Οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 δὲν ἦταν προϊὸν ἑνὸς στιγμιαίου ἐνθουσιασμοῦ, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα μεγάλης προετοιμασίας. Λέγοντας αὐτὸ δὲν ἐννοῶ μόνον τὴν διεργασία ποῦ ἔγινε ἀπὸ τὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία, ἀλλὰ τὴν προσπάθεια διάσωσης τῆς συνείδησης τοῦ Γένους στὶς καρδιὲς τῶν ὑποδούλων καὶ διατήρησης τῆς φλόγας τῆς ἐλευθερίας. Ὅσο καὶ νὰ θέλη κανεὶς νὰ μυωπάζη, δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθῇ τὴν μεγάλη προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν διατήρηση τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ Γένους καὶ τὴν ἀναζήτηση τῆς ἐλευθερίας καθ' ὅλη τὴν διάρκεια τῆς δουλείας.
Βεβαίως, ὑπάρχουν μονίμως ἐκεῖνοι ποῦ ἀρνοῦνται τὴν προσφορὰ τῶν Κληρικῶν, πολὺ δὲ περισσότερο τῶν Ἀρχιερέων, κατὰ τὸν ἀγῶνα τοῦ 1821 ἢ τὴν παραθεωροὺν καὶ ὑποτιμοῦν. Ἀλλὰ ὑπάρχουν πολλὲς μαρτυρίες γιὰ τὴν προσφορὰ τῶν Κληρικῶν, εἰδικὰ τῶν Ἀρχιερέων, κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Charles Frazee στὸ βιβλίο τοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ ἑλληνικὴ ἀνεξαρτησία 1821-1852, μεταξὺ τῶν ἄλλων καταγράφει τὴν ἄποψη ποῦ εἶχαν οἱ Τοῦρκοι γιὰ τὶς ἐνέργειες τῶν Ἀρχιερέων, γι' αὐτὸ καὶ τοὺς φυλάκιζαν, ὅπως διασώζεται στὸ ὑπόμνημα τοῦ Pisani, ποῦ ἦταν Βρετανὸς δραγουμάνος: «Πρέπει νὰ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ τουρκικὴ κυβέρνηση θεωρεῖ πῶς ὁ ἑλληνικὸς Κλῆρος εἶναι ἡ πραγματικὴ αἰτία τῆς ἐξεγέρσεως τῶν Ἐλλήλων ὑπηκόων τῆς Τουρκίας».
Νομίζω ὅτι εἶναι ἐπίκαιρα, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, δύο σημαντικὰ βιβλία ποῦ ἐκδόθηκαν παλαιότερα, ἀλλὰ ἔχουν διαχρονικὴ ἰσχύ, ἀπὸ τὸν ἐπιστήμονα καὶ ἐρευνητὴ Πέτρο Γεωργαντζῆ, διδάκτορα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Ὅταν ἕνα βιβλίο εἶναι προϊὸν ἔρευνας σὲ ἀρχεῖα καὶ μάλιστα γίνεται ἀπὸ ἐρευνητὴ ἐπιστήμονα, ἔχει ἀξία ποῦ δὲν ἀλλοιώνεται μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου.
1. Ἡ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
Τὸ πρῶτο βιβλίο φέρει τὸν τίτλο Οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ τὸ Εἰκοσιένα, (σελίδες 422), καὶ ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημα ποιά ἦταν ἡ προσφορὰ τῶν Ἀρχιερέων στὴν Ἐπανάσταση, διότι μερικοὶ τὴν ἀμφισβητοῦν ἀνεξέταστα, μέσα ἀπὸ διάφορες ἰδεολογικὲς κατευθύνσεις, ὅπως γίνεται καὶ τελευταῖα.
Τὸ βιβλίο διαιρεῖται σὲ τρία μεγάλα μέρη, καθένα ἀπὸ τὰ ὁποῖα διαιρεῖται σὲ ἐπὶ μέρους ἑνότητες. Τὸ πρῶτο μέρος ἀσχολεῖται μὲ τὶς «συνθῆκες διαβιώσεως τῶν Ἀρχιερέων στὴν Τουρκοκρατία». Τὸ δεύτερο μέρος διερευνᾶ «τὴν προσφορὰ τῶν Ἀρχιερέων στὴν παλλιγενεσία τοῦ 1821». Καὶ τὸ τρίτο μέρος παρουσιάζει τὰ «στοιχεῖα γιὰ τὴν προσφορὰ τῶν Ἀρχιερέων κατὰ τὸ 1821», ἤτοι ἀναφέρεται, κατὰ γεωγραφικὲς περιοχές, στοὺς «Ἀρχιερεῖς ἐθελόθυτα θύματα», τοὺς «μάρτυρες Ἀρχιερεῖς» καὶ τοὺς «ἀγωνιστὲς Ἀρχιερεῖς».
