Skip to main content

Τάκης Παπατσώνης (Β')

τού Κώστα Παπαδημητρίου

(συνέχεια από τό προηγούμενο)

Όσοι λοξοδρόμησαν, οι αδιάφοροι καί οι διχασμένοι

Τάκης Παπατσώνης Παράλληλα μέ τό πλήθος τών αίνων πρός τόν Κύριο τών Δυνάμεων στήν ποίηση τού Παπατσώνη εισχωρούν καί οδύνες καί περιγραφές ψυχικού πόνου καί περιπετειών τής ζωής μέ τίς εναλλαγές τους, ανυψώματα καί καταπτώσεις. "Τό σώμα τού ανθρώπου κατοικείται από δυνάμεις πλήρεις πού ωθούν στήν αμαρτία". Καί τότε ο χώρος τής ψυχής του γίνεται ομιχλώδης. Δέν λείπουν από κανέναν τά "ερμάρια τών θλίψεων" πού αιτία γίνονται "οι εαυτοί μας" ούτε όμως ο άνθρωπος "καταφρονεί τό δώρημα τής ζωής στόν κήπο τής οποίας ανθίζει η αγάπη τού Ύψιστου. Τακτικά ξαστοχά τόν προορισμό του καί βρίσκεται στήν "κλεισούρα, τή δασωμένη, τή φιλαυτία του" χάνοντας τ' αστέρια, χάνοντας τή σελήνη, χάνοντας τίς αύρες καί τήν Αγάπη". Καί παραπαίει τότε απροσανατόλιστη, χωρίς πυξίδα, σέ δρόμους αφιλόξενους. Μεριμνά καί τυρβάζει περί άλλων ανώφελων. Καί χάνεται άσκοπα ο χρόνος τους καί ταυτόχρονα τό νόημα τής ζωής.

Στό ποίημά του "Τά εις εμαυτόν" αναφέρεται στήν δική του περίπτωση καί γράφει:

"...Τ' αγαπημένα, τά ορθάνοιχτα χρόνια τής ζωής μου

πού τά σφαλίσανε στήν άπνοια καί στήν καταχνιά

ό,τι μού στέρησαν πού νά τά ξαναβρώ;

Προσπάθειες μάταιες, φτωχικές, πώς θ' αναπλήρωνε

ο θάνατος τή ζωή, κι οι ξεραΐλες

πλούσια χλωρίδα τών καλών καιρών;

Κλείστηκα καί μονώθηκα μέ τήν Αγάπη

μ' έγνοιες καί μέριμνες καί μέ στοργές,

σύνεργα πού γεμίζουν τούς αδειασμένους

κι αμελημένους χώρους μιάς άθλιας ζωής.

Καί τάχα τώρα ποιά πλέον προσμονή

ή ποιά στροφή θά μού αποδώσει ό,τι μου αφαιρέθη;

..τόσο υπόφερε (ο Παπατσώνης) τότε πού μάχονταν όλοι οι άνθρωποι,

χρόνια κλεισμένος στόν περίβολο τής μάνδρας του

χτυπημένος από βολίδα τού κακού.

Τού Παπατσώνη, πού έχασεε τά ωραία του χρόνια

πού ό,τι αγαπούσε τού διαλύθηκε σάν υδρατμός

καί στοίχειωσαν οι άδειοι χώροι γύρω του

οι άδειοι χώροι τού σπιτιού καί τής ψυχής..." (Β` σελ.240)

Από τί όμως υπέφερε ο Παπατσώνης; Όχι γιατί βρέθηκε στόν κατήφορο τής αμαρτίας, αλλά γιατί θά πή ο ίδιος:

"προσπάθησα μέ τίς αφαίρεσες ν' αναπληρώσω

αρμύρες, άστρα, δέντρα, πολιτείες

ήρθε καί μέ συντρόφεψε η μελέτη

σκληρή κι αυτή, μού φώτισε τό τί έχω χάσει...."

