Skip to main content

Τάκης Παπατσώνης (Β')

Κώστα Παπαδημητρίου

(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)

Ὅσοι λοξοδρόμησαν, οἱ ἀδιάφοροι καὶ οἱ διχασμένοι

Τάκης Παπατσώνης

Παράλληλα μὲ τὸ πλῆθος τῶν αἴνων πρὸς τὸν Κύριο τῶν Δυνάμεων στὴν ποίηση τοῦ Παπατσώνη εἰσχωροῦν καὶ ὀδύνες καὶ περιγραφὲς ψυχικοῦ πόνου καὶ περιπετειῶν τῆς ζωῆς μὲ τὶς ἐναλλαγές τους, ἀνυψώματα καὶ καταπτώσεις. "Τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου κατοικεῖται ἀπὸ δυνάμεις πλήρεις ποῦ ὠθοῦν στὴν ἁμαρτία". Καὶ τότε ὁ χῶρος τῆς ψυχῆς του γίνεται ὀμιχλώδης. Δὲν λείπουν ἀπὸ κανέναν τὰ "ἑρμάρια τῶν θλίψεων" ποῦ αἰτία γίνονται "οἱ ἑαυτοί μας" οὔτε ὅμως ὁ ἄνθρωπος "καταφρονεῖ τὸ δώρημα τῆς ζωῆς στὸν κῆπο τῆς ὁποίας ἀνθίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Ὕψιστου. Τακτικὰ ξαστοχὰ τὸν προορισμό του καὶ βρίσκεται στὴν "κλεισούρα, τὴ δασωμένη, τὴ φιλαυτία του" χάνοντας τ' ἀστέρια, χάνοντας τὴ σελήνη, χάνοντας τὶς αὖρες καὶ τὴν Ἀγάπη". Καὶ παραπαίει τότε ἀπροσανατόλιστη, χωρὶς πυξίδα, σὲ δρόμους ἀφιλόξενους. Μεριμνᾶ καὶ τυρβάζει περὶ ἄλλων ἀνώφελων. Καὶ χάνεται ἄσκοπα ὁ χρόνος τους καὶ ταυτόχρονα τὸ νόημα τῆς ζωῆς.

Στὸ ποίημά του "Τὰ εἰς ἐμαυτὸν" ἀναφέρεται στὴν δική του περίπτωση καὶ γράφει:

"...Τ' ἀγαπημένα, τὰ ὀρθάνοιχτα χρόνια τῆς ζωῆς μου

ποῦ τὰ σφαλίσανε στὴν ἄπνοια καὶ στὴν καταχνιά

ὅ,τι μοῦ στέρησαν ποῦ νὰ τὰ ξαναβρῶ;

Προσπάθειες μάταιες, φτωχικές, πῶς θ' ἀναπλήρωνε

ὁ θάνατος τὴ ζωή, κι οἱ ξεραΐλες

πλούσια χλωρίδα τῶν καλῶν καιρῶν;

Κλείστηκα καὶ μονώθηκα μὲ τὴν Ἀγάπη

μ' ἔγνοιες καὶ μέριμνες καὶ μὲ στοργές,

σύνεργα ποῦ γεμίζουν τοὺς ἀδειασμένους

κι ἀμελημένους χώρους μιᾶς ἄθλιας ζωῆς.

Καὶ τάχα τώρα ποιά πλέον προσμονή

ἢ ποιά στροφὴ θὰ μοῦ ἀποδώσει ὅ,τι μοῦ ἀφαιρέθη;

..τόσο ὑπόφερε (ὁ Παπατσώνης) τότε ποῦ μάχονταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι,

χρόνια κλεισμένος στὸν περίβολο τῆς μάνδρας του

χτυπημένος ἀπὸ βολίδα τοῦ κακοῦ.

Τοῦ Παπατσώνη, ποῦ ἔχασεε τὰ ὡραῖα του χρόνια

ποῦ ὅ,τι ἀγαποῦσε τοῦ διαλύθηκε σὰν ὑδρατμός

καὶ στοίχειωσαν οἱ ἄδειοι χῶροι γύρω του

οἱ ἄδειοι χῶροι τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῆς ψυχῆς..." (Β` σέλ.240)

Ἀπὸ τί ὅμως ὑπέφερε ὁ Παπατσώνης; Ὄχι γιατί βρέθηκε στὸν κατήφορο τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ γιατί θὰ πὴ ὁ ἴδιος:

"προσπάθησα μὲ τὶς ἀφαίρεσες ν' ἀναπληρώσω

ἁρμύρες, ἄστρα, δέντρα, πολιτεῖες

ἦρθε καὶ μὲ συντρόφεψε ἡ μελέτη

σκληρὴ κι αὐτή, μοῦ φώτισε τὸ τί ἔχω χάσει...."

