Ὁ θρησκευτικος Διονυσιος Σολωμος (Α')
Κώστα Παπαδημητρίου
Ὁ Διονύσιος Σολωμὸς ἦταν σωστὸς Ἕλληνας καὶ ἀληθινὸς Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Δύο ἀγάπες σ' ὅλη του τὴν ζωὴ κατέκλυζαν τὴν καρδιά του: Ἡ Ἑλλάδα καὶ ἡ Χριστιανικὴ Ὀρθόδοξη θρησκεία. Τούτη ἡ μελέτη ἀναφέρεται στὴν δεύτερη. Στὴν ψυχοσύνθεσή του, ἀπὸ τὰ γεννοφάσκια τοῦ σχεδόν, φύτρωσε ἡ θρησκευτικότητά του. Τὰ θρησκευτικά του βιώματα ἐξάλλου ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἦταν ἔντονα. Ἔζησε τὸ πνεῦμα τῆς θρησκευτικότητας τῶν ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων κοντὰ στοὺς γονεῖς του. Ὁ πατέρας τοῦ Νικόλαος τὸν ἀγαποῦσε πολύ, ὅπως καὶ τὸν ἀδελφὸ τοῦ Δημήτριο καὶ τακτικὰ ἔλεγε γι' αὐτὰ τὰ παιδιά του: "Ἀναθράφηκαν στὶς ἀγκάλες μου καὶ σφόδρα τ' ἀγαπῶ, ὦσπερ νὰ ἦταν λεγκτίτιμα κατὰ τοὺς νόμους τῆς Ἐκκλησίας" (Σολωμοῦ Ἅπαντα, Προλεγόμενα Μαρίνου Σιγούρου, σελ. 15)
Ἀλλὰ καὶ ἡ συμμετοχὴ τοῦ μικροῦ Διονύσιου στὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἄφησαν ἀνεξίτηλα στοιχεῖα της καὶ σημάδεψαν τὸν κατοπινὸ χαρακτῆρα του. Στὴν προσωπικότητά του συνέβαλαν βέβαια καὶ οἱ θρησκευόμενοι δάσκαλοί του, Ἀντώνιος Μαρτελάος καὶ ὁ Ἰταλὸς ἀββᾶς Santo Rossi. "Σπούδαζε τὴν Ἁγία Γραφὴ καί, ὅπως βεβαιώνει ἕνας ἀπὸ τοὺς ὕστερα δασκάλους του, ἀπάγγελνε παθητικὰ τοὺς Ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ, τοὺς Θρήνους τοῦ Ἰερεμία καὶ τὸ μεγάλο ποίημα τοῦ Ἰὼβ" (Κ. Παλαμᾶ-Γ. Ψυχάρη: "Γύρω στὸ Σολωμὸ" σελ. 13). Αὐτοὶ ὅλοι ἐνστάλαξαν τὴν εὐσέβεια στὴν ψυχὴ τοῦ μικροῦ Σολωμοῦ καὶ ἔτσι ἡ προσωπικότητά του βρέθηκε ἐμποτισμένη ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο.
Γαλουχημένος ἀπὸ μιὰ τέτοια θρησκευτικὴ παιδεία, ἀγάπησε ἀργότερα καὶ μελετοῦσε τὰ βιβλία τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ Ι. Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἔτσι ποῦ ἀργότερα ἡ θύραθεν παιδεία δὲν βρῆκε ἀνοιχτὴ πόρτα νὰ τοῦ ἀλώση τὴν συνείδηση.
Ὕστερα ἀπὸ μιὰ τέτοια παιδεία καὶ ζωὴ προέκυψε ὁ ἀληθινὸς Χριστιανὸς ποιητής, ὁ λειτουργός, ποῦ μέσα του ἔνιωθε τὸν Θεό. Αὐτὸ τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα κράτησε σ' ὅλη του τὴν ζωή. Ἔχοντας "πάντα ἀνοιχτὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τοῦ ("Πόρφυρας") καὶ γνωρίζοντας πῶς ὁ ἄνθρωπος "εἶναι λιγόζωος σ' αὐτὴν ἐδῶ τὴ χτίση, τὴν κατοικιά", ποῦ ἔπλασε ὁ Πλάστης ("Εἰς Μοναχήν"), ἀγωνίζεται νὰ βρίσκεται διαρκῶς σὲ πνευματικὴ κίνηση καὶ ὑπαρξιακὴ ἀνησυχία ποῦ σχετίζεται μὲ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ.