Στὸ σημαντικὸ καὶ πρωτότυπο αὐτὸ βιβλίο διερευνᾶται «χωρὶς πάθος ἢ φανατισμὸ» ἡ προσφορὰ τῶν Ἀρχιερέων κατὰ τὴν Ἐπανάσταση, μὲ βάση τὶς ἀνέκδοτες καὶ δημοσιευμένες πηγὲς καὶ μὲ βάση πάμπολλα βοηθήματα, ἤτοι ἐπιστημονικὲς μελέτες. Στὶς ἀνέκδοτες πηγὲς συμπεριλαμβάνονται οἱ Πατριαρχικοὶ κώδικες καὶ ὁ κώδικας ἀλληλογραφίας τοῦ Ἰγνατίου, Μητροπολίτου Ἡρακλείας Θράκης.
Στὴν ἀρχὴ ὁ συγγραφέας καταγράφει τὴν ἄποψη ποῦ ἐπικρατοῦσε παλαιότερα ὅτι ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἦταν ταξικὴ καὶ ὄχι ἐθνικοθρησκευτικὴ καὶ ἀκόμη ὅτι οἱ Ἀρχιερεῖς, ἐκτὸς ἀπὸ τρείς-τέσσερεις, ἀντέδρασαν στὴν ἐπανάσταση. Ὁ Κοδράτος μεταξὺ ἄλλων ἔγραφε ὅτι "ὁ ἀνώτερος κλῆρος καὶ οἱ καλόγεροι ἦταν δυνάστες τοῦ σκλαβωμένου λαοῦ καὶ ὁ ρόλος τους ἦταν, σὲ πολλὲς περιπτώσεις, ἀντεθνικός". Καὶ ὁ Σκαρίμπας μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔγραφε: "Ἀπὸ τὶς ἑκατοντάδες τῶν ἱεραρχῶν μόνον 3-4 θυσιάστηκαν στοὺς ἀγῶνες τοῦ '21".
Στὴν συνέχεια, ὅμως, ὕστερα ἀπὸ μελέτη καὶ σωστὴ ἀξιολόγηση τῶν πηγῶν, ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίο αὐτοῦ ἀποδεικνύει, ἀφ' ἑνὸς μὲν ὅτι ὁ χαρακτῆρας τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 δὲν ἦταν ταξικός, ἀλλὰ θρησκευτικο-ἐθνικοαπελευθερωτικός, ἀφ' ἑτέρου δὲ ὅτι οἱ Ἀρχιερεῖς, ὄχι μόνον δὲν ἀντέδρασαν στὴν Ἐπανάσταση, ἀλλὰ τὴν βοήθησαν ἀποτελεσματικὰ καὶ ὅτι «οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καὶ Ἀρχιερεῖς ἀναδείχθησαν οἱ μόνοι συνήγοροι καὶ ὑπερασπιστὲς τοῦ ἁπλοῦ ἀνώνυμου καὶ ἀγενεαλόγητου λαοῦ. Ὑπῆρξαν ὄχι ἁπλῶς παραμυθητές, ἀλλὰ πραγματικοὶ Παράκλητοι...».
Τὸ ὅτι ἡ Ἐπανάσταση, κατὰ τὸν συγγραφέα, ἦταν θρησκευτικὴ καὶ ἐθνικὴ καὶ ὄχι κοινωνική, ταξική, τεκμηριώνεται πρῶτον ἀπὸ τὶς ἀπόψεις συγχρόνων μαρξιστῶν, ὅπως διατυπώθηκαν σὲ ἐπιστημονικὸ συμπόσιο ποῦ ἔγινε στὸ Κέντρο Μαρξιστικῶν Ἐρευνῶν τῆς Ἑλλάδας τὸν Αὔγουστο τοῦ 1981 στὴν Ἀθήνα, ποῦ σὲ μερικὰ σημεῖα ἀναθεωροῦν τὶς θέσεις παλαιῶν μαρξιστῶν, δεύτερον ἀπὸ τὶς μαρτυρίες τῶν δημιουργῶν τοῦ Εἰκοσιένα, τρίτον ἀπὸ τὶς διακηρύξεις τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων καὶ τέταρτον ἀπὸ τὶς κρίσεις τῶν συγχρόνων μὲ τὴν Ἐπανάσταση ἱστορικῶν.
