Skip to main content

«Σεβασμός στήν θεία Λειτουργία»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

 

1. Ἡ ἀξία τῆς λειτουργικῆς γλώσσας

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, συνθέτοντας τὶς εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας, χρησιμοποίησαν τὴν λογία γλῶσσα τῆς ἐποχῆς τους καὶ ὄχι αὐτὴν ποὺ ὁμιλοῦσε ὁ λαός. Αὐτὸ τὸ ἔκαναν καὶ ἀπὸ σεβασμὸ στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀξιώνεται νὰ συνομιλήση μὲ τὸν Θεό. Ὅταν ὁμιλῇ κανεὶς σὲ ἕναν ἐπιστημονικὸ χῶρο χρησιμοποιεῖ ἄλλο ἐπίπεδο λόγου καὶ ὕφος (γλωσσολογικὴ ὁρολογία) καὶ ἄλλο ὅταν θέλη νὰ ἀπευθυνθῇ στὰ λαϊκὰ στρώματα τῆς κοινωνίας. Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔκαναν καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο, τὸν ὁποῖο ἐπισημαίνει ὁ Καθηγητὴς Γλωσσολογίας Γεώργιος Μπαμπινιώτης:

Οἱ Μεγάλοι Πατέρες προτίμησαν τὴν λόγια γλῶσσα τῆς ἐποχῆς τούς, τὴν ἀττικιστική, γιὰ συγκεκριμένους λόγους: γιὰ νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν νέα θρησκεία μὲ μία καλλιεργημένη ἤδη γλῶσσα ποὺ παρεῖχε λεπτὲς γλωσσικὲς διακρίσεις καίριων ἐννοιῶν γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουν τὴν μορφὴ γλώσσας ποὺ ἐπικρατοῦσε μεταξὺ τῶν μορφωμένων τῆς ἐποχῆς καὶ μάλιστα τῆς ἑλληνικῆς μορφώσεως, ποὺ ὑποτιμοῦσαν τοὺς Χριστιανοὺς ὡς ἀπαίδευτους γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν μὲ γλωσσικὴ ἐπάρκεια τὰ προβλήματα τῶν πολλῶν αἱρέσεων ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς ἀκροβατοῦσαν στὴ λέξη.

Σεβασμός στήν θεία Λειτουργία

Τὴ λόγια μορφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας ἐνίσχυσε καθοριστικὰ ἡ γλῶσσα τῆς λατρείας. Ἡ γλῶσσα τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο σ’ αὐτό. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ γλῶσσα τῶν Ὕμνων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τῆς Ὑμνολογίας ὅλων τῶν χρόνων τοῦ Βυζαντίου μὲ τοὺς μεγάλους Βυζαντινοὺς ὀρθόδοξους ὑμνογράφους». Ἡ χρησιμοποίηση αὐτῆς τῆς λόγιας γλώσσας στὴν θεία λατρεία ἔπαιξε μεγάλο ρόλο καὶ στὸν ἐμπλουτισμὸ τῆς ἴδιας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ποὺ ὁμιλοῦσε ὁ λαός, ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος Καθηγητής:

«Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ὄχι μόνο συνδέθηκε μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὴν ὀρθόδοξη λατρεία, ἀλλὰ ἀνατροφοδότησε γλωσσικὰ τὴν Ἑλληνική, ἀφοῦ οἱ λέξεις τῆς λόγιας παράδοσης γίνονταν κτῆμα καὶ τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ καὶ ἐπηρέαζαν τὴν γλωσσική του ἔκφραση. Ἕνα πλῆθος ἐκκλησιαστικῶν φράσεων ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, τὴ Θ. Λειτουργία καὶ τὴν Ὑμνογραφία (ἰδίως τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος) ἔχουν περάσει στὴν καθημερινὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ. (Μερικὰ παραδείγματα: ἀγρὸν ἠγόρασε, ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν, ἄξιος ὁ μισθός του, ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, ἀπὸ τὸν Ἄννα στὸν Καϊάφα, ἆρον-ἆρον, ἄρρητα ρήματα, ἅς ὄψεται, ἄσωτος υἱός, διὰ τὸ θεαθῆναι τοὶς ἀνθρώποις, διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, δόξα σοι ὁ Θεός, εἶπα καὶ ἐλάλησα, ἐκ τοῦ πονηροῦ, ἐπὶ ξύλου κρεμάμενος, νὰ θέσω τὸν δάκτυλον εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, ζωὴ χαρισάμενη κλπ.)».

Εἶναι γνωστὸν ὅτι σὲ ξένες Χῶρες, ὅπως τὴν Ἀμερική, τὴν Αὐστραλία, τὸν Καναδᾶ, τὴν Εὐρώπη κ.λ.π., δημιουργεῖται ἔντονος προβληματισμὸς κατὰ πόσον πρέπει νὰ τελῆται στοὺς ἑλληνορθόδοξους Ναοὺς ἡ θεία Λειτουργία στὴν ἑλληνική, πρωτότυπη γλῶσσα ἢ ἀπὸ μετάφραση. Ἡ πρακτικὴ ποὺ ἐφαρμόζεται ἐκεῖ εἶναι ἀνάλογη. Ἄλλοτε ἡ θεία Λειτουργία γίνεται ἐξ ὁλοκλήρου στὴν ἑλληνική, ἄλλοτε ἐξ ὁλοκλήρου στὴν ξένη γλῶσσα καὶ ἄλλοτε γίνεται ἕνας συνδυασμός. Ὁ Καθηγητὴς Γεώργιος Μπαμπινιώτης προτείνει νὰ γίνεται, κυρίως, ἀπὸ τὴν πρωτότυπη ἑλληνικὴ γλῶσσα. Γράφει:

«Θεωρῶ προσωπικὰ ὅτι ἡ θεία Λειτουργία, ἐκ τῆς φύσεώς της ἔχει τελετουργικὸ χαρακτῆρα (δεσπόζει ὁ εὐχαριστιακὸς χαρακτῆρας, ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας), γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ τελεῖται στὴ γλῶσσα τοῦ πρωτοτύπου, ὁ δὲ πιστὸς νὰ παρακολουθεῖ τὰ δρώμενα μὲ ἐγκόλπιο ποὺ θὰ περιέχει ἀντικρυστὰ πρωτότυπο καὶ μετάφραση (καὶ μάλιστα σὲ μετάφραση ἐνισχυμένη μὲ λίγα ἐπεξηγηματικὰ σχόλια ὡς πρὸς τὰ στάδια τῆς τέλεσης τοῦ μυστηρίου). Τὸ κήρυγμα μπορεῖ νὰ γίνεται στὴν ξένη γλῶσσα, ὅπως καὶ ὁρισμένες εὐχὲς ἢ καὶ ὕμνοι μπορεῖ νὰ ἐκφωνοῦνται καὶ στὴν ξένη γλῶσσα, ποὺ γιὰ τοὺς περισσότερους Ὁμογενεῖς (τρίτης καὶ πλέον γενιᾶς) εἶναι καὶ ἡ μητρική τους γλῶσσα. Ὅμως ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα τοῦ πρωτοτύπου, μὲ τὸ τελετουργικὸ τῆς ὕφος καὶ περιεχόμενο, δὲν πρέπει νὰ ὑποκαθίσταται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ μετάφραση, γιατί οἱ λέξεις στὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ μιὰ γλῶσσα στὴν ἄλλη γλῶσσα χάνουν σὲ σημαντικὸ βαθμὸ τὸ σημασιολογικό τους περιεχόμενο καὶ τὸ βιωματικό τους φορτίο, στοιχεῖα ἀπαραίτητα στὸν μυστηριακὸ χαρακτῆρα τῆς Θ. Λειτουργίας».

