Skip to main content

Εισήγηση στό Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο στήν Σόφια τής Βουλγαρίας: Θεολογία καί Επιστήμη

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Εισήγηση στό Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο στήν Σόφια τής Βουλγαρίας (βλ. σελ. 1, 9)

Αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή διότι μού ανετέθη τήν πρώτη ημέρα τού Συνεδρίου νά κάνω μιά γενική παρουσίαση τού θέματος «Θεολογία καί Επιστήμη». Είναι ένα θέμα καθοριστικό, γιά τό οποίο κατά καιρούς έγιναν πολλές συζητήσεις, αλλά πάντοτε πρέπει νά επικαιροποιήται, διότι αναφύονται νέα προβλήματα.

Κατ' αρχάς πρίν προχωρήσω στήν ανάπτυξη τού θέματος θά πρέπει νά σημειώσω ότι όταν χρησιμοποιώ τόν όρο θεολογία, εννοώ τήν ορθόδοξη πατερική θεολογία, όπως διαφυλάσσεται στήν Ορθόδοξη Εκκλησία καί όχι τήν σχολαστική καί προτεσταντική θεολογία πού αναπτύχθηκε στήν Δύση. Αναπτύσσοντας τό θέμα θά τεθούν εν συντομία μερικά σημεία τά οποία θεωρώ σημαντικά.

1. Κλασσική μεταφυσική καί επιστήμη

Ο όρος μεταφυσική εμφανίσθηκε μετά τήν έκδοση τών έργων τού Αριστοτέλους από τόν Ανδρόνικο τόν Ρόδιο, τόν 1ο αιώνα π.Χ. Είναι γνωστόν ότι ο Αριστοτέλης έγραψε ένα έργο μέ τίτλο Φυσική ακρόασις ή Φυσικά καί μερικά άλλα έργα στά οποία ασχολείται μέ τά φυσικά φαινόμενα, ήτοι τόν ουρανό, τήν γέννηση καί τήν φθορά, τά μετεωρολογικά κλπ. Επίσης, ο Αριστοτέλης έγραψε καί ένα άλλο βιβλίο μέ τίτλο Πρώτη φιλοσοφία καί στήν οποία ασχολείται μέ τήν οντολογία του. Ο εκδότης τών έργων του, πού αναφέραμε πιό πάνω, έβαλε τό βιβλίο Πρώτη φιλοσοφία μετά από τό βιβλίο του Φυσικά, οπότε καί ονομάστηκε Μεταφυσικά. Έτσι, η λέξη μεταφυσική δηλώνει τήν επιστήμη εκείνη πού ασχολείται μέ τό ανώτατο όν, τόν Θεό.

Μέ τόν όρο μεταφυσική εννοείται καί η διδασκαλία τού Πλάτωνος, ο οποίος προηγήθηκε τού Αριστοτέλους. Ο Πλάτων υποστήριξε τήν άποψη ότι ο Θεός είναι τό ανώτατον Όν, μέσα στόν οποίον υπάρχουν οι ιδέες, οι οποίες είναι αγέννητες καί επί τή βάσει αυτών δημιουργήθηκε ο κόσμος. Επίσης, ο Αριστοτέλης διετύπωσε τήν θεωρία περί τού πρώτου ακινήτου κινούντος.

Επομένως, η μεταφυσική είναι η επιστήμη εκείνη πού κάνει λόγο γιά τόν Θεό, αλλά καί συνδέει πολύ στενά τόν Θεό μέ τήν φύση, αφού όλα τά αντικείμενα πού υπάρχουν στόν κόσμο είναι αντίγραφα τών αγεννήτων ιδεών ή κινούνται από τό ανώτατο Όν. Αυτήν τήν κλασσική μεταφυσική εγκολπώθηκε η σχολαστική θεολογία καί τήν συναντάμε στά κείμενα τού Θωμά τού Ακινάτη, ο οποίος κάνει λόγο γιά τό analogia entis. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει αναλογία μεταξύ Θεού καί κτιστών πραγμάτων. Κατ' επέκταση σημαίνει ότι υπάρχει στενός σύνδεσμος μεταξύ μεταφυσικών καί φυσικών, μεταξύ τού Θεού καί τού κόσμου. Ό,τι γίνεται στόν κόσμο είναι αντανάκλαση τών ιδεών. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι καί αυτός ο Αριστοτέλης συνέδεε τήν φιλοσοφία μέ τήν επιστήμη.