Η ιερατική όμως φύση τού Παπατσώνη σπάνια συνοδεύεται από αμφιβολίες καί λοξοδρομήσεις. Καί πάλι τότε δέν αναστατώνεται από πειρασμούς, αλλά πηγαινοέρχεται σάν τύψη ανάμεσα στήν οδύνη καί τήν ασκητική αγιότητα. Δέν μετουσιώνει τήν οδύνη του σέ δάκρυα. Ξέρει πώς ο άνθρωπος υποκύπτει στήν αμαρτία μονάχα από τήν αδύνατη θέλησή του. Η άσκηση καί η προσοχή τόν κάνουν δυνατό. "Η πλήρης προσοχή καί η σταθερή προσήλωση είναι η μόνη ιδιότητα τής ψυχής πού ανοίγει τό δρόμο πρός τό Θεό. Καί, δυστυχώς, θά πή ο Παπατσώνης, ο κόσμος σπαταλά τό χρόνο του ζώντας στήν έξαρση τής ματαιότητας".

Αγνοεί: "...ποιός διεύθυνε τά ιδεώδη μάτια τής ψυχής

ν' ανεύρει τί στερούμεθα

κι ανεύρε ό,τι ελπίζαμε,

στάθηκε ολόχαρος νά τά προσφέρει

ανταλλάζοντας τή γαλήνη του μέ τήν ταραχή μας,

δέχτηκε μέ όλα του τ' άρματα τόν πόλεμο,

παραδίνεται στούς δικούς μας εφιάλτες,

μάς υπόσχεται συντροφιά

στό θάνατο καί στή ζωή..."

Καί όμως αδιαφορούμε καί αγνοούμε τήν προσφορά του καί μάλιστα στούς σημερινούς χαλεπούς καιρούς πού ζούμε. Πολύ παραστατικά ζωντανεύει ο Παπατσώνης αυτήν τήν αδιαφορία μας στό "Τό κούτσουρο τών γερόντων":

"Κλειστοί καιροί, κλειστοί περίκλειστοι

μακράν τής θέας τουρανού, παρατημένοι

σέ ανέμους, θύελλες, χιόνια καί θολούρες.

Μάτην φωνούν οι αλέκτορες τήν εθισμένην ώρα,

δέν ξεδιαλύνουν τά σκοτάδια, φώς δέν έρχεται,

κακές ειδήσεις φτάνουν. Τούτες δέχεται

κουκουλωμένος Γέρος μέ αναμμένο λύχνο

μεσημεριάτικα, τού χειμερίου

ανθρώπου τό κατάντημα ιδού, αδιαφορεί

πρός όλα. Η μόνη μέριμνα, πώς νά μή σβήσει

τό κούτσουρό του...

Καί μέριμνά μας, τών γερόντων, όχι οράσεις

τής πίστεως, όχι τό Μαρτυρολόγιο μέ τίς φλόγες του

αλλά μήν καεί τό κούτσουρο αυτό εδώ για πάντα" (Β` 267)

Θλίβεται ο ποιητής γι' αυτό τό κατάντημα τών ανθρώπων καί επικαλείται μιά νέα έλευση τού Θεανθρώπου νά διορθώση αυτήν τήν πληγή τής αδιαφορίας πρός τόν Δημιουργό.

Στό ποίημά του "Αντβέντους" γράφει:

"Ευλογημένος ο ερχόμενος. Καλώς νά ορίσει.

Πνιγόμαστε νά προσδοκάμε τήν καινούργια του έλευση.

Τούτος ο Ερχόμενος Αμνός δέν έχει πιά νά άρει

τίς αμαρτίες τού κόσμου. Γιατί απόσβεσεν ο κόσμος

τήν Αμαρτία. Non est peukatum. Βαρύτερη αποστολή

τού μέλλεται. Ο κόσμος τώρα σπαταλά τό χρόνο

κι ούτε πού εποδύρεται, τόσο έχει σκληρυνθεί γιά τούς χαμένους

καιρούς. Περνούν τά έτη καί σωρεύονται τσουβάλια τά χαμένα.