Ἡ ἱερατικὴ ὅμως φύση τοῦ Παπατσώνη σπάνια συνοδεύεται ἀπὸ ἀμφιβολίες καὶ λοξοδρομήσεις. Καὶ πάλι τότε δὲν ἀναστατώνεται ἀπὸ πειρασμούς, ἀλλὰ πηγαινοέρχεται σὰν τύψη ἀνάμεσα στὴν ὀδύνη καὶ τὴν ἀσκητικὴ ἁγιότητα. Δὲν μετουσιώνει τὴν ὀδύνη του σὲ δάκρυα. Ξέρει πῶς ὁ ἄνθρωπος ὑποκύπτει στὴν ἁμαρτία μονάχα ἀπὸ τὴν ἀδύνατη θέλησή του. Ἡ ἄσκηση καὶ ἡ προσοχὴ τὸν κάνουν δυνατό. "Ἡ πλήρης προσοχὴ καὶ ἡ σταθερὴ προσήλωση εἶναι ἡ μόνη ἰδιότητα τῆς ψυχῆς ποῦ ἀνοίγει τὸ δρόμο πρὸς τὸ Θεό. Καί, δυστυχῶς, θὰ πὴ ὁ Παπατσώνης, ὁ κόσμος σπαταλᾶ τὸ χρόνο του ζῶντας στὴν ἔξαρση τῆς ματαιότητας".

Ἀγνοεῖ: "...ποιός διεύθυνε τὰ ἰδεώδη μάτια τῆς ψυχῆς

ν' ἀνεύρει τί στερούμεθα

κι ἀνεῦρε ὅ,τι ἐλπίζαμε,

στάθηκε ὀλόχαρος νὰ τὰ προσφέρει

ἀνταλλάζοντας τὴ γαλήνη του μὲ τὴν ταραχή μας,

δέχτηκε μὲ ὅλα του τ' ἅρματα τὸν πόλεμο,

παραδίνεται στοὺς δικούς μας ἐφιάλτες,

μᾶς ὑπόσχεται συντροφιά

στὸ θάνατο καὶ στὴ ζωή..."

Καὶ ὅμως ἀδιαφοροῦμε καὶ ἀγνοοῦμε τὴν προσφορά του καὶ μάλιστα στοὺς σημερινοὺς χαλεποὺς καιροὺς ποῦ ζοῦμε. Πολὺ παραστατικὰ ζωντανεύει ὁ Παπατσώνης αὐτὴν τὴν ἀδιαφορία μας στὸ "Τὸ κούτσουρο τῶν γερόντων":

"Κλειστοὶ καιροί, κλειστοὶ περίκλειστοι

μακρὰν τῆς θέας τουρανοῦ, παρατημένοι

σὲ ἀνέμους, θύελλες, χιόνια καὶ θολοῦρες.

Μάτην φωνοῦν οἱ ἀλέκτορες τὴν ἐθισμένην ὥρα,

δὲν ξεδιαλύνουν τὰ σκοτάδια, φὼς δὲν ἔρχεται,

κακὲς εἰδήσεις φτάνουν. Τοῦτες δέχεται

κουκουλωμένος Γέρος μὲ ἀναμμένο λύχνο

μεσημεριάτικα, τοῦ χειμερίου

ἀνθρώπου τὸ κατάντημα ἰδού, ἀδιαφορεῖ

πρὸς ὅλα. Ἡ μόνη μέριμνα, πῶς νὰ μὴ σβήσει

τὸ κούτσουρό του...

Καὶ μέριμνά μας, τῶν γερόντων, ὄχι ὁράσεις

τῆς πίστεως, ὄχι τὸ Μαρτυρολόγιο μὲ τὶς φλόγες του

ἀλλὰ μὴν καεῖ τὸ κούτσουρο αὐτὸ ἐδῶ γιὰ πάντα" (Β` 267)

Θλίβεται ὁ ποιητὴς γι' αὐτὸ τὸ κατάντημα τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐπικαλεῖται μιὰ νέα ἔλευση τοῦ Θεανθρώπου νὰ διορθώση αὐτὴν τὴν πληγὴ τῆς ἀδιαφορίας πρὸς τὸν Δημιουργό.

