Skip to main content

Ο Θρησκευτικός Διονύσιος Σολωμός (Β')

Κώστα Παπαδημητρίου

(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)

Ὁ ΘΑΝΑΤΟΣ

"Ἐγὼ πιστεύω πῶς ὅ,τι συμβαίνει ἐδῶ κάτω ἔρχεται πάντα στὸν καιρό του, ὁτιδήποτε κι ἂν νομίζουμε ἐμεῖς, ποῦ λιγοστὴ εἶναι ἡ ζωή μας καὶ λιγοστὰ εἶναι ἐκεῖνα ποῦ μποροῦμε νὰ ἰδοῦμε", ἔγραφε στὸν ἀδελφό του Δημήτριο ὁ Σολωμὸς σὲ ἐπιστολὴ τοῦ (22-9-1850).

Καὶ στὸ ποίημά του "Ἡ Φαρμακωμένη στὸν Ἅδη" γράφει:

"Ὄνειρο κοντὸ γιὰ μένα

νιότη, ἀγάπη καὶ ζωή'

ὅλα ὀνείρατα στὸν κόσμο

ναί, κι ὁ θάνατος τὰ λυεί".

Κάτι ἀνάλογο ἀναφέρει καὶ στὴν βιβλικὴ διδασκαλία:

"Δι' ἑνὸς ἀνθρώπου (τοῦ Ἀδὰμ) ἡ ἁμαρτία εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος". (Πρὸς Ρώμ. 5, 12). Καὶ ἀλλοῦ: "Τὸ τί περὶ τοῦτο ἡμᾶς γέγονε μυστήριον; Πῶς παρεδόθημεν τὴ φθορὰ καὶ συνεζεύχθημεν τὼ θανάτῳ;" ἀναρωτιέται ὁ ὑμνωδὸς στὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία.

Σὲ ἕνα ἐπίγραμμά του ἐπίσης ὁ Σολωμὸς προσθέτει: "Ἀνάμεσα στὸ γέλιο καὶ στὰ δάκρυα τρέχει ἡ ζωή, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος θὰ ζεί, ὅταν τελειώσει ἡ ἐπίγεια ζωή..." (Δ. Μπαλάνου: "Ὁ Δ. Σολωμὸς καὶ τὰ μεγάλα ἰδανικά". Ν. Ἑστία, τ.5, 1934, σελ. 536).

Κομβικό, λοιπόν, σημεῖο στὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ὁ θάνατος. Καὶ εἶναι γιὰ τοὺς πολλοὺς μιισητὸ καὶ ἀποτρόπαιο γεγονός. Καὶ στὴν σκέψη ἀκόμα τοῦ θανάτου ὁ ἄνθρωπος τρέμει: "Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον", ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία. Στὸ ποίημά του "Ἀνάμνηση" ὁ Σολωμὸς χαρακτηρίζει ἄθλια καὶ φρικτὴ τὴν ἀνάμνηση τοῦ θανάτου.

Ὅσο ὅμως μισητὸς καὶ ἀποτρόπαιος κι ἂν εἶναι ὁ θάνατος, μπορεῖ νὰ ξεπεραστῇ ἡ ὀδύνη του μὲ τὴν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς.

"Πικρός, πικρὸς ὁ θάνατος

ἀλλὰ δὲν εἶναι τόσο,

ἂν τέτοια ἐλπίδα τῆς ψυχῆς

ἐγὼ μπορῶ νὰ δώσω...", γράφει ἀλλοῦ.

Ὅταν ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ βρίσκεται σὲ πλήρη ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό, ὁ θάνατος εἶναι ἀνίσχυρος καὶ ἀνώδυνος. Ἐκεῖνο ποῦ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν ὑποφέρη καὶ νὰ συμφιλιώνεται μὲ τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου εἶναι ἡ πίστη πῶς πέρα ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη ζωή, ἕνας ἀνώτερος κόσμος, ποῦ ὁ Σολωμὸς τὸν ὀνομάζει ἀληθινὸ βασίλειο τῆς ἀγάπης, πατρίδα τοῦ ἀγαθοῦ καὶ κεὶ πηγαίνει ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τὸν θάνατο. Σχετικὴ εἶναι ἡ ρήση τοῦ Ἀπ. Παύλου: "Εὐδοκοῦμεν μᾶλλον ἐκδημῆσαι ἐκ τοῦ σώματος καὶ ἐνδημῆσαι πρὸς τὸν Κύριον...Οίδαμεν γὰρ ὅτι ἐὰν ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους καταλυθῇ, οἰκοδομὴν ἐκ Θεοῦ ἔχομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον αἰώνιον ἐν τοὶς οὐρανοῖς" (Β'Κορ. 5, 8, καὶ 1).