Σχετικὰ μὲ τὴν στάση τῶν Ἀρχιερέων πρὸ τῆς Ἐπαναστάσεως καὶ κατὰ τὴν Ἐπανάσταση ὁ συγγραφεὺς εἶναι πολὺ ἀποκαλυπτικός. Μὲ βάση ἱστορικὲς πηγὲς καὶ μαρτυρίες ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Πατριάρχες καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς προέρχονταν ἀπὸ τὰ κατώτατα στρώματα τοῦ λαοῦ καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν λεγομένη «ἄρχουσα τάξη». Ἔπειτα, οἱ Ἀρχιερεῖς δὲν ἦταν οἱ εὐνοούμενοι τῶν Τούρκων, γιατί δὲν εἶχαν καθόλου ἐλευθερία κινήσεως, δὲν εἶχαν ἐλευθερία λόγου καί, ὅπως ἀποδεινύεται ἀπὸ πολλὲς μαρτυρίες, ἡ στάση τῶν κρατούντων στὰ αἰτήματα τῶν Ἀρχιερέων ἦταν σκληρή. Ἀκόμη, οἱ φόροι τοὺς ὁποίους ἐπέβαλαν οἱ Τοῦρκοι στοὺς Ἀρχιερεῖς ἦταν δυσβάστακτοι καὶ ἀναφέρονται περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες Ἀρχιερεῖς ἢ παρητοῦντο ἢ ἀπέθαναν ἀπὸ μελαγχολία, γιατί δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξοφλήσουν τοὺς φόρους, ποῦ ἔπρεπε νὰ ἀποδώσουν στοὺς Τούρκους κατακτητές.
Πέρα ἀπὸ αὐτὰ ὁ συγγραφέας ἀποδεικνύει, μὲ βάση τὶς πηγὲς καὶ ἄλλες μαρτυρίες, ὅτι κατὰ τὸν καιρὸ τῆς Ἐπαναστάσεως σὲ ὁλόκληρο τὸ Ὀθωμανικὸ κράτος ὑπῆρχαν 195-200 Ἀρχιερεῖς. Ἀπὸ αὐτοὺς ἀποδεδειγμένα οἱ 81 εἶχαν μυηθῇ στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία, χωρὶς νὰ ὑπολογισθοῦν καὶ οἱ ἄλλοι ποῦ τυχὸν ἦταν Φιλικοί, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε ἐπίσημες μαρτυρίες. Ἐπίσης, ἀποδεικνύει ὅτι ἀπὸ τοὺς 200 Ἀρχιερεῖς οἱ 73, ποσοστὸ 36,5%, ἔλαβαν ἐνεργὸ μέρος στὸν ἀγῶνα «ἐπώνυμα καὶ ἀδιαμφισβήτητα», οἱ 42 Ἀρχιερεῖς, ποσοστὸ 21,0%, δοκιμάσθηκαν, φυλακίσθηκαν καὶ βασανίσθηκαν, καὶ οἱ 45 Ἀρχιερεῖς, ποσοστὸ 22,5%, «θυσιάσθηκαν γιὰ τὴν ἐλευθερία, εἴτε ἀπὸ βασανιστήρια καὶ θανατώσεις τῶν Τούρκων, εἴτε σὲ πολεμικὲς συρράξεις». Τὸ συνολικὸ ποσοστὸ αὐτῶν ποῦ συμμετεῖχαν ἐνεργῶς στὸν ἀγῶνα ἀνέρχεται στὸ 80%.
Ἐπισημαίνεται: «Ἂν ὅμως ληφθῇ ὑπόψη ὅτι οἱ πλεῖστοι Ἀρχιερεῖς τῆς Μ. Ἀσίας, τῆς Συρίας, τῆς Σερβίας ἢ Βουλγαρίας, λόγῳ ἀδιαφορίας ἢ ἀδυναμίας τῶν Χριστιανῶν τῶν περιοχῶν αὐτῶν, δὲν ἔλαβαν μέρος στοὺς ἀγῶνες, τότε τὸ ποσοστὸ τῶν ἀρχιερέων τῆς Ἑλληνικῆς χερσονήσου, δηλ. ἀπὸ τὴν Θράκη, τὴν Μακεδονία καὶ τὰ δυτικὰ παράλια τῆς Μ. Ἀσίας καὶ κάτω, εἶναι ἀσφαλῶς πολὺ ὑψηλότερο, ποῦ φθάνει ὁπωσδήποτε γύρω στὰ 90% τοῦ συνολικοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἀρχιερέων».
