Skip to main content

Μεταφραστικές ἀλλοιώσεις

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(Τὸ παρὸν κείμενο ἀποτελεῖ κεφάλαιο ἑνιαίου κειμένου, μὲ τίτλο «Σεβασμὸς στὴν θεία Λειτουργία», ποῦ δημοσιεύθηκε στὴν ἱστοσελίδα romfaia.gr)

Ἡ μεταφορὰ τῶν πνευματικῶν ἐννοιῶν ἀπὸ μιὰ γλῶσσα σὲ ἄλλη γλῶσσα, καὶ ἀπὸ μιὰ γλωσσικὴ μορφὴ σὲ ἄλλη συνεπάγεται κινδύνους καὶ αἱρέσεις. Ἄλλωστε, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔκαναν πολλοὺς ἀγῶνες γιὰ νὰ καθορίσουν τοὺς ὅρους τῆς πίστεως, χρησιμοποιῶντας τὴν φιλοσοφικὴ ὁρολογία, χωρὶς νὰ ἀλλοιωθῇ ὁ ἀποκαλυπτικὸς λόγος, καὶ τελικὰ αὐτοὶ οἱ ὅροι παραμένουν ἀμετάφραστοι ἀκόμη καὶ σὲ ἄλλες γλῶσσες. Ὅμως ἡ προσπάθεια ἑρμηνείας τῶν ὅρων μὲ ἄλλες ἔννοιες ἐνέχει σοβαροὺς κινδύνους.

Γιὰ παράδειγμα ὁ Μονοφυσιτισμός, ἡ αἵρεση ποῦ πρεσβεύει ὅτι στὸν Χριστὸ μετὰ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων ὑπάρχει μόνον ἡ θεία φύση, ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπορροφήθηκε ἀπὸ τὴν θεία φύση, σύμφωνα μὲ τὴν ἀνάλυση πολλῶν προῆλθε ἀπὸ τὴν διαφορετικὴ χρήση τῶν ὅρων οὐσία, φύση, ὑπόσταση. Ἡ φράση «μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη», ποῦ ἀποδόθηκε στὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, προϋποθέτει τὴν ταύτιση μεταξὺ φύσεως καὶ ὑποστάσεως, ὅπως τὴν χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἀλεξανδρινοὶ Πατέρες καὶ ὄχι στὴν διάκρισή τους, ὅπως τὴν ἐκλάμβαναν οἱ Καππαδόκες Πατέρες. Ἀπὸ αὐτὸ προῆλθε ὁ Μονοφυσιτισμὸς ποῦ ὑφίσταται μέχρι τὶς ἡμέρες μας.

Ἕνα ἄλλο παράδειγμα εἶναι ὁ ὅρος "πρόσωπο". Στοὺς Ἕλληνες-Ρωμηοὺς Πατέρες τὸ πρόσωπο ταυτιζόταν μὲ τὴν ὑπόσταση, ποῦ ἀποδίδει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ μὲ τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα καὶ τὸν τρόπο ὑπάρξεως κάθε προσώπου. Ἔτσι, τὸ πρόσωπο ὡς ὑπόσταση ἔχει ἕνα βάθος, εἶναι αὐτὸ ποῦ ὑφίσταται τοῦ ὄντος καὶ ὄχι ἕνα ἁπλὸ ἐπίθεμα τοῦ ὄντος. Ὅμως, ὅταν ἡ λέξη "πρόσωπο" μεταφράσθηκε ὡς persona στὴν λατινικὴ γλῶσσα ἀποδόθηκε ἀφ' ἑνὸς μὲν ἀπὸ τὸν Βοήθιο ὡς «ἡ ἀτομικὴ οὐσία τῆς ἐλλόγου φύσεως», ποῦ συνδέεται μὲ τὴν λογική, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἀπὸ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο ὡς ἡ αὐτογνωσία καὶ ἡ αὐτοσυνειδησία. Αὐτές, ὅμως, οἱ δύο ἀποδόσεις τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου κατέληξαν στὸν δυτικὸ χῶρο τόσο στὸν σχολαστικισμὸ καὶ Διαφωτισμό, ὅσο καὶ στὸν ψυχολογισμὸ καὶ τὴν ψυχανάλυση.

Ἕνα τρίτο παράδειγμα εἶναι ἡ αἵρεση τοῦ Filioque. Ἔχει διατυπωθῇ ἡ ἄποψη ὅτι ἡ αἵρεση αὐτή, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς νεοπλατωνικὲς ἰδέες τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἦταν ἀποτέλεσμα τοῦ ὅτι οἱ λέξεις «ἐκπορεύεται» καὶ «πέμπεται» στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δηλαδὴ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ πέμπεται διὰ τοῦ Υἱοῦ, δὲν μποροῦν νὰ ἀποδοθοῦν εὐκρινῶς στὴν λατινικὴ γλῶσσα. Ἔτσι, στὴν λατινικὴ γλῶσσα ἡ λέξη ἐκπόρευση ἀποδίδει συγχρόνως καὶ τὸν τρόπο ὑπάρξεως καὶ τὴν οὐσιώδη πέμψη, ὁπότε αὐτὴ ἡ ἑνιαία ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση καταλήγει στὸ Filioque.