Ἂν αὐτὴ ἡ πρακτικὴ συνιστᾶται γιὰ τοὺς Ἕλληνες ποὺ διαμένουν σὲ ξένες Χῶρες καὶ εἶναι κάτοικοι τῶν Χωρῶν αὐτῶν, εἶναι Ἕλληνες τρίτης γενιᾶς ποὺ γνωρίζουν ἐλάχιστα ἑλληνικά, ἀντιλαμβάνεται κανεὶς τί πρέπει νὰ γίνεται στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, ὅπου ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι μητρική, ἀλλὰ διδάσκεται καὶ ἡ ἀρχαία γλῶσσα στὰ Σχολεῖα.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ λέξεις, ποὺ περνοῦν ἀπὸ μιὰ γλῶσσα σὲ ἄλλη γλῶσσα καὶ προσθέτω καὶ ἀπὸ μιὰ διάλεκτο σὲ ἄλλη, χάνουν τὸν μυσταγωγικὸ χαρακτῆρα τους. Ἐπὶ πλέον δὲ ἡ μετάφραση-μεταγλώττιση-ἀπόδοση δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκωδικοποιήση στὴν νεοελληνικὴ γλῶσσα πλήρως τὶς λέξεις ποὺ ἔχουν ὑψηλὸ ἐννοιολογικὸ ἐπίπεδο, πρᾶγμα ποῦ σημαίνει ὅτι καὶ ἂν ἁπλοποιηθοῦν-μεταγλωττισθοῦν αὐτὲς οἱ λέξεις στὴν δημοτικὴ γλῶσσα δὲν θὰ κατανοηθοῦν, ὅταν δὲν ὑπάρχουν οἱ προαπαιτούμενες θεολογικές-ἑρμηνευτικὲς προϋποθέσεις. Ἔτσι, κι ἂν μεταφρασθῇ ἡ λατρευτικὴ γλῶσσα καὶ πάλι δὲν θὰ γίνη κατανοητὴ ἀπὸ τοὺς νέους. Ἔχει σημειωθῇ εὔστοχα:

«Ἡ λειτουργικὴ γλῶσσα, ἀκόμη καὶ σὲ μεταγλωττισμένη μορφή, καίτοι θὰ ὑπολείπεται σημαντικὰ τοῦ πρωτοτύπου, εἶναι ὑψηλοῦ ἐννοιολογικοῦ, εἰκονικοῦ, συμβολικοῦ καὶ βιωματικοῦ ἐπιπέδου γλῶσσα ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ προσεγγίσει ἐπαρκῶς τὸ σύγχρονο παιδὶ καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Μὴ σᾶς ἐκπλήξει ἡ μαρτυρία ποὺ καταθέτω ὅτι ἔμπειρη φιλόλογος μὲ εἰκοσαετῆ θητεία στὸ Λύκειο μὲ ρώτησε, ὅταν διάβασε τὸ βιβλίο μου "Λειτουργικὴ γλῶσσα", τί σημαίνει ἡ λέξη "ἀπερινόητος" τῆς ἀναφορᾶς τῆς Θ. Λειτουργίας. Ἀλήθεια, τί θὰ κάνουμε γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τὴν περιβόητη κατανοησιμότητα τῆς λειτουργικῆς γλώσσας; Θὰ τὴν ἀκρωτηριάσουμε;».

Οἱ λέξεις καὶ οἱ φράσεις τῆς λειτουργικῆς γλώσσας ἔχουν φορτισθῇ ἀπὸ ἰσχυρὴ διανοητική, κυρίως πνευματικὴ καὶ μυσταγωγικὴ δύναμη, ἡ ὁποία εἶναι δύσκολο νὰ μεταφερθῇ σὲ ἄλλο γλωσσικὸ ἰδίωμα καὶ νὰ διασωθῇ τὸ βιωματικό της φορτίο. Βεβαίως, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ποτὲ δὲν υἱοθέτησαν τὴν θεωρία περὶ τῶν τριῶν ἱερῶν γλωσσῶν (Ἑβραϊκή, Ἑλληνική, Λατινική), ὁ δὲ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης τὴν πολεμᾶ μὲ ἰσχυρὴ ἐπιχειρηματολογία, ἀλλὰ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοήση ὅτι ἡ λειτουργικὴ γλῶσσα ἔχει μιὰ ἱερότητα. Ἔτσι, ἄλλο εἶναι οἱ λεγόμενες ἱερὲς γλῶσσες καὶ ἄλλο εἶναι ἡ ἱερότητα τῆς γλώσσας ποὺ ἀπαιτεῖ ἕναν σεβασμό.

Πόσο μᾶλλον ὅταν ἡ γλῶσσα στὴν ὁποῖα εἶναι γραμμένα τὰ λειτουργικὰ κείμενα φέρη σαφῆ ἴχνη ποιητικότητας, ὁπότε θέτει καὶ τὸ ἐπιπρόσθετο ἐμπόδιο τοῦ ἀμετάφραστου τῆς ποίησης. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ξεχνᾶμε ὅτι τὰ λειτουργικὰ κείμενα συντάχθηκαν ἀπὸ ἁγίους, μεγάλους θεολόγους, οἱ ὁποῖοι ἐπιπλέον ὑπῆρξαν δεξιοτέχνες τοῦ λόγου. Οἱ ἰδιότητες αὐτὲς εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολο νὰ συμπέσουν σὲ ἕνα πρόσωπο. ἀκόμα, ὅμως, καὶ ἂν ὑπῆρχε αὐτὸς ὁ ἰδανικὸς μεταφραστής, δὲν θὰ ἦταν φρόνιμο νὰ ἀπωλέσουμε τὴν σπάνια δυνατότητα ποὺ ἔχουμε ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁμιλητὲς τῆς ἑλληνικῆς, τὴν δυνατότητα νὰ μοιραζόμασθε ἢ ἔστω νὰ προσπαθοῦμε νὰ μοιρασθοῦμε τὸ κοινὸ βίωμα μέσα ἀπὸ τὰ ἴδια ἀκριβῶς κείμενα, μὲ τὶς ἴδιες ἀκριβῶς λέξεις, μὲ τὰ ὑπόλοιπα μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ νομίζω πρέπει νὰ γίνη μιὰ ἀναφορὰ στὴν μελέτη τοῦ Π. Σινόπουλου μὲ τίτλο «Ἡ ἀντιμεταφραστικὴ παράδοση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων», ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὴν προβληματικὴ τῆς «διαγλωσσικὴς μετάφρασης» (σὲ ἄλλες γλῶσσες) καὶ τῆς «ἐνδογλωσσικὴς μετάφρασης» (σὲ ἰδίωμα τῆς ἴδιας γλώσσας) τῶν ὕμνων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό τους καὶ ὡς πρὸς τὸ μέτρο ποὺ τοὺς διακρίνει.

