Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: «Κοινωνικός Σχεδιασμός: Πνευματικότητα καὶ Ἐπιστήμη»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ζοῦμε σὲ δύσκολες συνθῆκες, ἀπὸ κοινωνικῆς πλευρᾶς, καὶ ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τὴν πρόληψη τῶν ἐξαρτήσεων καὶ τὴν προαγωγὴ τῆς ψυχικῆς ὑγείας, ἀντιλαμβάνονται ὅτι πρέπει νὰ ἐπαναπροσδιορίσουν τὸ ἔργο τους, γιὰ νὰ ἀνταποκριθῇ στὶς σύγχρονες προκλήσεις, ἀφοῦ παρατηρεῖται ὄχι μόνο κοινωνικὴ κρίση, ἀλλὰ καὶ ἔλλειμμα «πνευματικότητας». Ἔτσι, ἡ 8η Πανελλήνια Συνάντηση Φορέων Πρόληψης, μὲ τὸ γενικὸ θέμα «Ἡ πρόληψη ὡς ἀναγκαιότητα καὶ δικαίωμα μπροστὰ στὶς σύγχρονες προκλήσεις», εἶναι σημαντική.

Στὸν τομέα τοῦ «κοινωνικοῦ σχεδιασμοῦ» θεωρεῖται καλὸ νὰ ἀναπτυχθῇ ἡ σχέση μεταξὺ «πνευματικότητας καὶ ἐπιστήμης», γιατί ὅλοι οἱ φορεῖς στὴν κοινωνία πρέπει νὰ συνεργασθοῦν γιὰ νὰ προσφέρουν βοήθεια στὸν σύγχρονο πονεμένο ἄνθρωπο, ἰδιαιτέρως στὸν νέο ἄνθρωπο. Οὐσιαστικά, αὐτὸ τὸ θέμα ἐντάσσεται στὸν τομέα τῆς «προληπτικῆς ψυχιατρικῆς». Θὰ ἀναπτύξω δύο βασικὲς σκέψεις, ἂν καὶ τὸ θέμα εἶναι μεγάλο.

1. ΣΧΕΣΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Ἔχουν γραφῆ καὶ λεχθῇ πολλὰ γιὰ τὸ θέμα αὐτό, γιὰ τὴν σχέση ἢ τὴν διαλεκτικὴ ἀντίθεση μεταξὺ θεολογίας καὶ ἐπιστήμης. Ἐκεῖνο ποῦ μπορῶ νὰ πὼ αὐτὴν τὴν στιγμὴ εἶναι ὅτι ἡ ἐπιστήμη, ὅπως τὸ δηλώνει καὶ ἡ λέξη, ἀσχολεῖται μὲ τὸ ἐπιστητό –αὐτὸ ποῦ βλέπουμε, αὐτὸ ποῦ σκεπτόμαστε– ποῦ εἶναι ὁ περιβάλλον κόσμος καὶ τὸ σῶμα μας. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια μερικοὶ θεωροῦν ὅτι ἡ ἐπιστήμη δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὴν νεώτερη μεταφυσική. Πράγματι, ὅταν δὴ κανεὶς τὴν ἐπιστήμη μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς μεταφυσικῆς, δὲν μπορεῖ νὰ βρὴ ὁμοιότητες, ἀφοῦ ἀπὸ τὸν 18ο αἰῶνα καὶ μετὰ γκρεμίσθηκε τὸ κοσμοείδωλο τῆς μεταφυσικῆς.

Ὅμως, ὁ κόσμος δὲν εἶναι προϊὸν τῆς τύχης, δὲν προῆλθε μόνος του ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ γι' αὐτὸ πρέπει νὰ ἐρευνᾶται καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς δημιουργίας του. Ἔπειτα, οἱ ἐπιστήμονες εἶναι ἄνθρωποι ποῦ ἔχουν μέσα τους ἀναζητήσεις, ὄχι μόνον κοσμολογικὲς καὶ κοινωνικές, ἀλλὰ καὶ ὑπαρξιακὲς καὶ πνευματικές. Ὁ ἄνθρωπος ἀναζητᾶ νὰ βρὴ νόημα ζωῆς καὶ νὰ δὴ τὴν αἰτία τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐντελέχειά του, ὅπως καὶ τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του.