Στὸ ποίημά του "Ἀντβέντους" γράφει:

"Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος. Καλῶς νὰ ὁρίσει.

Πνιγόμαστε νὰ προσδοκᾶμε τὴν καινούργια τοῦ ἔλευση.

Τοῦτος ὁ Ἐρχόμενος Ἀμνὸς δὲν ἔχει πιὰ νὰ ἄρει

τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Γιατί ἀπόσβεσεν ὁ κόσμος

τὴν Ἁμαρτία. Non est peukatum. Βαρύτερη ἀποστολή

τοῦ μέλλεται. Ὁ κόσμος τώρα σπαταλᾶ τὸ χρόνο

κι οὔτε ποῦ ἐποδύρεται, τόσο ἔχει σκληρυνθεῖ γιὰ τοὺς χαμένους

καιρούς. Περνοῦν τὰ ἔτη καὶ σωρεύονται τσουβάλια τὰ χαμένα.

Πόντικες ροκανίζουνε τὶς προσφερόμενες παριστάσεις, ποῦ ἀπολαχτίσαν..

Μένει τοῦ ἀνθρώπου ἡ κενότητα, τοῦ ἄνευ Πόθου...

Κρύφτηκε ἡ πίστη, τὸ ἔνδυμά της. Καὶ γυμνοί, οἱ κενοὶ καὶ οἱ κοῦφοι.

Οὔτε παρίστανται οἱ ἀδιάφοροι, οἱ ἀθλιωμένοι

στὸ φόρτωμα τῶν τιμίων τοὺς καιρῶν. Τούτους τοὺς κούφους

ἔχει νὰ ἄρει τώρα ὁ νέος Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ,

τοὺς ἄθλιους ἀποταμιευτὲς σπανίου ταλάντου".

Καὶ ἀλλοῦ: Σὲ ὅσους ἐπαναπαύονται ἀμέριμνοι καὶ ἀδιάφοροι στὴν δῆθεν γαλήνη τοὺς παραγγέλνει:

"Ὅποιος δὲ νοιάζεται γιὰ τὴν Ἀλήθεια

εἶναι τῆς ἀμεριμνησίας του ἡ δῆθεν γαλήνη

σὰν τὴν αἰώνια νύχτα τοῦ θανάτου..." (Σχῆμα)

Καὶ δίνει σὲ ὅλους τὸ παράγγελμα:

"Στήτω στὸ φὼς στοχαστικῶς,

ἄνθρωπος Ἀναστήτω. Ὁ πρὶν νεκρὸς στὶς φάραγγες,

στὰ Σκιόφωτα, στὶς φυλλωσιές, ἅς ἀνέβει..."("Αφθαρσία")

Πέρα ἀπὸ τὶς ἀτυχίες τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀδιαφορία τῶν ἀνθρώπων εἶναι καὶ ἡ ἀμφιταλάντευση ἀνάμεσα στὸ ἐδῶ καὶ στὴν σύλληψη τοῦ ἐκεῖθεν. Σωστὸ ἐκκρεμὲς ἡ ἀμφιβολία ὅσων πάσχουν ἀπὸ αὐτήν. Δισταγμὸς βαρὺς καὶ ἀβάσταχτος. Φὼς ἐπίγειο τὸ ἕνα ἄκρο καὶ ὑπερούσιο τὸ ἄλλο. Ἀντίρροπες δυνάμεις συγκρουόμενες καὶ συνθλιβόμενες. Σφαδάζει ὁ αἰωρούμενος ἄνθρωπος ἀπὸ ἀγωνία σὲ ποιό ἄκρο τοῦ ἐκκρεμοῦς νὰ προσδεθῇ. Νὰ ἀρνηθῇ τὴν παντοδυναμία τοῦ Πλάστη τοῦ καὶ νὰ ἐπέλθη ἡ διάσταση, ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑπερισχύση ἡ περηφάνεια τοῦ ἀνθρώπου ἢ νὰ προσπαθήση νὰ ἀνασυνδεθῇ "ἡ χαμένη καταλλαγὴ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων ἀνεξάντλητα ἀδερφωμένων"; Αὐτὸ τὸ ἀδυσώπητο ἐρώτημα ποῦ βαραίνει τὸν ἄνθρωπο σὲ μιὰ ἀόριστη ἐποχὴ εἶναι "ὁ σκόλωψ ἐν σαρκὶ" τοῦ ἀμφιταλαντευόμενου ἀνθρώπου ποῦ νιώθει τὴν κουρασμένη του ψυχὴ νὰ τὴν πλακώνη κάτι σὰν πέτρα καὶ κουρασμένος νὰ πορεύεται "στράτα ἀφεγγῆ καὶ πετρώδη.."

