Skip to main content

Πρόλογος γιὰ τὴν γ' ἔκδοση στὰ Ρουμανικὰ τοῦ βιβλίου «Μιὰ βραδυὰ στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ «εὐχὴ» τοῦ Ἰησοῦ, δηλαδὴ ἡ προσευχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», μὲ ἀπασχολοῦσε ἀπὸ τὰ πολὺ μικρά μου χρόνια. Ἤδη ἡ μητέρα μου, ὅταν ἤμουν τεσσάρων-πέντε χρονῶν, μὲ πῆγε στὸ Νοσοκομεῖο τῆς γενετείρας μου, γιὰ νὰ μὲ εὐλογήση ἕνας ἀσκητὴς ποῦ νοσηλευόταν ἐκεῖ ἄρρωστος. Ἐκεῖνος μὲ εὐλόγησε καὶ μοῦ εἶπε νὰ λέγω τὴν «εὐχὴ» καὶ ὄχι μιὰ φορά, γιατί δὲν χορταίνει κανεὶς μὲ μιὰ μπουκιά. Συγκινοῦμαι, ὅταν θυμᾶμαι ὅτι ἕνας ἀσκητὴς μὲ εὐλόγησε στὴν μικρὴ αὐτὴν ἡλικία καὶ μὲ συμβούλευσε νὰ προσεύχομαι μὲ τὴν «εὐχὴ» τοῦ Ἰησοῦ. Εἶναι μιὰ γλυκειὰ ἀνάμνηση ἀπὸ τὴν πρώϊμη ἡλικία μου καὶ εὐγνωμονῶ τὴν μητέρα μου, ποῦ μὲ ἔβαλε σὲ αὐτὸν τὸν δρόμο.

Ἔπειτα, ἄρχισα νὰ ἐνδιαφέρομαι ζωηρὰ γιὰ τὴν πνευματικὴ αὐτὴν ἐργασία, ὅταν, ὡς φοιτητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, διάβαζα τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιὰ τὸν ἱερὸ ἡσυχασμό, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ ὅλη τὴν θεολογία τῆς καὶ ὅταν, στὴν συνέχεια, ἐπισκεπτόμενος τὸ Ἅγιον Ὅρος, τὴν δεκαετία τοῦ '60, ἄκουγα τοὺς μοναχοὺς νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν «εὐχή».

Ὡς Κληρικός, τὴν δεκαετία τοῦ '70, μελετοῦσα πολλὰ κείμενα παλαιῶν καὶ νεωτέρων Πατέρων γιὰ τὴν ἱερὴ αὐτὴν ἐργασία καὶ ἡ μελέτη αὐτὴ αὔξανε τὴν ἀγάπη μου γιὰ τὴν «εὐχή». Περιερχόμουν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὶς Σκῆτες καὶ τὰ Καλύβια τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Ὅρους γιὰ νὰ ἀκούσω τὴν διδασκαλία τῶν ζώντων Πατέρων γιὰ τὴν «εὐχή». Ἡ ἀτμόσφαιρα τῶν κελλιῶν, τὸ περιβάλλον τῆς ἐρήμου, οἱ πολύωρες πεζοπορίες, οἱ ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες καὶ ὁ κατανυκτικὸς λόγος τῶν Πατέρων σιγά-σιγά μὲ ὁδηγοῦσαν στὸ μυστικὸ βάθος τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ἄκουγα τὸν κτύπο τῆς καρδιᾶς του, ποῦ εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ στὸν Θεό. Δοξάζω τὸν Θεὸ ποῦ μοῦ ἔβαλε αὐτὸν τὸν πόθο νὰ ἀναζητῶ «ζωντανοὺς ὀργανισμοὺς» καὶ ὄχι νὰ παρατηρῶ τὶς βιβλιοθῆκες, τὰ κειμήλια καὶ τὰ μουσεῖα τῶν Ἱερῶν Μονῶν.

Ἔτσι, συζήτησα γιὰ τὸ θέμα τῆς προσευχῆς, μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα κατάνυξης, μὲ τοὺς ὁσίους Γέροντες π. Ἐφραὶμ Κατουνακιώτη, π. Παΐσιο Ἁγιορείτη, π. Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτη, π. Θεόκλητο Διονυσιάτη, μὲ πολλοὺς μοναχοὺς τῆς Νέας Σκήτης, τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ τῶν Κατουνακίων, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς Κοινοβιάτες μοναχούς, ἀθλητὲς τῆς νοερᾶς-καρδιακῆς προσευχῆς. Ὑπῆρχαν περιπτώσεις ποῦ παρέμενα ὁλόκληρες ἑβδομάδες στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ὅποιον μοναχὸ εὕρισκα τὸν ρωτοῦσα μόνον γιὰ τὴν «εὐχή», καὶ ἐκεῖνοι γέμιζαν τὴν καρδιά μου μὲ ἁγιοπνευματικὲς ἐμπειρίες.

Ὅλα αὐτὰ μαζὶ μὲ τὴν γνωριμία μου καὶ τὴν ἐπικοινωνία μου μὲ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο καὶ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὸ Essex Ἀγγλίας, ὅπου εἶδα στὴν πράξη τὴν «εὐχή», ὡς ἀκολουθία καὶ τρόπο ζωῆς, συνδυασμένο μὲ τὴν θεολογία, τὴν μετάνοια καὶ τὴν θεία Κοινωνία, μοῦ ἄναψαν τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν «εὐχή», ποῦ εἶναι ἡ βάση τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ σὲ κάθε δέηση τοῦ Ἱερέως ὁ λαὸς ἀπαντᾶ μὲ τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἄλλωστε, στὰ Εὐαγγέλια βλέπουμε ὅτι αὐτὴν τὴν ἱκεσία ἀπηύθυναν στὸν Χριστὸ οἱ τυφλοί, οἱ λεπροί, ἡ Χαναναία γυναῖκα κλπ. Ἔτσι, ὅποιος αἰσθάνεται τὴν πνευματική του ἀσθένεια ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔλεος.

