέλια τής ορθοδόξου θεολογίας.

2. Νεοπατερική καί μεταπατερική «θεολογία»

Τό προηγούμενο παράδειγμα δείχνει πώς ενεργούν καί συμπεριφέρονται σύγχρονοι θεολόγοι σχετικά μέ τήν Παράδοση τής Εκκλησίας μας. Έχω συζητήσει μέ ορθόδοξο καθηγητή βιβλικής θεολογίας, ο οποίος διδάσκει σέ Πανεπιστήμιο τού Εξωτερικού καί έχει επηρεασθή κατά πολύ από προτεσταντικές ιδέες, καί ο οποίος υποστήριζε ότι, αφού ο Χριστός είναι ο ήλιος τής δικαιοσύνης, οι Πατέρες είναι τά σύννεφα πού καλύπτουν τόν ήλιο, οπότε πρέπει νά απομακρύνουμε τά σύννεφα γιά νά φωτισθούμε απευθείας από τόν Χριστό. Η άποψη αυτή είναι αντορθόδοξη.

Θεωρώ, λοιπόν, ότι μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική δημιουργήθηκαν οι όροι «νεοπατερική» καί «μεταπατερική» θεολογία. Στήν αρχή δειλά εμφανίσθηκε ο πρώτος όρος –νεοπατερική– μέ τήν έννοια ότι δέν πρέπει νά επαναλαμβάνονται απλώς τά κείμενα τών Πατέρων, αλλά νά εντοπίζεται τό «πνεύμα» τους καί νά μεταφέρεται στά δεδομένα τής εποχής μας, νά εξετάζεται, δηλαδή, πώς θά ομιλούσαν οι Πατέρες γιά σύγχρονα ζητήματα. Αυτό, παρά τήν αγαθή προαίρεση μερικών, είναι άκρως επικίνδυνο, γιατί στήν πραγματικότητα υπονομεύεται όλη η πατερική θεολογία, όταν εμπαθείς άνθρωποι προσπαθούν νά μεταφέρουν τό «πνεύμα» τών Πατέρων στήν εποχή τους. Η αυθεντική μεταφορά προϋποθέτει ανθρώπους πού έχουν τήν ίδια εμπειρική γνώση ή τουλάχιστον τήν προσεγγίζουν.

Στήν συνέχεια παρουσιάσθηκε ο όρος μεταπατερική θεολογία αφού θεωρείται ότι δέν μάς χρειάζονται πιά οι Πατέρες, οι οποίοι έζησαν σέ άλλες εποχές, γνώρισαν άλλα προβλήματα, συνάντησαν άλλα οντολογικά καί κοσμολογικά ερωτήματα, «ένα τελείως διαφορετικό κοσμοείδωλο», καί, επομένως, δέν μπορούν νά μάς βοηθήσουν στήν εποχή μας.

Νομίζω ότι η νεοπατερική καί μεταπατερική θεολογία υπενθυμίζει μιά άποψη, σύμφωνα μέ τήν οποία η πατερική θεολογία είχε αξία γιά τήν εποχή της, ενώ αργότερα η δυτική σχολαστική θεολογία είναι ανώτερη από τήν πατερική θεολογία καί η θεολογία τών συγχρόνων θεολόγων υπερβαίνει καί τήν πατερική καί τήν σχολαστική θεολογία.

Τέτοιες απόψεις αποτελούν νάρκη στά θεμέλια τής ορθοδόξου θεολογίας, γιατί χαρακτηρίζονται από τήν αιρετική άποψη περί προοδευτικής αποκαλύψεως τής Αληθείας, διά μέσου τών αιώνων, καί ότι η Εκκλησία εμβαθύνει μέ τήν πάροδο τού χρόνου στήν Αποκάλυψη, ενώ η ορθόδοξη διδασκαλία τονίζει εμφανώς ότι η «πάσα αλήθεια» αποκαλύφθηκε εφ' άπαξ τήν ημέρα τής Πεντηκοστής. Οπότε, δέν υπάρχει εμβάθυνση στήν αλήθεια μέ τήν πάροδο τού χρόνου, ούτε υφίσταται προοδευτική φανέρωση τής Αληθείας, αλλά η Εκκλησία τήν «άπαξ» φανερωθείσα αλήθεια τήν διατυπώνει ανάλογα μέ τά προβλήματα τής εποχής.