Καλὸν θάνατον, ἀνώδυνον, ἀνεπαίσχυντον, εἰρηνικόν,όπως παρακαλοῦν τὸν Θεὸ στὴν θεία Λειτουργία νὰ ἔχουν οἱ Χριστιανοί, ἀναφέρει ὁ Σολωμὸς πῶς εἶχε ὁ φίλος του ποιητὴς Γρυπάρης. Γράφει:

"Καὶ ὁ φίλος μᾶς ποῦ κατάλαβε τὸ θάνατο νὰ πλησιάζει, δὲ θὰ ἔνιωθε δίχως ἄλλο λιγότερο δυνατὸ τὸ ἔνστικτο τοῦτο' ὅμως οὔτε τρεμοῦλες, οὔτε κλάψες, οὔτε θρῆνοι, γιατί εἶχε καλὰ προφυλαγμένη τὴ συνείδησή του, μὲ τὸ θώρακα πῶς τὴν ἤξερε ἁγνή. Ἀφοῦ παρακάλεσε τὴ μητέρα του νὰ βγεὶ ἔξω, βυθίστηκε σὲ ὁλομόναχη περισυλλογή, ἔδεσε σταυρὸ στὸ στῆθος τὰ χέρια του, μὲ ἠρεμότατη τὴν ὄψη ξεψύχησε. Εὐλογημένη ἅς εἶναι ἡ ψυχή του,πού μίσεψε ἔτσι ἔντιμα ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, ἀφοῦ ἔκαμε ἐδῶ τόσο σύντομο, μὰ δοξασμένο δρόμο" (Δ. Σολωμοῦ: Ἐπικήδειος γιὰ τὸ Σπ. Γρυπάρη" (Ἅπαντα , τ. Β', Ἰταλικὰ ποιήματα, μετ. Λίνου Πολίτη, σελ. 69).

Ἕναν ἤρεμο χριστιανικὸ θάνατο περιγράφει ὁ Σολωμὸς στὸ ποίημά του: "Πρὸς τὸν κύριον Γεώργιον Δὲ Ρώσση", ποῦ βρισκόταν στὴν Ἀγγλία καὶ τὸν παρηγορεῖ γιὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του:

"Τοῦ πατέρα σου ὅταν ἔλθεις

δὲ θὰ ἰδεῖς παρὰ τὸν τάφο.

Εἶμαι ὀμπρὸς τοῦ καὶ σοῦ γράφω

μέρα πρώτη τοῦ Μαγιοῦ.

Θὰ σκορπίσουμε τὸ Μάη

πάνω στ' ἄκακα τὰ στήθη

γιατί ἀπόψε ἀποκοιμήθη

εἰς τὸν ὕπνο τοῦ Χριστοῦ.

Ἦταν ἥσυχος κι ἀκίνητος

ὡς τὴν ὕστερη τὴν ὥρα,

καθὼς φαίνεται καὶ τώρα

ποῦ τὸν ἄφησε ἡ ψυχή.

Μόνο μιὰ στιγμὴ πρὶν φύγει

τ' οὐρανοῦ κατὰ τὰ μέρη

ἀργοκίνησε τὸ χέρι

ἴσως γιὰ νὰ σ' εὐχηθεῖ...."

Στὸ ποίημά του "Τὰ Δυὸ Ἀδέλφια" ἡ μικρὴ Αὐγούλα πεθαίνει μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι. Δὲν τῆς παίρνει τὴν ψυχὴ ὁ κακόμοιρος Χάρος, μὰ ὁ προστάτης Ἄγγελος μ' ἕνα γλυκὸ φίλημα. Καὶ ἡ πεθαμένη μοιάζει νὰ κοιμᾶται:

"Εἶν' ὄμορφη ἀκόμη

στὴν ὄψη πολύ

τῆς πῆρε (ὁ Ἄγγελος)μὲ φίλημα

γλυκὸ τὴν ψυχή.

Ἔχει χαμόγελο

ἀκόμα στὸ στόμα

ποῦ λὲς καὶ στὸ χῶμα

δὲν πρέπει νὰ μπεί.