Ὁ συγγραφέας δὲν ἀρκεῖται ἁπλῶς σὲ γενικὲς διαπιστώσεις, ἀλλὰ προχωρεῖ σὲ ἐξειδίκευση τοῦ θέματος, καταγράφοντας τὴν δράση κάθε συγκεκριμένου Ἀρχιερέως, ὥστε νὰ μὴ ἀμφισβητηθοῦν ἀπὸ κάποιον «οἱ πίνακες τῶν ἀρχιερέων ἀγωνιστῶν, μαρτύρων καὶ θυμάτων τοῦ 1821», ὅπως φαίνεται στὰ ποσοστὰ ποῦ παρατίθενται. Ἔτσι, ἀναφέρει ὀνομαστικὰ τὴν προσφορὰ τῶν Ἀρχιερέων τῆς περιόδου ἐκείνης κατὰ γεωγραφικὲς περιοχές, ἤτοι τοὺς Πατριάρχες, τοὺς Ἀρχιερεῖς τῆς Θράκης, τῆς Πελοποννήσου, τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος, τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς Ἠπείρου, τῆς Μακεδονίας, τοῦ Αἰγαίου Πελάγους, τῆς Κύπρου, τῆς Κρήτης, τῆς Σερβίας, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς Μολδαβίας. Διαβάζοντας κανεὶς τὰ αὐθεντικὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα τῶν Ἀρχιερέων τῆς περιόδου ἐκείνης, ἐκπλήσσεται καὶ θαυμάζει γιὰ τὴν ἀγωνιστικότητά τους καὶ τὴν θυσιαστική τους προσφορά, ἀλλὰ καὶ λυπεῖται γιὰ τὰ ὅσα ἀστήρικτα ὑποστηρίζουν οἱ ἀντίθετοι.
Ὁ συγγραφέας καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι «καμμιὰ ἄλλη ὁμάδα ἢ κατηγορία τῶν Ἑλλήνων δὲν ἔδωσε τόσα πολλὰ στὸν ἀγῶνα, ὅσα οἱ κληρικοὶ καὶ μάλιστα οἱ ἀρχιερεῖς. Ὄχι μόνον σὲ ποσοστὰ συμμετοχῆς, ἀλλὰ κυρίως καὶ κατ' ἐξοχὴν στὸ εἰδικὸ βάρος, ποῦ ὁ καθένας ἀπ' αὐτοὺς διέθετε». Οἱ Ἕλληνες ἀγωνιστὲς ἐμψυχώνονταν βλέποντας τοὺς Ἀρχιερεῖς «στὰ στρατόπεδα καὶ τὰ ταμπούρια τοὺς» καὶ αὐτὸ «ἦταν τὸ κατ' ἐξοχὴν βαρὺ πυροβολικὸ ποῦ διέθεταν». Ἐπίσης, «οἱ ἀγχόνες καὶ τὰ μαρτύρια τῶν Πατριαρχῶν καὶ τῶν ἀρχιερέων ἦταν ἡ πύρινη ψυχικὴ κινητήρια δύναμη ποῦ τοὺς οἰστρηλατοῦσε στὴν "νίκη ἢ τὴ θανή"».
