Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοὶ: Τὸ «φλόγεον ὀστοῦν» καὶ ἡ «θέα τῶν χαιρόντων»

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Οἱ γραμμὲς αὐτοῦ τοῦ σημειώματος χαράσσονται μέσα στὴν ἀναστάσιμη ἀτμόσφαιρα τῆς Διακαινησίμου ἑβδομάδος, ἐν ἀναμονῇ τῆς Κυριακῆς τοῦ Ἀντίπασχα, στὴν ὁποῖα ἐπιβεβαιώθηκε «μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ» ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν ἀπ. Θωμᾶ, ὁ ὁποῖος μέχρι τότε ἀπιστοῦσε στὸν χαρμόσυνο λόγο τῶν συμμαθητῶν του: «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον».

Εἶναι φυσικό, λοιπόν, στοὺς Ἐπίκαιρους Σχολιασμούς μας νὰ μὴν ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸν «ρέοντα κόσμον», τὸν διακατεχόμενο ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία τῆς οἰκονομίας, ἀλλὰ μὲ κάποια ἀπὸ τὰ «μένοντα» καὶ «τιμιώτερα» τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Θὰ προσηλώσουμε, λοιπόν, τὴν προσοχή μας σὲ πτυχὲς τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποῖα ὁ ἀκόρεστος πλουτισμὸς δὲν ἔχει ἀντικείμενο τὸ χρῆμα μὲ τὴν συνακόλουθη μισανθρωπία, ἀλλὰ τὴν θεολογία, ποῦ εἶναι καρπός –ἀλλὰ καὶ προϋπόθεση– τῆς φιλοθεΐας καὶ τῆς ἀναπόσπαστης ἀπὸ αὐτὴν φιλανθρωπίας.

Γι’ αὐτὸ θὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν κυκεῶνα τῶν δημοσιογραφικῶν πληροφοριῶν καὶ ἀναλύσεων καὶ θὰ περάσουμε σὲ μιὰ γωνιά, μὲ θέα ἀπέραντη, τοῦ θαυμαστοῦ λειμῶνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποίησης.

Ὁ ποιητὴς ποῦ θὰ μᾶς φιλοξενήση στὸ ποίημά του –στὸν τόπο τῆς θεολογικῆς ὑμνωδίας του– εἶναι ὁ «ποιητὴς τῶν κοντακίων», ὁ ὅσιος Ρωμανὸς ὁ Μελωδός, ὁ ὁποῖος γεννημένος στὴν Ἔμεσα τῆς Συρίας ἀνέπτυξε τὴν κύρια ὑμνογραφικὴ τοῦ δράση στὴν Κωνσταντινούπολη στὰ χρόνια τοῦ Ἰουστινιανοῦ, γι’ αὐτὸ εἶναι ἔντονη στὸ ἔργο του ἡ διδασκαλία τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Τὰ «κοντάκια» εἶναι ἕνα ἰδιαίτερο εἶδος ὕμνων, ποῦ καθιερώθηκαν κυρίως ἀπὸ τὸν ὅσιο Ρωμανό. Δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ χαρακτηριστικὰ τῆς δομῆς τους ἢ στὴν ἱστορία τους, γιατί ἄλλο εἶναι τὸ ἀντικείμενο τοῦ σημειώματός μας. Ὁ ὅσιος Ρωμανός, λοιπόν, μὲ τὸ κοντάκιό του ποῦ ἐπιγράφεται: «Εἰς τὴν Καινὴν Κυριακὴν καὶ εἰς τὸν Θωμᾶν», θὰ μᾶς βοηθήση νὰ ἀναφερθοῦμε μὲ συντομία σὲ ὁρισμένα πολὺ σημαντικὰ θέματα: Πρῶτον, στὸ πῶς ἔρχεται σὲ σχέση καὶ κοινωνία ὁ κτιστὸς ἄνθρωπος μὲ τὸν ἄκτιστο Θεὸ διὰ τοῦ Χριστοῦ, καὶ δεύτερον, σὲ δυσχέρειες ποῦ ἐμφανίζονται στὴν σχέση πολλῶν Χριστιανῶν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, ἐξ αἰτίας ἀνθρωπίνων παθῶν, καὶ πῶς μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ πάθη –ἐνεργὰ καὶ στοὺς ἀποστόλους πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς– ἑρμηνεύει ὁ ὅσιος Ρωμανὸς τὴν ἀπιστία τοῦ ἀπ. Θωμᾶ.

Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ προσεγγίση μὲ τὶς φυσικὲς δυνάμεις του τὸν Θεό. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση, μάλιστα, καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δὲν γίνεται ὁρατὴ ἀπὸ ὅλους. Ὁ Χριστὸς ἐμφανίζεται μόνον στοὺς ἕτοιμους γι’ αὐτὴν τὴν σημαντικὴ συνάντηση. Ἐμφανίζεται σ’ αὐτοὺς ποῦ εἶναι δεκτικοὶ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὥστε, μὲ τὴν ὀπτικὴ δύναμη ποῦ τοὺς δίνει ὁ Θεός, νὰ βλέπουν τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου-Χριστού ἑνωμένο μὲ τὴν ἄκτιστη θεότητα. Νὰ βλέπουν δηλαδὴ ἀνθρωπότητα καὶ θεότητα ἀσύγχυτα καὶ ἀδιαίρετα ἑνωμένες σὲ μιὰ σύνθετη ὑπόσταση.

Ὁ ὅσιος Ρωμανὸς τὸ γνωρίζει αὐτὸ πολὺ καλὰ καὶ μᾶς τὸ μεταγγίζει. Αἰσθάνεται τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι ὅλο πύρ. Γι’ αὐτὸ τὴν πλευρά, ποῦ πρότεινε ὁ Χριστὸς στὸν Θωμᾶ γιὰ ψηλάφηση, τὴν ὀνομάζει «πυρίνη». Καὶ τὸ ὀστό Του, ποῦ ἀποκαλύφθηκε μὲ τὸν λογχισμὸ τῆς πλευρᾶς Του, τὸ χαρακτηρίζει «φλόγεον». Καὶ ἀπορεῖ: «Τὶς ἐφύλαξε τὴν τοῦ μαθητοῦ παλάμην τότε ἀχώνευτον, ὅτε τὴ πυρίνη πλευρὰ προσῆλθε τοῦ Κυρίου; Τὶς ἔδωκε ταύτη τόνον καὶ ἴσχυσε ψηλαφῆσαι φλόγεον ὀστοῦν;». Καὶ ἀπαντᾶ: «Πάντως ἡ ψηλαφηθεῖσα». Ἂν ἡ πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ὁ Χριστός, δὲν ἔδινε δύναμη στὴν «πήλινη δεξιὰ» τοῦ μαθητῆ, δὲν θὰ μποροῦσε αὐτὸς νὰ ψηλαφήση «παθήματα σαλεύσαντα τὰ ἄνω καὶ κάτω».

Μὲ ἀφορμὴ τὴν ψηλάφηση τοῦ ἀπ. Θωμᾶ θυμᾶται ὁ ὅσιος Ρωμανὸς τὴν κατακαιομένη καὶ μὴ καταφλεγομένη βάτο ποῦ εἶδε ὁ Μωϋσής, ἡ ὁποία προτύπωνε τὸ μυστήριο τῆς συλλήψεως τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Θεοτόκο. Καὶ ἐπισημαίνει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐπιβεβαίωνε καὶ ἑρμήνευε –ἐνταγμένος στὴν ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση– τὰ γεγονότα τῆς Π. Διαθήκης. Γράφει: «ἐκ γὰρ τῆς τοῦ Θωμᾶ χειρὸς πιστεύω τοὶς Μωσέως». Τὸ χέρι τοῦ Ἀποστόλου «σαθρὸ καὶ ἀκανθῶδες» «οὐκ ἐφλέχθη» μὲ τὴν ψηλάφηση «πλευρᾶς ὦσπερ φλογὸς καιομένης». Ἐπὶ Μωϋσέως «τὸ πὺρ ἦλθεν ἐπὶ τὴν ἄκανθαν». Στὴν περίπτωση τοῦ ἀπ. Θωμᾶ «πρὸς τὸ πὺρ ἔδραμεν ἡ βατώδης». Τὸ χέρι τοῦ Ἀποστόλου χαρακτηρίζεται «βατῶδες», γιατί ἔμοιαζε, σὲ σχέση μὲ τὸ πὺρ τῆς Θεότητος, μὲ βάτο εὔκολα ἀναλώσιμη ἀπ' τὴν φωτιά. Γνωρίζει ὅμως ὁ ὅσιος Ρωμανὸς ὅτι ἀπέναντι στὸν Μωϋσή, ἀλλὰ καὶ στὸν ἀπ. Θωμᾶ ἦταν τὸ ἴδιο θεῖο πρόσωπο, ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Πατρός. Γι’ αὐτὸ σημειώνει ὅτι καὶ στὴν μιὰ καὶ στὴν ἄλλη περίπτωση «ὤφθη ὁ αὐτὸς Θεὸς ἀμφότερα φυλάττων». «Φυλάττων», δηλαδή, ἀπὸ τὴν καταφθορὰ καὶ τὴν βάτο ποῦ εἶδε ὁ Μωϋσὴς καὶ τὸ χέρι τοῦ ἀπ. Θωμᾶ.