Καὶ γράφει ὁ ποιητὴς στὸ ποίημά του: "Κομίζει ἡ Σαλώμη τὰ Μύρα":

"Εἶναι σκληρὸ νὰ μένεις, τόσα χρόνια τώρα,

μὲ τὸ ἕνα πόδι ἐδῶ καὶ τὸ ἄλλο ἐκεῖ

σὲ ὕψος γκρεμοῦ, μὲ δίχως βούληση,

μὴν καλοξέροντας ἂν σὲ βαστάει ἡ πέτρα

μὲ τοὺς ἀπατηλοὺς ἀχνοὺς τῆς ζάλης νὰ ρουφᾶν τὸ θάρρος

καὶ σοῦ ἀφαιροῦν τὴ διάκριση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.

Παρηγοριὰ καὶ καταδίκη, ἐλπίδα τῆς ἀπελπισίας,

ὁ δίβουλος χρησμός......." (Β` 22)

Κάποιοι καταλήγουν στὴν ἐφήμερη λύση, τὴν ὑλική, τὴν μακρινὴ ἀπὸ τὸν Δημιουργό. Καὶ ὁ ποιητὴς θὰ πή:

"Τί ἀνόητοι σταθήκαμε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη

τῆς ἀναποφάσιστης δειλίας τῶν ἀνθρώπων

νὰ κρεμνοῦμε σὲ σύμβολα

τὶς ἀκρότατές μας ἐπιθυμίες

ὅσο μπορούσαμε δὲ λέω τὰ ἐξωραΐζαμε

τὰ δέναμε μάλιστα μὲ εἰκόνες..."

"....Ἰδέα εἴδαμε τὰ ἰνδάλματα

καὶ ὅλα τοὺς ἦταν τῆς Ἀνυπαρξίας.

Μάταιο περίβλημα, πῶς θὰ σὲ σπάσω, πῶς θὰ σὲ πλησιάσω..."

Πολλοὶ πλανήθηκαν καὶ πλανῶνται. Καὶ ὁ ποιητὴς δίνει ἐδῶ τὴν ἐξήγησή του τί ἐστι ἡ πλάνη:

"Δὲν ξέρω νάναι τίποτε παραπάνω ἀπ' τὸ κεντρὶ τῆς φιλαυτίας

καὶ τὸ μαστίγιο τοῦ ὑπεραιρομένου καὶ ὁμολογία τῆς πλάνης.

Τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ κέντρισμα καὶ τὸ μαστίγωμά μας..."

Ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς ὅμως ὁδηγεῖται στὴν ἀκράδαντη πίστη τοῦ στὸ Ἀπόλυτο Ὅν καὶ στὸν ἐνανθρωπήσαντα Ἰησοῦ, ὅπως ἐξομολογεῖται στὸ ποίημά του "Κρέντο":

"...Ὅπως καὶ νά' σαὶ σὲ ἀποδέχομαι Ἰησοῦ Χριστέ,

κι εἶναι ἀνεκλάλητο τὸ πῶς βοσκάω σὲ λειμῶνα

χλιδῆς καὶ πραότητος, ἐγὼ ὁ παντέρμος, μὲ Σέ,

καλὰ τὸ θέρος ἢ τὴν ἄνοιξη, ἀλλὰ καὶ μέσα στὸ χειμῶνα!

Καὶ κάνοντας ὕστερα μιὰ μετατόπιση πρὸς τὴν Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, τὴν Παναγία, προσθέτει:

"..Πόσες φορὲς ξεχάστηκα, ὁ ἀνάξιος, καὶ χάνω

τὴν προσοχή, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν παράκλησή μου.

Μὰ δὲ μὲ μέλλει καὶ πολύ: ἡ Παναγία ἀπὸ πάνω

μὲ συγχωρᾶ καὶ μ' ἀγαπᾶ ἡ Δέσποινα ἡ καλή μου.