Πόντικες ροκανίζουνε τίς προσφερόμενες παριστάσεις, πού απολαχτίσαν..

Μένει τού ανθρώπου η κενότητα, τού άνευ Πόθου...

Κρύφτηκε η πίστη, τό ένδυμά της. Καί γυμνοί, οι κενοί καί οι κούφοι.

Ούτε παρίστανται οι αδιάφοροι, οι αθλιωμένοι

στό φόρτωμα τών τιμίων τους καιρών. Τούτους τούς κούφους

έχει νά άρει τώρα ο νέος Αμνός τού Θεού,

τούς άθλιους αποταμιευτές σπανίου ταλάντου".

Καί αλλού: Σέ όσους επαναπαύονται αμέριμνοι καί αδιάφοροι στήν δήθεν γαλήνη τούς παραγγέλνει:

"Όποιος δέ νοιάζεται γιά τήν Αλήθεια

είναι τής αμεριμνησίας του η δήθεν γαλήνη

σάν τήν αιώνια νύχτα τού θανάτου..." (Σχήμα)

Καί δίνει σέ όλους τό παράγγελμα:

"Στήτω στό φώς στοχαστικώς,

άνθρωπος Αναστήτω. Ο πρίν νεκρός στίς φάραγγες,

στά Σκιόφωτα, στίς φυλλωσιές, άς ανέβει..."("Αφθαρσία")

Πέρα από τίς ατυχίες τής ζωής καί τήν αδιαφορία τών ανθρώπων είναι καί η αμφιταλάντευση ανάμεσα στό εδώ καί στήν σύλληψη τού εκείθεν. Σωστό εκκρεμές η αμφιβολία όσων πάσχουν από αυτήν. Δισταγμός βαρύς καί αβάσταχτος. Φώς επίγειο τό ένα άκρο καί υπερούσιο τό άλλο. Αντίρροπες δυνάμεις συγκρουόμενες καί συνθλιβόμενες. Σφαδάζει ο αιωρούμενος άνθρωπος από αγωνία σέ ποιό άκρο τού εκκρεμούς νά προσδεθή. Νά αρνηθή τήν παντοδυναμία τού Πλάστη του καί νά επέλθη η διάσταση, η απόσταση από τόν Δημιουργό μέ αποτέλεσμα νά υπερισχύση η περηφάνεια τού ανθρώπου ή νά προσπαθήση νά ανασυνδεθή "η χαμένη καταλλαγή Θεού καί ανθρώπων ανεξάντλητα αδερφωμένων"; Αυτό τό αδυσώπητο ερώτημα πού βαραίνει τόν άνθρωπο σέ μιά αόριστη εποχή είναι "ο σκόλωψ εν σαρκί" τού αμφιταλαντευόμενου ανθρώπου πού νιώθει τήν κουρασμένη του ψυχή νά τήν πλακώνη κάτι σάν πέτρα καί κουρασμένος νά πορεύεται "στράτα αφεγγή καί πετρώδη.."

Καί γράφει ο ποιητής στό ποίημά του: "Κομίζει η Σαλώμη τά Μύρα":

"Είναι σκληρό νά μένεις, τόσα χρόνια τώρα,

μέ τό ένα πόδι εδώ καί τό άλλο εκεί

σέ ύψος γκρεμού, μέ δίχως βούληση,

μήν καλοξέροντας άν σέ βαστάει η πέτρα

μέ τούς απατηλούς αχνούς τής ζάλης νά ρουφάν τό θάρρος

καί σού αφαιρούν τή διάκριση τού καλού καί τού κακού.

....................

Παρηγοριά καί καταδίκη, ελπίδα τής απελπισίας,

ο δίβουλος χρησμός......." (Β` 22)

Κάποιοι καταλήγουν στήν εφήμερη λύση, τήν υλική, τήν μακρινή από τόν Δημιουργό. Καί ο ποιητής θά πή:

"Τί ανόητοι σταθήκαμε τήν εποχή εκείνη

τής αναποφάσιστης δειλίας τών ανθρώπων

νά κρεμνούμε σέ σύμβολα

τίς ακρότατές μας επιθυμίες

όσο μπορούσαμε δέ λέω τά εξωραΐζαμε

τά δέναμε μάλιστα μέ εικόνες..."