Ὁ συγγραφεὺς στὰ αἴτια τῆς «ἀντιμεταφραστικῆς παράδοσης» συγκαταλέγει «τὴν ἀπαίτηση τοῦ Νεοέλληνα ἀναγνώστη νὰ βρεῖ στὴν μετάφραση τὴν αἴσθηση τοῦ ἀρχαϊκοῦ στοιχείου», ἀφοῦ «ἔχει ζήσει τὸ πρωτότυπο δημιούργημα μὲ τὴ μελωδία του, τὴ γλῶσσα του... καθὼς καὶ τὰ στιχουργικά του φαινόμενα». Ἐπίσης στὰ αἴτια τῆς «ἀντιμεταφραστικῆς παράδοσης» περιλαμβάνεται καὶ ἡ δυσκολία νὰ ἀντικατασταθοῦν οἱ εἰδικὲς λέξεις ποὺ ἔχουν θεολογικὸ περιεχόμενο καὶ μέτρο, καθὼς καὶ «ἡ ἀνάγκη νὰ διατηρηθεῖ στὴ μετάφραση ἡ ἀνάσα τῆς παλαιότητας ποὺ ἀναδίνεται ἀπὸ τὸ πρωτότυπο», ὅπως καὶ ἡ βεβαιότητα ὅτι εἶναι κείμενα ἱερὰ καὶ ὅτι «ἂν ἡ μετάφρασή μας δὲν καταφέρει νὰ διατηρήσει τὸ στοιχεῖο τῆς ἱερότητας, ποὺ συνήθως εἶναι καὶ στοιχεῖο παλαιότητας, ὅσες ἐπιτυχίες κι ἂν ἔχει στοὺς ἄλλους τομεῖς μεταφραστικῶν δυσκολιῶν καὶ ἀπαιτήσεων ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα, θὰ πρέπει νὰ τὴν θεωρήσουμε ὁριστικὰ ἀποτυχημένη».

Σημαντικὴ εἶναι ἡ παρατήρησή του ὅτι «ἡ παρέμβαση τοῦ μεταφραστῆ χρειάζεται νὰ εἶναι τέτοια, ὥστε ὁ ἀναγνώστης ἢ ὁ ἀκροατὴς τοῦ μεταφράσματος τῆς ὑμνογραφικὴς δημιουργίας νὰ αἰσθάνεται σὰν νὰ ἦταν σύγχρονος τοῦ ὑμνογράφου καὶ ὄχι σὰν νὰ ἦταν ὁ ὑμνογράφος σύγχρονος τοῦ μεταφραστῆ».

Ἀκόμη, εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ ἐπισήμανσή του ὅτι «ὁ ἰδεώδης μεταφραστὴς εἶναι ἀνάγκη νὰ ξέρει ὅτι πρέπει νὰ ἐξαφανίσει τὸν ἐγωϊσμὸ τοῦ καὶ νὰ δανείσει τὴ γλῶσσα τοῦ στὸν μεταφραζόμενο συγγραφέα». Αὐτὸ εἶναι δύσκολο νὰ γίνη, ὅταν ἐκεῖνοι ποὺ ἔγραψαν τὰ πρωτότυπα κείμενα εἶχαν «κοινωνία μὲ τὰ οὐράνια» καὶ «γι' αὐτό, ὅσο καλὸς κι ἂν εἶναι ὁ μεταφραστής, ὁποιοσδήποτε κι ἂν εἶναι ὁ μεταφραστικός του ὁπλισμὸς κι ἡ μεταφραστική του προσπάθεια, ἂν δὲν ἔχει πνευματικότητα, θὰ μᾶς δώσει ἔργο φθαρτό». Στὸ θέμα αὐτὸ χρησιμοποιεῖται ὁ σημαντικὸς λόγος τοῦ Φώτη Κόντογλου, ποὺ εἶπε: «...ὁ δράκος ἂν δὲν φάγει δράκο δὲν θεριέβει, κι ὁ ποιητὴς ἂν δὲν ἔβρει ποιητὴ νὰ τὸν γυρίσει σὲ ἄλλη γλῶσσα, εἶναι χαντακωμένος».

Αὐτὰ κυρίως ἐπισημαίνονται γιὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους, ἀλλ' ὅμως ἰσχύουν ἐν πολλοῖς καὶ γιὰ τὴν θεία Λειτουργία ποὺ ἔχει στοιχεῖα ποιητικοῦ λόγου καὶ ρυθμοῦ καὶ γι' αὐτὸ ὑπάρχει μεγάλη δυσκολία στὴν μετάφραση, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι δεκαέξι αἰῶνες δὲν ἐπιχειρήθηκε νὰ ἀντικατασταθῇ τὸ πρωτότυπο κείμενο τῆς θείας Λειτουργίας σὲ ἄλλη «ἐνδογλωσσικὴ» μετάφραση.

2. Οἱ ὅροι «μετάφραση» καὶ «ἑρμηνεία»

Κάνοντας λόγο γιὰ μετάφραση τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι μεταξὺ μεταφράσεως καὶ ἑρμηνείας ὑπάρχει διαφορά, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς καὶ σχέση.

Ἡ λέξη μετάφραση δηλώνει τὴν «διαδικασία τῆς μεταφορᾶς προφορικοῦ ἢ γραπτοῦ λόγου σὲ διαφορετικὴ γλῶσσα ἢ γλωσσικὴ μορφὴ ἀπὸ τὴν ἀρχική». Στὴν προκειμένη περίπτωση ὡς μετάφραση ἐννοεῖται ἡ μεταφορὰ τῶν κειμένων ἀπὸ τὴν Ἀρχαία στὴν Νεοελληνική. Ὁ Καθηγητὴς Κωνσταντῖνος Νιάρχος στὴν περίπτωση αὐτὴ χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «ἀπόδοση στὴν νεοελληνική», ὁ Γιῶργος Σεφέρης τὸν ὅρο «μεταγλώττιση» καὶ ὁ Π. Σινόπουλος τοὺς ὅρους «διαγλωσσικὴ» (σὲ ξένες γλῶσσες) καὶ «ἐνδογλωσσικὴ» (στὴν ἴδια γλῶσσα) μετάφραση.

Ἡ λέξη ἑρμηνεία δηλώνει τὴν «ἐξήγηση τῶν παραγόντων ποὺ ὁδηγοῦν σὲ ὁρισμένη κατάσταση» ἢ «τὴν ἀνεύρεση τοῦ ἀληθινοῦ ἢ ἀρχικοῦ νοήματος λέξεως ἢ κειμένου».