Καὶ ἔχοντας ὑπ' ὄψη του ὅλη αὐτὴν τὴν ἔρευνα ποῦ ἔκανε στὶς πηγές, καταλήγει: «Δὲν νομίζω ὅτι θὰ εἶναι ὑπερβολὴ ἐὰν λέγαμε ὅτι ἡ παρουσία καὶ προσφορὰ τῶν ἀρχιερέων ἦταν ἰσότιμη καὶ ἰσοβαρὴς μὲ τὴν παρουσία τῶν μεγάλων καπεταναίων Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Μακρυγιάννη, Ἀνδρούτσου, Μπότσαρη, Κανάρη κλπ. Δὲν ὑπῆρξαν ἁπλῶς πολεμιστές, ἀλλὰ πραγματικοὶ πολέμαρχοι στὶς μάχες καὶ τὶς θυσίες». Καὶ τὸ σημαντικότερο εἶναι ὅτι, ὅταν «πέρασε ἡ ὥρα τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς θυσίας, ὡς νέοι Κιγκινάτοι, ἐναπέθεσαν καρυοφύλλια καὶ γιαταγάνια, ἔβγαλαν φουστανέλλες καὶ στολές, πῆραν πάλι τὶς πατερίτσες τους καὶ ξαναφόρεσαν τὸ ράσο γιὰ νὰ ἐπανέλθουν καὶ ἀφοσιωθοῦν στὰ ἁγιαστικὰ καὶ ποιμαντικά τους καθήκοντα, ἔχοντας ἥσυχη τὴν συνείδησή τους –ὅσοι βέβαια ἐπέζησαν– ὅτι τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἀγωνίσθηκαν καὶ ἐπετέλεσαν εὔορκα τὸ καθῆκον τους».
Ἑπομένως, εἶναι ἐντελῶς ἀστήρικτες οἱ ἀπόψεις αὐτῶν ποῦ ἀμφισβητοῦν τὴν προσφορὰ τῶν Ἀρχιερέων στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἰδεολογικῶς κακόβουλες, ἀφοῦ κυριολεκτικὰ θυσιάσθηκαν γιὰ τὸν ἀγῶνα, δίνοντας καὶ τὴν ἴδια τὴν ζωή τους.
2. Ὁ «ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΥΨΗΛΑΝΤΗ
Τὸ δεύτερο βιβλίο τοῦ Πέτρου Γεωργαντζῆ φέρει τὸν τίτλο Ὁ "ἀφορισμὸς" τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη, (σελίδες 310), καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὸν «ἀφορισμὸ» ποῦ ἐξέδωσε τὸ Πατριαρχεῖο, γιὰ τὸν ὁποῖον ὑπάρχουν μερικοὶ ποῦ κατηγοροῦν τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Γρηγόριο Ε'.
Τό σημαντικό αυτό βιβλίο διαιρείται σέ δύο μέρη. Τό πρώτο έχει τίτλο: «ιστορική διερεύνηση τού "αφορισμού" τού Μαρτίου 1821», καί τό δεύτερο μέρος τιτλοφορείται «ἐκκλησιαστικο-κανονική διερεύνηση τού "αφορισμού"». Στά δύο αυτά μέρη τού βιβλίου υπάρχουν διάφορα κεφάλαια, τά οποία δίνουν πολλές πληροφορίες καί προσφέρουν πολύτιμο υλικό γιά τήν κατανόηση αυτού τού γεγονότος. Εκείνο πού πρέπει νά παρατηρηθή είναι ότι ο συγγραφέας τού αξιόλογου αυτού βιβλίου θέτει πάντοτε τήν λέξη «αφορισμός» μέσα σέ εισαγωγικά, γιατί δέν αποδέχεται ότι τό κείμενο πού εξεδόθη ήταν αφοριστικό, γιά τούς λόγους πού θά εκτεθούν εν συντομία.
Στό βιβλίο αυτό δίνονται πάρα πολλά στοιχεία γύρω από τά ιστορικά δεδομένα τά οποία οδήγησαν στήν έκδοση αυτού τού «αφορισμού». Είναι δέ απαραίτητο νά διερευνώνται τά δεδομένα αυτά, γιατί διαφορετικά δέν μπορεί κανείς νά ερμηνεύση παρόμοια φαινόμενα καί γεγονότα. Είναι χαρακτηριστικοί οι τίτλοι τών κεφαλαίων τού πρώτου μέρους, ήτοι: «χαρακτηρισμός τού "αφορισμού"», «πρώτες διερευνήσεις περί τού "αφορισμού"», «συνθήκες γραφής τού "αφορισμού"», «συγγραφέας τού "αφορισμού"», «οι δοκιμασίες τών Αρχιερέων πρό τού "αφορισμού"», «οι αποδέκτες τών κειμένων», «χρόνος υπογραφής τού "αφορισμού"», «γιατί έγιναν δύο "αφοριστικά" κείμενα», «κομιστές τών κειμένων», «η τύχη καί η συμπεριφορά τών Συνοδικών μετά τόν "αφορισμό"», «οι Συνοδικοί αρχιερείς καί η Φιλική Εταιρεία». Καί μόνον οι τίτλοι τών κεφαλαίων δείχνουν τήν σπουδαιότητα τού βιβλίου καί τών επί μέρους αναλύσεων. Θά ήθελα όμως νά δούμε, έστω σύντομα, μερικά από τά χαρακτηριστικότερα στοιχεία πού συνδέονται μέ τόν «αφορισμό», καί τά οποία δείχνουν τά πραγματικά δεδομένα κάτω από τά οποία εγράφη καί υπεγράφη ο «αφορισμός».