"....Ιδέα είδαμε τά ινδάλματα

καί όλα τους ήταν τής Ανυπαρξίας.

Μάταιο περίβλημα, πώς θά σέ σπάσω, πώς θά σέ πλησιάσω..."

Πολλοί πλανήθηκαν καί πλανώνται. Καί ο ποιητής δίνει εδώ τήν εξήγησή του τί εστι η πλάνη:

"Δέν ξέρω νάναι τίποτε παραπάνω απ' τό κεντρί τής φιλαυτίας

καί τό μαστίγιο τού υπεραιρομένου καί ομολογία τής πλάνης.

Τίποτε άλλο παρά τό κέντρισμα καί τό μαστίγωμά μας..."

Ο ίδιος ο ποιητής όμως οδηγείται στήν ακράδαντη πίστη του στό Απόλυτο Όν καί στόν ενανθρωπήσαντα Ιησού, όπως εξομολογείται στό ποίημά του "Κρέντο":

"...Όπως καί νά' σαι σέ αποδέχομαι Ιησού Χριστέ,

κι είναι ανεκλάλητο τό πώς βοσκάω σέ λειμώνα

χλιδής καί πραότητος, εγώ ο παντέρμος, μέ Σέ,

καλά τό θέρος ή τήν άνοιξη, αλλά καί μέσα στό χειμώνα! .."

Καί κάνοντας ύστερα μιά μετατόπιση πρός τήν Μητέρα τού Ιησού, τήν Παναγία, προσθέτει:

"..Πόσες φορές ξεχάστηκα, ο ανάξιος, καί χάνω

τήν προσοχή, τήν προσευχή καί τήν παράκλησή μου.

Μά δέ μέ μέλλει καί πολύ: η Παναγία από πάνω

μέ συγχωρά καί μ' αγαπά η Δέσποινα η καλή μου.

Καί όταν πάλι μέ σεβασμό μπορώ καί τό τελειώνω (τήν προσευχή)

τότες μέ ποιά κρυφή χαρά

ανοίγω τήν ψυχή μου

καί λέω κρυφήν αποθυμιά καί λέω κρυφό μου πόνο

καί η αγνή Μαρία μέ προθυμιά ακούει τήν προσευχή μου".

Η ποίηση τού Παπατσώνη είναι θρησκευτική καί η ουσία της εκφράζεται μέ κάποιες λέξεις κλειδιά μέ πλατιά πολυσημία, πού ανοίγουν τό πνεύμα πρός τόν ουρανό καί δοξολογείται η Δημιουργία. Τίς βγάζει από τήν τυποποίηση καί τήν ακινησία, τούς εμφυσά νέα πνοή από τήν δική του ζωή καί τίς κάνει εστίες ακτινοβολίας εικόνων καί ιδεών γεμάτων από παλμό καί σφρίγος. Μέ αυτές τίς λέξεις-σύμβολα εκφράζει τά υπαρξιακά καί θρησκευτικά του βιώματα. Μιά από τίς λέξεις-κλειδιά είναι καί η λέξη νύχτα. Δέν εννοεί βέβαια τίς ώρες τού ύπνου πού πέφτει γύρω μας παντού τό σκοτάδι, αλλά τίς ώρες πού συντελείται τό ξύπνημα τής καρδιάς. Τότε πού παύει η μάχη τής ζωής, τά φώτα, η μέριμνα καί κάθε ταραχή καί ενθαρρύνεται η αυτοσυγκέντρωση, ο απολογισμός καί η αυτοκριτική. Τότε μπαίνουν τά πράγματα στήν θέση τους καί ο νούς στό σωστό δρόμο. Όχι εφησυχασμός, αλλά γαλήνη εσωτερική, συμφιλίωση μέ τήν ζωή καί τόν άνθρωπο.