Καίτοι ὑπάρχει μιὰ σημαντικὴ διαφορὰ μεταξὺ μετάφρασης καὶ ἑρμηνείας ἐν τούτοις ὑπάρχει σχέση μεταξύ τους. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι κατὰ τὴν μετάφραση ἑνὸς κειμένου ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ μορφὴ γλώσσας σὲ μιὰ μεταγενέστερη εἰσέρχεται ὁ ὑποκειμενικὸς παράγοντας, ὁπότε ἀναγκαστικὰ ἡ μετάφραση γίνεται ἑρμηνεία. Ὁ μεταφραστὴς ἔχει ὁρισμένες θεολογικὲς καὶ φιλοσοφικὲς θέσεις καὶ εἶναι ἑπόμενο, ὅταν προσπαθῆ νὰ εἰσέλθη στὸ νόημα τῶν λέξεων καὶ φράσεων ποὺ μεταφράζει, νὰ ἀντιλαμβάνεται τὸ «πνεῦμα» τους κατὰ ἕναν διαφορετικὸ τρόπο, σύμφωνα μὲ τὸν δικό του ἐννοιολογικὸ κώδικα, ὁπότε στὴν οὐσία τὸ ἑρμηνεύει ἢ τὸ παρερμηνεύει. Ἔτσι, κάθε μετάφραση ἀποτελεῖ μιὰ «προδοσία» τῆς ἀρχικῆς σημασίας τῆς λέξεως, γιατί ἐνδεχομένως χάνεται καὶ τὸ πραγματικὸ νόημα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ πρωτοτύπου κειμένου ἀπὸ τὸν συγγραφέα του.

Αὐτὸ φαίνεται καὶ κατὰ τοὺς Μεσαίους χρόνους στὴν Εὐρώπη, ὅπου παρατηρήθηκε ἔντονα μιὰ μεγάλη μεταφραστικὴ κίνηση, κυρίως ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ στὰ λατινικά. Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀστικῆς τάξης καὶ οἱ φοιτητὲς τῶν Πανεπιστημίων μελετοῦσαν βιβλία-χειρόγραφα καὶ μεταφρασμένα ἔργα. Βεβαίως, οἱ μεταφράσεις ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ στὰ λατινικὰ δημιουργοῦσαν καὶ προβλήματα. «Μερικὲς φορὲς οἱ μεταφράσεις παρεξηγοῦσαν ἢ παραποιοῦσαν, γιὰ διαφόρους λόγους, ὁρισμένα ἐπιστημονικὰ νοήματα τῶν ἔργων ποὺ μετέφραζαν. Αὐτὲς οἱ μεταφράσεις ἄσκησαν ἐπιρροὴ σὲ διαφορετικὲς χρονικὲς στιγμὲς καὶ μὲ διαφορετικοὺς τρόπους. Οἱ παλαιὲς μεταφράσεις (π.χ. τοῦ Βοήθιου) ἀναθεωρήθησαν ἐν μέρει ἀλλὰ πολὺ δραστικὰ μόνο τὴν ἐποχὴ τῶν Καρολίδων. Ὁπωσδήποτε, αὐτὸ ποὺ παρατηρεῖται, συνήθως σὲ μικρὸ βαθμὸ καὶ σὲ ὁρισμένες μόνο περιπτώσεις, τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ Μεσαίωνα, εἶναι ἡ ἔλλειψη πιστότητας στὴν ἀρχικὴ ἔννοια τοῦ μεταφρασθέντος ἔργου». Σημειώνεται, ὅμως, ὅτι συνήθως οἱ μεταφράσεις τῶν ἔργων τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων μεταφράσθηκαν καὶ σχολιάσθηκαν «ἀπὸ προσεκτικοὺς καὶ ἀξιόλογους μεταφραστὲς καὶ σχολιαστὲς τοῦ Μεσαίωνα». Θὰ χρησιμοποιήσω τρία παραδείγματα γιὰ νὰ ὑποστηρίξω ὅτι πολλὲς φορὲς οἱ μεταφράσεις δὲν ἀποδίδουν τὸ ἀκριβὲς νόημα τοῦ πρωτοτύπου κειμένου καὶ ὅτι ἀντὶ γιὰ μετάφραση γίνεται ἑρμηνεία, καὶ κατὰ κάποιον τρόπο, ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος, ἀντὶ γιὰ ἐξήγηση γίνεται εἰσπήδηση στὶς Γραφές.

Τὸ πρῶτο εἶναι τὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ πῶς τὰ ἀντιλαμβάνονταν διάφοροι μεταφραστές. Εἶναι γνωστὸν ὅτι τὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλους μεταφράσθηκαν παλαιότερα ἀπὸ τὴν πρωτότυπη ἑλληνικὴ γλῶσσα στὴν λατινικὴ καὶ τὴν ἀραβικὴ γλῶσσα. Ὅταν στὴν Εὐρώπη, κατὰ τὴν Ἀναγέννηση, μεταφράσθηκαν τὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη ἀπὸ τὰ ἀραβικὰ στὰ λατινικά, ἐνῷ προηγουμένως ἦταν μεταφρασμένα ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ στὰ λατινικά, διεπίστωσαν ὅτι ὑπάρχουν σημαντικὲς διαφορὲς στὰ κείμενα τοῦ Ἀριστοτέλη. Ἔτσι ὑπάρχουν τρεὶς Ἀριστοτέληδες, ἤτοι ὁ Ἕλλην, ὁ Λατῖνος καὶ ὁ Ἄραβας (Aristoteles Latinus, Aristoteles Arabus). Φυσικά, ἕνας εἶναι ὁ Ἀριστοτέλης, ἀλλὰ ἀλλοιώθηκε ἡ σκέψη τοῦ Ἀριστοτέλη ὅταν μεταφράσθηκαν τὰ ἔργα του κυρίως στὴν Λατινικὴ γλῶσσα. Γι’ αὐτὸ σήμερα οἱ σοβαροὶ ἐπιστήμονες, ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ καταλάβουν τὸ ἀληθινὸ νόημα τοῦ Ἀριστοτέλη, μαθαίνουν ἑλληνικὴ γλῶσσα γιὰ νὰ μελετήσουν τὸν μεγάλο αὐτὸν φιλόσοφο στὸ πρωτότυπο κείμενο. Αὐτὸ συμβαίνει σχεδὸν σὲ ὅλες τὶς μεταφράσεις.

