Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Ὁσία Ἀπολλιναρία ἡ Συγκλητική, 4 Ἰανουαρίου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ἡ ὁσία Ἀπολλιναρία καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανῆ οἰκογένεια καὶ ἔζησε τὸν 5ο αἰῶνα μ. Χ. Ἦταν κόρη ἀνώτατου διοικητικοῦ ἄρχοντα τῆς Ρώμης καὶ ἦταν φημισμένη γιὰ τὴν ὡραιότητά της καὶ κυρίως γιὰ τὴν θερμὴ πίστη της στὸν Χριστό. Σὲ προσκυνηματικὸ ταξίδι της στοὺς ἁγίους Τόπους συνοδευόταν ἀπὸ ἀρκετοὺς δούλους της, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, τοὺς ὁποίους, ὅμως, μετὰ τὸ προσκύνημά της, ἐλευθέρωσε, ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε καὶ ἀρκετὰ χρήματα. Ἡ ἴδια δὲν ἐπέστρεψε στὴν Ρώμη, ἀλλὰ πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια ὅπου ἀσπάσθηκε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν φρόνηση καὶ τὴν ἀρετή της. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα πληροφορήθηκε ὅτι ἡ ἀδελφή της βασανιζόταν ἀπὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα. Τότε πῆγε στὴν Ρώμη καὶ μετὰ ἀπὸ τὶς θεοπειθεὶς προσευχές της ἡ ἀδελφή της θεραπεύθηκε. Οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι της θέλησαν νὰ τὴν κρατήσουν κοντά τους, ἀλλὰ ἐκείνη, παρὰ τὸ ὅτι τοὺς ἀγαποῦσε πολύ, ἐπέστρεψε πίσω στὸ ἡσυχαστήριό της, ὅπου καὶ «ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ».

Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία της μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσή Του καὶ προικίσθηκε μὲ τὸ χάρισμα τοῦ αὐτεξουσίου, ἤτοι τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς. Ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε κυρίους καὶ δούλους, ἄρχοντες καὶ ἀρχομένους, πλούσιους καὶ πτωχούς, ἀνώτερους καὶ κατώτερους ἀνθρώπους, ἀλλὰ οἱ διακρίσεις αὐτὲς εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κακῆς χρήσεως τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς παρακοῆς τοῦ στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Οἱ πρωτόπλαστοι στὸν Παράδεισο εἶχαν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ μεταξύ τους ὑπῆρχε γνήσια ἀγάπη καὶ γι’ αὐτὸ χαίρονταν ἀληθινὰ τὴν ζωή τους. Οἱ σχέσεις τους μὲ τὸν Δημιουργό τους καὶ μεταξύ τους, καθὼς καὶ μὲ τὴν κτίση, διασαλεύθηκαν μετὰ τὴν πτώση τους στὴν ἁμαρτία. Τότε ἀπώλεσαν τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, «ἐψύγη» ἡ μεταξύ τους ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ ἡ κτίση ἐπαναστάτησε ἐναντίον τους.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωπικό του ἀγῶνα, ἀναγεννᾶται πνευματικά, ἢ ἔστω βρίσκεται στὴν προοπτικὴ τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθῇ αὐτὲς τὶς ἀνισότητες καὶ τὶς διακρίσεις καὶ γι’ αὐτό, ὅσο βεβαίως ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἴδιο, τὶς καταργεῖ.

Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, ὅπως τὸ βλέπουμε στὶς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων», κατήργησαν τὴν οἰκονομικὴ ἀνισότητα ποῦ ὑπῆρχε μεταξύ τους, ἀφοῦ ὅσοι εἶχαν χρήματα τὰ ἔδιναν στοὺς Ἀποστόλους γιὰ νὰ τὰ μοιράσουν σὲ αὐτοὺς ποῦ εἶχαν ἀνάγκη, οὕτως ὥστε κανεὶς νὰ μὴ στερῆται ὁτιδήποτε. Ἀλλὰ καὶ ὅσοι εἶχαν κτήματα τὰ πωλοῦσαν καὶ πρόσφεραν καὶ αὐτοὶ τὸ ἀντίτιμό τους καὶ ἔτσι ὅλοι ἀπολάμβαναν ἐξ ἴσου τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὅλα ἦσαν κοινὰ σὲ ὅλους. «Πάντες δὲ οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά, καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε» (Πράξ. β', 44-45).