Απογοητεύσεις, διαψεύσεις, πίκρες, απαισιοδοξία όλη τήν ημέρα καί φτάνει η Νύχτα, ο νυχτερινός Ήλιος τού Παπατσώνη, η άλλη όψη τής Νύχτας. Εκείνη πού θαμπώνει, πού εκστασιάζει, πού ξελογιάζει τόν άνθρωπο. Εκείνη πού στόν χώρο τού ουρανού τ' αστέρια, "οι δυνάμεις πού ξαγρυπνούν γιά μάς", ανάβουν καί δίνουν ανακούφιση καί γαλήνη. Εκείνη η Νύχτα πού κρύβει στόν κόσμο της τό μήνυμα πού συμφιλιώνει τόν Θεό μέ τόν άνθρωπο. Ένα μήνυμα

"πού υπάρχει, εξόν τή Νέκρα, Ζωή

Ζωή, Πρόνοια καί Αγάπη

Ζωή, Πρόνοια καί Ευλογία..."

Είναι η γαλήνια Νύχτα, η περίκλειστη νύχτα τού στοχασμού, η μακαρία, όχι τού ύπνου, αλλά τής ζωής. Εκείνη η νύχτα περισυλλογής καί ανασυγκρότησης, πού Θεός καί άνθρωπος συναντιώνται καί "θεώνται τά ειργασμένα". Είναι ωραία, στοργικιά Νύχτα "νά ξεσφαλνάς τά μάτια τής πωρώσεως καί τού χαμού, νά ξαναγίνεις τά μάτια στή φωτεινή θέα...Ώ, Νύχτα τής καρδιάς..."(Ξύπνημα)

Μοιάζει μ' εκείνη τή νύχτα τού Μεγάλου Σαββάτου. Τήν ώρα πού ο κόσμος όλος ροδίζει από ομορφιά, ξεκλειδώνεται η άλλη νύχτα, τά μυστήρια τού κόσμου καί τ' ουρανού, λαμπυρίζουν θεία αχνάρια, έμψυχα καί άψυχα βγάζουν φωνές, η λειτουργία σφιχτοδένεται στήν ψυχή καί η ύπαρξη δέχεται συγκλονισμό.

Η νύχτα είναι τά μάτια τής ψυχής πού ατενίζει τίς μορφές τών ασωμάτων, τών εξαϋλωμένων κόσμων. "Βάρυνε η Νύχτα", γράφει ο ποιητής, κι αυτό σημαίνει πώς έφτασε η ώρα τής Ελεύσεως, εκείνη η ώρα πού θ' ανοίξουν διάπλατα οι ουρανοί καί τό μυστήριο θά εισέλθει στίς μύχιες πτυχές τής υπάρξεως, αναζητώντας τήν κατάργηση τού υπαρκτού καί αναβίωσης τής άλλης αισθήσεως, τής δημιουργικής καί θείας". "Κάτι κρυφό ζυγιάζεται αυτές τίς ώρες στά εσώτατα τού ανθρώπου πού, είτε σάν Ήλιος, είτε σάν Σελήνη, έχει θρονιάσει καταμεσής τής ψυχής καί χαρίζει τή λάμψη ενός σκότους πού δέν παραλλάζει απ' τή νόηση τού Θεού". ("Η Πέτρα")

Επομένως άνθρωπέ μου:

"Τί θέλεις απ' τήν ημέρα σου ν' αποκομίσεις;

Έπεσε η Νύχτα.

Περιμαζώξου, σκέψου, τί σού μένει; Μάζωνες, μάζωνες

στό φώς σποραδικά κόκους θανάτου καί άπλωσε η νύχτα

καί σού επίδειξε όλον τόν όγκο τού καμάτου σου.