Θὰ ἤθελα στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ κάνω μιὰ εὐρύτερη ἐξηγήγηση γιὰ νὰ φανῇ πὼς μὲ τὶς μεταφράσεις εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδοθοῦν ἐσφαλμένα ἐκφράσεις καὶ νὰ καταλήξουν σὲ αἱρέσεις. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ δοῦμε στὰ ρήματα ἐκπορεύω καὶ ἐκπέμπω.  Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ὅταν δὲ ἔλθη ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ» (Ἰω. ἰε', 26) μεταφράζεται στὰ Λατινικὰ ὡς, «Cum autem venerit Paracletus (quem ego mittam vobis a Patre) Spritus veritatis, qui a Patre procedit, ille testimonioum perhibebit de me».

Στὴν μετάφραση αὐτὴ ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε τὰ ἀκόλουθα: Πρῶτον, τὸ ρῆμα «ἐκπορεύεται» μεταφράζεται στὰ Λατινικὰ ὡς procedit. Τὸ ρῆμα «πέμψω» μεταφράζεται ὡς mittam. Δεύτερον, σὲ ἄλλες μεταφράσεις τὸ ρῆμα «ἐκπέμπειν» μεταφράζεται μὲ τὸ ρῆμα procedere, τὸ ὁποῖο ὅμως χρησιμοποιεῖται ταυτόχρονα γιὰ νὰ ἀποδώση καὶ τὴν ἐκπόρευση, ὅπως εἴδαμε παραπάνω. Τρίτον, τὸ ρῆμα mittam ἢ emittam (πέμψω) ἀποδίδει καὶ τὸ ρῆμα ἐκπορεύω ὡς mittam ἢ ὡς emittam. Συγκεκριμένα ἡ φράση «ἐκπορεύει ὁ Πατὴρ» ἀποδίδεται μὲ τὴν λέξη emittit, ποῦ ὅμως ἀλλοῦ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὸ ρῆμα ἐκπέμπει. Τὸ σημαντικὸ ὅμως εἶναι ὅτι ἡ πατερικὴ φράση ὅτι «ὁ Πατὴρ ἐκπορεύει καὶ οὐκ ἐκπορεύεται» μεταφράζεται στὰ Λατινικὰ καὶ μὲ τὶς δύο λέξεις, ἤτοι «quod emittat, et non procedat»

Ἑπομένως, εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ δυὸ κρίσιμοι θεολογικοὶ ὅροι (πέμψις - ἐκπόρευσις / πέμπω - ἐκπορεύω, -ὀμαι) δὲν ἀποδίδονται μὲ συνέπεια, ἀφοῦ τὰ λατινικὰ mittere / emittere καὶ procedere χρησιμοποιοῦνται ὡς μεταφράσματα ἄλλοτε γιὰ τὸν ἕνα καὶ ἄλλοτε γιὰ τὸν ἄλλο ὅρο. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προφανῶς ὀφείλεται στὴν ἀμηχανία καὶ τὴν ἀναποτελεσματικότητα τῶν ἑκάστοτε μεταφραστῶν οἱ ὁποῖοι πιθανότατα δὲν διέθεταν τὶς θεολογικὲς ἢ καὶ τὶς γλωσσικὲς προϋποθέσεις γιὰ νὰ κατανοήσουν ἐπακριβῶς τὸ περιεχόμενο τῶν ὅρων εἴτε ἡ ἐργασία τους ἦταν ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴν δογματική τους τοποθέτηση.

Ἐπίσης, ὑπάρχουν περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες δὲν ἔχουμε μόνον ἀλλοίωση στὸ δόγμα, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν πρακτικὴ ζωή. Εἶναι γνωστὸς ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ἔσεσθε οὔν ὑμεῖς τέλειοι, ὦσπερ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοὶς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν» (Μάτθ. ε', 48). Τὸ «ἔσεσθε» εἶναι ὁριστικὴ μέλλοντος ποῦ ἔχει διάρκεια καὶ σημαίνει νὰ γίνεσθε συνεχῶς τέλειοι. Ὅμως, ὅταν αὐτὸ τὸ ρῆμα μεταφράσθηκε στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα ἀποδόθηκε μὲ τὸ ρῆμα «to be perfect», ἤτοι νὰ εἶσθε τέλειοι. Ἄλλο, ὅμως, νὰ γίνεσθε συνεχῶς τέλειοι, νὰ τελειοποιῆσθε, καὶ ἄλλο νὰ εἶσθε τέλειοι. Τὸ πρῶτο δείχνει κίνηση, τὸ δεύτερο στατικότητα. Ἔτσι, στοὺς Ἀγγλοσάξωνες δημιουργήθηκε ἡ ἐντύπωση ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ εἴμασθε τέλειοι, ὄχι νὰ γινόμαστε τέλειοι. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ προσποιοῦνται ὅτι εἶναι τέλειοι, ἀφοῦ δὲν μποροῦσαν νὰ εἶναι στὴν πραγματικότητα τέλειοι, ὁπότε ἀναπτύχθηκε ὁ λεγόμενος περφεξιονισμός, δηλαδὴ ἡ ὑποκρισία ποῦ ἀναπτύσσει καὶ ἐνοχικὰ βιώματα (π. Φιλόθεος Φάρος).

Ἔτσι οἱ μεταφράσεις, πολὺ δὲ περισσότερο τῶν λειτουργικῶν κειμένων, χρειάζονται προσοχὴ ποτὲ δὲν πρέπει νὰ εἰσάγωνται σὲ λειτουργικὴ χρήση.

  • Προβολές: 2714