Skip to main content

Ὁ θρησκευτικὸς Διονύσιος Σολωμός

Κώστα Παπαδημητρίου

Ὁ Διονύσιος Σολωμὸς ἦταν σωστὸς Ἕλληνας καὶ ἀληθινὸς Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Δύο ἀγάπες σ' ὅλη του τὴν ζωὴ κατέκλυζαν τὴν καρδιά του: Ἡ Ἑλλάδα καὶ ἡ Χριστιανικὴ Ὀρθόδοξη θρησκεία. Τούτη ἡ μελέτη ἀναφέρεται στὴν δεύτερη.  Στὴν ψυχοσύνθεσή του, ἀπὸ τὰ γεννοφάσκια τοῦ σχεδόν, φύτρωσε ἡ θρησκευτικότητά του. Τὰ θρησκευτικά του βιώματα ἐξάλλου ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἦταν ἔντονα. Ἔζησε τὸ πνεῦμα τῆς θρησκευτικότητας τῶν ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων κοντὰ στοὺς γονεῖς του. Ὁ πατέρας τοῦ Νικόλαος τὸν ἀγαποῦσε πολύ, ὅπως καὶ τὸν ἀδελφὸ τοῦ Δημήτριο καὶ τακτικὰ ἔλεγε γι' αὐτὰ τὰ παιδιά του: "Ἀναθράφηκαν στὶς ἀγκάλες μου καὶ σφόδρα τ' ἀγαπῶ, ὦσπερ νὰ ἦταν λεγκτίτιμα κατὰ τοὺς νόμους τῆς Ἐκκλησίας" (Σολωμοῦ Ἅπαντα, Προλεγόμενα Μαρίνου Σιγούρου, σελ. 15)

Ο θρησκευτικος Διονυσιος Σολωμος (Α')

Ἀλλὰ καὶ ἡ συμμετοχὴ τοῦ μικροῦ Διονύσιου στὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἄφησαν ἀνεξίτηλα στοιχεῖα της καὶ σημάδεψαν τὸν κατοπινὸ χαρακτῆρα του. Στὴν προσωπικότητά του συνέβαλαν βέβαια καὶ οἱ θρησκευόμενοι δάσκαλοί του, Ἀντώνιος Μαρτελάος καὶ ὁ Ἰταλὸς ἀββᾶς Santo Rossi. "Σπούδαζε τὴν Ἁγία Γραφὴ καί, ὅπως βεβαιώνει ἕνας ἀπὸ τοὺς ὕστερα δασκάλους του, ἀπάγγελνε παθητικὰ τοὺς Ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ, τοὺς Θρήνους τοῦ Ἰερεμία καὶ τὸ μεγάλο ποίημα τοῦ Ἰὼβ" (Κ. Παλαμᾶ-Γ. Ψυχάρη: "Γύρω στὸ Σολωμὸ" σελ. 13). Αὐτοὶ ὅλοι ἐνστάλαξαν τὴν εὐσέβεια στὴν ψυχὴ τοῦ μικροῦ Σολωμοῦ καὶ ἔτσι ἡ προσωπικότητά του βρέθηκε ἐμποτισμένη ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο.

Γαλουχημένος ἀπὸ μιὰ τέτοια θρησκευτικὴ παιδεία, ἀγάπησε ἀργότερα καὶ μελετοῦσε τὰ βιβλία τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ Ι. Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἔτσι ποῦ ἀργότερα ἡ θύραθεν παιδεία δὲν βρῆκε ἀνοιχτὴ πόρτα νὰ τοῦ ἀλώση τὴν συνείδηση.

Ὕστερα ἀπὸ μιὰ τέτοια παιδεία καὶ ζωὴ προέκυψε ὁ ἀληθινὸς Χριστιανὸς ποιητής, ὁ λειτουργός, ποῦ μέσα του ἔνιωθε τὸν Θεό. Αὐτὸ τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα κράτησε σ' ὅλη του τὴν ζωή. Ἔχοντας "πάντα ἀνοιχτὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τοῦ ("Πόρφυρας") καὶ γνωρίζοντας πῶς ὁ ἄνθρωπος "εἶναι λιγόζωος σ' αὐτὴν ἐδῶ τὴ χτίση, τὴν κατοικιά", ποῦ ἔπλασε ὁ Πλάστης ("Εἰς Μοναχήν"), ἀγωνίζεται νὰ βρίσκεται διαρκῶς σὲ πνευματικὴ κίνηση καὶ ὑπαρξιακὴ ἀνησυχία ποῦ σχετίζεται μὲ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ.

Στὸ ποίημά του "Ἡ θρησκεία" θὰ πή:

"Ποιά εἶναι αὐτὴ ποῦ αἰσθάνομαι νὰ μοῦ ἐγγίζει

τὴν καρδιὰ καὶ νὰ μοῦ ἀναγαλλιάζει ὅλες τὶς αἰσθήσεις,

Εἶν' ἡ Θρησκεία, ποῦ μέσ' τὸν Ὠκεανό

τῆς ζωῆς, ἔρχεται τὴ θνητὴ καρδιὰ ν' ἀνυψώσει"

(Κ. Καιροφύλα, Σολωμοῦ ἀνέκδοτα ἔργα, σελ. 123)

Τὸ κάθε τί γιὰ τὸν Σολωμὸ ξεκινᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ στὸν Θεὸ ἐπιστρέφει. Δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸν Διαφωτισμὸ ποῦ βλέπει τὰ πάντα γνωσιολογικὰ καὶ ἀρνεῖται τὸν Ὀρθολογισμό, ὅταν εἶναι ἄθεος. Τὸν Πλάτωνα καὶ τὴν ἀρχαία Φιλοσοφία δὲν τὰ ἀρνεῖται, δὲν μένει ὅμως ἐγκλωβισμένος σὲ αὐτά. Ἁπλὰ τοὺς ὑποτάσσει στὸν θεῖο λόγο. Στὸν "Διάλογο" ὁ Σοφολογιώτατος λέει: "Μὴ μελετήσεις κανέναν, γιατί ὁ Πλάτων ἀξίζει γιὰ ὅλους (τοὺς σοφοὺς) ποῦ ζοὺν καὶ θὰ γεννηθοῦν". Καὶ ὁ ποιητὴς θὰ ἀπαντήση: "Δίκαιη κρίση, ἀλλὰ ἡ Προφητεία τὴν ὑπερβαίνει". Στὴν Προφητεία ἐντάσσει τὸν Χριστό, τοὺς Προφῆτες καὶ ὅλους τοὺς ἁγίους τῆς Χριστιανοσύνης.

Ἀμαρτια- προσευχη- μετανοια

Ἡ θεοκεντρικότητα τοῦ Σολωμοῦ ἐπεκτείνεται σὲ ὅλες τὶς διαστάσεις καὶ τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς. Ὁ Θεὸς γι' αὐτὸν εἶναι πανταχοῦ παρών, εἶναι Πατέρας, εἶναι προστάτης καὶ βοηθὸς τοῦ ἀνθρώπου σὲ ὅλες τὶς δύσκολες στιγμές του.

Στὸ ποίημά του "Λάμπρος" καὶ στὸ κεφάλαιο "Τὸ ὄνειρο τῆς Μαρίας" ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἀβοήθητη, χωρὶς τὸν ἄντρα της κοντά της, θαλασσοδέρνεται καὶ κινδυνεύει νὰ πνιγῇ. Ἡ μόνη της ἐλπίδα ὁ Θεός. Ὁ Σολωμὸς βάζει στὸ στόμα της τοὺς παρακάτω στίχους του:

"Μοῦ φαίνεται πῶς πάω καὶ ταξιδεύω

στὴν ἐρμιὰ τοῦ πελάγου εἰς τ' ὄνειρό μου'

Μὲ τὸ κῦμα, μὲ τοὺς ἀνέμους παλεύω

μοναχή, καὶ δὲν εἶσαι στὸ πλευρό μου. (ὁ ἄνδρας της)

Δὲ βλέπω μὲ τὸ μάτι ὅσο γυρεύω

πάρεξ τὸν οὐρανὸ στὸν κίνδυνό μου'

Τόνε τηράω, βόηθα, τοῦ λέω, δὲν ἔχω

πανί, τιμόνι, καὶ τὸ πέλαο τρέχω".

Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ ἁμαρτία. Δυνατοὶ στοχασμοὶ περικυκλώνουν τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ μιλᾶνε μὲ λόγια ἥμερα, γλυκὰ καὶ δελεαστικά. Γι' αὐτὸ φωνάζει: "Πάντα ἀνοιχτά, πάντ' ἄγρυπνα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον" καὶ στὸν εὐαγγελικὸ στίχο: "Ἀγρυπνεῖτε οὔν ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι" (Λουκᾶ 21, 36)

Σὰν κῦμα ἀνεμπόδιστο χτυπᾶ ἡ ἁμαρτία τὸ κεφάλι καὶ τὸ στῆθος τοῦ ἀνθρώπου. "Ὄχι" φωνάζει ὁ Σολωμός, "οὔτε τὸ κῦμα, οὔτε κανένα δυνατὸ θεριὸ δὲν μπορεῖ ν' ἀγγίξει τὸ χρυσὸ καρπὸ τῆς ψυχῆς. Ἀμάλαγη κι ἀθάνατη πέφτει στὸν κόρφο τοῦ Θεοῦ ποῦ τὴν ἔπλασε" (Λίνου Πολίτη: "Σολωμοῦ "Ἰταλικὰ ποιήματα". Ν. Ἑστία, τεῦχος 62, 1957, σελ. 119-120)

Ἔχει μέσα του ὁ ἄνθρωπος ἕνα κομμάτι ἀπ' τὸν Παράδεισο, μιὰ δύναμη γιὰ ἀντίδραση στοὺς πειρασμούς. Ὁ Σολωμὸς θὰ πή:

"Ἡ Κόλαση πάντ' ἄγρυπνη σοῦ στήθηκε τριγύρω.

Ἀλλὰ δὲν ἔχει δύναμη πάρεξ μακριὰ καὶ πέρα.

Μακριὰ ἀπ' τὴν Παράδεισο, κι ἐσὺ σ'εσέ' χεῖς μέρος.

Μέσα στὰ στήθια σοῦ τ' ἀκοῦς, καλέ, νὰ λαχταρίζει;

Νιὸς κόσμος ὄμορφος παντοῦ χαρᾶς καὶ καλωσύνης".