Ἐδῶ πρέπει νὰ προστεθῇ ἡ μετάφραση καὶ ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἀριστοτέλη ποὺ ἔγινε στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη σὲ σχέση μὲ τὸν Χριστιανισμό. Ἐνῷ, δηλαδή, οἱ σχολαστικοὶ θεολόγοι καὶ φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Ἀλβέρτος ὁ Μέγας, ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης κ.ἄ. προσπαθοῦσαν νὰ ἐκχριστιανίσουν τὸν Ἀριστοτέλη ἢ νὰ ἐναρμονίσουν τὴν ἀριστοτελικὴ σκέψη μὲ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία, ἀντίθετα μιὰ ἄλλη κίνηση ποὺ ἀποκλήθηκε ἀβερροισμός –ποὺ ἔλαβε τὸ ὄνομα ἀπὸ τὸν μεγάλο ἀριστοτελικὸ Ἄραβα φιλόσοφο Ἀβερρόη (1126-1198)– προσπαθοῦσε νὰ ἐναρμονίση τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία πρὸς τὴν ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία, δηλαδὴ νὰ «ἐξαριστοτελίση» τὸν Χριστιανισμό. Τὸ δεύτερο παράδειγμα τὸ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Οὐκρανοῦ μοναχοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι. Ὁ ἴδιος ἔμαθε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ μετέφρασε νηπτικὰ κείμενα Πατέρων στὴν ρωσοσλαβονικὴ γλῶσσα, γιατί διαπίστωσε ὅτι εἶχαν κακῶς μεταφρασθῇ προγενέστερα ἀπὸ ἄλλους. Διηγεῖται ὁ ὅσιος Παΐσιος:

«Περιορίζοντας πολλὲς φορὲς τὴν τροφή μας καὶ ὑπομένοντας τὴ φτώχεια στὴν ἔνδυσή μας, ἀγοράζαμε ἐκεῖνα τὰ μνημονευθέντα βιβλία σὲ σλαβική, δηλαδὴ βουλγαρικὴ γλῶσσα γραμμένα, καὶ τὰ θεωρούσαμε σὰν οὐράνιο θησαυρό, χαρισμένο σὲ ἐμᾶς ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅταν στὴ διάρκεια μερικῶν ἐτῶν τὰ διάβασα αὐτὰ μὲ προσοχή, σὲ πάρα πολλὰ σημεῖα διαπίστωσα ἀπερίγραπτη ἀσάφεια, σὲ πολλὰ ἄλλα δὲ σημεῖα δὲν βρῆκα καθόλου νόημα, σύμφωνο μὲ τὴ Γραμματική. Μολονότι τὰ διάβασα ἐπανειλημμένως, μὲ ἀπερίγραπτο κόπο καὶ ἔρευνα, καὶ πάλι δὲν μπόρεσα νὰ βγάλω νόημα. Μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει μὲ πόση θλίψη γέμισε ἡ ψυχή μου, ἐπειδὴ δὲν ἤξερα τί νὰ κάνω. Νόμιζα ὅτι τὰ σλαβικὰ βιβλία θὰ μποροῦσα, ἔστω καὶ μερικῶς, νὰ τὰ διορθώσω ἀπὸ ἄλλα σλαβικὰ βιβλία. Ἄρχισα λοιπὸν μὲ τὰ βιβλία τοῦ ἁγίου Ἡσυχίου τοῦ Πρεσβυτέρου τῶν Ἱεροσολύμων, τοῦ ἁγίου Φιλοθέου τοῦ Σιναΐτου καὶ τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Ἐδέσσης, νὰ τὰ ἀντιγράφω μὲ τὸ χέρι μου ἀπὸ τέσσερα χειρόγραφα, μήπως καὶ ἐπιλέγοντας κάποιο ἀπὸ τὰ τέσσερα αὐτά, θὰ ἀξιωνόμουν νὰ βρῶ σ' αὐτὰ νόημα γραμματικῶς σωστό. Ὅλη ἡ ἐργασία μου ὅμως ἔγινε ματαίως, διότι σὲ κανένα ἀπὸ τὰ τέσσερα βιβλία ποὺ συνέκρινα δὲν μπόρεσα νὰ βρῶ τὸ τέλειο ἐκεῖνο νόημα. Ὅταν βασανίστηκα τόσες φορές, τότε κατάλαβα ὅτι ματαίως κουράζομαι νὰ διορθώσω ὑποθετικῶς σλαβικὰ βιβλία ἀπὸ σλαβικά. Ἄρχισα λοιπὸν ἐπιμόνως νὰ ἐξετάζω ἀπὸ ποὺ ὑπάρχει στὰ σλαβικὰ βιβλία μία τέτοια ἀνεξήγητη ἀσάφεια καὶ φτώχεια στὴν ὀρθότητα τῆς Γραμματικῆς. Καὶ σύμφωνα μὲ τὶς δυνατότητες τοῦ ἀδύναμου νοῦ μοῦ βρῆκα ὅτι δύο εἶναι οἱ αἰτίες αὐτῆς τῆς πραγματικότητας: Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἀδεξιότητα τῶν ἀρχαίων μεταφραστῶν στὴ μετάφραση ἀπὸ τὴν ἑλληνογραικικὴ στὴ σλαβικὴ γλῶσσα, δεύτερη δὲ ἡ ἀδεξιότητα καὶ ἡ ραθυμία τῶν ἀπείρων ἀντιγραφέων. Καὶ τότε ἀπογοητεύθηκα τελείως, βλέποντας στὰ σλαβικὰ πατερικὰ βιβλία πῶς ἀποδίδεται τὸ ἀληθινὸ καὶ σωστὸ νόημα ποὺ ὑπάρχει στὰ ἴδια ἑλληνογραικικὰ βιβλία».

Ἔτσι ἐπιδόθηκε ὁ ἴδιος σὲ νέα μετάφραση τῶν κειμένων αὐτῶν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ στὴν ρωσοσλαβονικὴ γλῶσσα, ὄχι μόνον ἐπειδὴ κατεῖχε καλὰ καὶ τὶς δύο γλῶσσες, ἀλλά, κυρίως καὶ πρὸ παντός, διότι εἶχε πνευματικὴ συγγένεια μὲ τοὺς συγγραφεῖς τῶν πρωτοτύπων ἔργων, δηλαδὴ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος ζοῦσε ἡσυχαστικά-νηπτικὰ καὶ καταλάβαινε ἐπαρκέστατα τὸ πνευματικὸ νόημα τῶν κειμένων αὐτῶν. Τὸ τρίτο παράδειγμα εἶναι εἰλημμένο ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο μεταφράζονται τὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης σὲ ξένες γλῶσσες. Πρόκειται γιὰ τὴν μέθοδο τῆς «ἐννοιολογικῆς» ἢ «δυναμικῆς ἀντιστοιχίας», τὴν ὁποῖα χρησιμοποιεῖ ἡ Βιβλικὴ Ἑταιρεία στὶς ἐκδόσεις της. Ὁ Καθηγητὴς Ἰωάννης Παναγόπουλος σὲ μιὰ μελέτη του ἀναφέρεται διεξοδικὰ στὸ τί σημαίνει «δυναμικὴ ἀντιστοιχία» καὶ πῶς «ἡ νέα μεταφραστικὴ μέθοδος» χρησιμοποιήθηκε καὶ γιὰ τὴν μετάφραση τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπὸ τὸ πρωτότυπο κείμενο στὴν Νεοελληνικὴ γλῶσσα.