Μὲ ὅλα τὰ παραπάνω ἐκφράζεται ἡ βασικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται σὲ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ μόνον μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, μόνο «ἐν τὼ φωτὶ» τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε «ἐν τὼ φωτί σου ὀψόμεθα φὼς» ψάλλουμε διαρκῶς στὴν Ἐκκλησία.

Ἅς ἔλθουμε ὅμως στὴν ἀπιστία τοῦ Ἀποστόλου.

Ὁ ἀπ. Θωμᾶς δὲν ἀρνήθηκε τὸν Χριστό, ὅπως ὁ Πέτρος. Καὶ πρὶν τὴν σταύρωση, ὅταν πορευόταν ὁ Χριστὸς στὴν Βηθανία γιὰ νὰ ἀναστήση τὸν Λάζαρο, ἦταν αὐτὸς ποῦ εἶπε στοὺς συμμαθητές του: «Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ». Ἦταν ἕτοιμος νὰ πεθάνη μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Καὶ τώρα ἔβλεπε ἀφ' ἑνὸς μὲν τὸν Πέτρο μὲ τοὺς ἄλλους μαθητὲς νὰ χαίρονται, ποῦ εἶδαν τὸν Κύριο, ἀφ' ἑτέρου δὲ νὰ εἶναι πάλι φοβισμένοι καὶ κλεισμένοι στὸ ὑπερῶο. Ὁ ἀπ. Θωμᾶς ἀντιδρᾶ στὴν χαρὰ τῶν ἄλλων μαθητῶν λέγοντας, σύμφωνα μὲ τὸν ὅσιο Ρωμανό: «Οἱ ἰδόντες μὴ κρύπτεσθε, ἀλλὰ βοᾶτε... Ἀπαγγείλατε παντὶ τὼ λαῷ ἅ εἴδετε καὶ ἠκούσατε».

Συνεχίζει ὅμως ὁ ἀπ. Θωμᾶς βγάζοντας τὴν λύπη του: «Πῶς μπορῶ νὰ πιστεύσω ἀκούοντας ἀπίστευτα πράγματα;». Τὰ πράγματα εἶναι ἀπίστευτα γιὰ τὴν λογικὴ τοῦ ἀπ. Θωμᾶ, διότι: «Ἂν ἦλθεν ὁ λυτρωτής, θὰ ζητοῦσε τὸν δοῦλο του. Κάποτε ρώτησε: "Ποῦ τεθήκατε Λάζαρον;". Τώρα δὲν εἶπε: "Ποῦ ἀφήκατε Θωμᾶν;". Ξέχασε αὐτὸν ποῦ ἤθελε "μετὰ τούτου τεθνάναι;"». Γι’ αὐτὸ ἔλεγε: «Ἄπιστος μένω ἕως ἂν ἴδω».

Ὁ Θωμᾶς ἐκφράζει παράπονο. Θεωρεῖ ἀδιανόητο νὰ συναντήση ὁ Χριστὸς τὸν ἀρνητὴ Πέτρο καὶ νὰ μὴν ἀναζητήση αὐτόν, ποῦ ἔδειξε τέτοια αὐταπάρνηση. Θεωροῦσε ὅτι εἶχε ἀπέναντι στὸν Χριστὸ δικαιώματα. Δὲν εἶχε ἀκόμη ἀφομοιώσει πλήρως τὸ πνεῦμα τοῦ Διδασκάλου του, ὁ ὁποῖος ἀπέναντι στοὺς Ἰουδαίους καὶ στὸν Πιλάτο ἀρνήθηκε ὡς ἄνθρωπος ὅλα τὰ δικαιώματά Του.