Τό πρώτο σημείο είναι ότι ο «αφορισμός» δέν ήταν αποτέλεσμα τής βουλήσεως τού Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου τού Ε', ούτε κάν τών Συνοδικών Αρχιερέων, αλλά ήταν απόφαση μιάς μεγάλης Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως, πού αποτελείτο από 72 εγκρίτους Ρωμηούς τής Πόλης, εκ τών οποίων οι 49 ήταν λαϊκοί καί οι 23 Κληρικοί - Αρχιερείς. Στήν Κληρικολαϊκή αυτή σύναξη αποφασίστηκε, οι μέν λαϊκοί νά υποβάλλουν αναφορά αποκηρύξεως τής επαναστάσεως καί δήλωση υποταγής, οι δέ Κληρικοί νά συνθέσουν τήν πράξη τού αφορισμού πού τούς ζητήθηκε από τήν Υψηλή Πύλη, καί αυτό, βέβαια, γιά νά καθησυχάσουν τούς Τούρκους, επειδή οι συνθήκες ήταν τραγικές γιά τούς κατοίκους τής Κωνσταντινουπόλεως, πού απειλούντο μέ σφαγή. Στούς 49 λαϊκούς πού ήταν παρόντες, συμμετείχαν ο πρώην ηγεμόνας τής Βλαχίας, ο μεγάλος διερμηνέας τής Πύλης, ο διερμηνέας τού στόλου, όλοι οι έγκριτοι «πολιτικοί», δηλαδή «επίτροποι τού κοινού», οι Ελληνες μεγαλέμποροι τής Πόλεως, οι αρχιτεχνίτες, οι προϊστάμενοι τών συντεχνιών κλπ. Καί στούς 23 Κληρικούς συγκαταλέγονται 2 Πατριάρχες καί 21 Αρχιερείς.
Ολοι αυτοί βρίσκονταν κάτω από ασφυκτική πίεση, ζούσαν τό δράμα τού Ελληνισμού τής Πόλης καί έπρεπε νά πάρουν μιά απόφαση γιά νά διασώσουν τούς Ρωμηούς τής Πόλης από βέβαιη σφαγή.
Τό δεύτερο σημείο είναι ότι η Πατριαρχική Σύνοδος ανέλαβε τό χρέος νά συντάξη ένα «αφοριστικό» κείμενο, μέ τρόπο όμως πού νά μήν προκαλέση κακό στό Εθνος. Αυτό επιτεύχθηκε μέ πολλούς τρόπους.
Κατ ἀρχὰς κωλυσιεργοῦσαν οἱ Πατριαρχικοὶ στὴν σύνταξη τοῦ «ἀφοριστικοῦ» ἐγγράφου. Ἡ κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως ἔγινε ἀπὸ τὸν Ὑψηλάντη στὸ Ἰάσιο τῆς Μολδαβίας τὴν 24η Φεβρουαρίου 1821. Τὸ πρῶτο «ἀφοριστικὸ» ἔγγραφο ἔγινε μετὰ ἀπὸ ἕνα μῆνα, ἤτοι τὴν 23η Μαρτίου 1821, καί, βέβαια, ἔφθασε στὸν προορισμό του μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες, ὅταν ἡ Ἐπανάσταση ἄρχισε στὴν Πελοπόννησο.
Ἐπειτα χρειάστηκε νὰ γίνουν δύο «ἀφοριστικὰ» ἔγγραφα, καὶ αὐτὸ ἦταν μέσα στὸν διπλωματικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ἐνεργοῦσαν οἱ Πατριαρχικοί. Τὸ πρῶτο ἐστάλη σὲ ὅλους τοὺς Ἀρχιερεῖς (23 Μαρτίου) καὶ ἦταν γραμμένο κατὰ τέτοιον τρόπο ποῦ δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ ἀφορισμὸς «ἐφ ὅσον δὲν εἶχε οὔτε κὰν τὶς τυπικὰ συνηθισμένες ἀφοριστικὲς ἐκφράσεις», καὶ τὸ δεύτερο ἐγράφη μετὰ ἀπὸ 4 ἡμέρες, ἤτοι τὴν 27η Μαρτίου, ὅταν οἱ Τοῦρκοι κατάλαβαν τὴν πλεκτάνη καὶ τὴν ἀπάτη, καὶ στὴν οὐσία ἀπεστάλη μόνο σὲ ἕναν Μητροπολίτη, τὸν Μητροπολίτη Οὐγγροβλαχίας. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ τὰ δύο αὐτὰ «ἀφοριστικὰ» κείμενα δὲν ἐξετέλεσαν τὸν προορισμό τους.