Καὶ ὅταν πάλι μὲ σεβασμὸ μπορῶ καὶ τὸ τελειώνω (τὴν προσευχή)

τότες μὲ ποιά κρυφὴ χαρά

ἀνοίγω τὴν ψυχή μου

καὶ λέω κρυφὴν ἀποθυμιὰ καὶ λέω κρυφό μου πόνο

καὶ ἡ ἁγνὴ Μαρία μὲ προθυμιὰ ἀκούει τὴν προσευχή μου".

Ἡ ποίηση τοῦ Παπατσώνη εἶναι θρησκευτικὴ καὶ ἡ οὐσία της ἐκφράζεται μὲ κάποιες λέξεις κλειδιὰ μὲ πλατιὰ πολυσημία, ποῦ ἀνοίγουν τὸ πνεῦμα πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ δοξολογεῖται ἡ Δημιουργία. Τὶς βγάζει ἀπὸ τὴν τυποποίηση καὶ τὴν ἀκινησία, τοὺς ἐμφυσᾶ νέα πνοὴ ἀπὸ τὴν δική του ζωὴ καὶ τὶς κάνει ἑστίες ἀκτινοβολίας εἰκόνων καὶ ἰδεῶν γεμάτων ἀπὸ παλμὸ καὶ σφρίγος. Μὲ αὐτὲς τὶς λέξεις-σύμβολα ἐκφράζει τὰ ὑπαρξιακὰ καὶ θρησκευτικά του βιώματα. Μιὰ ἀπὸ τὶς λέξεις-κλειδιὰ εἶναι καὶ ἡ λέξη νύχτα. Δὲν ἐννοεῖ βέβαια τὶς ὧρες τοῦ ὕπνου ποῦ πέφτει γύρω μας παντοῦ τὸ σκοτάδι, ἀλλὰ τὶς ὧρες ποῦ συντελεῖται τὸ ξύπνημα τῆς καρδιᾶς. Τότε ποῦ παύει ἡ μάχη τῆς ζωῆς, τὰ φῶτα, ἡ μέριμνα καὶ κάθε ταραχὴ καὶ ἐνθαρρύνεται ἡ αὐτοσυγκέντρωση, ὁ ἀπολογισμὸς καὶ ἡ αὐτοκριτική. Τότε μπαίνουν τὰ πράγματα στὴν θέση τους καὶ ὁ νοὺς στὸ σωστὸ δρόμο. Ὄχι ἐφησυχασμός, ἀλλὰ γαλήνη ἐσωτερική, συμφιλίωση μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὸν ἄνθρωπο.

Ἀπογοητεύσεις, διαψεύσεις, πίκρες, ἀπαισιοδοξία ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ φτάνει ἡ Νύχτα, ὁ νυχτερινὸς Ἥλιος τοῦ Παπατσώνη, ἡ ἄλλη ὄψη τῆς Νύχτας. Ἐκείνη ποῦ θαμπώνει, ποῦ ἐκστασιάζει, ποῦ ξελογιάζει τὸν ἄνθρωπο. Ἐκείνη ποῦ στὸν χῶρο τοῦ οὐρανοῦ τ' ἀστέρια, "οἱ δυνάμεις ποῦ ξαγρυπνοῦν γιὰ μᾶς", ἀνάβουν καὶ δίνουν ἀνακούφιση καὶ γαλήνη. Ἐκείνη ἡ Νύχτα ποῦ κρύβει στὸν κόσμο της τὸ μήνυμα ποῦ συμφιλιώνει τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἕνα μήνυμα

"ποῦ ὑπάρχει, ἐξὸν τὴ Νέκρα, Ζωή

Ζωή, Πρόνοια καὶ Ἀγάπη

Ζωή, Πρόνοια καὶ Εὐλογία..."

Εἶναι ἡ γαλήνια Νύχτα, ἡ περίκλειστη νύχτα τοῦ στοχασμοῦ, ἡ μακαρία, ὄχι τοῦ ὕπνου, ἀλλὰ τῆς ζωῆς. Ἐκείνη ἡ νύχτα περισυλλογῆς καὶ ἀνασυγκρότησης, ποῦ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος συναντιῶνται καὶ "θεῶνται τὰ εἰργασμένα". Εἶναι ὡραία, στοργικιὰ Νύχτα "νὰ ξεσφαλνὰς τὰ μάτια τῆς πωρώσεως καὶ τοῦ χαμοῦ, νὰ ξαναγίνεις τὰ μάτια στὴ φωτεινὴ θέα...Ώ, Νύχτα τῆς καρδιᾶς..."(Ξύπνημα)