Ήρθε συμμαζωμένος καί βαρύς όλος ο θάνατος

πλούσια συγκομιδή..." ("Δευτέρα")

Κατάπαψη-αγάπη-θάνατος

Εκείνες τίς νυχτερινές ώρες κάθε κίνηση καί κάθε θόρυβος πού προέρχεται από τήν δημιουργία τού αλαζονικού μας εγώ, έχει καταπαύσει, έχει κατασυχάσει σάν σέ θέατρο πού σβήνει ξαφνικά τό φώς και η ψυχή τού ανθρώπου σέ κατάσταση παρθενικής καθαρότητας είναι έτοιμη νά δεχτή τό αγγελικό μήνυμα. Είναι η στιγμή πού έρχεται νά μεσολαβήση

"..η επιφοίτηση δυνάμεων άλλων από τίς ταπεινές μας.." ("Σχήμα περί τής πλάνης")

Τότε "τά πάντα έβαλε στή σιγή η Κυριαρχία

Εκείνη μόνη λέγει. Όλα σιγούν.

Σιγούν καί δημιουργούνται...."("Οι νέες βλαστήσεις")

"Κάτι κρυφό ζυγιάζεται αυτές τίς ώρες στά εσώτατα τού ανθρώπου" καί ο νούς του μπορεί νά φτάση στήν σύλληψη υψηλών νοημάτων, όπως ο θάνατος, η αγάπη, η πίστη. Νά προσεγγίση ακόμα καί "τή νόηση τού Θεού". Ένα βύθισμα θείο τής ψυχής συντελείται εκείνη τήν στιγμή καί όλες οι αντανακλάσεις, οι ψεύτικες καί απατηλές τών πραγμάτων σβήνονται γιά νά φανερωθή ο άλλος κόσμος τής Δημιουργίας.

"Καταργείται τότε μέσα μου" θά πή ο Παπατσώνης, "τό σύνορο αυτό πού λένε ζωής καί θανάτου, παρουσίας καί απουσίας..."

"Δέν έχουν, Θεέ μου, χώρισμα οι μέρες Σου.

Ούτε οι νύχτες Σου. Σφιχτοδεμένη ατέλειωτη αλυσίδα είναι

ο χρόνος. Ο αλύπητος, ο ανοιχτίρμονας..." ("Όπου ήν κήπος")

Τότε είναι πού στήν ιδέα τού θανάτου βρίσκει λύτρωση. Ο θάνατος τού επιτρέπει τήν είσοδο στά "ισκιόφυλλα μονοπάτια τών παραδείσων", τήν ένωσή του μέ τόν Ζωντανό Θεό. "Ακρωτήριο καλής ελπίδας" χαρακτήρισε σέ ομιλία του τόν θάνατο ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος. "Γιά μένα, θά πή ο Παπατσώνης, η τοποθέτηση ανθρώπων μπροστά στό θάνατο είναι καταργημένη πρίν από είκοσι αιώνες καί έχει αντικατασταθεί μέ τήν τοποθέτηση τού Χριστιανού μπροστά στό θάνατο, πού είναι η είσοδος στήν αιωνιότητα. Τήν ενδημία μου στή γή, όπου τά προβλεπόμενα είναι πρόσκαιρα, τήν γεμίζει μέ τόν πόθο τής εκδημίας....χέρι μέ χέρι περπατούμε στούς λειμώνες μέ τό μεγάλο θάνατο. Ο αγαπημένος θάνατος μέ περπατάει στή ζωή καί μέ στηρίζει καί μέ γαληνεύει καί μέ διδάσκει τή μεγάλη Υπομονή..."

"Δέ μπορείς ν' αντικρύσεις τό Ζώντα Θεό", θά προσθέση στό σημείο αυτό ο Κ. Τσιρόπουλος, "παρά διά μέσου μιάς προβίωσης τού θανάτου, πού συνιστά τήν τραγική προϋπόθεση τής επουράνιας χαράς. Ή δέχεσαι καί πεθαίνεις γιά νά χαρείς τή χαρά πού κανείς πιά δέ μπορεί νά σού αφαιρέσει ή δέ δέχεσαι, οπότε κυλιέσαι εδώ, στή φλούδα ετούτης τής γής, σφιγμένος από φόβο καί τρόμο. Μέ τόν θάνατο επέρχεται η γαλήνη, η ψυχή ξαποσταίνει, οι αδύναμες υπάρξεις ανακουφίζονται καί "όλοι εισέρχονται στήν πραγματική ζωή".