Τὸ τρίτο σημεῖο εἶναι ὅτι οἱ Πατριαρχικοὶ πλήρωσαν πολὺ ἀκριβὰ τὴν ἐνέργειά τους αὐτήν, ἀκριβῶς γιατί ἀκόμη καὶ αὐτοὶ οἱ Τοῦρκοι ἀντελήφθησαν τὴν πλεκτάνη τους. Ἀπὸ τοὺς 23 Ἀρχιερεῖς ποῦ ὑπέγραψαν τὸ «ἀφοριστικὸ» κείμενο, τὸ ἕνα τρίτο (1/3), συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε', πλήρωσαν μὲ τὴν ζωὴ τοὺς τὴν «ἀπιστία» τοὺς πρὸς τὸν Σουλτᾶνο, τὸ ἄλλο 1/3 δοκιμάστηκε σκληρὰ μὲ φυλακίσεις, ἐξορίες καὶ περιορισμούς. Ἐπίσης, πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι τὸ 1/5 ἀπὸ τοὺς Συνοδικοὺς Ἀρχιερεῖς ἔλαβε μέρος στὴν Ἐπανάσταση. Ἀκόμη εἶναι σημαντικὸ νὰ λεχθῇ ὅτι τὸ 1/3 τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων ἦταν «πλεγμένοι στὶς μηχανορραφίες» τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, καίτοι στὰ «ἀφοριστικὰ» κείμενα γράφουν ὅτι πρώτη φορὰ λάμβαναν γνώση γιὰ τὴν σύσταση καὶ τοὺς σκοποὺς τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας.
Χάριν τῆς ἱστορίας πρέπει νὰ ἀναφερθῇ ὅτι τὸ πρῶτο «ἀφοριστικὸ» κείμενο, τὴν λεγομένη «ἀπανταχοῦσα», ὑπέγραψε καὶ ὁ τότε εὑρισκόμενος στὴν Πόλη Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἀρτης Ἀνθιμος. Ὀμως καὶ ἐκεῖνος, ὅπως καὶ ἄλλοι, ὅταν ἐπέστρεψαν στὶς Ἐπαρχίες τους, ἐξεδήλωσαν τὰ πραγματικά τους αἰσθήματα καὶ ἀναδείχθηκαν μεγάλοι ἀγωνιστές. Οἱ Τοῦρκοι συνέλαβαν τὸν Ναυπάκτου καὶ Ἀρτης Ἀνθιμο, ἐπειδὴ τὸν θεώρησαν «συνένοχο καὶ κύριο ὑπεύθυνο τῆς ἐξεγέρσεως τῶν Ρουμελιωτὼν κατὰ τῆς σουλτανικὴς αὐτοκρατορίας» καὶ χωρὶς δίκη καὶ ἀπολογία τὸν ἔκλεισαν στὶς φυλακὲς τοῦ Φρουρίου τῆς Ἀρτας, «ὅπου βασάνους πολλὰς καὶ τυραννίας ὑπέμεινεν γενναίως καὶ καθείρξεις παρὰ τῶν Ὀθωμανῶν, ἐμπαιγμούς τε καὶ κολαφισμοὺς καὶ πλεῖστα ἄλλα δεινά». Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, συνελήφθη ἐκ νέου καὶ ἐξορίστηκε στὰ Μετέωρα καί, ὅταν ἀργότερα τὸ 1825 ἐλευθερώθηκε, κατέφυγε στὴν Ν. Ἑλλάδα, γιὰ νὰ συμμετάσχη ἐνεργὰ στὶς μετέπειτα φάσεις τοῦ ἀγῶνα. Ὀνομάστηκε μάλιστα γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ βασανιστήρια ποῦ πέρασε «πολύαθλος».