Στὸ ποίημά του "Ἡ θρησκεία" θὰ πή:
"Ποιά εἶναι αὐτὴ ποῦ αἰσθάνομαι νὰ μοῦ ἐγγίζει
τὴν καρδιὰ καὶ νὰ μοῦ ἀναγαλλιάζει ὅλες τὶς αἰσθήσεις,
Εἶν' ἡ Θρησκεία, ποῦ μέσ' τὸν Ὠκεανό
τῆς ζωῆς, ἔρχεται τὴ θνητὴ καρδιὰ ν' ἀνυψώσει"
(Κ. Καιροφύλα, Σολωμοῦ ἀνέκδοτα ἔργα, σελ. 123)
Τὸ κάθε τί γιὰ τὸν Σολωμὸ ξεκινᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ στὸν Θεὸ ἐπιστρέφει. Δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸν Διαφωτισμὸ ποῦ βλέπει τὰ πάντα γνωσιολογικὰ καὶ ἀρνεῖται τὸν Ὀρθολογισμό, ὅταν εἶναι ἄθεος. Τὸν Πλάτωνα καὶ τὴν ἀρχαία Φιλοσοφία δὲν τὰ ἀρνεῖται, δὲν μένει ὅμως ἐγκλωβισμένος σὲ αὐτά. Ἁπλὰ τοὺς ὑποτάσσει στὸν θεῖο λόγο. Στὸν "Διάλογο" ὁ Σοφολογιώτατος λέει: "Μὴ μελετήσεις κανέναν, γιατί ὁ Πλάτων ἀξίζει γιὰ ὅλους (τοὺς σοφοὺς) ποῦ ζοὺν καὶ θὰ γεννηθοῦν". Καὶ ὁ ποιητὴς θὰ ἀπαντήση: "Δίκαιη κρίση, ἀλλὰ ἡ Προφητεία τὴν ὑπερβαίνει". Στὴν Προφητεία ἐντάσσει τὸν Χριστό, τοὺς Προφῆτες καὶ ὅλους τοὺς ἁγίους τῆς Χριστιανοσύνης.
Ἀμαρτια- προσευχη- μετανοια
Ἡ θεοκεντρικότητα τοῦ Σολωμοῦ ἐπεκτείνεται σὲ ὅλες τὶς διαστάσεις καὶ τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς. Ὁ Θεὸς γι' αὐτὸν εἶναι πανταχοῦ παρών, εἶναι Πατέρας, εἶναι προστάτης καὶ βοηθὸς τοῦ ἀνθρώπου σὲ ὅλες τὶς δύσκολες στιγμές του.
Στὸ ποίημά του "Λάμπρος" καὶ στὸ κεφάλαιο "Τὸ ὄνειρο τῆς Μαρίας" ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἀβοήθητη, χωρὶς τὸν ἄντρα της κοντά της, θαλασσοδέρνεται καὶ κινδυνεύει νὰ πνιγῇ. Ἡ μόνη της ἐλπίδα ὁ Θεός. Ὁ Σολωμὸς βάζει στὸ στόμα της τοὺς παρακάτω στίχους του:
"Μοῦ φαίνεται πῶς πάω καὶ ταξιδεύω
στὴν ἐρμιὰ τοῦ πελάγου εἰς τ' ὄνειρό μου'
Μὲ τὸ κῦμα, μὲ τοὺς ἀνέμους παλεύω
μοναχή, καὶ δὲν εἶσαι στὸ πλευρό μου. (ὁ ἄνδρας της)
Δὲ βλέπω μὲ τὸ μάτι ὅσο γυρεύω
πάρεξ τὸν οὐρανὸ στὸν κίνδυνό μου'
Τόνε τηράω, βόηθα, τοῦ λέω, δὲν ἔχω
πανί, τιμόνι, καὶ τὸ πέλαο τρέχω".
Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ ἁμαρτία. Δυνατοὶ στοχασμοὶ περικυκλώνουν τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ μιλᾶνε μὲ λόγια ἥμερα, γλυκὰ καὶ δελεαστικά. Γι' αὐτὸ φωνάζει: "Πάντα ἀνοιχτά, πάντ' ἄγρυπνα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον" καὶ στὸν εὐαγγελικὸ στίχο: "Ἀγρυπνεῖτε οὔν ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι" (Λουκᾶ 21, 36)
Σὰν κῦμα ἀνεμπόδιστο χτυπᾶ ἡ ἁμαρτία τὸ κεφάλι καὶ τὸ στῆθος τοῦ ἀνθρώπου. "Ὄχι" φωνάζει ὁ Σολωμός, "οὔτε τὸ κῦμα, οὔτε κανένα δυνατὸ θεριὸ δὲν μπορεῖ ν' ἀγγίξει τὸ χρυσὸ καρπὸ τῆς ψυχῆς. Ἀμάλαγη κι ἀθάνατη πέφτει στὸν κόρφο τοῦ Θεοῦ ποῦ τὴν ἔπλασε" (Λίνου Πολίτη: "Σολωμοῦ "Ἰταλικὰ ποιήματα". Ν. Ἑστία, τεῦχος 62, 1957, σελ. 119-120)
Ἔχει μέσα του ὁ ἄνθρωπος ἕνα κομμάτι ἀπ' τὸν Παράδεισο, μιὰ δύναμη γιὰ ἀντίδραση στοὺς πειρασμούς. Ὁ Σολωμὸς θὰ πή:
"Ἡ Κόλαση πάντ' ἄγρυπνη σοῦ στήθηκε τριγύρω.
Ἀλλὰ δὲν ἔχει δύναμη πάρεξ μακριὰ καὶ πέρα.
Μακριὰ ἀπ' τὴν Παράδεισο, κι ἐσὺ σ'εσέ' χεῖς μέρος.
Μέσα στὰ στήθια σοῦ τ' ἀκοῦς, καλέ, νὰ λαχταρίζει;
Νιὸς κόσμος ὄμορφος παντοῦ χαρᾶς καὶ καλωσύνης".
Ἐννοεῖ πῶς μέσα στὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ , τοῦ Πλάστη.
Μὰ καὶ μετὰ τὴν ἁμαρτία, ὁ Πλάστης δὲν παύει νὰ κρατᾶ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες προσμένοντας τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο νὰ ἐπιστρέψη κοντά του συγχωρῶντας του τὸ πέσιμο. Ὁ Σολωμὸς στὸ ποίημά του "Στὴ βρύση τοῦ Νταβιὰ" ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ γράφει:
"Γάργαρο εἶν' τὸ νερὸ καὶ τὸ μουρμούρισμα ποῦ ἀφήνει,
Σᾶς κράζει νὰ ξεδιψάσετε, ὧ διψασμένοι.
Σείς, ποῦ νὰ χορτάσετε τὰ γεροβελανίδια
εἴχατε συνηθίσει στὰ βρώμικα τραπέζια σας
ἐλᾶτε στὸ νερὸ νὰ καθαρισθεῖτε' κι ἡ ἀγνότη στὴν ψυχή σας ν' ἁπλωθεῖ.
Κοιτᾶτε, ἀνοίχτηκε κάθε ἐμπόδιο καὶ καμιὰ φράχτη
δὲν ἀντισκόβει τὸ βῆμα. Ἐμπρὸς ἐλᾶτε,
ὅσο δὲ σκοτεινιάζει ἀκόμα ἡ δύση"
(Κ. Καιροφύλα: "Σολωμοῦ ἀνέκδοτα ἔργα" σελ. 135.