Ἑπομένως, δὲν ἑρμηνεύονται ὅλα μὲ τὴν ἐπιστήμη, ἀλλὰ χρειάζονται καὶ ἄλλοι παράγοντες ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ αἰσθάνεται ὁλοκληρωμένος. Γιὰ νὰ ὑποστηρίξω αὐτὴν τὴν ἄποψη θὰ χρησιμοποιήσω δύο παραδείγματα ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς Ἐπιστήμης.

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ παγκοσμίου φήμης καὶ ἀκτινοβολίας γενετιστῆ ἐπιστήμονα Francis Collins, ποῦ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο μεγάλους ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι ἀποκρυπτογράφησαν τὸν γενετικὸ κώδικα τοῦ ἀνθρώπινου γονιδιώματος. Πρόσφατα κυκλοφόρησε στὰ ἑλληνικὰ τὸ ἔργο τοῦ μὲ τίτλο : «Ἡ γλῶσσα τοῦ Θεοῦ», καὶ ὑπότιτλο «Ἕνας ἐπιστήμονας δίνει μαρτυρία γιὰ τὴν πίστη». Ὁ Collins ξεκίνησε ὡς ἀγνωστικιστικής, ἔγινε ἄθεος καὶ κατέληξε πιστός. Τὸ βιβλίο τοῦ αὐτό, ὅπως γράφουν δύο Καθηγητὲς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ποῦ ἐπιμελήθηκαν τὴν ἔκδοση, «περιγράφει τὴν μεταστροφὴ στὴν πίστη ἑνὸς διάσημου ἐπιστήμονα ἀλλὰ καὶ τὴν διακήρυξη τῆς πεποιθήσεώς του γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν δημιουργία τοῦ θαυμαστοῦ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου δημιουργήματός Τοῦ».

Ὁ ἴδιος ὁ Collins στὴν εἰσαγωγή του γράφει ὅτι «ἡ ἐπιστήμη εἶναι ὁ μόνος ἀξιόπιστος τρόπος γιὰ νὰ καταλάβει κανεὶς τὸ φυσικὸ κόσμο καὶ τὰ ἐργαλεῖα του, τὰ ὁποία, ἐὰν χρησιμοποιηθοῦν, μποροῦν νὰ δώσουν βαθιὰ γνώση τῆς ὑλικῆς ὕπαρξης». Συγχρόνως ἰσχυρίζεται ὅτι «ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἀνίκανη νὰ ἀπαντήση σὲ ἐρωτήματα, ὅπως: Γιατί ἔλαβε ὕπαρξη τὸ σύμπαν; Ποιό εἶναι τὸ νόημα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης; Τί συμβαίνει μετὰ τὸ θάνατό μας;». Καὶ στὴν συνέχεια ὁ ἴδιος καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι «ὁ σκοπὸς αὐτοῦ τοῦ βιβλίου εἶναι νὰ ἀναζητήσει ἕνα δρόμο γιὰ ἕνα σύνθετο καὶ πνευματικὰ ἔντιμο συνδυασμὸ αὐτῶν τῶν ἀπόψεων». Συγχρόνως προαναγγέλλει τὸ ὅτι θὰ ἐξηγήση «πῶς ἕνας ἐπιστήμονας ποῦ μελετᾶ γενετικὴ κατέληξε νὰ πιστεύει σ' ἕνα Θεὸ ποῦ δὲν περιορίζεται ἀπὸ χρόνο καὶ χῶρο, καὶ ποῦ ἐνδιαφέρεται προσωπικὰ γιὰ τὰ ἀνθρώπινα ὄντα».