Μελετώντας τήν δυτική θεολογία, όπως εκφράζεται στό έργο τού Θωμά Ακινάτη Suma Theologica, συναντάμε τήν άποψη ότι η δημιουργία τού κόσμου είναι αντιγραφή τής θείας ουσίας διά τής ενυποστατοποιήσεως τών αρχετύπων.

Αυτός ο σύνδεσμος μεταξύ μεταφυσικής καί φυσικών, δηλαδή δυτικής θεολογίας καί επιστήμης, δημιούργησε ένα ορισμένο κοσμοείδωλο καί βάσει αυτού κινήθηκαν όλες οι ερμηνείες περί τού Θεού, τού ανθρώπου καί τού κόσμου. Όμως, κατά τήν αναγέννηση καί τόν διαφωτισμό, όταν αναπτύχθηκε ο ουμανισμός, ο οποίος στηρίχθηκε στόν ορθό λόγο καί τήν αυτονομία τού ανθρώπου, άλλαξαν τά δεδομένα, δέν μπορούσαν νά δεχθούν τήν σχέση μεταξύ τής μεταφυσικής καί τής επιστήμης, δέν μπορούσαν νά δεχθούν πώς ό,τι υπάρχει στόν κόσμο είναι αντίγραφο τών ιδεών τού Πλάτωνος ή κινούνται από τό πρώτο ακίνητο κινούν τού Αριστοτέλους, οπότε κατέρρευσε τό κοσμοείδωλο τής μεταφυσικής.

Οι επιστήμονες πού ερευνούσαν τόν κόσμο, τόσο στήν γή όσο καί στό ουράνιο στερέωμα, τά εξέταζαν μέσα από τήν παρατήρηση καί τό πείραμα. Αναπτύχθηκε ένας θετικισμός, ο οποίος κινείται σέ αντίθετη κατεύθυνση από τήν μεταφυσική. Μέσα από αυτήν τήν προοπτική ο αθεϊστικός ουμανισμός καταφέρθηκε εναντίον τού Θεού τής Δύσεως. Έτσι, δημιουργήθηκε η αθεΐα, η οποία στήν πραγματικότητα είναι άρνηση ενός φανταστικού Θεού, διότι ο Θεός τού Πλάτωνος καί τού Αριστοτέλους, αλλά καί τών Σχολαστικών θεολόγων στήν πραγματικότητα είναι φανταστικός, ανύπαρκτος. Επομένως, η διακήρυξη ότι ο Θεός απέθανε έχει υπ' όψη της τόν Θεό τής μεταφυσικής –κλασσικής καί χριστιανικής– όπως επικράτησε στήν Δύση. Οι δέ θεολόγοι τού Πάπα τού καθολικισμού θέλησαν νά προστατεύσουν τόν Θεό πού περιγράφεται από τόν Θωμά τόν Ακινάτη, μέ αποτέλεσμα νά έλθουν σέ αντίθεση μέ τήν επιστήμη καί μάλιστα μέ βίαιο τρόπο, όπως τό βλέπουμε στίς ενέργειες τής Ιεράς Εξετάσεως.