Βαθιὲς καὶ θανατερὲς πληγὲς ἐπιφέρει ἡ ἁμαρτία στὸν ἄνθρωπο. Θεραπεύονται ὅμως μὲ τὴν δύναμη τῆς μετάνοιας. Γράφει σχετικὰ ὁ Σολωμός: " Ἀνοίγεται ἐπὶ τέλους ἡ καρδιά μου στὰ γεμᾶτα ἀγάπη λόγια τοῦ Χριστοῦ, ποῦ ἡ ἁμαρτία τὸν τρυπάει σὰν λόγχη....Καί γλυκὰ καὶ μὲ περίσσια τρυφεράδα μοῦ παραπονιέται καὶ μοῦ λέει: Μὰ γιατί, τέκνο μου, γιατί μὲ πληγώνεις κι ἄλλη μιὰ φορά; Κι ὕστερα, μὲ βαρὺ τὸ βλέμμα, ἀπὸ συμπόνια μοῦ ξεσκεπάζει τὶς πληγές....Θά μπορέσουμε τάχα νὰ ξεπλύνουμε τὶς τόσες ἀνομίες ποῦ μᾶς καῖνε;" (Λ. Πολίτη, Σολωμοῦ Ἅπαντα: Ἰταλικὰ ποιήματα, Παράρτημα, σελ. 42).
Ἔχει ὁ Χριστιανὸς ὅπλο νὰ ἀμύνεται κατὰ τῶν πειρασμῶν. Καὶ εἶναι ἰσχυρὸ καὶ ἀποτελεσματικό. Καὶ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν προσευχή. Ὁ ἴδιος τακτικὰ προσφεύγει σ' αὐτήν.
Στὸ ποίημά του "Ἡ γυναῖκα τῆς Ζάκυνθος" κέφ. 1 ταυτίζεται, ἂν δὲν εἶναι ὁ ἴδιος, μὲ τὸν Διονύσιο Ἱερομόναχο "ἐγκάτοικο στὸ ξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Λύπιου" γράφει: "....Καὶ ἐστάθηκα σιωπηλὴ γιὰ νά' βρω τί νὰ τοὺς πὼ γιὰ νὰ φύγουνε, (ὅσους τυραννοῦσαν τὴν κακιὰ γυναῖκα τῆς Ζάκυνθος). Παιδιά, ἀκοῦστε τὰ λόγια τοῦ Διονύσιου τοῦ Ἱερομόναχου. Ἐγὼ γιὰ νὰ πάω νὰ κάμω δέηση καὶ σᾶς ἀφήνω ἐδῶ....Καί ὕψωσα τὰ χέρια μου καὶ τὰ μάτια μου κατὰ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ κάμω δέηση μὲ ὅλη τὴ θερμότητα τῆς ψυχῆς...Καί ἐθυμήθηκα ἕνα ποίημα...τό ὁποῖο ἀγκαλὰ καὶ μαθημένος στὴν ποίηση τῆς Θείας Γραφῆς δὲν τὸ βρίσκω τόσο κακό, καὶ ἐβάλθηκα καὶ τὸ εἶπα ἀπὸ μέσα μου...Αλήθεια, μὰ τὴν Παναγία, ἄκουσ' ἐδῶ μὰ τὸν Ἄη Νικόλα, ἀλήθεια μὰ τὸν Ἄη Σπυρίδωνα, ἀλήθεια μὰ τὰ Ἄχραντα μυστήρια τοῦ Θεοῦ..καθώς εἶναι ἀληθινὰ καὶ ἐνεργητικὰ στὸν φαινόμενο καὶ τὸν ἀόρατο κόσμο τὰ τρία προσώπατα τῆς Ἁγίας Τριάδος..."(Δ. Σολωμοῦ "Ἅπαντα", σελ. 468 κ.ε)
Δὲν εἶναι μόνον πιστὸς Χριστιανὸς ὁ Σολωμός, μὰ καὶ θερμὸς ἑλληνολάτρης. Πονεῖ γιὰ τὴν κατάντια τῆς σκλαβωμένης πατρίδας μας καὶ πιστεύει στὴν θεϊκὴ βοήθεια γιὰ τὸ ξεσκλάβωμά της. Στὸν ἐπικήδειο λόγο τοῦ στὸν θάνατο τοῦ Φώσκολου προσθέτει:
"Κάμε μου τὴ χάρη νὰ εἰσακούσεις μιὰ παράκληση ποῦ ὅλοι σ' αὐτὸ τὸ Ἱερό, νέοι καὶ γέροι, φτωχοὶ καὶ πλούσιοι, συγγενεῖς καὶ λαός, λόγιοι καὶ ἀγράμματοι, ἰδιῶτες καὶ ἀρχές, λαϊκοὶ καὶ κληρικοί, ὅλοι, μ' ἀδιάκοπα νεύματα, μὲ χέρια καὶ μὲ κεφάλια, βλέπω νὰ μοῦ βάζουν στὰ χείλη:
Ὧ, ἀθάνατο πνεῦμα στὴν ἀγάπη ποῦ εἶχες γιὰ ὅλα τὰ ἔξοχα πράγματα, σίμωσε στὸ θρόνο τοῦ Παντοδύναμου, ρίξου μὲ τὰ χείλη πάνω στὸ ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν Του' κι ἂν ὁ νόμος τοῦ Παραδείσου δὲν ἐμποδίζει τὸ κλάμα, παρακάλεσέ Τὸν μὲ δάκρυα καὶ θρήνους, νὰ στείλει στὴ γειτονικὴ πατρίδα τὴ Λευτεριὰ" (Δ. Σολωμοῦ "Ἅπαντα" σελ. 528)
Καὶ ἄλλη φορὰ πάλι τὸν καιρὸ τῶν σεισμῶν στὴν Ζάκυνθο, Δεκέμβριο καὶ Γενάρη τοῦ 1820 καὶ 1821 ἀντίστοιχα, ἀπηύθυνε θερμὴ δέηση στὸν Ἅγιο Διονύσιο. Ἔλεγε καὶ τοῦτα:
"Ὧ, Ἅγιε Διονύσιε, ψυχὴ ἁγνὴ καὶ θεῖα,
ποῦ σὲ κρατεῖ περήφανα τῆς Εὐσπλαχνίας ὁ θρόνος,
τοῦτο τὸ δύστυχο νησὶ προστάτεψέ το μόνος,
γιὰ νὰ μὴν τύχει πλιὸ σ' αὐτὸ παρόμοια δυστυχία.
Ὧ, Σὺ στὸ θρόνο τοῦ Ἄπλαστου τρέξε σιμὰ κι εἰπέ του
νὰ μὴν ἀφήσει τὸ νησὶ ἔρμο στὴ δυστυχιά του
κι ἂν ἴσως κι ἡ παράκληση δὲ φθάνει, θύμησέ του
πῶς εἶχες ἕναν ἀδερφὸ κι ἔκρυβες τὸ φονιᾶ του...."
(Δ. Σολωμοῦ "Ἅπαντα", τ. Β, Παράρτημα, σ. 36)
Μὲ ἀσύγκριτο θρησκευτικὸ λυρισμὸ ὁ Σολωμὸς στοὺς "Ἐλεύθερους Πολιορκημένους" (Σχέδ. Β`, 910) καὶ στὴν τελευταία νύχτα τῶν πολιορκημένων μαχητῶν ἀναφέρεται στὶς τελευταῖες ἐλπίδες τους ποῦ σὰν θυμίαμα προσευχῆς ἀναπέμπουν στὸν Θεό:
"Ἐτούτ' εἶν' ὕστερη νυχτιά' ὅλα τ' ἀστέρια βγάνει'
ὁλονυχτὶς ἀνέβαινε ἡ δέηση, τὸ λιβάνι"
Εἶναι φανερὴ ἐδῶ ἡ ἔμπνευση τοῦ ποιητῆ ἀπὸ τὸ τροπάριο τοῦ Ἑσπερινοῦ: "Κύριε ἐκέκραξα πρὸς Σὲ εἰσάκουσόν μου...Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν Σου..."
Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν προσευχὴ ποῦ εἶναι μιὰ στενὴ προσωπικὴ ἐπικοινωνία καὶ σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, μεγαλύτερη μετανοιακὴ δύναμη ἐνέχει ἡ ὁμαδικὴ κοινὴ προσευχὴ στὴν Ἐκκλησία, ὅταν τελεῖται ἡ Θεία Εὐχαριστία. Δὲν ψάλλονται σ' αὐτὴν μόνον ὕμνοι καὶ προσευχὲς δοξολόγησης καὶ εὐχαριστιῶν, ἀλλὰ ὁ ἐκκλησιαζόμενος εἶναι παρὼν στὴν τέλεση ἑνὸς μυστηρίου.