Ἐννοεῖ πῶς μέσα στὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ , τοῦ Πλάστη.

Μὰ καὶ μετὰ τὴν ἁμαρτία, ὁ Πλάστης δὲν παύει νὰ κρατᾶ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες προσμένοντας τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο νὰ ἐπιστρέψη κοντά του συγχωρῶντας του τὸ πέσιμο. Ὁ Σολωμὸς στὸ ποίημά του "Στὴ βρύση τοῦ Νταβιὰ" ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ γράφει:

"Γάργαρο εἶν' τὸ νερὸ καὶ τὸ μουρμούρισμα ποῦ ἀφήνει,

Σᾶς κράζει νὰ ξεδιψάσετε, ὧ διψασμένοι.

Σείς, ποῦ νὰ χορτάσετε τὰ γεροβελανίδια

εἴχατε συνηθίσει στὰ βρώμικα τραπέζια σας

ἐλᾶτε στὸ νερὸ νὰ καθαρισθεῖτε' κι ἡ ἀγνότη στὴν ψυχή σας ν' ἁπλωθεῖ.

Κοιτᾶτε, ἀνοίχτηκε κάθε ἐμπόδιο καὶ καμιὰ φράχτη

δὲν ἀντισκόβει τὸ βῆμα. Ἐμπρὸς ἐλᾶτε,

ὅσο δὲ σκοτεινιάζει ἀκόμα ἡ δύση"

(Κ. Καιροφύλα: "Σολωμοῦ ἀνέκδοτα ἔργα" σελ. 135.

Βαθιὲς καὶ θανατερὲς πληγὲς ἐπιφέρει ἡ ἁμαρτία στὸν ἄνθρωπο. Θεραπεύονται ὅμως μὲ τὴν δύναμη τῆς μετάνοιας. Γράφει σχετικὰ ὁ Σολωμός: " Ἀνοίγεται ἐπὶ τέλους ἡ καρδιά μου στὰ γεμᾶτα ἀγάπη λόγια τοῦ Χριστοῦ, ποῦ ἡ ἁμαρτία τὸν τρυπάει σὰν λόγχη....Καί γλυκὰ καὶ μὲ περίσσια τρυφεράδα μοῦ παραπονιέται καὶ μοῦ λέει: Μὰ γιατί, τέκνο μου, γιατί μὲ πληγώνεις κι ἄλλη μιὰ φορά; Κι ὕστερα, μὲ βαρὺ τὸ βλέμμα, ἀπὸ συμπόνια μοῦ ξεσκεπάζει τὶς πληγές....Θά μπορέσουμε τάχα νὰ ξεπλύνουμε τὶς τόσες ἀνομίες ποῦ μᾶς καῖνε;" (Λ. Πολίτη, Σολωμοῦ Ἅπαντα: Ἰταλικὰ ποιήματα, Παράρτημα, σελ. 42).

Ἔχει ὁ Χριστιανὸς ὅπλο νὰ ἀμύνεται κατὰ τῶν πειρασμῶν. Καὶ εἶναι ἰσχυρὸ καὶ ἀποτελεσματικό. Καὶ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν προσευχή. Ὁ ἴδιος τακτικὰ προσφεύγει σ' αὐτήν.

Στὸ ποίημά του "Ἡ γυναῖκα τῆς Ζάκυνθος" κέφ. 1 ταυτίζεται, ἂν δὲν εἶναι ὁ ἴδιος, μὲ τὸν Διονύσιο Ἱερομόναχο "ἐγκάτοικο στὸ ξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Λύπιου" γράφει: "....Καὶ ἐστάθηκα σιωπηλὴ γιὰ νά' βρω τί νὰ τοὺς πὼ γιὰ νὰ φύγουνε, (ὅσους τυραννοῦσαν τὴν κακιὰ γυναῖκα τῆς Ζάκυνθος). Παιδιά, ἀκοῦστε τὰ λόγια τοῦ Διονύσιου τοῦ Ἱερομόναχου. Ἐγὼ γιὰ νὰ πάω νὰ κάμω δέηση καὶ σᾶς ἀφήνω ἐδῶ....Καί ὕψωσα τὰ χέρια μου καὶ τὰ μάτια μου κατὰ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ κάμω δέηση μὲ ὅλη τὴ θερμότητα τῆς ψυχῆς...Καί ἐθυμήθηκα ἕνα ποίημα...τό ὁποῖο ἀγκαλὰ καὶ μαθημένος στὴν ποίηση τῆς Θείας Γραφῆς δὲν τὸ βρίσκω τόσο κακό, καὶ ἐβάλθηκα καὶ τὸ εἶπα ἀπὸ μέσα μου...Αλήθεια, μὰ τὴν Παναγία, ἄκουσ' ἐδῶ μὰ τὸν Ἄη Νικόλα, ἀλήθεια μὰ τὸν Ἄη Σπυρίδωνα, ἀλήθεια μὰ τὰ Ἄχραντα μυστήρια τοῦ Θεοῦ..καθώς εἶναι ἀληθινὰ καὶ ἐνεργητικὰ στὸν φαινόμενο καὶ τὸν ἀόρατο κόσμο τὰ τρία προσώπατα τῆς Ἁγίας Τριάδος..."(Δ. Σολωμοῦ "Ἅπαντα", σελ. 468 κ.ε)

Δὲν εἶναι μόνον πιστὸς Χριστιανὸς ὁ Σολωμός, μὰ καὶ θερμὸς ἑλληνολάτρης. Πονεῖ γιὰ τὴν κατάντια τῆς σκλαβωμένης πατρίδας μας καὶ πιστεύει στὴν θεϊκὴ βοήθεια γιὰ τὸ ξεσκλάβωμά της. Στὸν ἐπικήδειο λόγο τοῦ στὸν θάνατο τοῦ Φώσκολου προσθέτει:

"Κάμε μου τὴ χάρη νὰ εἰσακούσεις μιὰ παράκληση ποῦ ὅλοι σ' αὐτὸ τὸ Ἱερό, νέοι καὶ γέροι, φτωχοὶ καὶ πλούσιοι, συγγενεῖς καὶ λαός, λόγιοι καὶ ἀγράμματοι, ἰδιῶτες καὶ ἀρχές, λαϊκοὶ καὶ κληρικοί, ὅλοι, μ' ἀδιάκοπα νεύματα, μὲ χέρια καὶ μὲ κεφάλια, βλέπω νὰ μοῦ βάζουν στὰ χείλη:

Ὧ, ἀθάνατο πνεῦμα στὴν ἀγάπη ποῦ εἶχες γιὰ ὅλα τὰ ἔξοχα πράγματα, σίμωσε στὸ θρόνο τοῦ Παντοδύναμου, ρίξου μὲ τὰ χείλη πάνω στὸ ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν Του' κι ἂν ὁ νόμος τοῦ Παραδείσου δὲν ἐμποδίζει τὸ κλάμα, παρακάλεσέ Τὸν μὲ δάκρυα καὶ θρήνους, νὰ στείλει στὴ γειτονικὴ πατρίδα τὴ Λευτεριὰ" (Δ. Σολωμοῦ "Ἅπαντα" σελ. 528)

Καὶ ἄλλη φορὰ πάλι τὸν καιρὸ τῶν σεισμῶν στὴν Ζάκυνθο, Δεκέμβριο καὶ Γενάρη τοῦ 1820 καὶ 1821 ἀντίστοιχα, ἀπηύθυνε θερμὴ δέηση στὸν Ἅγιο Διονύσιο. Ἔλεγε καὶ τοῦτα:

"Ὧ, Ἅγιε Διονύσιε, ψυχὴ ἁγνὴ καὶ θεῖα,

ποῦ σὲ κρατεῖ περήφανα τῆς Εὐσπλαχνίας ὁ θρόνος,

τοῦτο τὸ δύστυχο νησὶ προστάτεψέ το μόνος,

γιὰ νὰ μὴν τύχει πλιὸ σ' αὐτὸ παρόμοια δυστυχία.

Ὧ, Σὺ στὸ θρόνο τοῦ Ἄπλαστου τρέξε σιμὰ κι εἰπέ του

νὰ μὴν ἀφήσει τὸ νησὶ ἔρμο στὴ δυστυχιά του

κι ἂν ἴσως κι ἡ παράκληση δὲ φθάνει, θύμησέ του

πῶς εἶχες ἕναν ἀδερφὸ κι ἔκρυβες τὸ φονιᾶ του...."

(Δ. Σολωμοῦ "Ἅπαντα", τ. Β, Παράρτημα, σ. 36)

Μὲ ἀσύγκριτο θρησκευτικὸ λυρισμὸ ὁ Σολωμὸς στοὺς "Ἐλεύθερους Πολιορκημένους" (Σχέδ. Β`, 910) καὶ στὴν τελευταία νύχτα τῶν πολιορκημένων μαχητῶν ἀναφέρεται στὶς τελευταῖες ἐλπίδες τους ποῦ σὰν θυμίαμα προσευχῆς ἀναπέμπουν στὸν Θεό:

"Ἐτούτ' εἶν' ὕστερη νυχτιά' ὅλα τ' ἀστέρια βγάνει'

ὁλονυχτὶς ἀνέβαινε ἡ δέηση, τὸ λιβάνι"

Εἶναι φανερὴ ἐδῶ ἡ ἔμπνευση τοῦ ποιητῆ ἀπὸ τὸ τροπάριο τοῦ Ἑσπερινοῦ: "Κύριε ἐκέκραξα πρὸς Σὲ εἰσάκουσόν μου...Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν Σου..."

Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν προσευχὴ ποῦ εἶναι μιὰ στενὴ προσωπικὴ ἐπικοινωνία καὶ σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, μεγαλύτερη μετανοιακὴ δύναμη ἐνέχει ἡ ὁμαδικὴ κοινὴ προσευχὴ στὴν Ἐκκλησία, ὅταν τελεῖται ἡ Θεία Εὐχαριστία. Δὲν ψάλλονται σ' αὐτὴν μόνον ὕμνοι καὶ προσευχὲς δοξολόγησης καὶ εὐχαριστιῶν, ἀλλὰ ὁ ἐκκλησιαζόμενος εἶναι παρὼν στὴν τέλεση ἑνὸς μυστηρίου.