Μοιάζει μ' ἐκείνη τὴ νύχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Τὴν ὥρα ποῦ ὁ κόσμος ὅλος ροδίζει ἀπὸ ὀμορφιά, ξεκλειδώνεται ἡ ἄλλη νύχτα, τὰ μυστήρια τοῦ κόσμου καὶ τ' οὐρανοῦ, λαμπυρίζουν θεῖα ἀχνάρια, ἔμψυχα καὶ ἄψυχα βγάζουν φωνές, ἡ λειτουργία σφιχτοδένεται στὴν ψυχὴ καὶ ἡ ὕπαρξη δέχεται συγκλονισμό.

Ἡ νύχτα εἶναι τὰ μάτια τῆς ψυχῆς ποῦ ἀτενίζει τὶς μορφὲς τῶν ἀσωμάτων, τῶν ἐξαϋλωμένων κόσμων. "Βάρυνε ἡ Νύχτα", γράφει ὁ ποιητής, κι αὐτὸ σημαίνει πῶς ἔφτασε ἡ ὥρα τῆς Ἐλεύσεως, ἐκείνη ἡ ὥρα ποῦ θ' ἀνοίξουν διάπλατα οἱ οὐρανοὶ καὶ τὸ μυστήριο θὰ εἰσέλθει στὶς μύχιες πτυχὲς τῆς ὑπάρξεως, ἀναζητῶντας τὴν κατάργηση τοῦ ὑπαρκτοῦ καὶ ἀναβίωσης τῆς ἄλλης αἰσθήσεως, τῆς δημιουργικῆς καὶ θείας". "Κάτι κρυφὸ ζυγιάζεται αὐτὲς τὶς ὧρες στὰ ἐσώτατα τοῦ ἀνθρώπου ποῦ, εἴτε σὰν Ἥλιος, εἴτε σὰν Σελήνη, ἔχει θρονιάσει καταμεσῆς τῆς ψυχῆς καὶ χαρίζει τὴ λάμψη ἑνὸς σκότους ποῦ δὲν παραλλάζει ἀπ' τὴ νόηση τοῦ Θεοῦ". ("Ἡ Πέτρα")

Ἑπομένως ἄνθρωπέ μου:

"Τί θέλεις ἀπ' τὴν ἡμέρα σου ν' ἀποκομίσεις;

Ἔπεσε ἡ Νύχτα.

Περιμαζώξου, σκέψου, τί σοῦ μένει; Μάζωνες, μάζωνες

στὸ φὼς σποραδικὰ κόκους θανάτου καὶ ἅπλωσε ἡ νύχτα

καὶ σοῦ ἐπίδειξε ὅλον τὸν ὄγκο τοῦ καμάτου σου.

Ἦρθε συμμαζωμένος καὶ βαρὺς ὅλος ὁ θάνατος

πλούσια συγκομιδή..." ("Δευτέρα")

Κατάπαψη-ἀγάπη-θάνατος

Ἐκεῖνες τὶς νυχτερινὲς ὧρες κάθε κίνηση καὶ κάθε θόρυβος ποῦ προέρχεται ἀπὸ τὴν δημιουργία τοῦ ἀλαζονικοῦ μας ἐγώ, ἔχει καταπαύσει, ἔχει κατασυχάσει σὰν σὲ θέατρο ποῦ σβήνει ξαφνικὰ τὸ φὼς καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ κατάσταση παρθενικῆς καθαρότητας εἶναι ἕτοιμη νὰ δεχτῇ τὸ ἀγγελικὸ μήνυμα. Εἶναι ἡ στιγμὴ ποῦ ἔρχεται νὰ μεσολαβήση

"..ἡ ἐπιφοίτηση δυνάμεων ἄλλων ἀπὸ τὶς ταπεινές μας.." ("Σχῆμα περὶ τῆς πλάνης")

Τότε "τὰ πάντα ἔβαλε στὴ σιγὴ ἡ Κυριαρχία

Ἐκείνη μόνη λέγει. Ὅλα σιγοῦν.