Δίδασκα τὰ πρῶτα πνευματικά μου παιδιὰ νὰ ἐξασκοῦνται στὴν «εὐχή», ὅταν ἔγινα Πνευματικὸς Πατέρας (1973). Μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ μοῦ ζήτησαν νὰ γράψω ἕνα κείμενο μὲ ἁπλὸ τρόπο, ὡς βοηθητικό, καὶ ἔτσι καταγράφηκε αὐτὴ ἡ συνομιλία. Ὁ Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, π. Γεώργιος, ποῦ μὲ δεχόταν πάντοτε μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ καλωσύνη, μὲ προέτρεψε νὰ τὸ δημοσιεύσω. Μάλιστα δέ, προλόγισε τὸ βιβλίο. Ἔτσι, δημοσίευσα τὸ βιβλίο, χωρὶς νὰ βάλω τὸ ὄνομά μου, γιατί αἰσθανόμουν τὴν δυσκολία τοῦ ἔργου αὐτοῦ. Ἔκτοτε, τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶχε ἐπανειλημμένες ἐκδόσεις στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα (εἴκοσι μία ἐκδόσεις) καὶ μεταφράσθηκε περίπου σὲ εἴκοσι γλῶσσες. Τὸ βιβλίο κυκλοφοροῦσε, διαβαζόταν ἀπὸ πολλοὺς ποῦ ὠφελοῦνταν καὶ ὁ Θεὸς εὐλογοῦσε ποικιλοτρόπως.

Χαίρομαι γιατί προλογίζω τὸ βιβλίο αὐτὸ στὴν γ' ἔκδοση στὴν ρουμανικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Predania, γιατί αἰσθάνομαι πολὺ μεγάλη ἀγάπη στὸν μεγάλο ἡσυχαστὴ ὅσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι, τὸν Γέροντα τοῦ Νεὰμτς τῆς Μολδαβίας, ὁ ὁποῖος φλεγόταν ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, τὴν ἔζησε, τὴν δίδαξε καὶ τὴν μετέδωσε στὶς χιλιάδες τῶν μαθητῶν του. Ταπεινὰ ζητῶ τὶς προσευχές του. Δοξάζω τὸν Θεὸ ποῦ μὲ ἀξίωσε νὰ ἐπισκεφθῶ, ὡς ταπεινὸς προσκυνητῆς, τὰ Μοναστήρια ὅπου ἔζησε καὶ δίδαξε.

Ἡ «εὐχὴ» τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν γίνεται μὲ τὰ χείλη καὶ τὸν νοῦ, φυγαδεύει τοὺς κακοὺς λογισμοὺς καὶ εἰρηνεύει τὸν νοῦ, ὅταν δὲ κατεβῇ στὴν καρδιὰ καὶ αὐτοενεργῆται ἐκεῖ, τότε ἀναγεννᾶ τὸν ἄνθρωπο, πυρπολεῖ τὸν ἐσωτερικό του κόσμο, τὸν καθιστᾶ θεολόγο, ἀφοῦ τότε ἡ θεολογία γίνεται «διήγημα», ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος διδάσκει-διηγεῖται αὐτὰ ποῦ ἄκουσε, εἶδε, ἔμαθε, βίωσε. Τότε γνωρίζει ἀπλανῶς ὅτι ἄλλο εἶναι ὁ νοὺς καὶ ἄλλο ἡ λογικὴ καὶ μένει κατάπληκτος ἀπὸ τὴν πλάτυνση τῆς καρδίας (Β' Κόρ. στ', 11), τὸ βάθος της καὶ τὸν ἔντονο μυστικὸ κόσμο της.

Βεβαίως, ἡ «εὐχὴ» γιὰ νὰ ὠφελῇ τὸν ἄνθρωπο, πρέπει ἀπαραίτητα νὰ συνδέεται μὲ τὴν θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (δόγμα) καὶ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ (Μυστήρια-ἄσκηση), ἰδιαιτέρως μὲ τὴν θεία Κοινωνία, ἀφοῦ ἡ «εὐχὴ» ἀνάπτει τὸν πόθο γιὰ τὴν θεία Κοινωνία καὶ ἡ μετάληψη τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ αὐξάνει τὴν δίψα γιὰ τὴν προσευχή. Ὅποιος ἀπὸ τοὺς ἀναγνῶστες ὠφεληθῇ ἀπὸ τὸ βιβλίο αὐτό, παρακαλῶ νὰ προσευχηθῇ στὸν Θεὸ νὰ μὴν ἀπογοητεύσω τόσους ἐρημῖτες-ἀσκητὲς ποῦ μὲ ἀγάπησαν καὶ μοῦ ἀποκάλυψαν τοὺς θησαυροὺς τῆς καρδιᾶς τους.

Ἔγραφα στὴν Ναύπακτο

στὶς 24η Σεπτεμβρίου 2010,

ἑορτὴ τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ

τοῦ Ἀθωνίτου

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

  • Προβολές: 2591