Στὴν "Ὠδὴ γιὰ πρώτη λειτουργία", ποῦ ἔγραψε ὁ Σολωμὸς στὴν Ἰταλία καὶ ποῦ μεταφράστηκε σὲ στίχους ἀπὸ τὸν Γ. Καλοσγοῦρο καὶ σὲ κείμενο ἀπὸ τὸν Λίνο Πολίτη (Μαρίνου Σιγούρου...Δ. Σολωμοῦ "Ἅπαντα" τ. Β'Παράρτημα σελ. 12-14), ψάλλει τὴν θρησκεία τῶν πατέρων του καὶ ἀναφέρεται στὸ τρανὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ δὲν βρίσκει ἄλλη ἐξήγηση ἀπὸ τὴν σιωπὴ καὶ τὴν προσκύνηση. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ κατεβαίνει στὸν κόσμο, χωρὶς νὰ παύση νὰ εἶναι τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὸ λέει καὶ ὁ ἀναστάσιμος ὕμνος τῶν Αἴνων τοῦ Δ'ήχου: "Τῶν πατρικῶν σου κόλπων μὴ χωρισθεῖς, Μονογενὲς Λόγε τοῦ Θεοῦ, ἦλθες ἐπὶ γῆς διὰ φιλανθρωπίαν..."

Μὲ ποιόν τρόπο συντελεῖται αὐτὸ τὸ μυστήριο; "Ἀκαταληπτὸν ἐστι τὸ τελούμενον ἐν Σοὶ" ψάλλει ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ Σολωμὸς θὰ πή: "Τοῦ μυστηρίου τοῦ τρανοῦ τὸν ἀκατάληπτο δεσμὸ ποιός θὰ τολμήσει;". Δὲν ὑπάρχει ἀνθρώπινη ἐξήγηση. "Μέγα καὶ παράδοξον θαῦμα τετέλεσται σήμερον..." θὰ πὴ ἄλλος ὕμνος τῶν Χριστουγέννων. "Ὁ Λόγος σαρκοῦται καὶ τοῦ Πατρὸς οὐ κεχώρισται...".

Καὶ ὁ Σολωμὸς συνιστᾶ: Ἄλλος τρόπος ἐξήγησης δὲν ὑπάρχει ἀπ' τὴν σιωπὴ καὶ τὴν προσκύνηση. Τὸ ἴδιο ἔκαμαν καὶ οἱ Ἀπόστολοι στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ὅταν τοὺς ἔδωσε ὁ Κύριος τὸν ἄρτο-σῶμα Του:

"Σωπᾶσαν καὶ ἐπροσκύνησαν κι οἱ Ἀπόστολοι,

ὅταν τὸ σῶμα Τοῦ τοὺς ἔδωσε ὁ Χριστός..."

Καὶ καλεῖ τὸν ἱερέα νὰ ψάλη τὸν μυστικὸ ὕμνο καὶ νὰ προσφέρη στὸν Θεὸ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ:

"Τὸν ὕμνο, Λειτουργέ, τὸ μυστικό σου

ψάλλε, λοιπόν, θεόφοβε,

πρόσφερε τοῦ Χριστοῦ τὸ αἷμα στὸ Θεό σου

Κι ἀπ' τὰ λημέρια τ' ἄφθαρτα,

χωρὶς καὶ νὰ τ' ἀφήσει,

τοῦ Ἐπουράνιου θά 'ρθει σ' ἐσὲ στὸν Ἅγιον ἄρτον ὁ Υἱός..."

Καὶ ὁ ἱερέας προσφέρει στὸν Θεό, μὲ τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον καὶ λέγοντας τὴν προσευχή: "Τὰ σὰ ἐκ τῶν σών, Σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα...Καί ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ Σου, τὸ δὲ ἐν τὼ ποτηρίῳ τούτῳ, τίμιον Αἷμα τοῦ Χριστοῦ Σου...." Εἶναι ἡ ἱερὴ στιγμὴ ποῦ συντελεῖται ἡ μετουσίωση τοῦ Ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὸν Σολωμὸ τότε εἶναι ζωντανὴ ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ στὴν Θεία Εὐχαριστία καὶ μέσῳ αὐτῆς στοὺς πιστοὺς ποῦ ἀναμνησιακὰ καὶ μυστηριακὰ βιώνουν τὸ τελούμενο μυστήριο.

Ὁ ΘΑΝΑΤΟΣ

"Ἐγὼ πιστεύω πῶς ὅ,τι συμβαίνει ἐδῶ κάτω ἔρχεται πάντα στὸν καιρό του, ὁτιδήποτε κι ἂν νομίζουμε ἐμεῖς, ποῦ λιγοστὴ εἶναι ἡ ζωή μας καὶ λιγοστὰ εἶναι ἐκεῖνα ποῦ μποροῦμε νὰ ἰδοῦμε", ἔγραφε στὸν ἀδελφό του Δημήτριο ὁ Σολωμὸς σὲ ἐπιστολὴ τοῦ (22-9-1850).

Καὶ στὸ ποίημά του "Ἡ Φαρμακωμένη στὸν Ἅδη" γράφει:

"Ὄνειρο κοντὸ γιὰ μένα

νιότη, ἀγάπη καὶ ζωή'

ὅλα ὀνείρατα στὸν κόσμο

ναί, κι ὁ θάνατος τὰ λυεί".

Κάτι ἀνάλογο ἀναφέρει καὶ στὴν βιβλικὴ διδασκαλία:

"Δι' ἑνὸς ἀνθρώπου (τοῦ Ἀδὰμ) ἡ ἁμαρτία εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος". (Πρὸς Ρώμ. 5, 12). Καὶ ἀλλοῦ: "Τὸ τί περὶ τοῦτο ἡμᾶς γέγονε μυστήριον; Πῶς παρεδόθημεν τὴ φθορὰ καὶ συνεζεύχθημεν τὼ θανάτῳ;" ἀναρωτιέται ὁ ὑμνωδὸς στὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία.

Σὲ ἕνα ἐπίγραμμά του ἐπίσης ὁ Σολωμὸς προσθέτει: "Ἀνάμεσα στὸ γέλιο καὶ στὰ δάκρυα τρέχει ἡ ζωή, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος θὰ ζεί, ὅταν τελειώσει ἡ ἐπίγεια ζωή..." (Δ. Μπαλάνου: "Ὁ Δ. Σολωμὸς καὶ τὰ μεγάλα ἰδανικά". Ν. Ἑστία, τ.5, 1934, σελ. 536).

Κομβικό, λοιπόν, σημεῖο στὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ὁ θάνατος. Καὶ εἶναι γιὰ τοὺς πολλοὺς μιισητὸ καὶ ἀποτρόπαιο γεγονός. Καὶ στὴν σκέψη ἀκόμα τοῦ θανάτου ὁ ἄνθρωπος τρέμει: "Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον", ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία. Στὸ ποίημά του "Ἀνάμνηση" ὁ Σολωμὸς χαρακτηρίζει ἄθλια καὶ φρικτὴ τὴν ἀνάμνηση τοῦ θανάτου.

Ὅσο ὅμως μισητὸς καὶ ἀποτρόπαιος κι ἂν εἶναι ὁ θάνατος, μπορεῖ νὰ ξεπεραστῇ ἡ ὀδύνη του μὲ τὴν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς.

"Πικρός, πικρὸς ὁ θάνατος

ἀλλὰ δὲν εἶναι τόσο,

ἂν τέτοια ἐλπίδα τῆς ψυχῆς

ἐγὼ μπορῶ νὰ δώσω...", γράφει ἀλλοῦ.

Ὅταν ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ βρίσκεται σὲ πλήρη ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό, ὁ θάνατος εἶναι ἀνίσχυρος καὶ ἀνώδυνος. Ἐκεῖνο ποῦ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν ὑποφέρη καὶ νὰ συμφιλιώνεται μὲ τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου εἶναι ἡ πίστη πῶς πέρα ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη ζωή, ἕνας ἀνώτερος κόσμος, ποῦ ὁ Σολωμὸς τὸν ὀνομάζει ἀληθινὸ βασίλειο τῆς ἀγάπης, πατρίδα τοῦ ἀγαθοῦ καὶ κεὶ πηγαίνει ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τὸν θάνατο. Σχετικὴ εἶναι ἡ ρήση τοῦ Ἀπ. Παύλου: "Εὐδοκοῦμεν μᾶλλον ἐκδημῆσαι ἐκ τοῦ σώματος καὶ ἐνδημῆσαι πρὸς τὸν Κύριον...Οίδαμεν γὰρ ὅτι ἐὰν ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους καταλυθῇ, οἰκοδομὴν ἐκ Θεοῦ ἔχομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον αἰώνιον ἐν τοὶς οὐρανοῖς" (Β'Κορ. 5, 8, καὶ 1).

Καλὸν θάνατον, ἀνώδυνον, ἀνεπαίσχυντον, εἰρηνικόν,όπως παρακαλοῦν τὸν Θεὸ στὴν θεία Λειτουργία νὰ ἔχουν οἱ Χριστιανοί, ἀναφέρει ὁ Σολωμὸς πῶς εἶχε ὁ φίλος του ποιητὴς Γρυπάρης. Γράφει:

"Καὶ ὁ φίλος μᾶς ποῦ κατάλαβε τὸ θάνατο νὰ πλησιάζει, δὲ θὰ ἔνιωθε δίχως ἄλλο λιγότερο δυνατὸ τὸ ἔνστικτο τοῦτο' ὅμως οὔτε τρεμοῦλες, οὔτε κλάψες, οὔτε θρῆνοι, γιατί εἶχε καλὰ προφυλαγμένη τὴ συνείδησή του, μὲ τὸ θώρακα πῶς τὴν ἤξερε ἁγνή. Ἀφοῦ παρακάλεσε τὴ μητέρα του νὰ βγεὶ ἔξω, βυθίστηκε σὲ ὁλομόναχη περισυλλογή, ἔδεσε σταυρὸ στὸ στῆθος τὰ χέρια του, μὲ ἠρεμότατη τὴν ὄψη ξεψύχησε. Εὐλογημένη ἅς εἶναι ἡ ψυχή του,πού μίσεψε ἔτσι ἔντιμα ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, ἀφοῦ ἔκαμε ἐδῶ τόσο σύντομο, μὰ δοξασμένο δρόμο" (Δ. Σολωμοῦ: Ἐπικήδειος γιὰ τὸ Σπ. Γρυπάρη" (Ἅπαντα , τ. Β', Ἰταλικὰ ποιήματα, μετ. Λίνου Πολίτη, σελ. 69).