Μὲ τὴν μέθοδο τῆς «δυναμικῆς ἀντιστοιχίας» δὲν γίνεται μετάφραση κατὰ λέξη ἀπὸ τὸ πρωτότυπο κείμενο, ἀλλὰ ἐπιδιώκεται νὰ εὑρεθῇ ἡ ἐννοιολογικὴ καὶ νοηματικὴ ἀπόδοση τοῦ βιβλικοῦ κειμένου, «ὥστε νὰ ἐξασφαλίζεται "φυσιολογικὴ" ἀντιστοιχία μὲ τὴ σύγχρονη νοοτροπία». Ἔτσι, μὲ τὴν μέθοδο αὐτὴ «ἀπογυμνώνεται τὸ δηλούμενο ἀρχικὸ γεγονὸς ἢ νόημα ἀπὸ τὴ φραστική του μορφή, ἡ ὁποία θεωρεῖται καιρική, δευτερεύουσα καὶ ἐπουσιώδης, καὶ ἀναζητεῖται μία νέα, σύγχρονη καὶ κατανοητή». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ περιορίζεται, ἀλλοιώνεται ἢ μετατρέπεται τὸ ἀρχικὸ νόημα τοῦ σημαινομένου, μὲ συνέπεια νὰ κλονίζεται τὸ αὐθεντικὸ μήνυμα «τῆς ταυτότητας τῆς βιβλικῆς ἀποκαλύψεως» καὶ νὰ δημιουργῆται «σύγχυση ὡς πρὸς τοὺς ὅρους τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου». Στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ μιὰ «ἀπομύθευση» τοῦ περιεχομένου τῆς εἰκόνας μὲ τὴν ὁποῖα ἐκφράζεται ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.

Γιὰ νὰ φανὴ πῶς ἐργάζεται ὁ μεταφραστὴς μὲ τὴν μέθοδο τῆς «δυναμικῆς ἀντιστοιχίας», μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθῇ ἕνα παράδειγμα, ἤτοι ἡ φράση «τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ». Ἡ λέξη Εὐαγγέλιο, σημαίνει τὴν καλὴ ἀγγελία, ὁπότε καὶ μεταφράζεται ὡς «χαρμόσυνο μήνυμα». Ἡ δὲ λέξη Βασιλεία μεταφράζεται ἢ ἑρμηνεύεται στὰ σχόλια ὡς «καινούριος κόσμος» ἢ «τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ», «μιὰ καινούρια ἐποχὴ ποὺ ἐγκαινιάζεται μὲ τὸ ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ὁπότε, ἡ φράση «Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ» ἀποδίδεται ὡς «χαρμόσυνο μήνυμα γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ» ἢ χαρμόσυνο μήνυμα γιὰ τὴν ἔλευση μιᾶς καινούριας ἐποχῆς, ἑνὸς καινούριου κόσμου.

Ὅμως, ἡ λέξη Εὐαγγέλιο εἶναι γνωστὴ στοὺς Νεοέλληνες καὶ χωρὶς νὰ ἀντικατασταθῇ μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθῇ μὲ τὴν θεολογικὴ σημασία της, ποὺ σημαίνει τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα μήνυμα, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἴδια τὴν σωτηρία. Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ εἶναι «πρεσβεία Θεοῦ καὶ παράκλησις πρὸς ἀνθρώπους δι' Υἱοῦ σαρκωθέντος καὶ τῆς πρὸς τὸν Πατέρα καταλλαγῆς μισθὸν δωρουμένου τοὶς πειθομένοις αὐτῷ τὴν ἀγένητον θέωσιν» καὶ «τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, σαρκικῆς μὲν εἰσηγεῖται ζωῆς ἄρνησιν, πνευματικῆς δὲ ὁμολογίαν». Ἐπίσης, ἡ λέξη "Βασιλεία" στὴν πατερικὴ παράδοση δὲν σημαίνει ἁπλῶς ἕνα ἔργο, μιὰ ἐξουσία ἢ μιὰ νέα ἐποχή, ἀλλὰ δηλώνει τὴν μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ «δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ βασιλείαν ἑαυτοῦ καλὸν τὸ φῶς τῆς οἰκείας μεταμορφώσεως». Εἶναι, λοιπόν, φανερὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου εὔκολη ἡ ἀντικατάσταση τῶν ὅρων αὐτῶν (Εὐαγγέλιον-Βασιλεία) μὲ ἄλλες σύγχρονες καὶ εὔληπτες γιὰ τὸν ἀναγνώστη λέξεις. Πρέπει νὰ παραμείνουν ἀμετάφραστες καὶ νὰ γίνη ἑρμηνευτικὴ ἀνάλυση.

Βέβαια, ἡ μέθοδος τῆς «δυναμικῆς ἀντιστοιχίας» ἔχει μιὰ ἀξία ὅταν χρησιμοποιῆται στὴν μετάφραση σὲ ξένες γλῶσσες, στὶς ὁποῖες δὲν ὑπάρχει πλήρης ἀντιστοιχία μὲ τὴν γλῶσσα τοῦ ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου, ἀλλὰ ὅταν χρησιμοποιεῆται στὴν «ἐνδογλωσσικὴ μετάφραση», δηλαδὴ ἀπὸ τὸ πρωτότυπο κείμενο στὴν Νεοελληνική, τότε ἀλλοιώνει τὸ νόημα καὶ ἀπογυμνώνει τὸ κείμενο ἀπὸ τὴν θεολογικὴ καὶ πατερικὴ ὁρολογία. Πέρα ἀπὸ τὸ πρόβλημα ποὺ δημιουργεῖ ἡ μέθοδος τῆς «δυναμικῆς ἀντιστοιχίας», συγχρόνως κατὰ τὴν μετάφραση δημιουργοῦνται καὶ ἄλλα λάθη στὴν προσπάθεια νὰ γίνουν ἐπεξηγήσεις, ἑρμηνεῖες τοῦ πρωτοτύπου κειμένου. Μερικὰ παραδείγματα εἶναι ἐκφραστικά, ἂν καὶ ἐνδεικτικά. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ κάνει λόγο γιὰ τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ: «Ἐν ἀρχῇ ἥν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἥν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἥν ὁ Λόγος» (Ἰω. α', 1). Ἐδῶ γίνεται λόγος γιὰ τὸ ἀΐδιο καὶ τὸ συναΐδιο τοῦ Λόγου μὲ τὸν Πατέρα, ὄχι ἁπλῶς μὲ ἕναν Θεό.

Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο αὐτό, ὁμιλεῖ γιὰ ἰδιαίτερη ὑπόσταση τοῦ Λόγου. «Διὰ δὲ τοῦ φάναι τὸν Λόγον ὄντα πρὸς τὸν Θεόν, ἕν μὲν τί καὶ ὑφεστηκὸς αὐτὸ καθ' ἑαυτὸ τὸν Υἱὸν ἐπιδεικνύων, ἕτερον δὲ πάλιν τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα, πρὸς ὃν ἥν ὁ Λόγος». Ἑπομένως, λέγει ὅτι ὁ Λόγος «καὶ Θεὸς καὶ ὁμοούσιος τὼ Πατρὶ ὑπάρχων ὁ Υἱὸς ἐν ἰδίᾳ ἐστὶν ὑποστάσει, ὁμοίως δὲ καὶ ὁ Πατήρ». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο αὐτὸ λέγει ὅτι ἡ φράση «ἐν ἀρχῇ ἥν ὁ Λόγος» «τὸ αἴδιον δηλοῖ», ἡ δὲ φράση «οὗτος ἥν πρὸς τὸν Θεὸν» «τὸ συναΐδιον ἡμῖν ἐνέφηνεν». Ὁ Πατὴρ δὲν ἦταν ποτὲ «ἔρημος τοῦ Λόγου», ἀλλὰ «ἀεὶ Θεὸς πρὸς Θεὸν ἥν, ἐν ὑποστάσει μέντοι ἰδία». Αὐτὸ τὸ «πρὸς τὸν Θεὸν» δηλώνει ὅτι «οὐδαμοῦ γὰρ περατοῦται οὔτε ὁ Πατήρ, οὔτε ὁ Υἱός», «οὐδὲ τῆς οὐσίας εὔδηλον ὅτι ἀρχή τις χρονική». Ἑπομένως, ὁ Λόγος ἔχει ἰδιαίτερη ὑπόσταση, ἀλλὰ ἔχει τὴν ἴδια οὐσία μὲ τὸν Πατέρα, εἶναι ἐν τὼ Πατρί.

Αὐτὴ ἡ θεολογικὴ ἔννοια τοῦ «πρὸς τὸν Θεὸν» σὲ διάφορες μεταφράσεις ἀποδίδεται μὲ ἄλλους τρόπους, οἱ ὁποῖοι ἀλλοιώνουν τὸ θεολογικὸ καὶ δογματικὸ νόημα, ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ μείνη ἀμετάφραστο, δηλαδὴ «ὁ Λόγος ἦταν πρὸς τὸν Θεόν», ἢ ὁ Λόγος εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα.

Θὰ παρατεθοῦν μερικὰ ἑρμηνευτικὰ παραδείγματα τοῦ χωρίου αὐτοῦ:

«Κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας ὑπῆρχεν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς ἄπειρος καὶ ζωντανὸς Λόγος ἀπὸ ἀπειροτέλειον καὶ πάνσοφον Νούν. Καὶ ὁ Λόγος ὡς δεύτερον πρόσωπον τῆς θεότητος ὑπῆρχεν ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἦτο πάντοτε πλησιέστατα πρὸς αὐτόν. Καὶ ἦτο Θεὸς τέλειος ὁ Λόγος» (Τρεμπέλας).

«Εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς πνευματικῆς καὶ ὑλικῆς δημιουργίας, ἄναρχος καὶ προαιώνιος, ὑπῆρχεν ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Λόγος ἦτο πάντοτε ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ πλησιέστατα πρὸς αὐτόν, καὶ ὁ Λόγος ἦτο Θεὸς ἀπειροτέλειος, ὅπως ὁ Πατὴρ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα» (Κολιτσάρας).

«Ἀπ' ὅλα πρὶν ὑπῆρχε ὁ Λόγος κι ὁ Λόγος ἤτανε μὲ τὸ Θεό, κι ἦταν Θεὸς ὁ Λόγος» (Τέσσερεις Καθηγητές).

Φαίνεται εὐδιάκριτα ὅτι ἡ φράση «πρὸς τὸν Θεὸν» εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὶς φράσεις «πλησιέστατα» καὶ «μὲ τὸν Θεό», καθὼς ἐπίσης φαίνεται ὅτι ἀντὶ γιὰ μετάφραση, γίνεται ἑρμηνεία.

Ἕνα ἄλλο παράδειγμα ἀναφέρεται στὴν θεότητα τοῦ Λόγου. «Ἐν αὐτῷ ζωῇ ἥν, καὶ ἡ ζωὴ ἥν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ἰω. α', 4). Δηλαδή, στὸν Λόγο ἦταν ἡ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ αὐτὴ ἡ ζωὴ ἦταν –καὶ εἶναι– τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ δηλώνει ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωὴ καὶ φῶς, εἶναι τὸ ἄκτιστο Φῶς, καὶ ὅσοι ἀξιώνονται νὰ δοὺν τὸν Χριστό, τὸν βλέπουν ὡς Φῶς. Ὅπως ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁ Λόγος εἶναι «Φῶς ἐκ Φωτός».

Πῶς ἀποδίδεται τὸ χωρίο αὐτὸ σὲ σύγχρονες μεταφράσεις;

«Εἶχε μέσα του τὴν ζωὴν καὶ αὐτὸς ὡς πηγὴ τῆς ζωῆς ἐδημιούργησε καὶ συντηρεῖ κάθε ζωήν. Διὰ τοὺς λογικοὺς δὲ ἀνθρώπους ἦτο ἐξ ἀρχῆς καὶ τὸ πνευματικὸν καὶ τὸ ἠθικὸν φῶς, ποὺ φωτίζει τὸν νοῦ τους καὶ τοὺς ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἀλήθειαν» (Τρεμπέλας).

«Αὐτὸς ἤτανε ἡ ζωὴ καὶ ἦταν ἡ ζωὴ αὐτὴ τὸ φῶς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους» (Τέσσερεις Καθηγητές).

Ὅμως ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι τὸ ἠθικὸ φῶς, ἀλλὰ τὸ ἀληθινὸ Φῶς τῶν ἀνθρώπων, ποὺ τὸ βλέπουν οἱ θεούμενοι, ὄχι ἁπλῶς οἱ λογικοί. Καὶ ὁ Χριστὸς δὲν «ἤτανε ἡ ζωή», ἀλλὰ εἶναι ζωή.

Ἕνα ἄλλο παράδειγμα ἀναφέρεται στὴν ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος γράφει γιὰ τὸν Ἰωσήφ: «καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον» (Μάτθ. α', 25). Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι μετὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ καταργήθηκε ἡ παρθενία τῆς Θεοτόκου καὶ ὁ Ἰωσὴφ εἶχε σαρκικὴ σχέση μαζί της.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο αὐτό, λέγει ὅτι τὸ «ἕως οὗ» ἐγράφη «οὐχ ἵνα ὑποπτεύσης ὅτι μετὰ ταῦτα αὐτὴν ἔγνω, ἀλλ' ἵνα μάθης ὅτι πρὸ τῶν ὠδίνων παντὸς ἀνέπαφος ἥν ἡ Παρθένος». Στὴν συνέχεια παρουσιάζει χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποὺ χρησιμοποιοῦν τὸ «ἕως οὗ», χωρὶς νὰ θέτουν ὁρισμένο χρόνο. Ὁπότε, αὐτὸ τὸ «ἕως οὗ» σημαίνει «ὅτι οὐδὲ μετὰ ταῦτα τὴν οὕτω γενομένην μητέρα, καὶ καινῶν ὠδίνων καὶ ξένων καταξιωθεῖσαν λοχευμάτων, οὐκ ἂν δίκαιος ὧν ἐκεῖνος ὑπέμεινε γνῶναι λοιπόν». Ἑπομένως, τὸ «ἕως οὗ» γιὰ νὰ μὴ δώση ἀφορμὴ στοὺς αἱρετικοὺς νὰ ἀρνηθοῦν τὴν ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου οὔτε μετὰ τὸν τόκον πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ «καὶ ποτὲ ὁ Ἰωσὴφ δὲν εἶχε συζυγικὴ σχέση μαζί της».