Στήν εμφάνιση τής λεγομένης νεοπατερικής καί μεταπατερικής θεολογίας συνετέλεσαν μερικοί θεολόγοι πού εργάσθηκαν στόν δυτικό χώρο, μέ κέντρο τό Παρίσι. Ήλθαν σέ διάλογο μέ τήν δυτική σκέψη καί προσπάθησαν νά απαντήσουν στά προβλήματα πού συνάντησαν. Χρεωστούμε πολλά σέ αυτούς τούς θεολόγους, όπως γιά παράδειγμα τόν Βλαδίμηρο Λόσκυ, πού έγραψαν θεολογικά έργα, χρησιμοποιώντας τούς Πατέρες τής Εκκλησίας καί μάλιστα τούς λεγομένους νηπτικούς.

Αλλ' όμως μεταξύ αυτών τών θεολόγων υπάρχουν καί μερικοί πού εξέφρασαν απόψεις νεοπατερικής, μεταπατερικής καί συναφειακής θεολογίας. Θά μνημονευθούν συνοπτικά μερικές τέτοιες ιδέες.

Γίνεται λόγος γιά έναν οικουμενισμό πού «θά έπρεπε νά εγκαταλείψει τίς λεκτικές διαμάχες γιά νά θεμελιωθεί πάνω σέ έναν πειραματικό ρεαλισμό τής σωτηρίας: ξαναβυθίζοντας συστήματα καί έννοιες, πού τελικά δέν είναι παρά ίχνη, μέσα στό σφαιρικό βίωμα τής Εκκλησίας, μέσα σέ ό,τι καλύτερο έχει η εμπειρία της».

Συνδέεται ο φανατισμός μέ τήν «ομολογιακή ταυτότητα», η οποία «αποτελεί άν όχι τό σπέρμα του, τουλάχιστον τό χώμα όπου καλλιεργείται» καί γι' αυτό γίνεται λόγος γιά ανοικοδόμηση μιάς οικίας «μέ τίς πόρτες ανοιχτές, τή νέα Ιερουσαλήμ, τή Βασιλεία», μέσα στήν οποία θά χωρούν όλοι. Καί όσοι δέν θέλουν νά εργασθούν γιά τήν κατασκευή μιάς τέτοιας οικίας, θά πρέπει νά απομακρυνθούν, ενώ τό «κλειδί» τής οικίας είναι ό,τι καλύτερο έχει ο άλλος καί εκείνα πού μάς ενώνουν.

Επίσης, εντοπίζονται κοινά σημεία «συναφειακά» τού Χριστιανισμού μέ τόν Ιουδαϊσμό, τόν Ισλαμισμό καί τόν Ινδουϊσμό-Βουδισμό. Μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική πρέπει νά επιχειρηθή «μιά καινούργια πολιτισμική μετάλλαξη», καθώς επίσης, όπως τονίζεται, «εμείς οι χριστιανοί, οφείλουμε νά εργασθούμε πολύ μέ τήν προοπτική αυτής τής συνάντησης. Αυτό είναι περισσότερο ενδιαφέρον παρά νά φιλονικούμε μεταξύ μας».

Τέτοιες «μεταπατερικές καί συναφειακές» ιδέες μεταφέρονται κατά τρόπο «μεταπραττικό» στήν Ελλάδα καί τίθενται είτε σέ αντιπαράθεση πρός τούς Πατέρες πού θεωρούνται «μουσεία» τού παρελθόντος, είτε μέ αυτές παρερμηνεύονται τά πατερικά χωρία γιά νά ενταχθούν στήν νέα νοοτροπία.

Γίνεται φανερός ο προσδιορισμός καί η προοπτική τής μεταπατερικής καί συναφειακής θεολογίας, πού είναι πολύ επικίνδυνη γιά τήν Ορθόδοξη Εκκλησία καί οδηγεί σέ έναν συγκρητισμό, όχι μόνον στόν τρόπο ζωής, αλλά καί στήν έκφραση τής πίστεως. Αμφισβητείται μέ αυτό στήν πραγματικότητα η οριοθέτηση τής πίστεως, τήν οποία έκαναν οι άγιοι Πατέρες, δηλαδή αποδομείται ολόκληρη η θεολογία τών Οικουμενικών Συνόδων. Πρόκειται γιά ένα σοβαρό πρόβλημα πού πρέπει νά αντιμετωπισθή εκκλησιαστικά.