Ἕναν ἤρεμο χριστιανικὸ θάνατο περιγράφει ὁ Σολωμὸς στὸ ποίημά του: "Πρὸς τὸν κύριον Γεώργιον Δὲ Ρώσση", ποῦ βρισκόταν στὴν Ἀγγλία καὶ τὸν παρηγορεῖ γιὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του:

"Τοῦ πατέρα σου ὅταν ἔλθεις

δὲ θὰ ἰδεῖς παρὰ τὸν τάφο.

Εἶμαι ὀμπρὸς τοῦ καὶ σοῦ γράφω

μέρα πρώτη τοῦ Μαγιοῦ.

Θὰ σκορπίσουμε τὸ Μάη

πάνω στ' ἄκακα τὰ στήθη

γιατί ἀπόψε ἀποκοιμήθη

εἰς τὸν ὕπνο τοῦ Χριστοῦ.

Ἦταν ἥσυχος κι ἀκίνητος

ὡς τὴν ὕστερη τὴν ὥρα,

καθὼς φαίνεται καὶ τώρα

ποῦ τὸν ἄφησε ἡ ψυχή.

Μόνο μιὰ στιγμὴ πρὶν φύγει

τ' οὐρανοῦ κατὰ τὰ μέρη

ἀργοκίνησε τὸ χέρι

ἴσως γιὰ νὰ σ' εὐχηθεῖ...."

Στὸ ποίημά του "Τὰ Δυὸ Ἀδέλφια" ἡ μικρὴ Αὐγούλα πεθαίνει μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι. Δὲν τῆς παίρνει τὴν ψυχὴ ὁ κακόμοιρος Χάρος, μὰ ὁ προστάτης Ἄγγελος μ' ἕνα γλυκὸ φίλημα. Καὶ ἡ πεθαμένη μοιάζει νὰ κοιμᾶται:

"Εἶν' ὄμορφη ἀκόμη

στὴν ὄψη πολύ

τῆς πῆρε (ὁ Ἄγγελος)μὲ φίλημα

γλυκὸ τὴν ψυχή.

Ἔχει χαμόγελο

ἀκόμα στὸ στόμα

ποῦ λὲς καὶ στὸ χῶμα

δὲν πρέπει νὰ μπεί.

Δὲν εἶν' πεθαμένη

τὴν ὄψη τηρᾶτε'

κοιμᾶται, κοιμᾶται

εἰς ὕπνο βαθύ.

Ἀναφέρεται ὅμως ὁ Σολωμὸς καὶ σ’εκείνους ποῦ συναντοῦν τὴν ἀπαίσια μορφὴ τοῦ Χάρου στὸν θάνατό τους. Ἄθλια καὶ φρικτὴ εἶναι καὶ ἡ ἁπλὴ θύμησή του. Προσπαθοῦν νὰ τὸν ἀποφύγουν καὶ νὰ κρατηθοῦν στὴν ζωὴ μὲ ὅλα τὰ δεινά της.

"Νὰ τὸ μάτι ποῦ τὸν ἥλιο

πολεμᾶ νὰ μεταϊδεί

καὶ τὸ στόμα νὰ βαστάξει

τὴ στερνή του ἀναπνοή" ("Ἀνάμνηση")

Εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ δὲν ἐλπίζουν καὶ δὲν πιστεύουν στὴν Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου. Καὶ σ' αὐτοὺς ἀπευθύνεται ὁ ποιητής:

"Φρικτὴ εἶναι ἡ ὥρα ποῦ ὁ ἄνθρωπος

βαριὰ ψυχομαχά,

ἀλλά, μὴ φοβηθεῖς, ἰδοὺ ὁ Χριστός..."("Φαρμακωμένη στὸν Ἅδη").

Γιὰ νὰ δείξη ὁ Σολωμὸς τὴν ἀντίθεση τοῦ θανάτου ἀνάμεσα στοὺς δίκαιους καὶ ἄνομους ἀνθρώπους, σχεδίασε στὴν ἰταλικὴ γλῶσσα αὐτοσχέδιους στίχους ποῦ τοὺς μετέφρασε στὴν ἑλληνικὴ ὁ Λίνος Πολίτης. (Δ. Σολωμοῦ "Ἅπαντα", τ. Β', Παράρτημα, σελ. 27). Τοὺς παραθέτω:

Ὁ Δίκαιος

"Κείτεται ὁ Δίκαιος στὴν κλίνη του, καὶ μὲ γλυκὸ σκοπὸ τὸ χείλι τοῦ ἑτοιμοθάνατο δοξάζει τὸ Θεό' ἀνοίγει τὸ σβησμένο μάτι τοῦ καὶ ἀναγαλλιάζει ποῦ ἐλπίδα γιὰ τὰ οὐράνια τοῦ στηλώνει τὴν καρδιά"

Ὁ Ἄνομος

"Νὰ κι ὁ ἄνομος στὴν κλίνη τοῦ' δυνατὰ τοῦ θανάτου ἀκούει στ' αὐτιά του ν' ἀντηχοῦν οἱ σάλπιγγες' τὸ νιώθει πῶς δὲ γίνεται πιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὶς πύλες τῆς αἰωνιότητας ποῦ τὶς τρέμει".

Ὁ Δίκαιος

"Ἐνῷ μὲ προσευχὴ ἀδιάκοπη τὸ λογισμό του μερώνει γιὰ νὰ μὴν τὸν ξεπλανέψει ὁ Σατανᾶς, νά, ποῦ ξάφνου μιὰ μελωδία γαληνεύει τὴ θεϊκή του χρυσαλλίδα".

Ὁ Ἄνομος

"Στριφογυρίζει τὰ μάτια του ἀλλοιθωρίζοντας, σὰν ἀρκούδα σκυμμένη πάνω στὰ μικρὰ τῆς ποῦ κιντυνεύουν' τοῦ κάκου ὁ ἄνομος, τοῦ κάκου παλεύει καὶ προστάζει τὴν ψυχή του νὰ κρατηθεῖ μὲ ὅλα τὰ δυνατά της".

Ὁ Δίκαιος (ἀκούει φωνή)

"Ἔλα", τοῦ' λεγε, "στὴν πηγὴ μέσα τοῦ φωτὸς καὶ ποτὲ πιὰ δὲ θὰ χάσεις τὴν πρόσχαρη αἰθέρια κορυφὴ τοῦ θείου ὅρους".

Ὁ Ἄνομος

"Μανιάζει ἀλαλιασμένος καὶ μέσα στὸ κακοῦργο του κι ἁμαρτωλὸ στῆθος τὸ νιώθει κιόλας πῶς τὸν περιμένει ἡ κόλαση".

Στὸν Δίκαιο

"Μὲ ἐλαφρὺ ψυχομάχημα βγῆκε στὸ τέλος ἡ ὄμορφη ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἐπίγεια φυλακή, σὰ νά' τὰν ἕνα ἀνάσασμα θερμὸ τοῦ Πλάστη".

Ὁ Ἄνομος

"Γκρεμίζεται στερνὰ ἐκεῖ κάτω καὶ σφηνώνεται, καὶ ὅλος χαρὰ ὁ κατάρατος Δαίμονας τὸν ἀγκαλιάζει, ὅπως ἐκεῖνος ἀγκάλιαζε τὸ κρῖμα".

Ἔτσι βλέπει τὸν θάνατο στοὺς ἀνθρώπους ὁ Σολωμός. Στοὺς παράνομους στὴν ζωὴ ἡ μορφή τους εἶναι ἄγρια, θλιμμένη, φοβισμένη. Στὸ ποίημά του "Εἰς ψυχορραγοῦντα φίλο" γράφει:

"....Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ σ' ἀφήσω,

Τοῦ θανάτου νὰ ἡ μορφή!

Δὲν μπορῶ νὰ σὲ φιλήσω,

Νά, μοῦ σβένεται ἡ πνοή".

Ζωγραφίζεται ὁ θάνατος μὲ τρομάρα καὶ μαυρίλα.

"Ἀνήσυχου ὀνείρου

Τρομάρα, μαυρίλα

Σὰ χέρια, σὰ χείλια

Τὰ χρώματα σβηεί".

Ἀντίθετα τοῦ καλοῦ ἀνθρώπου ὁ θάνατος τοῦ γλυκαίνει τὴν μορφή. Εἶναι ἀνάλαφρος καὶ μοιάζει μὲ ὕπνο βαθύ.

Εἴτε ὅμως πικρός, εἴτε γλυκὸς εἶναι ὁ θάνατος, ἀληθεύει ἐκεῖνο ποῦ γράφει ὁ Γιάννης Ἀποστολάκης, ὅτι δηλαδὴ "ἡ σκέψη καὶ ἡ θύμηση τοῦ θανάτου πρωτάνοιξε, ὄχι μονάχα στὸ Σολωμό, παρὰ σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους τὸ δρόμο πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τῆς ψυχῆς". (Τὰ τραγούδια μᾶς" σελ. 14)

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΝΕΚΡΩΝ-ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ-ΚΡΙΣΗ

Μὲ ἀνυποχώρητη βεβαιότητα πίστευε ὁ Σολωμὸς στὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ τὴν Κρίση τῶν σὲ τούτη τὴν ζωὴ δικαίων καὶ ἀδίκων. Πίστευε στὴν αἰωνιότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ περίμενε τὸν θάνατο μὲ ἠρεμία καὶ τὴν βεβαιότητα πῶς θὰ κερδίση τὸν Παράδεισο. "Εἶναι ἕτοιμος" γράφει ὁ Μάντζαρος, "ὁποτεδήποτε νὰ αἰσθανθῇ τὸν θάνατο τοῦ σώματος ὡς ζωὴν τοῦ πνεύματος....μαντεύων τὸν ὡραῖον κόσμον, ὁ ὁποῖος τὸν περιμένει καὶ εἰς τὸν ὁποῖον στρέφει μυστικῶς τὴν σκέψιν καὶ τὴν ἀγάπην του" (Κ. Καιροφύλα: "Ὁ ἄγνωστος Σολωμός", σελ. 121)

Ὅσες φορὲς ἀντιμετώπιζε κάποια στενοχώρια, ἀναζητοῦσε ἕναν ἄλλον κόσμο, ἔλεγε στὸν ἀδελφικό του φίλο Τομμαζέο:"Είμαι στὴν Κέρκυρα, ὅμως ἡ ζωὴ μοῦ δὲν εἶναι ἐδῶ" (Αἱ περὶ Σολωμοῦ κρίσεις...σελ. 121). Καὶ στὸν ἀδελφὸ τοῦ Δημήτριο: "Πίστευε στὸν κόσμο τ' οὐρανοῦ, ὅπου ὁ πόνος, τὰ πάθη, οἱ ἡδονές, δὲν ἔχουν ὕπαρξη, ὅπου τὰ πάντα κινοῦνται μέσα στὴν ἀθωότητα, τὴν ἁγνότητα, τὴν καλοσύνη". Καὶ εἶχε τὴν ἀγωνία νὰ φτάση κι αὐτὸς καὶ οἱ ἥρωές του τὸ συντομότερο μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου. ("Εἰς τὸν θάνατον Αἰμιλίας Ροδόσταμου", γράφει:

"Στὴν θύρα τὴν ὁλόχρυση τῆς Παντοδυναμίας

πνεύματα μύρια παλαιά, πνεύματα μύρια νέα,

σ' ἀκαρτεροὺν γιὰ νὰ σοῦ ποὺν πῶς ἄργησες νὰ φτάσεις".