Δὲν εἶν' πεθαμένη

τὴν ὄψη τηρᾶτε'

κοιμᾶται, κοιμᾶται

εἰς ὕπνο βαθύ.

Ἀναφέρεται ὅμως ὁ Σολωμὸς καὶ σ’εκείνους ποῦ συναντοῦν τὴν ἀπαίσια μορφὴ τοῦ Χάρου στὸν θάνατό τους. Ἄθλια καὶ φρικτὴ εἶναι καὶ ἡ ἁπλὴ θύμησή του. Προσπαθοῦν νὰ τὸν ἀποφύγουν καὶ νὰ κρατηθοῦν στὴν ζωὴ μὲ ὅλα τὰ δεινά της.

"Νὰ τὸ μάτι ποῦ τὸν ἥλιο

πολεμᾶ νὰ μεταϊδεί

καὶ τὸ στόμα νὰ βαστάξει

τὴ στερνή του ἀναπνοή" ("Ἀνάμνηση")

Εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ δὲν ἐλπίζουν καὶ δὲν πιστεύουν στὴν Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου. Καὶ σ' αὐτοὺς ἀπευθύνεται ὁ ποιητής:

"Φρικτὴ εἶναι ἡ ὥρα ποῦ ὁ ἄνθρωπος

βαριὰ ψυχομαχά,

ἀλλά, μὴ φοβηθεῖς, ἰδοὺ ὁ Χριστός..."("Φαρμακωμένη στὸν Ἅδη").

Γιὰ νὰ δείξη ὁ Σολωμὸς τὴν ἀντίθεση τοῦ θανάτου ἀνάμεσα στοὺς δίκαιους καὶ ἄνομους ἀνθρώπους, σχεδίασε στὴν ἰταλικὴ γλῶσσα αὐτοσχέδιους στίχους ποῦ τοὺς μετέφρασε στὴν ἑλληνικὴ ὁ Λίνος Πολίτης. (Δ. Σολωμοῦ "Ἅπαντα", τ. Β', Παράρτημα, σελ. 27). Τοὺς παραθέτω:

Ὁ Δίκαιος

"Κείτεται ὁ Δίκαιος στὴν κλίνη του, καὶ μὲ γλυκὸ σκοπὸ τὸ χείλι τοῦ ἑτοιμοθάνατο δοξάζει τὸ Θεό' ἀνοίγει τὸ σβησμένο μάτι τοῦ καὶ ἀναγαλλιάζει ποῦ ἐλπίδα γιὰ τὰ οὐράνια τοῦ στηλώνει τὴν καρδιά"

Ὁ Ἄνομος

"Νὰ κι ὁ ἄνομος στὴν κλίνη τοῦ' δυνατὰ τοῦ θανάτου ἀκούει στ' αὐτιά του ν' ἀντηχοῦν οἱ σάλπιγγες' τὸ νιώθει πῶς δὲ γίνεται πιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὶς πύλες τῆς αἰωνιότητας ποῦ τὶς τρέμει".

Ὁ Δίκαιος

"Ἐνῷ μὲ προσευχὴ ἀδιάκοπη τὸ λογισμό του μερώνει γιὰ νὰ μὴν τὸν ξεπλανέψει ὁ Σατανᾶς, νά, ποῦ ξάφνου μιὰ μελωδία γαληνεύει τὴ θεϊκή του χρυσαλλίδα".

Ὁ Ἄνομος

"Στριφογυρίζει τὰ μάτια του ἀλλοιθωρίζοντας, σὰν ἀρκούδα σκυμμένη πάνω στὰ μικρὰ τῆς ποῦ κιντυνεύουν' τοῦ κάκου ὁ ἄνομος, τοῦ κάκου παλεύει καὶ προστάζει τὴν ψυχή του νὰ κρατηθεῖ μὲ ὅλα τὰ δυνατά της".

Ὁ Δίκαιος (ἀκούει φωνή)

"Ἔλα", τοῦ' λεγε, "στὴν πηγὴ μέσα τοῦ φωτὸς καὶ ποτὲ πιὰ δὲ θὰ χάσεις τὴν πρόσχαρη αἰθέρια κορυφὴ τοῦ θείου ὅρους".

Ὁ Ἄνομος

"Μανιάζει ἀλαλιασμένος καὶ μέσα στὸ κακοῦργο του κι ἁμαρτωλὸ στῆθος τὸ νιώθει κιόλας πῶς τὸν περιμένει ἡ κόλαση".