3. Οι όροι τών Οικουμενικών Συνόδων καί οι ζωντανοί οργανισμοί

Όλοι μας πρέπει νά αποδεχθούμε τήν βασική θέση ότι η Εκκλησία είναι μιά ζωντανή πραγματικότητα, είναι τό Σώμα τού Χριστού καί η κοινωνία θεώσεως καί, επομένως, η Εκκλησία γεννά Πατέρες καί όχι οι Πατέρες τήν Εκκλησία. Αυτό σημαίνει ότι κάθε εποχή είναι πατερική εποχή καί σέ κάθε περίοδο εμφανίζονται Πατέρες τής Εκκλησίας, οι οποίοι είναι «ζωντανοί οργανισμοί».

Όμως, «οι ζωντανοί αυτοί οργανισμοί» δέν διαφοροποιούνται καθόλου από τούς προγενεστέρους Πατέρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, πού έζησε τόν 8ο αιώνα, μιλώντας γιά τήν Θεοτόκο καί επαναλαμβάνοντας τόν λόγο τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, «εί τις ου Θεοτόκον ομολογεί τήν αγίαν Παρθένον, χωρίς εστι τής θεότητος», γράφει: «Ουκ εμός ο λόγος, καί εμός ο λόγος κλήρον γάρ τούτον εκ θεολόγου πατρός Γρηγορίου θεολογικωτάτου δέδεγμαι». Δηλαδή, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δέν θεωρεί δικό του τόν λόγο, αφού τόν παρέλαβε από τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, πού έζησε τέσσερεις αιώνες πρίν από αυτόν, αλλά, συγχρόνως, θεωρεί ότι είναι καί δικός του λόγος, επειδή πρόκειται γιά κληρονομιά –«κλήρον θεολογικώτατον»– τήν οποία παρέλαβε «εκ θεολόγου πατρός» καί τήν επαλήθευσε. Όσοι θέλουν νά είναι θεολόγοι, αναγνωρίζουν τούς πραγματικούς θεολόγους, αποδέχονται τήν διδασκαλία τους, τούς καθιστούν πατέρες τους καί κληρονομούν διά τής πνευματικής γεννήσεως καί τόν λόγο καί τόν τρόπο τής ενθέου ζωής τους.

Μέ αυτόν τόν τρόπο μεταδίδεται η πνευματική ζωή από τό παρελθόν σέ κάθε εποχή. Όπως η βιολογική ζωή μεταδίδεται από γενιά σέ γενιά από ζωντανούς καί όχι νεκρούς γονείς, έτσι καί η εν Χάριτι πνευματική ζωή, η αληθινή θεολογία, μεταδίδεται από ζωντανούς καί όχι νεκρούς πνευματικούς οργανισμούς.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος αναφερόμενος στήν έλλαμψη τών άνω αγγελικών δυνάμεων από τόν Θεό «κατά τάξιν», δηλαδή από «τής πρώτης ταξιαρχίας επί τήν δευτέραν καί από ταύτης επί τήν ετέραν καί καθεξής», λέγει ότι τό ίδιο γίνεται καί μέ τούς Αγίους. «Από γάρ τών προλαβόντων αγίων οι κατά γενεάν καί γενεάν διά τής τών εντολών τού Θεού εργασίας ερχόμενοι άγιοι, τούτοις κολλούμενοι, ομοίως εκείνοις ελλάμπονται». Κολλά κανείς στούς προηγηθέντες Αγίους μέ τήν εργασία τών εντολών τού Θεού καί ελλάμπεται όπως εκείνοι. Έτσι δημιουργείται μιά διαχρονική αλυσίδα καί κάθε κόμβος συνδέεται μέ τούς άλλους μέ τήν πίστη, τά έργα καί τήν αγάπη.