Ὅταν ὅμως «μεθ’ ἡμέρας ὀκτώ», παρόντος τοῦ Θωμᾶ ἦλθε πάλι ὁ Χριστός, ὁ ὅσιος Ρωμανὸς παρουσιάζει τὸν Θωμᾶ μέσα στὴν ψυχή του νὰ λέη, πῶς θὰ ἀπολογηθῇ: «Ἦταν καλύτερα νὰ ἀσκοῦσα τὴν σιωπή, ὅπως ὁ Ἰησοῦς ὅταν τὸν ἔκριναν. Ἀλλὰ "ἠρέθισέ με λαλεῖν ἡ θέα τῶν χαιρόντων... Ζηλῶν οὔν εἶπον ἅπερ προεῖπον"». Τονίζοντας ποιητικότερα τὸ αἴσθημα τοῦ φθόνου ὁ ὅσιος Ρωμανὸς βάζει στὸ στόμα τοῦ ἀπ. Θωμᾶ τὰ ἀκόλουθα: «Νύχτα καὶ σκότος βαθὺ μοῦ ἔγιναν τὰ λόγια τῶν συνδούλων μου. Δὲν μὲ φώτισαν, δὲν ἄναψαν στὴν ψυχή μου τὴν λαμπάδα τοῦ θαύματος».

Ἀπολογούμενος καὶ δικαιολογούμενος στὸν Χριστὸ ἐπίσης ἔλεγε: «Μὴ μέμψη μοί, σωτὴρ σοὶ γὰρ ἀεὶ πιστεύω, τὼ Πέτρω δὲ καὶ τοὶς λοιποῖς δυσχεραίνω πιστεύειν οἴδα γὰρ τούτους σοὶ ψευσαμένους καὶ ἐν ὥρᾳ κακῶν φοβουμένους».

Πολλοὶ πιστεύουν στὸν Χριστό, ἀλλὰ «δυσχεραίνουν» στὸ νὰ πιστέψουν τοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας του. Θεωροῦν κάποιους ἀπὸ αὐτοὺς ψευδόμενους μὲ τὸν βίο τοὺς «καὶ ἐν ὥρᾳ κακῶν φοβουμένους». Ὁ ὅσιος Ρωμανὸς βέβαια βάζει τὸν Χριστὸ νὰ θυμίση στὸν ἀπ. Θωμᾶ, ὅτι «καὶ σὺ μετὰ τούτων ἦσθα», ὅταν μὲ ἐγκατέλειψαν. «Καιρὸς ἥν χαλεπός, Δίδυμε, μὴ ὀνείδιζε».

Πολλοὶ ὀνειδίζουν τοὺς ποιμένες γιὰ πάθη ποῦ διακατέχουν καὶ τοὺς ἴδιους, θεωρῶντας ὅτι ἔτσι δικαιολογεῖται ἡ ἀπιστία τους.

Ὑπογραμμίζουμε τὴν ἄρνηση ποῦ δημιουργεῖ ἡ αἴσθηση τῆς ἀπόρριψης καὶ ἡ «θέα τῶν χαιρόντων». Καὶ τὸ πῶς τὰ λόγια τῶν «χαιρόντων», ποῦ μιλοῦν γιὰ τὸ φὼς τοῦ κόσμου, προσλαμβάνονται ὡς «νὺξ καὶ σκότος».

Γι’ αὐτὸ μακάριοι εἶναι οἱ ταπεινοὶ καὶ «μὴ ἰδόντες», ἀλλὰ «πιστεύσαντες», καθὼς καὶ αὐτοὶ ποῦ ξέρουν νὰ περιορίζουν τὰ λόγια τῆς χαρᾶς τους ἀπέναντι σ’ αὐτοὺς ποῦ δὲν μποροῦν νὰ διαχειριστοῦν τὴν θλίψη τους.–

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3195