Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Φόβος μὲ δύναμη ἡφαιστείου
Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Ὁρισμένους ὁσίους τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὸν Μέγα Ἀντώνιο, ἡ ὑμνολογία μᾶς τοὺς χαρακτηρίζει «συμμετόχους» στὸν τρόπο ζωῆς καὶ στὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τοῦ ὁσίου Παύλου τοῦ Θηβαίου, τοῦ πρώτου «πολιστὴ» τῆς ἐρήμου, τοῦ θεμελιωτῆ τῆς «πόλεως» τῶν ἐρημιτῶν. Οἱ ὕμνοι αὐτοὶ τῆς Ἐκκλησίας μας γράφηκαν κυρίως ἀπὸ μοναχοὺς καὶ προορίζονταν νὰ ψάλλονται ἀπὸ μοναχούς, στοὺς ὁποίους ἤθελαν νὰ ἐμπνεύσουν τὸν ὑψηλὸ τρόπο ζωῆς τῆς «μακρύνσεως» ἀπὸ τὸν χαμερπῆ κοσμικὸ βίο, μὲ τὴν ἐν ταπεινώσει καὶ προσευχὴ βύθιση στὴν ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερική-καρδιακὴ ἡσυχία. Αὐτοὶ οἱ ὕμνοι ὅμως πέρασαν, ὄχι χωρὶς λόγο, καὶ στὶς ἀκολουθίες ποῦ τελοῦνται στοὺς ἐνοριακοὺς Ναούς. Ψάλλονται δηλαδὴ τώρα πλέον ἀπὸ ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐμεῖς, λοιπόν, ποῦ ζοῦμε μέσα στὴν πολυθόρυβη κοσμικὴ πραγματικότητα, τὴν γεμάτη ἔνταση, τὴν γεμάτη ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους κινδύνους, πῶς μποροῦμε νὰ ἀκούσουμε ἔγκαρπα αὐτοὺς τοὺς ὕμνους; Πῶς, δηλαδή, μποροῦμε, ἀκούοντας αὐτοὺς τοὺς ὕμνους καὶ ἀναχωνεύοντας τὰ λόγια καὶ τὰ νοήματά τους στὸ νοῦ μας, νὰ ἀπολαύσουμε πνευματικοὺς καρπούς; Πῶς, εἰδικώτερα, μποροῦμε, περιφερόμενοι στοὺς πολύβοους δρόμους, νὰ γίνουμε, μιμούμενοι τοὺς τιμωμένους ἁγίους, κατὰ κάποιον τρόπο «Παύλου συμμέτοχ[οι] τοῦ Θηβαίου»; Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ τίθεται ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀφήνει τίποτε τὸ περιττὸ μέσα στὸ τυπικὸ τῆς προσευχῆς της, τίποτε ποῦ νὰ μὴν ἔχη τὴν δυνατότητα νὰ φέρη πνευματικὸ καρπό.
Θεωροῦμε, λοιπόν, ὅτι ἀπάντηση σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα μποροῦμε νὰ δώσουμε, ἂν ἐπισημάνουμε τοὺς κινδύνους –ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους– ποῦ ἐνυπάρχουν μέσα στὴν σύγχρονη πραγματικότητα, φωτίζοντάς τους μὲ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ ὁσίου Παύλου τοῦ Θηβαίου ἄν, πιὸ συγκεκριμένα, νοημαδοτήσουμε μὲ τὸν ὁσιακὸ βίο τοὺς φόβους ποῦ προκαλοῦν στὴν ψυχή μας οἱ κίνδυνοι αὐτοί. Ὁ φόβος, ἀνάλογα μὲ τὴν ποιότητά του, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς, μπορεῖ νὰ καταστρέψη, ἀλλὰ μπορεῖ καὶ νὰ προστατεύση τὴν διπλῆ, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, ζωή μας, (τὴν ζωὴ τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ζωὴ τοῦ σώματος) καὶ νὰ δώση προώθηση σὲ πορεῖες δημιουργικές.