Γι' αυτό ο ποιητής προσεύχεται νά είναι "απέραντα" τά όρια τής ανάπαυσής του:

"Θεέ μου, τουλάχιστον τήν Εβδόμη Σου, εκείνη

τού Αναπαυμού,

χάρισε τόν αναπαυμό καί τήν ξεκούραση. Εκείνα άς είναι τουλάχιστον απέραντα...."

Αυτός είναι ο Παπατσώνης. Η πίστη είναι η μητέρα τών στίχων του, η τροφός πού τρέφει τήν ψυχή του μέ γαλήνη καί τόν οδηγεί μέ ασφάλεια μέσα από ποικίλες αντιξοότητες "εις οδόν ειρήνης". Κατέχεται από τήν χάρη αυτή απ' όπου αναβλύζει ο θαυμασμός του γιά τό έργο τού Δημιουργού καί μορφώνεται η δοξολόγησή του. "Βοά" τή δίψα του νά βλέπη αυτό τό άρρητο μυστήριο μέσα καί πίσω από τά πιό απλά, τά πιό καθημερινά φαινόμενα καί προσπαθεί νά ανιχνεύση τό ανεξιχνίαστο ή νά εντοπίση τό αθέατο στά αισθητά, τό Άκτιστο μέσα στό κτιστό. Σημαδεύει μέ παρήγορο φώς τόν ζόφο τού καιρού μας καί ανοίγει τό πολύτιμο παράθυρο στήν ενόραση τών αξιών. Περιγράφει τήν ανοδική πορεία τών αναζητήσεών μας. Μέσα στό σκιόφως τών οραματισμών του αναγνωρίζουμε τό πρόσωπό μας, συναντούμε τούς στόχους μας. Όχι όλοι, οι πολλοί. Μακάριοι οι κοπιώντες.

Πόθησε ο Παπατσώνης νά βρή τήν χαμένη ισορροπία, νά επανασυνδέση τόν άνθρωπο μέ τόν Θεό, αναζητώντας μέσα σέ έναν κόσμο ωραίο, πλήρη καί αμαρτωλό τά σημάδια τής θείας χάριτος. Η αγωνία του τόν ωθούσε στό μυστήριο τών πραγμάτων, η απόγνωσή του κατεύθυνε τά ιδεώδη μάτια τής ψυχής του καί η ανάγκη τόν ανάγκαζε νά διαχέη τήν ψυχή του μέσα στό σύμπαν. Καί παρήγαγε έργο πολύτιμο, βαθύτατα θρησκευτικό, αλλά καί αισθητικό. Λαμπρές, ζωντανές καί πρωτότυπες εικόνες τό στολίζουν, γλώσσα απλή δημοτική, πλουτισμένη μέ λεξιλόγιο ύμνων καί κανόνων τής Εκκλησίας καί στίχοι πού καταυγάζονται από ιδιαίτερη λάμψη. Είναι μιά λαλιά πλούσια, αποκαλυπτική, μέ αναφορά παρασημαντική τού αιώνιου κόσμου καί υπαινιγμούς στήν μοναδική Αλήθεια, πού τόσο σπαραχτικά αλιεύει ο Παπατσώνης.

Διαβάζοντας τά βιβλία του τόν νιώθεις δίπλα σου, άλλοτε σάν θρησκευόμενο αμαρτωλό, πού γυρεύει νά πιαστή από τήν πίστη του "στίς άγριες αντάρες τής ζωής", καί άλλοτε σάν θερμό κήρυκα τού Ευαγγελίου.–

  • Προβολές: 3582