Τὸ δεύτερο παράδειγμα εἶναι ἀπὸ ἕνα βιβλίο τὸ ὁποῖο πρόσφατα δημοσιεύθηκε καὶ φέρει τὸν τίτλο: «Ὁ Κόσμος στὴν Ἐπιστήμη καὶ τὴν Θρησκεία» ὅπου δημοσιεύονται εἰσηγήσεις ἐπιστημόνων καὶ θεολόγων γιὰ θέματα ποῦ ἔχουν σχέση μὲ τὴν φύση τοῦ κόσμου, τὴν ἐμφάνιση τῆς ζωῆς καὶ τῆς συνείδησης στὸν κόσμο, τὴν βιοτεχνολογία καὶ τὴν βιοηθική, τὴν ἀλληλεπίδραση μεταξὺ σύγχρονης ἐπιστήμης καὶ πατερικῆς παράδοσης. Ὁ τίτλος αὐτὸς ἦταν τὸ κεντρικὸ θέμα ἑνὸς προγράμματος, τοῦ ὁποίου συντονιστὴς ἦταν ὁ Ἀργύρης Νικολαΐδης, καθηγητὴς Θεωρητικῆς Φυσικῆς στὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, καὶ ὑποστηρίχθηκε ἀπὸ τὸ Templeton Foundation, τὰ Ὑπουργεῖα Πολιτισμοῦ καὶ Ἐξωτερικῶν, τὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τὸν Δῆμο Θεσσαλονίκης καὶ τὴν Ἕνωση Ἑλλήνων Φυσικῶν. Συμμετεῖχα ὡς εἰσηγητὴς σὲ ἕνα Συνέδριο τοῦ προγράμματος αὐτοῦ ποῦ πραγματοποιήθηκε στὴν Βενετία καὶ διεπίστωσα τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐργάζονται ὅσοι συμμετέχουν στὸ πρόγραμμα γιὰ τὸν ἐντοπισμὸ τῆς σχέσης μεταξὺ ἐπιστήμης καὶ θρησκείας.

Στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου ὁ συντονιστὴς τοῦ προγράμματος καθηγητὴς Ἀργύρης Νικολαΐδης προσδιορίζει τὸν σκοπὸ τῆς μελέτης αὐτοῦ τοῦ θέματος. Τονίζει ὅτι ἡ ἐπιστήμη «ἑδράζεται σὲ μιὰ αὐστηρὴ ἀναλυτικὴ γλῶσσα καὶ καταφεύγει σὲ μαθηματικὲς διατυπώσεις καὶ ἀφηρημένους φορμαλισμοὺς» καὶ ἔτσι ἐξοβελίζεται «κάθε τί τὸ μεταφυσικό», ἀποφεύγεται τὸ «ποιητικό», ὁπότε κυριαρχεῖ «μόνο τὸ ποσοτικό». Ἐπίσης, ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ θρησκεία χρησιμοποιεῖ μιὰ «ἐξόχως μεταφορική, ἀλληγορικὴ γλῶσσα, μὲ ἔντονο συμβολισμὸ καὶ ποιητικὲς ἀναφορές». Παρὰ τὸ ὅτι ὑπάρχουν μεταξύ τους σημαντικὲς διαφορές, ἐν τούτοις ὅμως «ἡ Ἐπιστήμη καὶ ἡ Θρησκεία ἐπικεντρώνονται συχνότατα πάνω στὰ ἴδια θέματα», μεταξὺ τῶν ὁποίων εἶναι ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος.

Συγχρόνως γράφει ὅτι στὸν διάλογο μεταξὺ ἐπιστήμης καὶ θεολογίας, τὸν ὁποῖο κάνουν μὲ τοὺς συνεργάτες του, σέβονται ἀπόλυτα τὴν αὐτονομία καὶ τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς θεολογίας καὶ δὲν προτίθενται νὰ δημιουργήσουν «μιὰ θεολογίζουσα Ἐπιστήμη» ἢ «μιὰ Θεολογία ποῦ ἀναζητᾶ ἐναγωνίως συμβατότητες μὲ τὴν Ἐπιστήμη». Αὐτὸ ποῦ ἐπιδιώκεται εἶναι νὰ προσεγγίσουν τὸ «πολλαπλὸ κοίταγμα, τὶς διεπιστημονικὲς λύσεις, τὴν δημιουργία ἑνὸς πλαισίου ποῦ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ξεπεράσουμε παλιὰ διλήμματα (τὴν δῆθεν σύγκρουση λόγου καὶ πίστης, τὶς δυαδικὲς λογικὲς ὑποκείμενο-ἀντικείμενο, θεωρία-πράξη, εἶναι-γίγνεσθαι)».

Ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ παραδείγματα ποῦ ἀναφέρθηκαν φαίνεται ὅτι ὁ κόσμος ποῦ μᾶς περιβάλλει ἔχει κάποιο λόγο ὕπαρξης καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅπως καὶ οἱ ἐπιστήμονες, ἔχουμε πνευματικὲς ἀναζητήσεις, ἀναζητοῦμε δηλαδὴ νόημα ζωῆς. Ὅταν κανεὶς περιορίζεται στὴν λογική, τὶς αἰσθήσεις, τὴν κοινωνία, τὴν ἐπιστήμη, τὴν εὐδαιμονία, χωρὶς νὰ δώση περιεχόμενο στὴν ὕπαρξή του, τότε πράγματι αἰσθάνεται ἀποτυχημένος. Ἐδῶ μποροῦμε νὰ ἐντάξουμε καὶ τὶς ποικιλότροπες ἐξαρτήσεις (διανοητικές, ἰδεολογικές, κοινωνικές, χημικὲς κλπ.) οἱ ὁποῖες προλαμβάνονται καὶ ἀντιμετωπίζονται μὲ τὸ νόημα ζωῆς καὶ ὕπαρξης.

2. ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΑ, ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ, ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Τὰ ὅσα ἀναφέρθηκαν προηγούμενως γιὰ τὴν σχέση μεταξὺ ἐπιστήμης καὶ θεολογίας-θρησκείας, θὰ τὰ ἐξειδικεύσουμε στὴν ἐπιστήμη τῆς νευρολογίας, ψυχιατρικῆς-ψυχολογίας σὲ σχέση μὲ τὴν θεολογία-πνευματικότητα, διότι συνδέεται μὲ τὸ ἔργο τὸ ὁποῖο ἐπιτελεῖτε, ποῦ εἶναι ἡ πρόληψη, ἀφοῦ ἀνήκετε στὸ Πανελλήνιο Δίκτυο Φορέων Πρόληψης τῆς Ἐξάρτησης.

Πράγματι, στὶς ἡμέρες μας ἔχει ἀναπτυχθῇ πολὺ ἡ ἐπιστήμη τῆς νευρολογίας, ποῦ συνδέεται μὲ τὴν ψυχιατρικὴ καὶ τὴν ψυχολογία, καὶ οἱ ἐπιστήμονες προσπαθοῦν νὰ βοηθήσουν τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔχει νευρολογικά, ψυχιατρικὰ καὶ ψυχολογικὰ προβλήματα. Παράλληλα τὸ ἔργο αὐτὸ ἐπιτελοῦν καὶ οἱ Κληρικοί, οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν νὰ βοηθήσουν τοὺς ἀνθρώπους εἴτε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πρωτογενοῦς καὶ δευτερογενοῦς πρόληψης εἴτε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τριτογενοὺς πρόληψης. Βέβαια, ὅταν κάνω λόγο γιὰ πνευματικότητα, ἐννοῶ κυρίως τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ σὲ μιὰ εὐρύτερη ἔννοια καὶ τὴν ὅλη πολιτιστικὴ παράδοση ποῦ ἐπικρατεῖ στὸν τόπο μας καὶ ἡ ὁποία ἔχει ἐπηρεασθῇ πολὺ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Ἡ χρησιμοποίηση αὐτῆς τῆς πολιτιστικῆς παράδοσης εἶναι ἐπιστημονικὰ ἀποδεκτή, διότι ξένοι ἐπιστήμονες ψυχολόγοι, ὅπως ὁ Keneth Gergen, ὑπογραμμίζουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος βοηθεῖται πολὺ στὴν ψυχικὴ θεραπεία του ἀπὸ τὴν «αὐτόχθονη ψυχολογία».