Μέ αυτήν τήν πατερική διδασκαλία ερμηνεύεται ο λόγος τού Αποστόλου Παύλου στούς Κορινθίους: «Εάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ' ου πολλούς πατέρας. εν γάρ Χριστώ Ιησού διά τού Ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α' Κορ. ε', 15). Υφίσταται διαφορά μεταξύ παιδαγωγών εν Χριστώ καί Πατέρων εν Χριστώ. Οι Πνευματικοί Πατέρες γεννούν πνευματικά τέκνα διά τού Ευαγγελίου, δηλαδή διά τής εφαρμογής τών εντολών τού Χριστού, ενώ οι παιδαγωγοί απλώς διδάσκουν.

Όποιος ζή τήν ίδια παράδοση, εφαρμόζει τίς ευαγγελικές εντολές στήν ζωή του, αγωνίζεται εναντίον τών παθών του γιά νά αποκτήση μέθεξη τού Θεού, αυτός αποκτά κοινωνία καί μέ τούς άλλους Αγίους πού έζησαν πρίν από αυτόν καί ανήκει στήν ίδια παράδοση. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος τών Πατέρων πού υπέγραψαν τόν Αγιορειτικό Τόμο: «Ταύτα υπό τών Γραφών εδιδάχθημεν ταύτα παρά τών ημετέρων Πατέρων παρελάβομεν ταύτα διά τής μικράς έγνωμεν πείρας».

Στήν βιβλικοπατερική παράδοση υπάρχει διαφορά μεταξύ Προφητών-θεοπτών-θεολόγων καί στοχαστών, ανάλογα μέ τήν διαφορά πού υπάρχει μεταξύ προφητείας καί στοχασμού. Ο Προφήτης Ησαΐας διαλαλεί: «Ιδού δή ο δεσπότης Κύριος σαβαώθ αφελεί από τής Ιουδαίας καί από Ιερουσαλήμ ισχύοντα καί ισχύουσαν ... καί προφήτην καί στοχαστήν» (Ησ. γ', 1-2).

Ερμηνεύοντας ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αυτό τό χωρίο κάνει τήν διάκριση μεταξύ στοχαστού καί προφήτου. «Ενταύθά μοι δοκεί λέγειν στοχαστήν τόν από συνέσεως πολλής τών μελλόντων στοχάζεσθαι, καί απ' αυτής τών πραγμάτων τής πείρας», ενώ η προφητεία είναι έμπνευση τού Αγίου Πνεύματος στούς Προφήτες. «Έτερον μέν γάρ στοχασμός, καί προφητεία άλλο ο μέν γάρ Πνεύματι θείω φθέγγεται, ουδέν οίκοθεν εισφέρων, ο δέ τάς αφορμάς από τών ήδη γεγενημένων λαμβάνων, καί τήν οικείαν σύνεσιν διεγείρων, πολλά τών μελλόντων προορά, ως εικός άνθρωπον όντα συνετόν προϊδείν». Καί συμπεραίνει: «Αλλά πολύ τό μέσον τούτου κακείνου, καί τοσούτον, όσον συνέσεως ανθρωπίνης καί θείας χάριτος τό διάφορον». Καί γιά νά τεκμηριώση αυτήν τήν διάκριση χρησιμοποιεί τήν διαφορά μεταξύ τού βασιλέως Σολομώντος καί τού Προφήτου Ελισσαίου.

Ο Χριστός διακήρυξε στούς συγχρόνους Του: «ουκ ανέγνωτε τό ρηθέν υμίν υπό τού Θεού λέγοντος, εγώ ειμι ο Θεός Αβραάμ καί ο Θεός Ισαάκ καί ο Θεός Ιακώβ; ουκ έστιν ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Ματθ. κβ', 31-32). Ο Θεός γιά μάς τούς Ορθοδόξους δέν είναι μιά αφηρημένη έννοια ούτε μιά ιδεολογία, αλλά Αυτός πού αναπαύεται σέ ζώντας οργανισμούς, στούς Αγίους, κατά τήν λειτουργική προσευχή: «Ο Θεός ο άγιος, ο εν αγίοις αναπαυόμενος...» καί κατά τόν ύμνο «ο Θεός τών Πατέρων ημών». Επομένως, ο Θεός μας δέν είναι Θεός τών στοχαστών καί φιλοσόφων, αλλά ο Θεός τών Πατέρων (όχι τών μεταπατέρων), ο Θεός τών ζωντανών οργανισμών πού υπάρχουν σέ κάθε εποχή.