Ἐκφράζει τὸν πόθο του νὰ βρεθῇ καὶ ὁ ἀδερφός του Δημήτριος ἐκεῖ στὸν Παράδεισο, συγκρίνοντάς τον μὲ τὴν γεμάτη παραπτώματα ἐπίγεια ζωή:

"Ἔλα! τὸν οὐρανὸ ὁλόκληρο νὰ ξαναλέει ἄκουσα

σὲ ἦχο ποῦ οἱ στίχοι μοῦ δὲν ἔχουν δύναμη νὰ ἐκφράσουν

κι οἱ δρόμοι ὅλοι ἐγέμιζαν ἀπ' τὸν αἰθέρα

τοῦ ζωηροῦ φωτὸς τοῦ μοσχοβολισμένου λιβανιοῦ...

Εἶμαι κάτω, μέσ' στὸ παράπτωμα καὶ τὴν ἄστατη ἀρετὴ" (Κ. Καιροφύλα: "Σολωμοῦ Ἀνέκδοτα ἔργα" σελ. 125.

Ὁ γήϊνος θάνατος εἶναι ὕπνος κατὰ τὸν ποιητὴ καὶ τὴν Ἐκκλησία. "Τὸν κεκοιμημένον δοῦλος σοῦ ἀνάπαυσον", λέει ἡ εὐχὴ τοῦ ἱερέα στὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία. Καὶ ὁ Σολωμὸς στὸ ἴδιο πνεῦμα στιχουργεί :

Στὸ ποίημά του "Ἡ Φαρμακωμένη":

"Σώπα κόσμε! Κοιμᾶται στὸ μνῆμα,

καὶ κοιμᾶται παρθένα, σεμνή.

Θὰ ξυπνήσει τὴν ὕστερη μέρα

εἰς τὸν κόσμον ὀμπρὸς νὰ κριθεῖ..."

Στὸν "Λάμπρο":

"Βλέπεις τούτους τοὺς τάφους; Καμμιὰ μέρα,

ἐδῶ μέσα καὶ σὺ θὲ νὰ κοιμᾶσαι,

ἕως ὅτου ἀπὸ ψηλὰ θέλει βουΐσει

ἡ σάλπιγγα ἡ στερνὴ σὲ ξυπνήσει".

Στὸν "Μάρκο Μπότσαρη":

"Παρόμοια ἠχῶ θὰ λαλήσει,

τοῦ κόσμου τὴν ὕστερη μέρα,

παντοῦ στὸν καινούριον ἀέρα

παρόμοια στοὺς τάφους θὰ ἐμβεί

νὰ κάμει ὁ καθένας νὰ ἐβγεί".

Στὸν "Κρητικὸ" ὁ Κρητικὸς ἥρωας τοῦ πολέμου πιστεύει στὴν προσωπικὴ ἀνάσταση τοῦ σώματος. Ἡ ψυχὴ τῆς ἀγαπημένης του ἀναστημένη θὰ τὸν περιμένη στὸν Παράδεισο καὶ ὅταν σημάνη ἡ ὥρα τῆς κρίσεως θὰ τρέξη νὰ τὴν ἀναζητήση. Γράφει:

"Λάλησε Σάλπιγγα! κι ἐγὼ τὸ σάβανο τινάζω,

καὶ σχίζω δρόμο καὶ τσ' ἀχνοὺς ἀναστημένους κράζω.

Καπνὸς δὲ μένει ἀπὸ τὴ γῆ' νιὸς οὐρανὸς ἐγίνη'

σὰν πρῶτα ἐγὼ τὴν ἀγαπῶ, καὶ θὰ κριθῶ μ' αὐτήνη,

ψηλὰ τὴν εἴδαμε πρωΐ τῆς τρέμαν τὰ λουλούδια

στὴ θύρα τῆς Παράδεισος ποῦ ἐβγῆκε μὲ τραγούδια.

Ἔψαλε τὴν Ἀνάστασι χαροποιὰ ἡ φωνή της,

κι ἔδειχνεν ἀνυπομονησιὰ γιὰ νὰ μπὴ στὸ κορμί της

ὁ οὐρανὸς ὁλόκληρος ἀγροίκαε σαστισμένος".

Τὸ "καπνὸς δὲ μένει ἀπὸ τὴ γῆ' νιὸς οὐρανὸς ἐγίνη", εἶναι εἰκόνα τῆς μορφῆς τῆς ζωῆς μετὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία, ὅπως τὴν περιγράφει ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψη (21,1) "Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν' ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθεν".

Μὲ σάλπιγγα θὰ ἀναγγελθῇ ἡ μελλούμενη Κρίση, ἡ Δευτέρα Παρουσία. Τὴν εἰκόνα καὶ ἐδῶ ὁ ποιητὴς τὴν παίρνει ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή: "Ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ Ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ' οὐρανοῦ καὶ οἱ νεκροὶ ἀναστήσονται" (Α' Θεσσαλ. δ', 16) καὶ "ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτη σάλπιγγι' σαλπίσει γὰρ καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα" (Α' Κόρ. ἰε', 52-55). "Ἠχήσουσι σάλπιγγες καὶ κενωθήσονται τάφοι καὶ ἐξαναστήσεται τῶν ἀνθρώπων τρέμουσα ἡ φύσις ἅπασα" (Ἐσπερ. Κυριακῆς Ἀπόκρεω).

Καὶ ὁ Σολωμὸς στὸ ποίημά του "Δευτέρα Παρουσία" ἀρχίζει: "Ἀκούω τὸν τρομερὸ ἦχο μιᾶς σάλπιγγας ποῦ κάνει ἀπόηχο καὶ πυρώνει ὁ κόσμος καὶ θαρρεῖς πῶς βογγάει ἡ πλάση". Φαίνεται πῶς ὁ ποιητὴς ἐγνώρισε ὅσα ἀναφέρουν οἱ Γραφὲς καὶ οἱ θρησκευτικοὶ ὕμνοι γιὰ τὴν πορεία τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τῶν δικαίων κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἀνάστασης τῶν νεκρῶν. "Καὶ κόψονται καὶ κλαύσονται καὶ εἰς τὸ πὺρ τὸ ἐξώτερον ἀπελεύσονται οἱ μηδέποτε μετανοήσαντες"(Τριώδιον σελ. 22) οἱ ἁμαρτωλοὶ κατὰ τὸν ὑμνογράφο. "Ἐγὼ λογιάζοντας τὸν τρόμο ἀνάβω καὶ βλέπω πλῆθος ἀμέτρητο νὰ τρέχει μανιασμένο γιὰ νὰ πέσει μέσα στὴ φωτιὰ γιὰ πάντα καὶ νὰ σπαράζει ἀπ' τὴν ἀπελπισία" λέει στὴν δεύτερη στροφὴ στὸ ποίημά του "Δευτέρα Παρουσία", ὁ Σολωμός.

Γιὰ τοὺς δικαίους στὸ τροπάριο τῶν Αἴνων τῶν Ἀπόκρεω τονίζεται: "Καὶ ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει ὁ τῶν δικαίων κλῆρος εἰσελεύσεται εἰς παστάδα αἰώνιον". Καὶ ὁ Σολωμὸς λέει: "Κοίτα μυριάδες ποῦ γλίτωσαν ἀπ' τὴν αἰώνια ἀνεμοζάλη καὶ πετοῦνε σφιχταγκαλιασμένοι πρὸς τὸν οὐρανό".

Ὁ Σολωμὸς πίστευε ἀκράδαντα στὸν οὐράνιο Παράδεισο. Προσδοκοῦσε μὲ τὴν ποίησή του ἕναν κόσμο μεταμορφωμένο, ἐξαγνισμένο, ὑποψήφιο οἰκήτορα τοῦ Παραδείσου. Καὶ ζοῦσε αὐτὴν τὴν πραγματικότητα ἀπ' αὐτὴν ἐδῶ τὴν ζωή. "Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστὶ" (Λούκ. 17, 21).

Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ

Δὲν ὑπάρχει ποίημα τοῦ Διονύσιου Σολωμοῦ ποὺ νὰ μὴν ἔχη κάποιον χριστιανικὸ σπινθῆρα μέσα του. Ἀκόμα καὶ τὰ ἁπλὰ τραγούδια του, τὰ αἰσθηματικά, ποὺ τόσο τὰ τραγούδησε ὁ λαός, ἔχουν ἔντονη τὴν ἐπίδραση θρησκευτικῶν κειμένων καὶ ὕμνων. Στὴν χριστιανικὴ θρησκεία δὲν βρῆκε μόνον θεμέλια γερὰ καὶ παρηγοριά, μὰ καὶ πηγὲς ἔμπνευσης. Μάρτυρας τὰ ἔργα του, ἡ ποίησή του, ποὺ δονεῖται ἀπὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα καὶ θερμὴ πίστη.

Μελετοῦσε διαρκῶς τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς ὑμνωδοὺς τῆς Ἐκκλησίας καὶ γι' αὐτὸ ἡ ἐπίδραση τοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος στὸ ἔργο του δὲν εἶναι διακοσμητικὴ χωρίων καὶ προσώπων, ἀλλὰ οὐσιαστική. Πίστευε ὀρθὰ τὴν δογματικὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ συμβίβαζε τὴν κατὰ κόσμον γνώση μὲ τὴν πλούσια ἐνόραση μὲ τὴν ὁποῖα ἔβλεπε τὰ πέραν τοῦ παροδικοῦ κόσμου, τὰ αἰώνια. Ἀναφέρω ἐνδεικτικὰ κάποιους συσχετισμοὺς στίχων του μὲ ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας ἢ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Στοὺς "Ἐλεύθερους Πολιορκημένους" οἱ στίχοι τοῦ "Φῶς ποὺ πατεῖ χαρούμενα τὸν Ἅδη καὶ τὸ Χάρο" (Σχέδ. Β', 44) μᾶς μεταφέρει στὸ ἀναστάσιμο τροπάριο "Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας..." ἢ καὶ στὸ "Εὐφραινέσθω τὰ οὐράνια...".