Στοὺς ἁγίους Πατέρες συναντοῦμε τὴν ἀκόλουθη διαίρεση τῶν πραγμάτων: «ἐμεῖς», τὰ «δικά μας» καὶ τὰ «γύρω μας». Τὸ «ἐμεῖς» ἐκφράζει τὴν ψυχή μας, τὸν νοῦ μας, τὸν βαθύτερο ἑαυτό μας, τὸν «κρυπτὸ τῆς καρδίας ἄνθρωπο». Ὡς «δικά μας» χαρακτηρίζονται τὰ σώματά μας, τὰ ὁποῖα εἶναι «σύμφυτα» μὲ τὴν ψυχή μας καὶ συνδέονται μαζὶ τῆς μὲ «φυσικώτατο δεσμό», ὅπως ψάλλουμε σὲ τροπάριο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ κατὰ τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία. Τὰ «γύρω μας» εἶναι ὅλα τὰ ὑλικὰ πράγματα ποῦ μᾶς περιβάλλουν. Στὰ γύρω μας μποροῦμε νὰ ἐντάξουμε καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, κάθε πλάσμα ποῦ ἔχει ζωὴ (λογικὸ ἢ ἄλογο), ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς δαίμονες. Ὁ Μόνος ποῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἐνταχθῇ σὲ καμμιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς κατηγορίες εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός, γιατί Αὐτὸς μὲ τὴν δημιουργικὴ καὶ κυβερνητικὴ ἐνέργειά Του συνέχει τὰ πάντα, ὑπάρχει παντοῦ καὶ δὲν Τὸν περιορίζουν καμμιᾶς μορφῆς διαιρέσεις.
Ἄν, λοιπόν, δοῦμε τοὺς κινδύνους ποῦ μᾶς ἀπειλοῦν μὲ βάση τὴν παραπάνω διαίρεση τῶν πραγμάτων, τότε μποροῦμε νὰ μιλήσουμε γιὰ κινδύνους ποῦ προέρχονται ἀπὸ τὰ «γύρω μας», ἀπὸ τὰ «δικά μας» καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. Ὑπάρχουν κίνδυνοι ποῦ προέρχονται ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο καὶ ἀπὸ τὸ φυσικὸ περιβάλλον μας, κίνδυνοι ποῦ προέρχονται ἀπὸ τίς –φίλαυτες– παράλογες ἀπαιτήσεις τοῦ σώματός μας καὶ κίνδυνοι ποῦ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ἀπὸ τὶς πλανεμένες ἀντιλήψεις μας γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο, ἀπὸ τὴν ἀπιστία ἢ ὀλιγοπιστία μας, ἀπὸ τὴν ἐμπάθειά μας καὶ τὶς λανθασμένες κρίσιμες ἐπιλογὲς γιὰ τὴν ζωή μας.
Κάποιοι κίνδυνοι ποῦ προέρχονται ἀπὸ τὰ «γύρω μας» ἐνεργοποιοῦν ἀπειλὲς ποῦ σχετίζονται μὲ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή μας. Στὸν δικό μας ἑλλαδικὸ χῶρο, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς κινδύνους τῶν «ἐθνικῶν δανειστῶν» καὶ τοὺς κινδύνους ἀπὸ ἐπίδοξους σφετεριστὲς τοῦ ἐθνικοῦ ὑπεδάφους, ὑπάρχουν σοβαροὶ κίνδυνοι –ποῦ ἀπειλοῦν ψυχὴ καὶ σῶμα– προερχόμενοι ἀπὸ τὴν πνευματικὴ χρεωκοπία μας, λόγῳ τῆς προσωπικῆς μας ἀδιαφορίας, ἀλλὰ καὶ τῆς κακοδιαχείρισης τοῦ πνευματικοῦ μας πλούτου ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία τῶν ἐντεταλμένων διαχειριστῶν του, κυρίως πολιτικῶν (ποῦ καθορίζουν τὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση), ἀλλὰ καὶ «πνευματικῶν ἀνθρώπων», διαφόρων κλάδων καὶ εἰδικοτήτων, χωρὶς νὰ ἐξαιροῦνται ὁρισμένοι καὶ ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ κακοδιαχείριση δημιουργεῖ πολῖτες ὑποκείμενους σὲ κατώτερα πάθη, χωρὶς πνευματικὲς δυνάμεις, χωρὶς θέληση γιὰ ἀνώτερο βίο, καὶ κυρίως χωρὶς ὀρθὴ πίστη καὶ θεολογικὴ προοπτικὴ στὴν ζωή τους.