Θὰ σᾶς παρουσιάσω μὲ πολλὴ συντομία πέντε σημεῖα, τὰ ὁποία δείχνουν τὴν σχέση μεταξὺ τῆς ἐπιστήμης τῆς νευρολογίας-ψυχιατρικῆς-ψυχολογίας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ποῦ βοηθοῦν πάρα πολὺ στὴν πρόληψη τῆς ἐξάρτητης, διότι προσφέρουν στὸν ἄνθρωπο νόημα ζωῆς καὶ ὕπαρξης.

Τὸ πρῶτον εἶναι ὅτι ἡ ψυχολογία προχώρησε καὶ συνδέθηκε μὲ τὴν νευροεπιστήμη. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ ψυχολογία μέχρι τὸν 19ο αἰῶνα συνδεόταν μὲ τὴν φιλοσοφία, ὅμως κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνα ἀποδεσμεύθηκε ἀπὸ αὐτή, ἀλλὰ καὶ τὴν βιολογία καὶ ἐξεταζόταν ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτές. Στὴν συνέχεια ἀναπτύχθηκε ὁ συμπεριφορισμός, ποῦ ἀπέβλεπε στὸν ἔλεγχο τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀποσύνδεσή της τόσο ἀπὸ τὰ «νοητικὰ φαινόμενα», ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν συνείδηση. Μετά, ἀναπτύχθηκε ἡ λεγόμενη γνωσιακὴ ἐπανάσταση, ἡ ὁποία ἔδινε προτεραιότητα στὴν ἔρευνα τῆς λειτουργίας τοῦ γνωστικοῦ συστήματος. Στὶς ἡμέρες μας, ὅμως, αὐτὴ ἡ γνωσιακὴ ψυχολογία συνδέθηκε μὲ τὴν νευροεπιστήμη, καὶ ἔτσι καλλιεργεῖται ἡ λεγόμενη γνωσιακὴ ψυχολογία, ποῦ εἶναι μιὰ νευροεπιστήμη. Βέβαια, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν σύνδεσμο μεταξὺ ψυχολογίας καὶ νευροπιστήμης, ἀναπτύχθηκε ἀφ' ἑνὸς μὲν ἡ συναισθηματικὴ νοημοσύνη, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἡ ὑπαρξιακὴ ψυχολογία, ὅπως τὴν συναντοῦμε στὸ βιβλίο τοῦ Victor Frankl Ἀναζητῶντας νόημα ζωῆς καὶ ἐλευθερίας σ' ἕνα στρατόπεδο συγκεντρώσεως, καὶ στὰ βιβλία τοῦ Irvin Yalom, ἰδίως τὸ βιβλίο του Ὅταν ἔκλαψε ὁ Νίτσε, στὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ ἑνώνεται ἡ ὑπαρξιακὴ φιλοσοφία τοῦ Νίτσε μὲ τὴν ὑπαρξιακὴ ψυχολογία τοῦ Μπρόϊερ.

Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι τὸ βιβλίο ποῦ ἐξέδωσε ἡ Ἀμερικανικὴ Ψυχολογικὴ Ἑταιρεία μὲ τίτλο Ἐγχειρίδιο Ψυχοθεραπείας καὶ Θρησκευτικῆς Ποικιλομορφίας, τὸ ὁποῖο ἀποβλέπει στὴν ἐνημέρωση τῶν ψυχολόγων καὶ ψυχιάτρων τοῦ δυτικοῦ κόσμου πάνω στὸ ψυχοθεραπευτικὸ ὑλικὸ ποῦ συναντᾶται στὴν θρησκεία. Μεταξὺ τῶν κεφαλαίων τοῦ βιβλίου συγκαταλέγεται καὶ τὸ κεφάλαιο μὲ τὸν τίτλο «Ψυχοθεραπεία μὲ ἀνατολικοὺς ὀρθοδόξους Χριστιανούς», ποῦ γράφεται ἀπὸ τὸν Tonny Young. Στὸ ἄρθρο αὐτὸ γίνεται λόγος γιὰ τὸ ὅτι οἱ περισσότεροι ὀρθόδοξοι ἀσθενεῖς γιὰ τὰ ψυχολογικά τους προβλήματα πρῶτα ἐπισκέπτονται τὸν ἱερέα τους καὶ μετὰ τὸν ψυχοθεραπευτή. Ἐπίσης τονίζεται ὅτι ἡ ὅλη πρακτικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως ἡ ἐξομολόγηση καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, ἔχει θετικὸ συναισθηματικὸ ἢ ψυχολογικὸ ἀποτέλεσμα καὶ δημιουργεῖ ἠρεμία στὸν ἄνθρωπο. Καὶ θὰ ἤθελα νὰ σημειώσω ὅτι ὁ συγγραφεὺς χρησιμοποιεῖ τὶς θέσεις τοῦ βιβλίου μου Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία ποῦ μεταφράσθηκε στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα, καὶ μάλιστα παρουσιάζει μιὰ περίληψή του.

Θὰ ἤθελα νὰ σημειώσω ὅτι ὅταν κλήθηκα στὸ Βανκοῦβερ τοῦ Καναδᾶ νὰ δώσω μιὰ σειρὰ διαλέξεων γιὰ τὴν Ἐνορία ὡς θεραπευτικὴ κοινότητα, στὸ ἀκροατήριο παρευρίσκονταν πολλοὶ ψυχοθεραπευτές, ποῦ ἦλθαν γιὰ νὰ γνωρίσουν τὸ θεραπευτικὸ μοντέλο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀκροατὲς ἦταν ψυχοθεραπευτὴς καὶ διευθυντὴς ψυχοθεραπευτικῆς κλινικῆς ποῦ ἀκολουθοῦσε τὴν λογοθεραπεία τοῦ Victor Frankl καὶ μοῦ ὁμολόγησε ὅτι χρησιμοποιοῦσε τὸ βιβλίο μου Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία γιὰ τὴν θεραπεία ἐξαρτημένων σὲ οὐσίες, ἰδιαίτερα τὸ κεφάλαιο γιὰ τοὺς λογισμούς, τὶς «ἔμμονες, ψυχαναγκαστικὲς καὶ φοβιστικὲς καταστάσεις».

Τὸ τρίτο σημεῖο εἶναι ἕνα ἄρθρο τοῦ καθηγητοῦ Paul Kymisis, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὴν πρόοδο τῆς νευρολογίας σὲ σχέση μὲ τὴν ψυχολογία καὶ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἔχει τίτλο «Ἀπὸ τὴν νευροβιολογία στὸ ἄκτιστο Φῶς». Στὸ κείμενο αὐτὸ γράφεται ὅτι οἱ βιολογικοὶ παράγοντες ἔχουν συνέπειες στὸν ψυχισμὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ γίνεται καὶ τὸ ἀντίθετο, δηλαδὴ οἱ ψυχολογικοὶ παράγοντες ἐπιδροῦν στὸν νευροψυχολικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἔχουν ἀποδείξει καὶ τὰ ἀποτελέσματα τῶν μεθόδων ἀπεικόνισης τοῦ ἐγκεφάλου. Ἔτσι, ὅπως γράφεται, ἀσθενεῖς μὲ κατάθλιψη, ποῦ ἔκαναν θεραπεία εἴτε μὲ ψυχοθεραπεία εἴτε μὲ ἀντικαταθληπτικὰ φάρμακα ἔχουν τὰ ἴδια ποσοστὰ ἐπιτυχίας, ὅπως φαίνεται σὲ πολλὲς ἔρευνες ποῦ ἔγιναν. Ἐπὶ πλέον ὁ συγγραφεὺς ἐπιμένει ὅτι «ὑπάρχουν καταστάσεις στὶς ὁποῖες τὰ ὅρια μεταξὺ βιολογικῶν καὶ ψυχολογικῶν παραγόντων εἶναι δυσδιάκριτα καὶ αὐτὲς ἀπαιτοῦν ὄχι μόνον ἰατρικὲς καὶ φαρμακευτικὲς παρεμβάσεις, ἀλλὰ καὶ μιὰ πνευματικὴ διαδικασία γιὰ νὰ ἐπιτευχθῇ ἀληθινὴ θεραπεία». Μέσα σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Γραφὴ τὴν νηπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ μέσα στὸ Φῶς.