Πῶς μεταφράζεται σὲ σύγχρονες μεταφράσεις;

«Καὶ δὲν εἶχε συζυγικὲς σχέσεις μαζί της ὡς ὅτου γέννησε τὸ γιό της τὸν πρωτότοκον» (Τέσσερεις Καθηγητές).

Ἕνα ἄλλο παράδειγμα ἀναφέρεται στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν «δοξασμὸ» τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ρῆμα δοξάζομαι ἔχει πολλὲς ἔννοιες, ἤτοι, νομίζω, ὑποθέτω, εἰκάζω, μεγαλύνω. Ἐπίσης, τὸ οὐσιαστικὸ δόξα δείχνει ἐκτὸς τῆς γνώμης καὶ τῆς εἰκασίας καὶ τὴν λαμπρότητα, τὴν φωτεινότητα. Στὴν ἐκκλησιαστική-θεολογικὴ γλῶσσα ἡ δόξα εἶναι τὸ φῶς, ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης γράφει: «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰω. α', 14). Δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά Του. Ἔτσι, ὅταν συμμετέχη κανεὶς στὴν Χάρη-δόξα τοῦ Θεοῦ, δοξάζεται. «Οὕς δὲ ἐδικαίωσεν, τούτους καὶ ἐδόξασεν» (Ρώμ. ἡ', 30). Αὐτὸ τὸ δοξάζεται, κατὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, στὴν γλῶσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς σημαίνει ὅτι βλέπει ὁ θεόπτης τὸ ἄκτιστον Φῶς τοῦ Θεοῦ, μετέχει αὐτοῦ καὶ θεοῦται.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἔχοντας αὐτὴν τὴν θεολογία, γράφει: «Καὶ εἴτε πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη, εἴτε δοξάζεται ἕν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη» (Α' Κόρ. ἰβ', 26). Ὅμως, στὶς σύγχρονες μεταφράσεις τὸ «δοξάζεται» ἀποδίδεται μὲ τὸ «τιμᾶται».

«Καὶ ὅπως εἶναι γνωστόν, ἐὰν πάσχη ἕνα μέλος, πάσχουν μαζὴ μὲ αὐτὸ ὅλα τὰ μέλη, καὶ ἐὰν δοξάζεται καὶ τιμᾶται ἕνα μέλος, χαίρουν μαζή του ὅλα τὰ μέλη» (Κολιτσάρας).

«Πραγματικά, ὅπου ὑποφέρει ἕνα μέλος, συμπάσχουν ὅλα τὰ μέλη καὶ ὅταν τιμᾶται ἕνα μέλος, χαίρονται μαζί του ὅλα τὰ μέλη» (Τέσσερεις Καθηγητές).

Ἐπίσης, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας πρὸς τοὺς Κορινθίους λέγει: «ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταὶς καρδίαις ἡμῶν» (Β' Κόρ. α', 22). Ἐδῶ, σαφέστατα γίνεται λόγος γιὰ τὸν ἀρραβῶνα τοῦ πιστοῦ μὲ τὸν Χριστό, ποὺ γίνεται μὲ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ δίδεται στὶς καρδιές τους καὶ θὰ ἀκολουθήση καὶ ἡ τέλεια ἑνότητα, ὁ γάμος, μετὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Πάνω στὸ θέμα αὐτὸ εἶναι σημαντικὴ ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ νέου Θεολόγου. Ὅμως, σὲ μιὰ μετάφραση γράφεται: «Εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ μὲ τὴν σφραγῖδα του μᾶς ἐγγυᾶται τὸ μέλλον καὶ σὰν πρόγευσή του δίνει μέσα στὶς καρδιές μας τὸ Πνεῦμα». Σαφῶς διαφοροποιεῖται τὸ ἀρχικὸ νόημα, γιατί ὅταν μεταφράζεται θὰ μποροῦσε νὰ γραφὴ «αὐτὸς ποὺ μᾶς σφράγισε καὶ μᾶς ἔδωσε τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος στὶς καρδιές μας» καὶ ὅλοι θὰ καταλάβουν τί σημαίνει ἀρραβῶνας καὶ γάμος. Ἐδῶ πρόκειται γιὰ ἑρμηνεία καὶ ὄχι μετάφραση.

Σὲ ἄλλο σημεῖο γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ἀλλ ἕως σήμερον, ἡνίκα ἀναγινώσκεται Μωϋσῆς, κάλυμμα ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτῶν κεῖται» (Β' Κόρ. γ', 15). Ὁ Ἀπόστολος ἀναφέρεται στοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν τὸν Μωϋσή, γιατί οἱ καρδιές τους εἶναι καλυμμένες, δὲν εἶναι φωτισμένες. Μερικοὶ ἑρμηνευτὲς τὸ ἀποδίδουν ὡς ἑξῆς: «Ἀκόμη καὶ σήμερα, ὁπότε διαβάζουν τὸ βιβλίο τοῦ Μωϋσή, τὸ κάλυμμα αὐτὸ ὑπάρχει στὴν σκέψη τους». Καὶ ἐδῶ γίνεται μιὰ ἑρμηνευτικὴ προδοσία, γιατί ἡ καρδιὰ ποὺ εἶναι τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου ἀποδίδεται μὲ τὶς σκέψεις, τὴν λογική, ἐνῷ στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἄλλο εἶναι ἡ καρδιὰ καὶ ἄλλο ἡ λογική. Τὸ πρωτότυπο κείμενο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κάνει λόγο γιὰ «κάλυμμα εἰς τὴν καρδίαν» καὶ ὄχι «κάλυμμα στὴν σκέψη».

Ὑπάρχουν πολλὰ τέτοια παραδείγματα, στὰ ὁποῖα φαίνεται πῶς ἡ μετάφραση τῶν κειμένων στὴν πραγματικότητα γίνεται ἑρμηνεία, σύμφωνα μὲ τὰ γνωστικὰ καὶ ἰδεολογικὰ κριτήρια τῶν μεταφραστῶν-ἑρμηνευτῶν καὶ πῶς μερικὲς φορὲς γίνεται μιὰ διαφοροποίηση.

 

 

  • Προβολές: 3846