Στὸν Δίκαιο

"Μὲ ἐλαφρὺ ψυχομάχημα βγῆκε στὸ τέλος ἡ ὄμορφη ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἐπίγεια φυλακή, σὰ νά' τὰν ἕνα ἀνάσασμα θερμὸ τοῦ Πλάστη".

Ὁ Ἄνομος

"Γκρεμίζεται στερνὰ ἐκεῖ κάτω καὶ σφηνώνεται, καὶ ὅλος χαρὰ ὁ κατάρατος Δαίμονας τὸν ἀγκαλιάζει, ὅπως ἐκεῖνος ἀγκάλιαζε τὸ κρῖμα".

Ἔτσι βλέπει τὸν θάνατο στοὺς ἀνθρώπους ὁ Σολωμός. Στοὺς παράνομους στὴν ζωὴ ἡ μορφή τους εἶναι ἄγρια, θλιμμένη, φοβισμένη. Στὸ ποίημά του "Εἰς ψυχορραγοῦντα φίλο" γράφει:

"....Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ σ' ἀφήσω,

Τοῦ θανάτου νὰ ἡ μορφή!

Δὲν μπορῶ νὰ σὲ φιλήσω,

Νά, μοῦ σβένεται ἡ πνοή".

Ζωγραφίζεται ὁ θάνατος μὲ τρομάρα καὶ μαυρίλα.

"Ἀνήσυχου ὀνείρου

Τρομάρα, μαυρίλα

Σὰ χέρια, σὰ χείλια

Τὰ χρώματα σβηεί".

Ἀντίθετα τοῦ καλοῦ ἀνθρώπου ὁ θάνατος τοῦ γλυκαίνει τὴν μορφή. Εἶναι ἀνάλαφρος καὶ μοιάζει μὲ ὕπνο βαθύ.

Εἴτε ὅμως πικρός, εἴτε γλυκὸς εἶναι ὁ θάνατος, ἀληθεύει ἐκεῖνο ποῦ γράφει ὁ Γιάννης Ἀποστολάκης, ὅτι δηλαδὴ "ἡ σκέψη καὶ ἡ θύμηση τοῦ θανάτου πρωτάνοιξε, ὄχι μονάχα στὸ Σολωμό, παρὰ σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους τὸ δρόμο πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τῆς ψυχῆς". (Τὰ τραγούδια μᾶς" σελ. 14)

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΝΕΚΡΩΝ-ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ-ΚΡΙΣΗ

Μὲ ἀνυποχώρητη βεβαιότητα πίστευε ὁ Σολωμὸς στὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ τὴν Κρίση τῶν σὲ τούτη τὴν ζωὴ δικαίων καὶ ἀδίκων. Πίστευε στὴν αἰωνιότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ περίμενε τὸν θάνατο μὲ ἠρεμία καὶ τὴν βεβαιότητα πῶς θὰ κερδίση τὸν Παράδεισο. "Εἶναι ἕτοιμος" γράφει ὁ Μάντζαρος, "ὁποτεδήποτε νὰ αἰσθανθῇ τὸν θάνατο τοῦ σώματος ὡς ζωὴν τοῦ πνεύματος....μαντεύων τὸν ὡραῖον κόσμον, ὁ ὁποῖος τὸν περιμένει καὶ εἰς τὸν ὁποῖον στρέφει μυστικῶς τὴν σκέψιν καὶ τὴν ἀγάπην του" (Κ. Καιροφύλα: "Ὁ ἄγνωστος Σολωμός", σελ. 121)

Ὅσες φορὲς ἀντιμετώπιζε κάποια στενοχώρια, ἀναζητοῦσε ἕναν ἄλλον κόσμο, ἔλεγε στὸν ἀδελφικό του φίλο Τομμαζέο:"Είμαι στὴν Κέρκυρα, ὅμως ἡ ζωὴ μοῦ δὲν εἶναι ἐδῶ" (Αἱ περὶ Σολωμοῦ κρίσεις...σελ. 121). Καὶ στὸν ἀδελφὸ τοῦ Δημήτριο: "Πίστευε στὸν κόσμο τ' οὐρανοῦ, ὅπου ὁ πόνος, τὰ πάθη, οἱ ἡδονές, δὲν ἔχουν ὕπαρξη, ὅπου τὰ πάντα κινοῦνται μέσα στὴν ἀθωότητα, τὴν ἁγνότητα, τὴν καλοσύνη". Καὶ εἶχε τὴν ἀγωνία νὰ φτάση κι αὐτὸς καὶ οἱ ἥρωές του τὸ συντομότερο μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου. ("Εἰς τὸν θάνατον Αἰμιλίας Ροδόσταμου", γράφει:

"Στὴν θύρα τὴν ὁλόχρυση τῆς Παντοδυναμίας

πνεύματα μύρια παλαιά, πνεύματα μύρια νέα,

σ' ἀκαρτεροὺν γιὰ νὰ σοῦ ποὺν πῶς ἄργησες νὰ φτάσεις".

Ἐκφράζει τὸν πόθο του νὰ βρεθῇ καὶ ὁ ἀδερφός του Δημήτριος ἐκεῖ στὸν Παράδεισο, συγκρίνοντάς τον μὲ τὴν γεμάτη παραπτώματα ἐπίγεια ζωή:

"Ἔλα! τὸν οὐρανὸ ὁλόκληρο νὰ ξαναλέει ἄκουσα

σὲ ἦχο ποῦ οἱ στίχοι μοῦ δὲν ἔχουν δύναμη νὰ ἐκφράσουν

κι οἱ δρόμοι ὅλοι ἐγέμιζαν ἀπ' τὸν αἰθέρα

τοῦ ζωηροῦ φωτὸς τοῦ μοσχοβολισμένου λιβανιοῦ...

Εἶμαι κάτω, μέσ' στὸ παράπτωμα καὶ τὴν ἄστατη ἀρετὴ" (Κ. Καιροφύλα: "Σολωμοῦ Ἀνέκδοτα ἔργα" σελ. 125.

Ὁ γήϊνος θάνατος εἶναι ὕπνος κατὰ τὸν ποιητὴ καὶ τὴν Ἐκκλησία. "Τὸν κεκοιμημένον δοῦλος σοῦ ἀνάπαυσον", λέει ἡ εὐχὴ τοῦ ἱερέα στὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία. Καὶ ὁ Σολωμὸς στὸ ἴδιο πνεῦμα στιχουργεί :

Στὸ ποίημά του "Ἡ Φαρμακωμένη":

"Σώπα κόσμε! Κοιμᾶται στὸ μνῆμα,

καὶ κοιμᾶται παρθένα, σεμνή.

Θὰ ξυπνήσει τὴν ὕστερη μέρα

εἰς τὸν κόσμον ὀμπρὸς νὰ κριθεῖ..."

Στὸν "Λάμπρο":

"Βλέπεις τούτους τοὺς τάφους; Καμμιὰ μέρα,

ἐδῶ μέσα καὶ σὺ θὲ νὰ κοιμᾶσαι,

ἕως ὅτου ἀπὸ ψηλὰ θέλει βουΐσει

ἡ σάλπιγγα ἡ στερνὴ σὲ ξυπνήσει".

Στὸν "Μάρκο Μπότσαρη":

"Παρόμοια ἠχῶ θὰ λαλήσει,

τοῦ κόσμου τὴν ὕστερη μέρα,

παντοῦ στὸν καινούριον ἀέρα

παρόμοια στοὺς τάφους θὰ ἐμβεί

νὰ κάμει ὁ καθένας νὰ ἐβγεί".

Στὸν "Κρητικὸ" ὁ Κρητικὸς ἥρωας τοῦ πολέμου πιστεύει στὴν προσωπικὴ ἀνάσταση τοῦ σώματος. Ἡ ψυχὴ τῆς ἀγαπημένης του ἀναστημένη θὰ τὸν περιμένη στὸν Παράδεισο καὶ ὅταν σημάνη ἡ ὥρα τῆς κρίσεως θὰ τρέξη νὰ τὴν ἀναζητήση. Γράφει:

"Λάλησε Σάλπιγγα! κι ἐγὼ τὸ σάβανο τινάζω,

καὶ σχίζω δρόμο καὶ τσ' ἀχνοὺς ἀναστημένους κράζω.

Καπνὸς δὲ μένει ἀπὸ τὴ γῆ' νιὸς οὐρανὸς ἐγίνη'

σὰν πρῶτα ἐγὼ τὴν ἀγαπῶ, καὶ θὰ κριθῶ μ' αὐτήνη,

ψηλὰ τὴν εἴδαμε πρωΐ τῆς τρέμαν τὰ λουλούδια

στὴ θύρα τῆς Παράδεισος ποῦ ἐβγῆκε μὲ τραγούδια.