Κατά τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ η Εκκλησία είναι αποστολική επειδή είναι πατερική. Γράφει: «Η Εκκλησία είναι πράγματι "αποστολική", αλλά είναι επίσης καί "πατερική". Ουσιαστικώς είναι "η Εκκλησία τών αγίων Πατέρων". Δέν είναι δυνατόν νά διαχωρισθούν οι δύο χαρακτηρισμοί. Επειδή η Εκκλησία είναι "πατερική", είναι αληθώς καί "αποστολική"».

Ο ίδιος επισημαίνει ότι στήν εποχή μας ύστερα από τόσες μελέτες «είμεθα διατεθειμένοι νά παραδεχθώμεν τό αιώνιον κύρος τών "Πατέρων"», καθώς επίσης ότι η Εκκλησία δέν είναι «μουσείον νεκρών αποθεμάτων ούτε όμως εταιρεία ερευνών". Τά αποθέματα είναι ζωντανά –depositum juvenescens, κατά τόν άγιον Ειρηναίον. Η πίστις δέν είναι κειμήλιον τού παρελθόντος, αλλά μάλλον "η μάχαιρα τού Πνεύματος"». Ομολογεί δέ ότι η ερμηνεία τής Αγίας Γραφής γίνεται από τήν θεολογία τήν οποία εκφράζουν οι Άγιοι κάθε εποχής. «Η Γραφή έχει ανάγκην ερμηνείας. Αποκαλύπτεται εις τήν θεολογίαν. Αυτό είναι δυνατόν μόνον διά τού φορέως τής ζώσης εμπειρίας τής Εκκλησίας».

Έτσι, γιά νά είμαστε ορθόδοξοι καί νά έχουμε τήν βεβαιότητα τής σωτηρίας μας δέν μάς χρειάζεται καμμιά νεοπατερική, μεταπατερική καί συναφειακή θεολογία. Μάς χρειάζονται δύο πράγματα: Τό πρώτο, νά μείνουμε σταθεροί, όπως έχουμε καθήκον, στήν ορολογία τών Πατέρων τών Οικουμενικών Συνόδων, γιατί αυτή η ορολογία αποτελεί σημαντικό μέρος τής Ορθοδόξου Παραδόσεως, τό αληθινό καί αυθεντικό consensus patrum, αλλά νά μείνουμε εδραίοι καί στήν αποκεκαλυμμένη αλήθεια πού δόθηκε στούς Πατέρες. Καί τό δεύτερο, νά αναζητήσουμε «ζωντανούς οργανισμούς», οι οποίοι ζούν μέσα στό «πνεύμα» τού Ευαγγελίου καί τών Οικουμενικών Συνόδων, δηλαδή βιώνουν τίς ορθόδοξες προϋποθέσεις τών δογμάτων γιά νά μάς καθοδηγήσουν σωστά στήν βίωση τού δόγματος.

Δυστυχώς, μερικοί πού ομιλούν γιά νεοπατερική, μεταπατερική καί συναφειακή θεολογία έχουν πρόβλημα καί μέ τίς δύο αυτές προϋποθέσεις, δηλαδή καί μέ τούς όρους τών Οικουμενικών Συνόδων καί μέ τούς «ζωντανούς οργανισμούς» τής εκκλησιαστικής ζωής.

Αυτός είναι ο λόγος γιά τόν οποίο ενοχλούνται από τήν θεολογία τήν οποία εξέφρασε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, γιατί ο μεγάλος αυτός διδάσκαλος συνέδεσε τήν γνήσια ορθόδοξη θεολογία τών Οικουμενικών Συνόδων μέ τήν σύγχρονη ησυχαστική παράδοση, δηλαδή συνέδεσε τήν θεολογία μέ τήν εμπειρία, τήν καθηγητική έδρα μέ τό ησυχαστήριο. Άν η θεολογία δέν εκφρασθή εμπειρικώς, γίνεται στοχασμός καί κουράζει τούς ανθρώπους, καί άν η εμπειρία δέν στηριχθή στήν θεολογία τών Οικουμενικών Συνόδων είναι μιά ατομική ευσέβεια, η οποία μπορεί νά έχη «συναφειακά» στοιχεία μέ όλες τίς άλλες ανατολικές παραδόσεις. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης φαίνεται ενοχλητικός γιά τούς στοχαστικούς, φιλοσοφούντες θεολόγους πού διακατέχονται από τήν «στοχαστική αναλογία», κατά τήν έκφραση τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά.