Ἅς φωτίσουμε, λοιπόν, αὐτοὺς τοὺς κινδύνους μὲ στοιχεῖα ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ὁσίου Παύλου τοῦ Θηβαίου.
Ὁ ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Δεκίου (249-251 μ.Χ.) καὶ τοῦ Βαλεριανοῦ (254-259 μ.Χ.). Σύμφωνα μὲ τὸν βίο του καταγόταν ἀπὸ πλούσια οἰκογένεια τῆς κάτω Θηβαΐδας τῆς Αἰγύπτου καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔχασε τοὺς γονεῖς του. Ὅταν ὁ Δέκιος ἐξαπέλυσε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ Ὅσιος στὴν ἡλικία τῶν δεκαπέντε ἐτῶν πληροφορήθηκε ὅτι ὁ γαμπρός του, ὁ ἄνδρας τῆς ἀδελφῆς του, εἶχε πρόθεση νὰ τὸν καταδώση στὶς Ἀρχὲς ὡς Χριστιανό, προκειμένου νὰ οἰκειοποιηθῇ τὴν περιουσία ποῦ κληρονομοῦσε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του. Ἡ πληροφορία αὐτὴ γέμισε τὸν νεαρὸ Παῦλο μὲ φόβο. Καὶ αὐτὸς ὁ φόβος τὸν ὁδήγησε στὴν ἀπόφαση νὰ ἐγκαταλείψη τὴν πόλη καὶ νὰ χαθῇ μέσα στὴν ἀφιλόξενη ἔρημο, τὴν γεμάτη κινδύνους ἀπὸ θηρία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἱκανοποιητικῆς τροφῆς.
Ὁ φόβος τοῦ θανάτου τὸν ἔκανε νὰ ξεχάση ὅλους τοὺς ἄλλους φυσικοὺς κινδύνους. Βγῆκε στὴν ἔρημο ἔχοντας σύντροφό του μόνο τὴν προσευχή, ἡ ὁποία στὴν ἀρχὴ γεννιόταν ἀπὸ τὸν φόβο, σταδιακὰ ὅμως τὸν γέμισε μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐξαφάνισε ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ κάθε γήινο φόβο, ἀπὸ ἔξω προερχόμενο, καὶ κράτησε μόνον τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὸν φόβο τῆς ἀπώλειας τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποῦ εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸν ἀββᾶ Δωρόθεο, ὁ φόβος τῶν τελείων. Ἔτσι, ἀφοῦ πέρασε ὁ διωγμὸς τοῦ Δεκίου ὁ Ὅσιος δὲν ἤθελε νὰ ἐγκαταλείψη τὴν Ἔρημο. Ἡ Ἔρημος εἶχε γίνει γι’ αὐτὸν Παράδεισος. Τὰ ἄγρια ζῶα ἦταν κοντά του ἥμερα καὶ τὸν διακονοῦσαν.Ένας κόρακας τοῦ ἔφερνε τὴν καθημερινή του τροφὴ καὶ αὐτὸς ζοῦσε ἐν σώματι ὡς ἄγγελος, ἔχοντας τὸν νοῦ του διαρκῶς στὸν Θεό.