Ἔψαλε τὴν Ἀνάστασι χαροποιὰ ἡ φωνή της,

κι ἔδειχνεν ἀνυπομονησιὰ γιὰ νὰ μπὴ στὸ κορμί της

ὁ οὐρανὸς ὁλόκληρος ἀγροίκαε σαστισμένος".

Τὸ "καπνὸς δὲ μένει ἀπὸ τὴ γῆ' νιὸς οὐρανὸς ἐγίνη", εἶναι εἰκόνα τῆς μορφῆς τῆς ζωῆς μετὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία, ὅπως τὴν περιγράφει ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψη (21,1) "Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν' ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθεν".

Μὲ σάλπιγγα θὰ ἀναγγελθῇ ἡ μελλούμενη Κρίση, ἡ Δευτέρα Παρουσία. Τὴν εἰκόνα καὶ ἐδῶ ὁ ποιητὴς τὴν παίρνει ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή: "Ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ Ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ' οὐρανοῦ καὶ οἱ νεκροὶ ἀναστήσονται" (Α' Θεσσαλ. δ', 16) καὶ "ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτη σάλπιγγι' σαλπίσει γὰρ καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα" (Α' Κόρ. ἰε', 52-55). "Ἠχήσουσι σάλπιγγες καὶ κενωθήσονται τάφοι καὶ ἐξαναστήσεται τῶν ἀνθρώπων τρέμουσα ἡ φύσις ἅπασα" (Ἐσπερ. Κυριακῆς Ἀπόκρεω).

Καὶ ὁ Σολωμὸς στὸ ποίημά του "Δευτέρα Παρουσία" ἀρχίζει: "Ἀκούω τὸν τρομερὸ ἦχο μιᾶς σάλπιγγας ποῦ κάνει ἀπόηχο καὶ πυρώνει ὁ κόσμος καὶ θαρρεῖς πῶς βογγάει ἡ πλάση". Φαίνεται πῶς ὁ ποιητὴς ἐγνώρισε ὅσα ἀναφέρουν οἱ Γραφὲς καὶ οἱ θρησκευτικοὶ ὕμνοι γιὰ τὴν πορεία τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τῶν δικαίων κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἀνάστασης τῶν νεκρῶν. "Καὶ κόψονται καὶ κλαύσονται καὶ εἰς τὸ πὺρ τὸ ἐξώτερον ἀπελεύσονται οἱ μηδέποτε μετανοήσαντες"(Τριώδιον σελ. 22) οἱ ἁμαρτωλοὶ κατὰ τὸν ὑμνογράφο. "Ἐγὼ λογιάζοντας τὸν τρόμο ἀνάβω καὶ βλέπω πλῆθος ἀμέτρητο νὰ τρέχει μανιασμένο γιὰ νὰ πέσει μέσα στὴ φωτιὰ γιὰ πάντα καὶ νὰ σπαράζει ἀπ' τὴν ἀπελπισία" λέει στὴν δεύτερη στροφὴ στὸ ποίημά του "Δευτέρα Παρουσία", ὁ Σολωμός.

Γιὰ τοὺς δικαίους στὸ τροπάριο τῶν Αἴνων τῶν Ἀπόκρεω τονίζεται: "Καὶ ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει ὁ τῶν δικαίων κλῆρος εἰσελεύσεται εἰς παστάδα αἰώνιον". Καὶ ὁ Σολωμὸς λέει: "Κοίτα μυριάδες ποῦ γλίτωσαν ἀπ' τὴν αἰώνια ἀνεμοζάλη καὶ πετοῦνε σφιχταγκαλιασμένοι πρὸς τὸν οὐρανό".

Ὁ Σολωμὸς πίστευε ἀκράδαντα στὸν οὐράνιο Παράδεισο. Προσδοκοῦσε μὲ τὴν ποίησή του ἕναν κόσμο μεταμορφωμένο, ἐξαγνισμένο, ὑποψήφιο οἰκήτορα τοῦ Παραδείσου. Καὶ ζοῦσε αὐτὴν τὴν πραγματικότητα ἀπ' αὐτὴν ἐδῶ τὴν ζωή. "Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστὶ" (Λούκ. 17, 21).

(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο)

  • Προβολές: 2803