Στὸ ποίημά του "Λάμπρος" (Τὰ δυὸ ἀδέλφια) βάζει τὰ δύο ἀδέλφια νὰ φωνάζουν: "Χαῖρε νεοφώτιστο θαῦμα!" εἶναι σὰν νὰ ἀκοῦμε τὰ λόγια τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ τῶν Χριστουγέννων: "Μέγα καὶ παράδοξον νέον

ὑπὸ τὸν ἥλιον θαῦμα τετέλεσται σήμερον!". Οἱ φράσεις τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου (Α'Στάση) "Χαῖρε τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ προοίμιον" καὶ "Χαῖρε τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα".

Στοὺς "Ἐλεύθερους Πολιορκημένους" πάλι (Σχέδ. Β, 910) οἱ στίχοι του:

"Ὅλες (οἱ γυναῖκες) στὴ γῆ τὰ γόνατα ἐχτύπησαν ἐμπρός του

κι ἐβάστασαν ὅλες κατ' αὐτὸν τὴ χούφτα σηκωμένη

καὶ μὲ πικρὸ χαμόγελο τὴν ὄχη τὴ φθαρμένη

σὰν νάθελαν εὔσπλαχνα ὁ Θεὸς νὰ βρέξει ψωμὶ σ' ἐκεῖνες..."

Δὲν μπορεῖ τὸ ψωμὶ ποὺ ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Θεὸ οἱ Μεσολογγίτισσες νὰ ἀφοροῦσε μόνον τὸ ὑλικὸ ψωμὶ σὲ ἐκεῖνες τὶς ἔσχατες ὧρες, ἀλλὰ καὶ τὸν "ἄρτον τῆς ζωῆς". Τὸν πνευματικὸ δηλαδὴ ἄρτο γιὰ ν' ἀποφύγουν τὸν δεύτερο θάνατο. "Καὶ ὁ ἄρτος ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σὰρξ μοῦ ἐστίν, ἥν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς..." Τὸ "κι ἐβάστασαν ὅλες κατ' αὐτὸν τὴ χούφτα σηκωμένη" μᾶς θυμίζει τὸ νόημα τοῦ 140οῦ ψαλμοῦ: "Πρόσχες τὴ φωνὴ τῆς δεήσεώς μου... ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή... εἰσάκουσόν μου, Κύριε..." ἀκόμα καὶ στὸ ποίημά του "Ἡ γυναῖκα τῆς Ζάκυνθος" διαβάζουμε τὸν στίχο "Καὶ ὕψωσα τὰ μάτια καὶ τὰ χέρια κατὰ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ κάμω δέηση μὲ ὅλη τὴ θερμότητα τῆς ψυχῆς".

Στὴν Καταβασία τῶν Χριστουγέννων "Ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαὶ καὶ ἄνθος ἐξ αὐτῆς, Χριστέ, ἐκ Παρθένου ἀνεβλάστησας", ὁ Σολωμὸς ἀντιπαραβάλλει τὸν στίχο: "Ἔτσι ξεπετάχθηκε ἀπὸ τὴ Ράβδο τὸ θεϊκὸ λουλούδι".

Στοὺς Αἴνους τῆς Μ. Πέμπτης τὸ τρίτο τροπάριο ἀναφέρεται στὴν Σταύρωση τοῦ Κυρίου: "Σταυρωθέντος Σου, Χριστέ, πᾶσα ἡ κτίσις βλέπουσα ἔτρεμε τὰ θεμέλια τῆς γῆς διεδονήθησαν φόβῳ τοῦ κράτους Σου... τὰ μνημεῖα ἠνεώχθησαν καὶ νεκροὶ ἐκ τάφων ἐξανέστησαν". Ἀντίστοιχα ὁ Σολωμὸς γράφει: "ὅτε ἔβγαλε τὸ ὕστατο παράπονο ὁ Ἰησοῦς, σείστηκε ὅλη ἡ πλάση ἀπὸ τὸ σπαραγμὸ κι οἱ πεθαμένοι τότες, ὄχι βάρυπνοι παρὰ μὲ μάτι τρομαγμένο τινάχθηκαν ὀρθοί" ("Ἡ Σταύρωση τοῦ Κυρίου").

Καταπληκτικὲς εἶναι καὶ οἱ νοηματικὲς καὶ λεκτικὲς ὁμοιότητες στίχων τοῦ Σολωμοῦ μὲ τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μᾶς πρὸς τὴν Παναγία. Στὸ ἔργο τοῦ "Ἡ Σύλληψη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου" ὁ Σολωμὸς γράφει: "Ὑψώθηκε στὸν οὐρανὸ ξάφνου μιὰ ἁρμονία ποὺ ὑμνολογοῦσε τ' ὄμορφο κρίνο τὸ παρθενικό, ἀπ' ὅπου θὰ γεννιότανε ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ κι ἀγκάλιαζε τὸν Πλάστη ἡ μελωδία".

Ἀντίστοιχα στοὺς "Χαιρετισμοὺς τῆς Θεοτόκου" διαβάζουμε: "Χαῖρε ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τὴ γῆ Χαῖρε ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς Χαῖρε δι' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει...". Ὁ Σολωμὸς ἐξυμνεῖ τὸ ὄνομα τῆς Μεγαλόχαρης καὶ καταλήγει: "Ἀγκαλιάσματα γέλια καὶ φιλιὰ παντοῦ ὅπου κι ἂν κοιτάξεις θαρρεῖς ξεχύνεται διπλῆ ἡ εὐφροσύνη τῆς Παράδεισος". Στὸν Μικρὸ Παρακλητικὸ Κανόνα διαβάζουμε: "Χαρᾶς μου τὴν καρδίαν πλήρωσον, Παρθένε, ἡ τῆς χαρᾶς δεξαμένη τὸ πλήρωμα".

Στοὺς "Ἐλεύθερους Πολιορκημένους" ὁ Σολωμὸς (Σχέδ. 1 καὶ 2) γράφει:

"Στοῦ τέκνου σύρριζα τοῦ νοῦ, Θεοῦ τῆς μάνας μάτι

λόγῳ, ἔργῳ, νόημα καί

λογισμὸς κι ἔργα κι ὄνειρα, τί χάρη ἔχουν τὰ μάτια,

Ἔργα καὶ λόγια στοχασμοὶ στέκομαι καὶ κοιτάζω..."

Πέρα ἀπὸ τὴν θεοκεντρικότητα ποὺ ἐκφράζουν οἱ στίχοι αὐτοί, ποὺ ἀναφέρονται στὸ μάτι τῆς μάνας τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὸν λόγο, τὸ ἔργο, τὸ νόημα καὶ μὲ ὅλη τῆς τὴν ὕπαρξη βρίσκεται σύρριζα στὸ νοῦ τοῦ Υἱοῦ τῆς καὶ Θεοῦ, τὶς λέξεις "λόγῳ, ἔργῳ, νόημα" φαίνεται τὶς δανείσθηκε ὁ ποιητὴς ἀπὸ τὴν εὐχὴ τοῦ ἱερέα στὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία: "Ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός...καί πὰν ἁμάρτημα τὸ παρ' αὐτοῦ πραχθὲν ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ διανοία ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς συγχώρησον".

Ἀμέτρητες εἶναι οἱ ἐκφράσεις, αὐτούσιες ἢ παραλλαγμένες, τοῦ Σολωμοῦ παρμένες ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή.

ΚΑΙ Ἡ ΦΥΣΗ ΥΜΝΕΙ ΤΟΝ ΘΕΟ

Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ὁ Σολωμὸς ἔδειχνε ἰδιαίτερη εὐαισθησία στὸ φυσικὸ περιβάλλον. "Ὅταν ἀπαντοῦσε φύσιν ὡραίαν ἐγίνετο παρευθὺς σκεπτικὸς καὶ σιωπηλὸς" γράφει ἕνας παλιὸς συμμαθητής του, ὁ Ζῆλος (Λόγος ἐπιτάφιος εἰς τὸν θάνατον τοῦ Δ. Σολωμοῦ σελ. 6). Καὶ σὲ ἕναν σχετικὸ στοχασμό του ὁ ἴδιος ὁ Σολωμὸς λέγει: "Ἐφάρμοσε εἰς τὴν πνευματικὴν μορφὴ (ὅποιας ἀνθρώπινης πνευματικῆς ἐργασίας) τὴν ἱστορίαν τοῦ φυτοῦ, τὸ ὁποῖον ἀρχινάει ἀπὸ τὸν σπόρο καὶ γυρίζει εἰς αὐτόν, ἀφοῦ περιέλθει, ὡς βαθμοὺς ξετυλιγμοῦ, ὅλες τὶς φυτικὲς μορφές, δηλ. τὴν ρίζα, τὸν κορμόν, τὰ φύλλα, τὰ ἄνθη καὶ τοὺς καρπούς". Ἡ φύση δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὴν ψυχολογία τῶν ἀνθρώπων. Τότε, στὸ Μεσολόγγι, ἔβαλε τοὺς Πολιορκημένους σὲ πειρασμὸ νὰ θέλουν κι ἐκεῖνοι νὰ ζήσουν μαζὶ τῆς καὶ νὰ χαροῦν τὶς καλλονὲς τῆς μέχρι τὸ σημεῖο νὰ φοβοῦνται μήπως αὐτή τους ἡ ἐπιθυμία χαλαρώση τὴν ἔνταση τοῦ πάθους τους γιὰ τὸν Ἀγῶνα.

Στὸ ποίημά του "Κρητικὸς" ἡ φύση, λέει ὁ ἥρωας:

"Μ' ἄδραχνεν ὅλη τὴν ψυχὴ καὶ νά' μπεῖ δὲν ἠμπόρει.

Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κ' ἡ ψυχή μου".