Ακόμη, αυτός είναι ο λόγος, κατά τήν γνώμη μου, πού αμφισβητούνται από μερικούς σύγχρονες, σημαντικές αγιορειτικές μορφές, όπως ο π. Πορφύριος, ο π. Παΐσιος, ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ κλπ. Ενοχλεί τήν σύγχρονη συγκρητιστική θεολογία ο βίος καί η διδασκαλία τών συγχρόνων «ζωντανών οργανισμών» τής εκκλησιαστικής ζωής.

Σέ μιά εισήγησή μου πού έγινε στό παρελθόν προκειμένου νά τεκμηριώσω τήν θεωρητική διδασκαλία τής Εκκλησίας χρησιμοποίησα κείμενα τού π. Πορφυρίου, ενός εξαγιασμένου Ιερομονάχου τής εποχής μας. Αισθάνθηκα βαθύτατη έκπληξη όταν ορθόδοξοι θεολόγοι καί Κληρικοί, πού ήταν παρόντες, διαφώνησαν μέ τήν αναφορά μου σέ λόγους τού π. Πορφυρίου, διότι σύμφωνα μέ τήν άποψή τους, μέ τόν τρόπο αυτό «ιδεολογοποιείται» η ορθόδοξη πίστη.

Η έκπληξή μου ήταν βαθύτατη διότι ακόμη καί στήν επιστήμη η αναφορά σέ ανθρώπους, πού παράγουν ένα καλλιτεχνικό ή φιλοσοφικό έργο είναι τεκμήριο γνησιότητος, ενώ γιά μερικούς συγχρόνους θεολόγους η αναφορά σέ ανθρώπους πού ζούν τήν πραγματική ορθόδοξη θεολογία θεωρείται ιδεολογοποίηση. Έχω απομαγνητοφωνήσει όλη αυτήν τήν συζήτηση καί εάν κάποτε δημοσιευθή, τότε θά αποκαλυφθούν «εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί».

Αυτός είναι ο λόγος, κατά τήν γνώμη μου, γιά τόν οποίο επιδιώκεται η μετάφραση τής θείας Λειτουργίας καί άλλων λειτουργικών κειμένων καί στήν πραγματικότητα επιχειρείται «η απομυθοποίηση» τής λειτουργικής καί βιβλικοπατερικής γλώσσας. Δέν εξηγείται διαφορετικά η προσωπική επίθεση μερικών εναντίον εκείνων πού μέ θεολογικό λόγο εκφράζουν τόν σεβασμό τους στό γλωσσικό ιδίωμα τής θείας Λειτουργίας. Άν η λειτουργική γλώσσα απωλέση τόν πατερικό καί θεολογικό λόγο, τότε γίνεται μιά «συναφειακή», «μεταπατερική» λειτουργική γλώσσα, πού μπορεί νά χωρέση σέ όλους τούς σύγχρονους συγκρητισμούς. Άλλωστε οι περισσότεροι από αυτούς, πού υπεραμύνονται τής μεταφράσεως τών λειτουργικών κειμένων καί επιτίθενται μέ εμπάθεια καί απρέπεια εναντίον εκείνων πού εκφράζουν μιά άλλη σκέψη, ανήκουν σέ αυτό τό κλίμα τής «μεταπατερικής» καί «συναφειακής» θεολογίας. Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ αυτούς πού αρνούνται τήν ισχύ τών πατερικών λόγων γιά τήν εποχή μας. Θέλουν νά αφήσουν ελεύθερο τόν χώρο σε κάθε στοχασμό καί συγκρητισμό.

Συμπερασματικά, θεωρώ ότι η μοντέρνα θεολογία πού αποδεσμεύονται από τούς Πατέρες καί εκφράζεται μέ βαρύγδουπους όρους, δήθεν από αγάπη γιά τόν σύγχρονο άνθρωπο, είναι επικίνδυνη γιά τήν Εκκλησία καί τήν θεολογία της. Είναι πραγματικά ένας στοχαστικός τρόπος θεολογίας, ένας λαϊκισμός πού εξασκείται από «χειροτονητούς θεολόγους», λόγω μιάς κακής ερμηνείας τού «βασιλείου ιερατεύματος».–

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 4385