Εἶναι σημαντικὸ τὸ βιβλίο αὐτό, γιατί δείχνει τὶς θυσίες στὶς ὁποῖες ὑποβλήθηκε τὸ ἔθνος ὁλόκληρο γιὰ νὰ ἐπιτευχθῇ ἡ ἐλευθερία, καθὼς ἐπίσης καὶ τὶς θυσίες καὶ τὴν διπλωματικότητα ποῦ ἐπεδείκνυε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἀλλοτε ἀντιμετώπιζε μὲ ἐπιτυχία τὰ ρεύματα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ διαφωτισμοῦ, ὁ ὁποῖος στρεφόταν ἐναντίον τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, καὶ ἄλλοτε ἀντιμετώπιζε μὲ διακριτικότητα καὶ ὡριμότητα τὴν βαρβαρότητα τῶν Ὀθωμανῶν.
Ἡ σημαντικότερη συμβολὴ τοῦ κ. Πέτρου Γεωργαντζῆ στὸ θέμα αὐτὸ εἶναι ὅτι μὲ ἰσχυρὰ κανονικὰ ἐπιχειρήματα ἀποδεικνύει ὅτι τὸ λεγόμενο «ἀφοριστικὸ» αὐτὸ κείμενο, ἀπὸ πλευρᾶς κανονικότητος, δὲν μπορεῖ νὰ ὀνομασθῇ ἀφορισμός, καὶ μάλιστα αὐτὸ ἔγινε ἐν γνώσει τοῦ συντάκτου τοῦ κειμένου καὶ τῶν ὑπογραψάντων αὐτό. Πολλὰ ἐπιχειρήματα χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ στηρίξη τὴν ἄποψη ὅτι ὁ «ἀφορισμὸς» δὲν ἐξεδόθη μὲ τὶς ἀπαραίτητες κανονικὲς προϋποθέσεις. Ἐπίσης, σημειώνεται ὅτι γιὰ νὰ εἶναι ὁ ἀφορισμὸς «ἐνεργεία» καὶ «τελεστός», θὰ πρέπει τὸ κείμενό του «νὰ εἶναι ὁπωσδήποτε διατυπωμένο σὲ ἔγκλιση ὁριστικὴ ἁπλὴ καὶ ὄχι δυνητικὴ ἢ εὐχετική, χρόνο δὲ ἐνεστῶτα παροντικὸ ἢ ἄχρονο καὶ ὄχι ἀποπειρατικό, καὶ σὲ β' πρόσωπο». Τὸ «ἀφοριστικὸ» κείμενο γιὰ τὸν Ὑψηλάντη δὲν εἶχε ὅλες αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις. Ἐκτὸς τοῦ ὅτι δὲν ἐξεδόθη μὲ τὶς ἀπαραίτητες κανονικὲς προϋποθέσεις, συγχρόνως τὸ πρῶτο κείμενο τοῦ «ἀφορισμοῦ» εἶναι διατυπωμένο σὲ ἔγκλιση εὐχετικὴ εὐκτική («ἀφωρισμένοι ὑπάρχειεν»), στὸ δὲ δεύτερο «ἀφοριστικὸ» κείμενο ἀπὸ τοὺς 12 ρηματικοὺς τύπους, οἱ 8 εἶναι σὲ ἔγκλιση εὐχετικὴ εὐκτική, οἱ 3 σὲ ἔγκλιση προστακτικὴ καὶ μόνο 1 σὲ ἔγκλιση ὁριστική, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση δὲν εἶναι διατυπωμένο σὲ δεύτερο πρόσωπο ἑνικοῦ ἢ πληθυντικοῦ ἀριθμοῦ.
Διαβάζοντας κανεὶς τὰ δύο αὐτὰ βιβλία, διαπιστώνει ὅτι ἡ μελέτη τῆς ἱστορίας ἀπαιτεῖ σοβαρότητα, ὑπευθυνότητα, γνώση ὅλου τοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ, καὶ πρὸ παντὸς ἀποδέσμευση ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν διαφόρων ἰδεολογικῶν ἀντιλήψεων. Ἐπίσης, στενοχωρεῖται γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ἀναλύουν τὰ θέματα αὐτὰ ἄνθρωποι ποῦ εἶναι προκατειλημμένοι, ὅπως γίνεται, δυστυχῶς, πρόσφατα. Ἐπικαλοῦνται τὴν ἔρευνα, ἀλλὰ δυστυχῶς ἡ «ἔρευνα» εἶναι ἐπιλεκτική.
- Προβολές: 3197