Κρίσιμο σημεῖο στὸ βίο του εἶναι ἡ ὕπαρξη τριῶν φόβων. Πρῶτος εἶναι ὁ φόβος τῆς ἀπειλῆς τοῦ θανάτου, στὸν ὁποῖο τὸν ὁδηγοῦσαν οἱ οἰκονομικὲς ἀπαιτήσεις τοῦ γαμπροῦ του. Αὐτὸς ὁ φόβος νίκησε τὸν δεύτερο φόβο, τὸν προερχόμενο ἀπὸ τὸ φυσικὸ περιβάλλον, τὸν φόβο ποῦ προκαλεῖ σὲ κάθε ἄνθρωπο, ἰδίως νεαρό, ἡ ἀκατοίκητη ἔρημος. Κάτω ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς φόβους ὑπῆρχε ἕνας τρίτος, μὲ δύναμη ἐνεργοῦ ἡφαιστείου, ποῦ γέννησε τὴν προσευχή, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν μετέπειτα ἐξέλιξη τοῦ «πρώτου πολιστὴ τῆς ἐρήμου». Αὐτὸς εἶναι ὁ φόβος τῆς ἄρνησης τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἄρνησης, δηλαδή, τῆς ἀληθινῆς Ζωῆς. Ὁ ὅσιος Παῦλος, ὡς δεκαπενταετὴς νεαρὸς Χριστιανός, φοβήθηκε τὴν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ ἐνδεχόμενο μέσα στὸν πόνο τῶν βασανιστηρίων νὰ καμφθῇ καὶ νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστό. Ἀλλιῶς δὲν θὰ τὸν ἔδιωχνε στὴν ἔρημο ἡ ἀπειλὴ τοῦ γαμπροῦ του. Ἡ σύνεση τὸν ὁδήγησε στὴν φυγή. Καὶ αὐτὴ ἡ σύνεση μαζὶ μὲ τὴν φωτιὰ τῆς πίστεως γέννησε μέσα του τὴν ἔγκαρπη προσευχή, ποῦ ἔκανε τὴν ἔρημο Παράδεισο.
Ἅς γυρίσουμε ὅμως σὲ ἐμᾶς, σήμερα. Ἡ κακοδιαχείριση τοῦ πνευματικοῦ πλούτου τῆς πίστης μας μᾶς στερεῖ τὴν πνευματικὴ δύναμη, ποῦ ἐνεργοποιεῖ μέσα μας ὁ φόβος τῆς ἄρνησης τοῦ Χριστοῦ. Οἱ πολλοὶ δὲν φοβόμαστε τὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Χριστό –τὴν ἄρνησή Του στὴν θεωρία ἢ στὴν πράξη. Ἡ ἀπουσία αὐτοῦ τοῦ φόβου, μέσα στὸ ἐκσυγχρονιστικὸ πνεῦμα τῆς πολιτείας καὶ μέσα στὶς συναφειακὲς καὶ μεταπατερικὲς θεολογικὲς πολυλογίες, μᾶς καθιστᾶ δούλους τῶν ἄλλων φόβων (οἰκονομικῶν, ἐθνικῶν, φυσικῶν), ποῦ «κόλασιν ἔχουν» καὶ κυρίως δὲν μᾶς δίνουν τὴν ἔμπνευση καὶ τὴν δύναμη τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία μπορεῖ καὶ τὴν παντέρημο τοῦ σύγχρονου ἄγριου κόσμου νὰ τὴν κάνη Παράδεισο.
Ἐν κατακλεῖδι. Ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ ὑγιοῦς φόβου τῆς ἄρνησης τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ καὶ τώρα, μέσα στὸν πολυθόρυβο σύγχρονο κόσμο, νὰ μᾶς κάνη σὲ κάποιο μικρὸ βαθμὸ «συμμετόχους Παύλου τοῦ Θηβαίου».–
- Προβολές: 2868