Σιγοῦν καὶ δημιουργοῦνται...."("Οι νέες βλαστήσεις")

"Κάτι κρυφὸ ζυγιάζεται αὐτὲς τὶς ὧρες στὰ ἐσώτατα τοῦ ἀνθρώπου" καὶ ὁ νούς του μπορεῖ νὰ φτάση στὴν σύλληψη ὑψηλῶν νοημάτων, ὅπως ὁ θάνατος, ἡ ἀγάπη, ἡ πίστη. Νὰ προσεγγίση ἀκόμα καὶ "τὴ νόηση τοῦ Θεοῦ". Ἕνα βύθισμα θεῖο τῆς ψυχῆς συντελεῖται ἐκείνη τὴν στιγμὴ καὶ ὅλες οἱ ἀντανακλάσεις, οἱ ψεύτικες καὶ ἀπατηλὲς τῶν πραγμάτων σβήνονται γιὰ νὰ φανερωθῇ ὁ ἄλλος κόσμος τῆς Δημιουργίας.

"Καταργεῖται τότε μέσα μου" θὰ πὴ ὁ Παπατσώνης, "τὸ σύνορο αὐτὸ ποῦ λένε ζωῆς καὶ θανάτου, παρουσίας καὶ ἀπουσίας..."

"Δὲν ἔχουν, Θεέ μου, χώρισμα οἱ μέρες Σου.

Οὔτε οἱ νύχτες Σου. Σφιχτοδεμένη ἀτέλειωτη ἁλυσίδα εἶναι

ὁ χρόνος. Ὁ ἀλύπητος, ὁ ἀνοιχτίρμονας..." ("Ὅπου ἥν κῆπος")

Τότε εἶναι ποῦ στὴν ἰδέα τοῦ θανάτου βρίσκει λύτρωση. Ὁ θάνατος τοῦ ἐπιτρέπει τὴν εἴσοδο στὰ "ἰσκιόφυλλα μονοπάτια τῶν παραδείσων", τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Ζωντανὸ Θεό. "Ἀκρωτήριο καλῆς ἐλπίδας" χαρακτήρισε σὲ ὁμιλία του τὸν θάνατο ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεος. "Γιὰ μένα, θὰ πὴ ὁ Παπατσώνης, ἡ τοποθέτηση ἀνθρώπων μπροστὰ στὸ θάνατο εἶναι καταργημένη πρὶν ἀπὸ εἴκοσι αἰῶνες καὶ ἔχει ἀντικατασταθεῖ μὲ τὴν τοποθέτηση τοῦ Χριστιανοῦ μπροστὰ στὸ θάνατο, ποῦ εἶναι ἡ εἴσοδος στὴν αἰωνιότητα. Τὴν ἐνδημία μοῦ στὴ γῆ, ὅπου τὰ προβλεπόμενα εἶναι πρόσκαιρα, τὴν γεμίζει μὲ τὸν πόθο τῆς ἐκδημίας....χέρι μὲ χέρι περπατοῦμε στοὺς λειμῶνες μὲ τὸ μεγάλο θάνατο. Ὁ ἀγαπημένος θάνατος μὲ περπατάει στὴ ζωὴ καὶ μὲ στηρίζει καὶ μὲ γαληνεύει καὶ μὲ διδάσκει τὴ μεγάλη Ὑπομονή..."

"Δὲ μπορεῖς ν' ἀντικρύσεις τὸ Ζῶντα Θεό", θὰ προσθέση στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Κ. Τσιρόπουλος, "παρὰ διὰ μέσου μιᾶς προβίωσης τοῦ θανάτου, ποῦ συνιστᾶ τὴν τραγικὴ προϋπόθεση τῆς ἐπουράνιας χαρᾶς. Ἢ δέχεσαι καὶ πεθαίνεις γιὰ νὰ χαρεῖς τὴ χαρὰ ποῦ κανεὶς πιὰ δὲ μπορεῖ νὰ σοῦ ἀφαιρέσει ἢ δὲ δέχεσαι, ὁπότε κυλιέσαι ἐδῶ, στὴ φλούδα ἐτούτης τῆς γῆς, σφιγμένος ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο. Μὲ τὸν θάνατο ἐπέρχεται ἡ γαλήνη, ἡ ψυχὴ ξαποσταίνει, οἱ ἀδύναμες ὑπάρξεις ἀνακουφίζονται καὶ "ὅλοι εἰσέρχονται στὴν πραγματικὴ ζωή".