Τέταρτο σημεῖο εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ Paul Brant μὲ τίτλο Πόνος, ἕνα δῶρο ποῦ κανεὶς δὲν θέλει, στὸ ὁποῖο παρουσιάζει τὴν μεγάλη ἀξία τοῦ πόνου γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὴν δυαδικὴ σχέση μεταξὺ ἡδονῆς καὶ ὀδύνης. Ὅπως ἐπισημαίνει, θὰ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζη κανεὶς τὸν πόνο κυρίως στὸν χῶρο τοῦ ἐγκεφάλου μὲ διαφόρους λογισμοὺς καὶ μὲ πίστη τὸν Θεό. Δηλαδή, στὸ βιβλίο του ἀναφέρεται ὅτι στὸν νοητικὸ χῶρο τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νὰ ἐνισχυθῇ ὁ πόνος ἢ μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπισθῇ κατάλληλα, ἀνάλογα μὲ τοὺς θετικοὺς ἢ ἀρνητικοὺς λογισμούς, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δείχνει τὴν μεγάλη ἀξία τοῦ νοήματος γιὰ τὴν ζωὴ ποῦ ἔχει ὁ ἄνθρωπος καὶ τὴν σημασία τῆς πνευματικῆς ζωῆς στὴν τροποποίηση τοῦ πόνου. Ἔτσι, ὁ πόνος ἀπὸ μεγάλο πρόβλημα μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ δῶρο Θεοῦ.

Τὸ πέμπτο σημεῖο εἶναι τὸ λεγόμενο «Βιο-ψυχο-κοινωνικὸ μοντέλο», ἀφοῦ σήμερα ἔγινε ἀποδεκτὸ ἀπὸ πολλοὺς ὅτι προκειμένου νὰ ἀντιμετωπισθοῦν τὰ ψυχολογικὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου, ἀπαιτεῖται συνδρομὴ πολλῶν παραγόντων. Δὲν εἶναι ἀρκετὴ ἡ ψυχολογία καὶ ἡ βιολογία, οὔτε καὶ οἱ δυὸ μαζί, ἀλλὰ συγχρόνως ἔχει μεγάλη σημασία τὸ περιβάλλον στὸν ὁποῖο ζὴ ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ παράδοση ποῦ τὸ διαποτίζει, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ ἐσωτερικὴ κατάσταση τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχική του συγκρότηση.

Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ δοῦμε καὶ τὴν μεγάλη ἀξία τῆς λεγόμενης «αὐτόχθονης ψυχολογίας», στὴν ὁποία ὑπάγεται ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοση ποῦ ἐπικρατεῖ στὸν τόπο μας καί, βέβαια, ἡ Ἐκκλησία μὲ τὶς δομὲς τὶς ὁποῖες ἔχει. Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι ἡ Ἐνορία, ἡ ὁποία ὅταν λειτουργῇ σωστὰ μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ ζωντανὴ θεραπευτικὴ κοινότητα, προλαμβάνει διάφορες ἐξαρτήσεις, ἀλλὰ καὶ θεραπεύει ἐξαρτημένους ἀνθρώπους, μὲ τὴν λατρεία, τὴν ἐξομολόγηση, τὰ Μυστήρια, τὴν φιλανθρωπικὴ διακονία, τὴν κατήχηση, τὴν ψυχαγωγία-ἐκδρομές. Γι' αὐτὸ ὅταν ἤμουν στὸ Διοικητικὸ Συμβούλιο τοῦ ΟΚΑΝΑ ὑποστήριξα ὅτι τὴν Ἐκκλησία καὶ εἰδικὰ τὴν Ἐνορία δὲν πρέπει νὰ τὴν βλέπουμε ὡς κάποια θρησκεία, ἀλλὰ ὡς μιὰ θεραπευτικὴ κοινότητα.

