Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἁγία Γολινδοὺχ ἡ μετονομασθεῖσα Μαρία, 13 Ἰουλίου

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ὁ ἁγία Γολινδοὺχ καταγόταν ἀπὸ τὴν Περσία καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 6ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου αἰῶνα μ. Χ. Ἦταν εἰδωλολάτρις, ἀλλὰ δὲν τὴν ἱκανοποιοῦσε ἡ «ἀκανθώδης θρησκεία τῶν εἰδώλων» καὶ ἀναζητοῦσε τὸν ἀληθινὸ Θεό. Τὴν ἀναζήτησε, ὅμως, πρῶτος Ἐκεῖνος, τὴν ἐπισκέφθηκε καὶ τὴν «ἤλκυσε» πρὸς τὸν ἑαυτό Του. Ἡ Γολινδοὺχ εἶδε οὐράνια ὀπτασία, ἡ ὁποία ἦταν καθοριστικὴ γιὰ τὴν ζωή της. Ὁ ἱερὸς Συναξαριστὴς δὲν μᾶς δίνει περισσότερες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὸ τί εἶδε καὶ τί ἄκουσε, ἀλλὰ αὐτὸ ποῦ ἔχει σημασία εἶναι τὸ ὅτι μετὰ τὴν οὐράνια ὀπτασία, ἡ Γολινδοὺχ ἦλθε σὲ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας, κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε καὶ μετονομάσθηκε σὲ Μαρία.

Ὁ εἰδωλολάτρης σύζυγός της, ὁ ὁποῖος ἦταν φανατισμένος, ὅταν κατάλαβε ὅτι ἡ σύζυγός του ἔγινε Χριστιανή, κατελήφθη ἀπὸ ὀργὴ καὶ μῖσος καὶ τὴν κατήγγειλε στὸν βασιλέα Χοσρόη. Ἐκεῖνος διέταξε καὶ τὴν ἔκλεισαν μέσα σὲ κάποιο φρούριο, τὸ ὁποῖο ὀνομαζόταν «φρούριο τῆς λήθης», ἴσως γιατί ὅποιος φυλακιζόταν μέσα σὲ αὐτὸ ἐθεωρεῖτο ζωντανὸς νεκρὸς καὶ μὲ τὸ πέρασμα τοῦ καιροῦ οἱ ἄνθρωποι τὸν ξεχνοῦσαν. Ὁ Θεός, ὅμως, ἄλλα ἐκέλευσε γιὰ τὴν Ἁγία Γολινδούχ-Μαρία, ἐνάντια στὶς βουλὲς τῶν διωκτῶν της. Δηλαδή, ἐπέτρεψε νὰ παραμείνη κλεισμένη ἡ Ἁγία στὸ φρούριο αὐτὸ γιὰ 18 ὁλόκληρα χρόνια, ἀλλὰ στὴν συνέχεια εὐδόκησε νὰ λάβη καὶ πάλι τὴν ἐλευθερία της. Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ὑπέστη πολλὰ καὶ φρικτὰ βασανιστήρια, ἀλλὰ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ παρέμεινε ἀβλαβής. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή της ἐγκαταβίωσε σὲ γυναικεῖο Μοναστήρι στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἔζησε μὲ ὑποδειγματικὴ ἄσκηση καὶ ὑπακοή. Μὲ τὴν ἄδεια καὶ εὐλογία τοῦ Πατριάρχη Ἱεροσολύμων ξεκίνησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, «ἵνα εὐχηθῇ ὑπὲρ τῶν Βασιλέων». Καθ’ ὁδόν, ὅμως, καὶ ἐνῷ προσευχόταν στὸν ἱερὸ Ναὸ τοῦ ἁγίου Σεργίου, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή της «εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος».

Τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία τῆς ἁγίας Γολινδούχ, τῆς μετονομασθείσης Μαρίας, σύμφωνα μὲ τὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266, διέσωσε ὁ Πρεσβύτερος τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας Εὐστράτιος, ὁ ὁποῖος συνέγραψε καὶ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Εὐτυχίου.

Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία της μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν περιορίζεται σὲ ἔθνη, κράτη καὶ φυλές, ἀλλὰ εἶναι οἰκουμενική. Περιλαμβάνει στοὺς κόλπους της ἀνθρώπους ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμο, ἐπειδὴ σὲ ὅλα τὰ πλάτη καὶ μήκη τῆς γῆς ὑπάρχουν ἄνθρωποι καλοπροαίρετοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦν τὸν «σπόρο» καὶ νὰ καρποφορήσουν «ἐν ὑπομονῇ». Ὁ Τριαδικὸς Θεός, ὁ ὁποῖος ἐργάζεται συνεχῶς γιὰ τὴν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων, δὲν κάνει διακρίσεις, ἐπειδὴ «οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός, ἀλλ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι». (Πρ. ἰ', 34-35). Ὅταν ὑπάρχουν ἄνθρωποι καλοπροαίρετοι, ὅπως ὁ Κορνήλιος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὸ δέκατο κεφάλαιο τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων», οἱ ὁποῖοι ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια, καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ἐνυπόστατη, δηλαδὴ εἶναι ὁ Χριστός –«ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀλήθεια»- τότε ὁ Θεὸς θὰ οἰκονομήση ἔτσι τὰ πράγματα, οὕτως ὥστε νὰ συνδεθοῦν μὲ πνευματικοὺς ποιμένες, φορεῖς τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὅπως ὁ Κορνήλιος μὲ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, οἱ ὁποῖοι θὰ τοὺς μυήσουν στὸ μυστήριο τῆς πίστεως. Δηλαδὴ θὰ τοὺς κατηχήσουν, οὕτως ὥστε στὴν συνέχεια μὲ τὸ Βάπτισμα νὰ ἐνταχθοῦν στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μὲ τὸ Χρῖσμα νὰ λάβουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱεραπόστολοι ἐπιτελοῦν καὶ σήμερα σπουδαῖο καὶ σημαντικὸ ἔργο σὲ πολλὰ μέρη τῆς γῆς καὶ χρειάζονται τὴν συμπαράσταση καὶ τὴν βοήθεια ὅλων, μὲ κάθε τρόπο καὶ μέσο, ἐπειδὴ ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου πρέπει νὰ ἀκούγεται συνεχῶς «εἰς πάντα τὰ ἔθνη», μέχρι τὴν συντέλεια τῶν αἰώνων.

Δεύτερον. Ὁ φανατισμὸς εἶναι ἀσθένεια, ἡ ὁποία δημιουργεῖ πολλὰ προβλήματα στὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες. Τὸν συναντᾶ κανεὶς σὲ ἐμπαθεῖς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δουλεύουν στὰ πάθη μὲ τὴν θέλησή τους καὶ δὲν ἔχουν τὴν διάθεση νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ αὐτά. Ἐπίσης, ὁ φανατισμὸς καλλιεργεῖται σὲ διάφορες ἀνθρωποκεντρικὲς ὁμάδες καὶ ὀργανώσεις, οἱ ὁποῖες ἐπιθυμοῦν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ δημιουργοῦν ὀπαδοὺς καὶ παράλληλα νὰ τοὺς συγκρατοῦν καὶ νὰ τοὺς αὐξάνουν, γιὰ νὰ τοὺς χρησιμοποιοῦν ὡς ἀσπίδα καὶ ξίφος ἀπέναντι στοὺς ἀντιπάλους τους. Ἀντίθετα, ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, δηλαδὴ δὲν εἶναι ἀνακάλυψη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, δὲν καλλιεργεῖ τὸν φανατισμό, ἐπειδὴ δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ ἀποκτήση ὀπαδούς. Ἡ Ἐκκλησία, ποῦ εἶναι τὸ Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πνευματικὸ Θεραπευτήριο, τὸ ὁποῖο βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ θαραπευθὴ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ γίνη ἀληθινὸς ἄνθρωπος. Καὶ ὅπως τὰ Νοσοκομεῖα καὶ οἱ ἰατροὶ δὲν θεωροῦν τοὺς ἀσθενεῖς ὡς ἐχθρούς, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν θεωρεῖ κανέναν ὡς ἐχθρό της, ἀλλὰ ἀγαπᾶ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς φυλετικὲς ἢ ἄλλες διακρίσεις. Ὅταν, κατὰ καιρούς, παρατηρῆται τὸ φαινόμενο τοῦ φανατισμοῦ σὲ κάποια ἄρρωστα μέλη της, τότε ἡ Ἐκκλησία προσπαθεῖ νὰ τὰ ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴν ἀσθένειά τους, μὲ τὸν τρόπο ζωῆς ποῦ διαθέτει καὶ ἐμπνέει. Μάλιστα, σὲ περίπτωση «γάγγραινας» δὲν διστάζει νὰ προβῇ σὲ ἀποκοπὴ τῶν σάπιων μελῶν, προκειμένου νὰ διασφαλισθῇ ἡ ὑγεία καὶ ἡ ἀκεραιότητα τῶν ὑπολοίπων.

Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἀνθρώπινος λόγος, ὁ ὁποῖος ἀδυνατεῖ νὰ ἀγγίξη ἐσωτερικὰ τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν ἀναγεννήση πνευματικὰ καὶ νὰ τὸν παρηγορήση ἀληθινά, ἀλλὰ εἶναι «ρήματα ζωῆς αἰωνίου». Εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ καὶ θεραπεύει «ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος», ἀπὸ κάθε ἀθένεια, ἑπομένως καὶ ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τοῦ φανατισμοῦ. Τὰ ὑγιῆ καὶ πραγματικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι ξένοι πρὸς κάθε ἔννοια φανατισμοῦ, ἀφοῦ τὰ χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα εἶναι ἡ βαθειὰ ταπείνωση, ἡ πραότητα, ἡ διάκριση, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη.

Ἡ ἁγία Γολινδούχ-Μαρία διδάσκει διαχρονικὰ μὲ τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία της, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὅτι ἡ συναδέλφωση τῶν λαῶν δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀνέφικτο. Ἡ κολυμβήθρα εἶναι ἡ πνευματικὴ μήτρα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία γεννᾶ ἢ μᾶλλον ἀναγεννᾶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς κάνει ἀληθινοὺς ἀδελφούς.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 3172