Γι' αὐτὸ ὁ ποιητὴς προσεύχεται νὰ εἶναι "ἀπέραντα" τὰ ὅρια τῆς ἀνάπαυσής του:

"Θεέ μου, τοὐλάχιστον τὴν Ἑβδόμη Σου, ἐκείνη

τοῦ Ἀναπαυμοῦ,

χάρισε τὸν ἀναπαυμὸ καὶ τὴν ξεκούραση. Ἐκεῖνα ἅς εἶναι τοὐλάχιστον ἀπέραντα...."

Αὐτὸς εἶναι ὁ Παπατσώνης. Ἡ πίστη εἶναι ἡ μητέρα τῶν στίχων του, ἡ τροφὸς ποῦ τρέφει τὴν ψυχή του μὲ γαλήνη καὶ τὸν ὁδηγεῖ μὲ ἀσφάλεια μέσα ἀπὸ ποικίλες ἀντιξοότητες "εἰς ὁδὸν εἰρήνης". Κατέχεται ἀπὸ τὴν χάρη αὐτὴ ἀπ' ὅπου ἀναβλύζει ὁ θαυμασμὸς τοῦ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Δημιουργοῦ καὶ μορφώνεται ἡ δοξολόγησή του. "Βοᾶ" τὴ δίψα του νὰ βλέπη αὐτὸ τὸ ἄρρητο μυστήριο μέσα καὶ πίσω ἀπὸ τὰ πιὸ ἁπλά, τὰ πιὸ καθημερινὰ φαινόμενα καὶ προσπαθεῖ νὰ ἀνιχνεύση τὸ ἀνεξιχνίαστο ἢ νὰ ἐντοπίση τὸ ἀθέατο στὰ αἰσθητά, τὸ Ἄκτιστο μέσα στὸ κτιστό. Σημαδεύει μὲ παρήγορο φὼς τὸν ζόφο τοῦ καιροῦ μας καὶ ἀνοίγει τὸ πολύτιμο παράθυρο στὴν ἐνόραση τῶν ἀξιῶν. Περιγράφει τὴν ἀνοδικὴ πορεία τῶν ἀναζητήσεών μας. Μέσα στὸ σκιόφως τῶν ὁραματισμῶν του ἀναγνωρίζουμε τὸ πρόσωπό μας, συναντοῦμε τοὺς στόχους μας. Ὄχι ὅλοι, οἱ πολλοί. Μακάριοι οἱ κοπιῶντες.

Πόθησε ὁ Παπατσώνης νὰ βρὴ τὴν χαμένη ἰσορροπία, νὰ ἐπανασυνδέση τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό, ἀναζητῶντας μέσα σὲ ἕναν κόσμο ὡραῖο, πλήρη καὶ ἁμαρτωλὸ τὰ σημάδια τῆς θείας χάριτος. Ἡ ἀγωνία του τὸν ὠθοῦσε στὸ μυστήριο τῶν πραγμάτων, ἡ ἀπόγνωσή του κατεύθυνε τὰ ἰδεώδη μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ ἡ ἀνάγκη τὸν ἀνάγκαζε νὰ διαχέη τὴν ψυχή του μέσα στὸ σύμπαν. Καὶ παρήγαγε ἔργο πολύτιμο, βαθύτατα θρησκευτικό, ἀλλὰ καὶ αἰσθητικό. Λαμπρές, ζωντανὲς καὶ πρωτότυπες εἰκόνες τὸ στολίζουν, γλῶσσα ἁπλὴ δημοτική, πλουτισμένη μὲ λεξιλόγιο ὕμνων καὶ κανόνων τῆς Ἐκκλησίας καὶ στίχοι ποῦ καταυγάζονται ἀπὸ ἰδιαίτερη λάμψη. Εἶναι μιὰ λαλιὰ πλούσια, ἀποκαλυπτική, μὲ ἀναφορὰ παρασημαντικὴ τοῦ αἰώνιου κόσμου καὶ ὑπαινιγμοὺς στὴν μοναδικὴ Ἀλήθεια, ποῦ τόσο σπαραχτικὰ ἁλιεύει ὁ Παπατσώνης.

Διαβάζοντας τὰ βιβλία τοῦ τὸν νιώθεις δίπλα σου, ἄλλοτε σὰν θρησκευόμενο ἁμαρτωλό, ποῦ γυρεύει νὰ πιαστῇ ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ "στὶς ἄγριες ἀντάρες τῆς ζωῆς", καὶ ἄλλοτε σὰν θερμὸ κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου.–

  • Προβολές: 3660