Γιὰ νὰ καταλήξω τὸ θέμα μου, θεωρῶ ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν θεωρία τοῦ Μπὶγκ Μπάνγκ, δηλαδὴ τῆς μεγάλης ἔκρηξης, ἀπὸ τὴν ὁποία θεωρεῖται ὅτι ἄρχισε καὶ συνεχίζεται μὲ ἐπιταχυνόμενη ταχύτητα ἡ διαστολὴ τοῦ σύμπαντος, ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη πνευματικὴ θεωρία Μπὶγκ Μπάνγκ, ποῦ δείχνει τὴν μεγάλη ἔκρηξη, ποῦ ξεκίνησε ἀπὸ τὴν σύγκρουση τοῦ ἀνθρωπίνου θελήματος μὲ τὸ θεῖο θέλημα, ποῦ ἔγινε στὴν περίπτωση τοῦ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Καὶ ἀπὸ τότε ἄρχισε μιὰ ὁλόκληρη διαστολὴ τῆς ἀνθρωπότητας μὲ τὶς συνέπειες τὶς ὁποῖες γνωρίζουμε. Ὅμως, αὐτὸ ποῦ δὲν ἔχει ἀρχίσει ἀκόμη στὸ σύμπαν, ἔχει πραγματοποιηθῇ στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ σταματᾶ αὐτὴν τὴν διαστολὴ τοῦ κακοῦ καὶ τὴν ἐξέλιξη τῆς ἁμαρτίας.

Ἔτσι, ὁ κοινωνικὸς σχεδιασμὸς πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ λαμβάνη ὑπ' ὄψη τοῦ τὴν πνευματικότητα καὶ κυρίως τὴν θεολογία τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ νὰ μὴν παραμένη μόνον στὴν ἐπιστήμη τῆς βιολογίας, τῆς κοινωνιολογίας κλπ., γιατί μόνον κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ὑπερβῇ ὅλες τὶς ἐξαρτήσεις, ἀκόμη καὶ αὐτὸν τὸν θάνατο.

Τελικά, ἡ ἐξάρτηση δὲν συνδέεται μόνον μὲ τὶς οὐσίες, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς ἰδέες, τὴν κοινωνικὴ ἐξουσία, τὴν ἐπιστήμη καὶ τὸν φόβο τοῦ θανάτου. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ἀπὸ τὸν 8ο αἰῶνα πρὸ Χριστοῦ, δηλαδὴ πρὶν ἀπὸ εἴκοσι ἐννιὰ αἰῶνες, εἶπε: «οὐαί... οἱ μεθύοντες ἄνευ οἴνου» (Ἠσ. κή', 1). Μπορεῖ κανεὶς νὰ μεθύση καὶ χωρὶς κρασί, χωρὶς ναρκωτικά, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν φαντασιώδη σκέψη, τὴν φιληδονία, τὴν ἐξουσία, τὸν πλοῦτο. Ἔτσι, πρέπει νὰ ἀποδεσμευθοῦμε ἀπὸ προκαταλήψεις εἴτε ἐναντίον τῆς ἐπιστήμης εἴτε ἐναντίον τῆς πνευματικῆς ζωῆς, διότι μπροστά μας ἔχουμε τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο ποῦ ὑποφέρει καὶ πονᾶ γι' αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ παραμένουμε σὲ πολώσεις, διαλεκτικὲς ἀντιθέσεις καὶ ἀνόητες αὐτονομήσεις.–

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 4061