Ἡ ἰσότητα καὶ ἡ κοινοκτημοσύνη ποῦ ὑπῆρχαν μεταξὺ τῶν πρώτων Χριστιανῶν διασώζονται καὶ σήμερα στὰ κοινόβια Μοναστήρια. Ἐκεῖ ὅλα εἶναι κοινὰ καὶ δὲν παρουσιάζεται τὸ φαινόμενο ἄλλος νὰ ἔχη πολλὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ ἄλλος νὰ στερῆται ἀκόμα καὶ τὰ ἀναγκαῖα, ὅπως συμβαίνει συνήθως στὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες, ὅπου ὑπάρχουν οἱ πολὺ πλούσιοι καὶ οἱ πολὺ πτωχοί, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποῦ στεροῦνται καὶ τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ἐπιβίωσή τους. Ἡ συσσώρευση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ ἡ ἐκμετάλλευσή τους γιὰ ἰδιοτελεῖς σκοποὺς φανερώνει πνευματικὴ γυμνότητα, ἀνασφάλεια καὶ ἔλλειψη νοήματος ζωῆς. Ὅπου ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποῦ παίρνουν στὰ σοβαρὰ τὸ θέμα τῆς σωτηρίας τους καὶ ἀγωνίζονται νὰ γνωρίσουν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἔχουν κοινωνία μαζί Του, ἐκεῖ οἱ ἀνισότητες καὶ οἱ διακρίσεις ἀμβλύνονται καὶ σὺν τὼ χρόνῳ παύουν νὰ ὑπάρχουν. Καὶ αὐτὸ γίνεται ἐπειδὴ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωπικό τους ἀγῶνα ἐλευθερώνονται ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια καὶ ἀποκτοῦν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία καὶ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ ἔχουν δούλους, ἀλλὰ μόνον φίλους.

Δυστυχῶς, ὅμως, τὸ δουλεμπόριο ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχη καὶ σήμερα μὲ διάφορες μορφές. Καὶ τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι πωλοῦνται καὶ ἀγοράζονται συνειδήσεις. Εὐτυχῶς, ὅμως, ποῦ καὶ σήμερα ὑπάρχουν ἐκεῖνοι, ἔστω καὶ λίγοι, ποῦ οὔτε πωλοῦνται οὔτε ἀγοράζονται καὶ προτιμοῦν νὰ ἀδικηθοῦν παρὰ νὰ ἀδικήσουν. Εἶναι παρήγορο τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ πράγματι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἀποτελοῦν ὄαση στὴν ἔρημο τῆς σύγχρονης φίλαυτης καὶ ἄφιλης κοινωνίας.

Δεύτερον. Ἡ κατάσταση τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων μέσα στὴν ὕπαρξη τῶν ὁποίων εἰσέρχονται τὰ δαιμόνια εἶναι τραγική, ἐπειδὴ ταλαιπωροῦνται καὶ οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ καὶ οἱ οἰκεῖοι τους. Ἡ εἴσοδος τῶν δαιμόνων μέσα στὸν ἄνθρωπο ὀφείλεται σὲ διάφορες αἰτίες. Ἕνα, ὅμως, εἶναι σίγουρο τὸ ὅτι ὁ διάβολος δὲν ἔχει καμμιὰ ἐξουσία ἐπάνω στὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, λογικὰ καὶ ἄλογα, ἐκτὸς καὶ ἐὰν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, κάνοντας κακὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας του, τοῦ δώση τὸ δικαίωμα. Ἀκόμη καὶ ὅταν εἰσῆλθε στοὺς χοίρους, στὴν πόλη τῶν Γεργεσηνῶν, τὸ ἔπραξε ἐπειδὴ τοῦ τὸ ἐπέτρεψε ὁ Χριστός.

Ἡ ἐκδίωξη τῶν δαιμόνων γίνεται μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία, ὅπως τὸ εἶπε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὅτι «τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστεία» (Μάτθ. ἰζ', 22). Καὶ ὅπου ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποῦ ἔχουν κάνει βίωμά τους τὴν προσευχὴ καὶ τὴν νηστεία, τότε τὸ γένος τῶν δαιμόνων ἐκπορεύεται καὶ οἱ δαιμονιζόμενοι ἐλευθερώνονται.

Ἡ προσευχὴ καταγλυκαίνει τὴν καρδιὰ περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ μέλι καὶ ἡ νηστεία ἰσχυροποιεῖ τὴν θέληση, καὶ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος εὐφραίνεται, ἀλλὰ καὶ γίνεται δυνατός, ὅπως τὸ λιοντάρι, τὸ ὁποῖο δὲν φοβᾶται τίποτα καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ἐλεύθερο. Ἄλλωστε, σύμφωνα καὶ μὲ τὸ αἴνιγμα τοῦ Κριτοῦ Σαμψὼν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τί εἶναι γλυκύτερο τοῦ μέλιτος τῆς προσευχῆς καὶ τί ἰσχυρότερο τοῦ λέοντος, ἤτοι τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ;

Μὲ ἄλλα λόγια, διὰ τῆς κατὰ Χριστὸν πολιτείας ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ ἐσωτερικὴ πληρότητα καὶ πνευματικὴ ἀνδρεῖα καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι σὲ θέση νὰ ἀντιμετωπίζη νικηφόρα τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς θλίψεις τῆς παρούσης ζωῆς, τὸν φόβο τοῦ θανάτου καὶ τὰ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου καὶ ἔτσι νὰ χαίρεται ἀληθινὰ τὴν ζωή του.–

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 3247