Καὶ στὸν "Πόρφυρα": "Φύση χαμόγελ' ἄστραψες κι ἐγίνηκες δική του'

ἐλπίδα τοῦ ἔδεσες τὸ νοῦ μ' ὅλα τὰ μάγια ποὺ' χεῖς'

νιὸς κόσμος ὄμορφος παντοῦ χαρᾶς καὶ καλωσύνης"'

"Τὴ φύση ἀπὸ τσ' ὄμορφες καὶ δυνατὲς ἀγκάλες,

ὁποὺ τὸν ἐγλυκόσφιγγε καὶ τοῦ γλυκομιλοῦσε".

Νιώθει ὁ ποιητὴς πῶς μιὰ ὑπερούσια χαρὰ πνευματοποιημένη πλημμυρίζει τὴν ψυχή του στὸ ἀντίκρυσμα μιᾶς φυσικῆς ἐδεμικής, πλούσιας, ποικίλης ποὺ τὸν ὁδηγεῖ ὄχι στὴν πεζὴ καθημερινότητα, ἀλλὰ στὸν ἔσω χῶρο, στὸ ἅγιο βῆμα τῆς ψυχῆς ποὺ εἶναι χῶρος κρυφός, ἀνεξήγητος στὰ συνηθισμένα μυαλά. Ἔτσι ἡ φύση εἶναι ἕνα δῶρο στὸν ἄνθρωπο, ὄχι μόνον γιὰ τὴν συντήρησή του ἢ καὶ νὰ ἱκανοποιῇ τὶς καλλιτεχνικές του εὐαισθησίες, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ βλέπη μέσα σ' αὐτὴν τὸ μυστήριο ἐκεῖνα ποὺ δὲν φαίνονται. Τὸν βοηθάει, δηλαδή, στὴν πνευματικὴ θέαση τῶν ὄντων καὶ τ' οὐρανοῦ. Ζὴ ὁ ἄνθρωπος μέσα στὴν ὄμορφη φύση καὶ νιώθει πῶς ὅλα τὰ ὄντα γύρω του, ἔμψυχα καὶ ἄψυχα, συνομιλοῦν μὲ τὸν Δημιουργὸ καὶ πρὸς Αὐτὸν ἀκατάπαυστα κινοῦνται. Σὲ τέτοιες στιγμὲς θαυμασμοῦ τῆς φύσης τίποτε τὸ γήϊνο δὲν εἰσδύει μέσα του. "Ἀπὸ γὰρ τοῦ μεγέθους καὶ τῆς καλλονῆς τῶν κτισμάτων ἀναλόγως καὶ ὁ γενεσιουργὸς θεωρεῖται", θὰ πὴ ὁ Σοφὸς Σολομῶν (13,5). Καὶ ὁ Σολωμὸς θὰ συνεχίση στὸ ποίημά του "Ψαλμός":

"Ὅλα μιλοῦν γιὰ τὸ Θεό. Μιλεὶ ἡ γελαστὴ ἐμφάνιση

τοῦ φεγγαριοῦ καὶ τῶν ἄστρων

μιλεὶ τὸ δυνατὸ μούγκρισμα τῶν καταιγίδων

μιλεὶ τῆς θάλασσας τὸ βαθειὸ ἀνατρίχιασμα.

Ὅταν ὁ ἥλιος ξυπνᾶ ὅλον τὸν κόσμο,

μιλοῦν οἱ ἀμέτρητες φωνές του

καὶ γιὰ τὸ Θεὸ λένε τόσα ὡραῖα πράγματα

ὅσα δὲν μπορεῖ θνητὸ γόνιμο ἀχείλι.

Ὅλη ἡ δημιουργία τὸ Θεὸ παρακαλεῖ καὶ αἰσθάνεται

ἀπὸ τοῦ χορταριοῦ τὸ φυλλαράκι ἕως τὸ οὐράνιο ζαφείρι.

Μόνο τοῦ ἀνθρώπου ἄφωνος μένει ὁ νούς"

(Κ. Καιροφύλα: Σολωμοῦ Ἀνέκδοτα ἔργα, σελ. 123)

ΩΔΗ ΕΙΣ ΜΟΝΑΧΗΝ

Τίποτε ἄλλο ἂν δὲν εἶχε γράψει ὁ Σολωμός, γράφει ἕνας κριτικός του, θὰ ἀρκοῦσε μόνον αὐτὸ τὸ περίφημο ὑμνολόγημά του "Εἰς Μοναχήν", γιὰ νὰ τοῦ χαρίση τὸν τίτλο τοῦ ἀληθινοῦ ποιητῆ τῆς θρησκείας. Σ' αὐτὸ τὸ ποίημα ἐκδηλώνεται μέχρι μυστικισμοῦ ἡ θρησκευτικότητα τοῦ ποιητῆ Εἶναι τὸ πιὸ ἐκκλησιαστικό του ποίημα. Ἀναφέρεται σὲ μιὰ νέα, τὴν Ἄννα Μαρία Ἀναστασία Γουράτο Γεωργομήλα, ὅταν ντύθηκε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα τῆς Μοναχῆς στὸ μοναστήρι τῶν Ἁγίων Θεοδώρου καὶ Γεωργίου στὴν Κέρκυρα, στὶς 18 Ἀπριλίου 1829.

Αὐτὴ ἡ κόρη ντύνεται τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἀφιερώνεται στὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ, μόλις πέθαναν οἱ γονεῖς της κι ἔμεινε μόνη στὴν ζωή. Νιώθει τὴν πίκρα τῆς ὀρφάνιας καὶ γυρεύει τὴν γαλήνη στὴν μόνωση καὶ τὴν περισυλλογή, μιὰ ζωὴ ἐρημίτη. Ἀποφασίζει νὰ ἐγκαταλείψη τὴν πικρὴ ἀνεμοζάλη τῆς ζωῆς καὶ νὰ ζήση ἐκεῖ ποὺ δὲν φθάνει ἡ τρικυμία τῆς ἁμαρτίας παρὰ μόνον ὁ ἀντίλαλος τῆς ζωῆς. Ἐκεῖ ποὺ τὰ ἀνθρώπινα πάθη κείτονται γαληνεμένα καὶ θὰ μελετᾶ τὰ κάλλη τοῦ Παραδείσου. Καὶ ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατό της θὰ πεταχθῇ ὀλόχαρη καὶ θὰ παρουσιασθῇ στὸν Μεγάλο Κριτή.

Τὴν ὥρα τοῦ μυστηρίου καὶ οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται. Οἱ ἄγγελοι κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ παρακολουθοῦν κρυμμένοι στὰ σύννεφα τοῦ λιβανωτοῦ ὡς μάρτυρες καὶ θαυμαστὲς καταγράφουν τὴν Ὁμολογία ποὺ δίνει ἡ Μοναχὴ μπροστὰ στὸν Ἐπίσκοπο. Πανηγυρίζουν τὸ χαρμόσυνο γεγονός, ψάλλουν τὰ κάλλη τῆς νέας τῆς ζωῆς καὶ ἐκείνη τοῦ Παραδείσου κοντὰ στὸν Χριστό. Μέσα ἀπὸ τὸ μεσόφωτο τοῦ μοναστηριοῦ θὰ ζὴ τὴν ὀμορφιὰ ἑνὸς ἄλλου κόσμου, θὰ στρέφη τὰ μάτια τῆς στὸν οὐρανὸ καὶ θὰ προγεύεται τῆς αἰώνιας χαρᾶς τοῦ ἄλλου κόσμου.

Σὲ λίγες στροφὲς ὁ Σολωμὸς κλείνει ὅλον τὸν γῦρο τῆς συνειδητῆς θρησκευτικῆς ζωῆς, ὅπως ταιριάζει σὲ ἕναν πιστὸ Χριστιανὸ καὶ μάλιστα σὲ ἕναν Μοναχὸ ἢ Μοναχή. Καὶ καταφέρνει σὲ αὐτὸ τὸ ποίημά του, ποὺ μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ ὕμνος τῆς μοναχικῆς ζωῆς, μὲ στίχους ποὺ λαμποκοποῦν ἀπὸ ὀμορφιὰ καὶ ζωντανεύει αὐτὸν τὸν κύκλο τῆς ζωῆς ἐπειδὴ καὶ ὁ ἴδιος εἶχε ἰδιαίτερη εὐαισθησία πρὸς τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἐμπνέεται ἄμεσα στὶς εἰκόνες τοῦ ἀπὸ διάφορα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἀκολουθεῖ τὴν ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ καὶ Μεγάλου Σχήματος ποὺ διαβάζεται κατὰ τὴν κουρὰ τῶν Μοναχῶν.

Σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ποὺ ντύνεται ἡ κόρη τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Γίνεται νύφη τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ὑποδέχονται οἱ ἄγγελοι μὲ τὸ "Χριστὸς Ἀνέστη". Συγχαίρουν καὶ συμβουλεύουν τὴν νέα κόρη:

Ἁγιογραφικὰ κείμενα ἀπὸ τὴν κουρὰ Μοναχοῦ:

"Βλέπε, τέκνον, οἵας συνθήκας δίδως τὼ Δεσπότη Χριστῷ. Ἄγγελοι γὰρ πάρεισιν ἀοράτως, ἀπογραφόμενοι τὴν ὁμολογίαν σου ταύτην, ἥν μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι ἐν τῇ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ"

Στίχοι Σολωμοῦ:

"Ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Ἄπλαστου

οἱ Ἄγγελοι κατεβήκαν

καὶ μὲς στοῦ μοσχολίβανου

τὸ σύγνεφο ἐμπῆκαν

νὰ ἰδοῦν ποὺ τὸ κοράσιο

κινάει στὴν ἐκκλησιά".

Οἱ ἄγγελοι ὑποδέχονται τὴν νέα στὸ μοναστήρι καὶ εἶναι ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης. Ψάλλουν τὸ "Χριστὸς Ἀνέστη" καὶ βεβαιώνουν τὴν κόρη πῶς ἡ ὄψη της ταιριάζει γιὰ νύμφη τοῦ Χριστοῦ:

"Χριστὸς ἀνέστη, ἐψάλανε

μὲ τὰ γλυκά τους χείλη

Χριστὸς ἀνέστη, ἐκάνανε

κι ἀστράφτανε σὰν ἥλιοι".

"Χαῖρε, ἀδελφή! Μ' ἀρέσουνε

τῆς ὄψης σου οἱ χλωμάδες

τῆς Νύμφης τοῦ Χριστοῦ".