Στὴν "Ὠδὴ γιὰ πρώτη λειτουργία", ποῦ ἔγραψε ὁ Σολωμὸς στὴν Ἰταλία καὶ ποῦ μεταφράστηκε σὲ στίχους ἀπὸ τὸν Γ. Καλοσγοῦρο καὶ σὲ κείμενο ἀπὸ τὸν Λίνο Πολίτη (Μαρίνου Σιγούρου...Δ. Σολωμοῦ "Ἅπαντα" τ. Β'Παράρτημα σελ. 12-14), ψάλλει τὴν θρησκεία τῶν πατέρων του καὶ ἀναφέρεται στὸ τρανὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ δὲν βρίσκει ἄλλη ἐξήγηση ἀπὸ τὴν σιωπὴ καὶ τὴν προσκύνηση. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ κατεβαίνει στὸν κόσμο, χωρὶς νὰ παύση νὰ εἶναι τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὸ λέει καὶ ὁ ἀναστάσιμος ὕμνος τῶν Αἴνων τοῦ Δ'ήχου: "Τῶν πατρικῶν σου κόλπων μὴ χωρισθεῖς, Μονογενὲς Λόγε τοῦ Θεοῦ, ἦλθες ἐπὶ γῆς διὰ φιλανθρωπίαν..."
Μὲ ποιόν τρόπο συντελεῖται αὐτὸ τὸ μυστήριο; "Ἀκαταληπτὸν ἐστι τὸ τελούμενον ἐν Σοὶ" ψάλλει ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ Σολωμὸς θὰ πή: "Τοῦ μυστηρίου τοῦ τρανοῦ τὸν ἀκατάληπτο δεσμὸ ποιός θὰ τολμήσει;". Δὲν ὑπάρχει ἀνθρώπινη ἐξήγηση. "Μέγα καὶ παράδοξον θαῦμα τετέλεσται σήμερον..." θὰ πὴ ἄλλος ὕμνος τῶν Χριστουγέννων. "Ὁ Λόγος σαρκοῦται καὶ τοῦ Πατρὸς οὐ κεχώρισται...".
Καὶ ὁ Σολωμὸς συνιστᾶ: Ἄλλος τρόπος ἐξήγησης δὲν ὑπάρχει ἀπ' τὴν σιωπὴ καὶ τὴν προσκύνηση. Τὸ ἴδιο ἔκαμαν καὶ οἱ Ἀπόστολοι στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ὅταν τοὺς ἔδωσε ὁ Κύριος τὸν ἄρτο-σῶμα Του:
"Σωπᾶσαν καὶ ἐπροσκύνησαν κι οἱ Ἀπόστολοι,
ὅταν τὸ σῶμα Τοῦ τοὺς ἔδωσε ὁ Χριστός..."
Καὶ καλεῖ τὸν ἱερέα νὰ ψάλη τὸν μυστικὸ ὕμνο καὶ νὰ προσφέρη στὸν Θεὸ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ:
"Τὸν ὕμνο, Λειτουργέ, τὸ μυστικό σου
ψάλλε, λοιπόν, θεόφοβε,
πρόσφερε τοῦ Χριστοῦ τὸ αἷμα στὸ Θεό σου
Κι ἀπ' τὰ λημέρια τ' ἄφθαρτα,
χωρὶς καὶ νὰ τ' ἀφήσει,
τοῦ Ἐπουράνιου θά 'ρθει σ' ἐσὲ στὸν Ἅγιον ἄρτον ὁ Υἱός..."
Καὶ ὁ ἱερέας προσφέρει στὸν Θεό, μὲ τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον καὶ λέγοντας τὴν προσευχή: "Τὰ σὰ ἐκ τῶν σών, Σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα...Καί ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ Σου, τὸ δὲ ἐν τὼ ποτηρίῳ τούτῳ, τίμιον Αἷμα τοῦ Χριστοῦ Σου...." Εἶναι ἡ ἱερὴ στιγμὴ ποῦ συντελεῖται ἡ μετουσίωση τοῦ Ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὸν Σολωμὸ τότε εἶναι ζωντανὴ ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ στὴν Θεία Εὐχαριστία καὶ μέσῳ αὐτῆς στοὺς πιστοὺς ποῦ ἀναμνησιακὰ καὶ μυστηριακὰ βιώνουν τὸ τελούμενο μυστήριο.
(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο)
- Προβολές: 3796