"Χαῖρε, ὅτι πολὺς ὁ μισθὸς σοῦ ἐν τοὶς οὐρανοῖς ὑπάρχει. Χαῖρε οὔν χαῖρε, καὶ ἀγαλλιάσει ἀγαλλιῶ, ὅτι σήμερον ἐξελέξατό σέ, καὶ διεχώρισεν Κύριος ὁ Θεὸς ἀπὸ τῆς ἐν κόσμῳ ζωῆς καὶ ἔθετο, ὡς ἐν προσώπῳ αὐτοῦ, ἐν τῇ παρατάξει τῆς Μοναχικῆς ζωῆς, ἐν τῇ στρατεία τῆς ἀγγελοειδοῦς ζωῆς, ἐν τὼ ὕψει τῆς οὐρανομιμήτου πολιτείας". (Ἐδῶ τὰ ἀντίστοιχα λόγια λέει ὁ ἴδιος ὁ Μοναχὸς ἢ ἡ Μοναχή, ὅταν ντύνεται τὴν μοναχικὴ στολή).

"Ἀγαλλιάσεται ἡ ψυχή μου ἐπὶ τὼ Κυρίω. Ἐνέδυσέ με γὰρ ἱμάτιον σωτηρίου καὶ χιτῶνα εὐφροσύνης περιέβαλέ με ὡς νυμφίῳ, περιέθηκέ με μίτραν καὶ ὡς νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμον".

Στὴν συνέχεια οἱ Ἄγγελοι ἀναλύουν τὶς σκέψεις καὶ τοὺς πόθους τῆς νέας. Πῶς νιώθει τὴν πίκρα τῆς ὀρφάνιας, πῶς συγκρίνει τὴν νέα της ζωὴ μὲ τὴν προηγούμενη.

"Μὴ οὔν προτιμήσης τί τοῦ Θεοῦ μὴ ἀγαπήσης μήτε πατέρα, μήτε μητέρα, μήτε ἀδελφούς, μήτέ τινα τῶν ἰδίων, μήτε σεαυτὸν ἀγαπήσης ὑπὲρ τὸν Θεόν"

"Ἀποτάσση γάρ... συνήθεσι, τοὶς ἐν τὼ κόσμῳ, θορύβοις, φροντίσι, κτήνεσιν, ὑπάρξεσιν, τὴ κενὴ καὶ ματαία ἡδονή τε καὶ δόξη".

"Ζάλη ἁμαρτημάτων περιέχει με, Σωτήρ, καὶ μηκέτι φέρων τὸν κλύδωνα, σοὶ προσπίπτω τὼ μόνῳ Κυβερνήτη..."

"Ὁ καὶ τὸν σὸν πόθον εἰδώς...επιλάβοιτο καὶ ἐπαγκαλίσαιτο, καὶ ὑπερασπίσαι σου καὶ γένοιτό σοι τεῖχος ἰσχυρὸν ἀπὸ προσώπου ἐχθροῦ...συγκοιταζόμενος καὶ συνανιστάμενος, γλυκαίνων καὶ εὐφραίνων σου τὴν καρδίαν..."

"Ἀφοῦ τὸν θάνατο ἔκλαψες

τῆς δόλιας σοῦ μητέρας

καὶ τοῦ πατρός σου ἀπόμεινε

Μόνος αὐτὸς πατέρας

πάντα περνάει τὰ σπλάχνα του

τὸ δάκρυ τοῦ ὀρφανοῦ.

Γλυκὸ εἶναι τῆς Παράδεισος

νὰ μελετᾶς τὰ κάλλη

πικρή' ναὶ ἡ φοβερότατη

τοῦ κόσμου ἀνεμοζάλη.

Μόν' ἐδῶ φτάνει ὁ ἀντίλαλος, δὲ φτάνει ἡ τρικυμιά.

Ἐδῶ ὁ Χριστὸς στὰ ὀνείρατα

σ' ἐσένα κατεβαίνει

Ἐδῶ εὐτυχία καὶ θρίαμβος,

ἐκεῖ 'ναι συμφορά!".

Ὁ ποιητὴς ἐκφράζει καὶ ἄλλους θρησκευτικοὺς στοχασμοὺς γιὰ τὴν ζωὴ τῆς Μοναχῆς στὸ μοναστήρι ὥσπου νὰ φτάση τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς:

"Ὤς ποὺ ὁ Καιρὸς ὁ γέροντας

νὰ χάσει τὰ φτερά του.

Φριχτή 'ναι ἡ ὥρα ποὺ ἄνθρωπος

βαριὰ ψυχομαχά."

"...Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν" (Ἰωάν. Ἄ, 3, 14). Ὅμως "Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον! Πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρμονίας καὶ τῆς συμφυΐας, ὁ φυσικώτατος δεσμός, θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται".

Καὶ ἔρχεται ἀμέσως ἡ παρηγοριὰ τῆς θρησκείας:

"Ὁ πανοικτίρμων οὔν Θεὸς καὶ πολυέλεος... γένοιτό σοι πέτρα ὑπομονῆς, παρακλήσεως ἀφορμή, εὐτονίας χορηγός... γλυκαίνων καὶ εὐφραίνων σοῦ τὴν καρδίαν τὴ παρακλήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος".

"Μὴ φοβηθῇς νά 'σ' ἔρημη

τότε ἀπὸ κάθε μάτι

ἰδού, ὁ Χριστός, ποὺ γέρνοντας

στοῦ πόνου τὸ κρεβάτι

σοῦ σιάζει τὸ προσκέφαλο

καὶ σὲ παρηγορά".

Ἐκείνη τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου διακόπτεται (ἀναστέλλεται) προσωρινὰ ὁ ἀρραβῶνας τῆς Μοναχῆς μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ συντελέστηκε μὲ τὴν ἔνδυσή της τοῦ μοναχικοῦ σχήματος. Ἀλλά:

"Εὐτυχισμένο λείψανο

θέλει σοῦ δώσει πάλι

τὸν ἀρραβῶνα ὁ ἴδιος

ὅπου σοῦ πῆρε ἀγάλι

τὴν ὥρα ποὺ ἀπομείνανε

τὰ στήθια σου νεκρά".

Ὁ Σολωμὸς πίστευε ἀκράδαντα στὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἔτσι ἡ συνείδηση ὅτι ἡ ζωὴ ἔχει συνέχεια, τοῦ ἐπιτρέπει νὰ πιστεύη πῶς μεταθανάτια, μὲ τὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, θὰ ἐπέλθη καὶ ἡ δικαίωσή τους καὶ ἑπομένως καὶ ἡ Μοναχὴ θὰ ξαναλάβη τὸν ἀρραβῶνα.

Καὶ ὕστερα ἀπὸ κάποια χρονικὴ προσμονὴ τῆς Μοναχῆς καὶ τῶν ἄλλων νεκρῶν στὸν τάφο καρτερῶντας τὴν Κρίση, ἀκούεται τὸ σάλπισμα τῆς Δευτέρας Παρουσίας:

"Σαλπίσει γὰρ καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι" (Α'Κορ. 15, 52)

"Ξύπνα, ἀδελφή, τὴ Σάλπιγγα τὴν ὕστερη ἀγροικῶ"

"Τὰ μάτια της ἀστράψανε

τοῦ τάφου ἀπὸ τὴν κλίνη'

Κοίτα! πετιέται ὀλόχαρη

καὶ μὲς στὸ λάκκο ἀφήνει

τοὺς μόσχους τοῦ Μαϊάπριλου

ποὺ δὲν ὑπάρχει πλιά"

Ἔτσι ζωγραφίζει ζωντανὰ ὁ Σολωμὸς τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ αἰσθητοποιεῖ μὲ τὴν Ἀνάσταση τῆς Μοναχῆς καὶ τὸ ντύνει μὲ χαρά, "κοίτα πετιέται ὀλόχαρη". Συμφωνεῖ καὶ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση πῶς σὲ σώματα ἁγίων ἀνθρώπων μετὰ τὸ θάνατό τους τὰ σκηνώματα καὶ οἱ τάφοι τους μοσχοβολοῦν μιὰ οὐράνια καὶ εὐχάριστη εὐωδία. Αὐτὴν τὴν ἔννοια ἔχει ὁ στίχος "τοὺς μόσχους τοῦ Μαϊάπριλου".

Μὲ τοῦτο τὸ ποίημα ὁ Σολωμὸς δείχνει ἕναν ἰδιαίτερο θρησκευτικὸ τρόπο ζωῆς ποὺ ἐμπνέει τὸν ἀγῶνα ποὺ πρέπει ἐλεύθερα νὰ κάνη ὁ ἄνθρωπος κατὰ τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Περισσότερο συγκινεῖ σ' αὐτὸ ὁ μέσα πλοῦτος, αὐτὸς ὁ ὄμορφος κόσμος ἠθικός, ἀγγελικὰ πλασμένος τῆς Μοναχῆς. Ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν ποίησή του τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα παρουσιάζεται τόσο βαθὺ καὶ ἡ ἐνοραματικὴ τοῦ δύναμη μὲ τέτοια λυρικὴ τέχνη, ποὺ δίκαια φέρνει στὸν νοῦ μας τὴν ποίηση τῶν μεγάλων ὑμνογράφων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ κ.ἄ. "Γι' αὐτὸ θὰ περάσουν τὰ χρόνια καὶ οἱ καιροὶ καὶ ἡ Μοῦσα θὰ κτίση στὴν Ἑλλάδα ναοὺς καὶ λειτουργοὺς θά' βρει ἁγνότερους καὶ πιὸ ἄξιους, πιὸ ξακουστοὺς κι ἀκόμα ὁ Σολωμὸς θὰ στέκεται στὴν κορφή...", ὅπως εἶπε ὁ Κ. Παλαμᾶς. Ἀλλὰ καὶ ὁ Νομπελίστας μας ποιητὴς Ὀδ. Ἐλύτης δὲν ἔχει ἄδικο ποὺ μᾶς προτείνει:

"Ὅπου καὶ νὰ σᾶς βρίσκει τὸ κακό, ἀδελφοί,

ὅπου καὶ νὰ θολώνει ὁ νούς σας,

μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό

καὶ μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Ἡ λαλιὰ ποὺ δὲν ξέρει ἀπὸ ψέμα

θ' ἀναπαύσει τὸ πρόσωπο τοῦ μαρτυρίου

μὲ τὸ λίγο βάμμα τοῦ γλαυκοῦ στὰ χείλη"

(Ὀδυσσέα Ἐλύτη "Ἄξιον ἐστὶ" Δ' ἔκδοση σ. 54).

  • Προβολές: 4038