2. Η Ορθοδοξία ως αντιμεταφυσική

Οι Πατέρες τής Εκκλησίας –καί μάλιστα εδώ έχω υπ' όψη μου ιδιαιτέρως τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν άγιο Γρηγόριο Νύσσης καί μερικούς άλλους πού ασχολήθηκαν ιδιαίτερα μέ τά θέματα αυτά, όπως καί τόν άγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά– δέν κινούνται μέσα στά πλαίσια τής κλασσικής καί τής δυτικής μεταφυσικής, αλλά σέ αντίθετη κατεύθυνση. Στήν πραγματικότητα η ορθόδοξη θεολογία, όπως εκφράσθηκε από τούς Πατέρες τής Εκκλησίας, είναι αντιμεταφυσική. Θά δώσω μερικά παραδείγματα γιά νά γίνη κατανοητό.

Τό ένα παράδειγμα έχει σχέση μέ τό analogia entis, όπως τό ανέπτυξε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Όπως είδαμε προηγουμένως ακόμη καί η δυτική χριστιανική μεταφυσική, θεωρεί ότι υπάρχει μιά αναλογία μεταξύ τού κόσμου πού βλέπουμε καί τού αγεννήτου κόσμου τών ιδεών πού δέν βλέπουμε, δηλαδή όλος ο κόσμος είναι αντίγραφο τών ιδεών τού Θεού καί στό σημείο αυτό βλέπουν τήν αρμονία στόν κόσμο. Οι Πατέρες, όμως, τής Εκκλησίας καταφέρονται εναντίον αυτής τής απόψεως καί διδάσκουν, ακολουθώντας τήν όλη θεολογία τής Εκκλησίας, ότι όλη η κτίση δημιουργήθηκε από τόν Θεό εκ τού μή όντος καί όχι εκ τών αγεννήτων ιδεών. Κατά τούς Πατέρες τής Εκκλησίας δέν υπάρχει οντολογική σχέση μεταξύ τών ιδεών τού Θεού καί τών κτισμάτων. Ο κόσμος ήλθε στήν ύπαρξη από τήν ανυπαρξία. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στούς θεολογικούς του λόγους προτρέπει τούς ακροατάς του: «βάλε (απόβαλε) τάς ιδέας τού Πλάτωνος».

Τό άλλο παράδειγμα είναι συνέχεια τού προηγουμένου καί αναφέρεται στήν ψυχή. Σύμφωνα μέ τήν κλασσική μεταφυσική, όπως εκφράζεται από τόν Πλάτωνα, η ψυχή τού ανθρώπου ανήκει στόν αγέννητο κόσμο τών ιδεών καί μετά τήν πτώση της κλείσθηκε μέσα στό σώμα πού είναι φυλακή τής ψυχής. Επειδή η ψυχή έχει ανάμνηση τού κόσμου τών ιδεών γι' αυτό θέλει νά επιστρέψη σέ αυτόν, μέ τήν αποβολή τού σώματος καί μέσα στά πλαίσια αυτά κινείται όλος ο μυστικισμός καί τών πλατωνικών καί τών νεοπλατωνικών φιλοσόφων. Όμως, οι Πατέρες τής Ορθοδόξου Εκκλησίας δέν δέχονται αυτήν τήν άποψη περί τής ψυχής, ισχυριζόμενοι ότι η ψυχή είναι ανίδεη, δηλαδή δέν ανήκει στόν κόσμο τών ιδεών, αλλά είναι δημιούργημα τού Θεού, πού προήλθε στήν ύπαρξη από τό μή όν, όπως καί όλος ο κόσμος. Μέ αυτήν, λοιπόν, τήν προοπτική τό σώμα δέν είναι η φυλακή τής ψυχής ούτε η ψυχή πρέπει νά επανέλθη στόν κόσμο τών ιδεών, κατά τρόπο μυστικιστικό, μέσα από μαγείες. Είναι γνωστόν ότι ο νεοπλατωνισμός συνδέεται στενά καί μέ μαγείες, όπως τό βλέπουμε στόν βίο τού Πλωτίνου. Έτσι, η ορθόδοξη θεολογία αρνείται τόν μυστικισμό τού πλατωνισμού καί νεοπλατωνισμού.

Τό τρίτο παράδειγμα, πού είναι συνέχεια τών προηγουμένων έχει σχέση μέ τήν διάκριση μεταξύ ακτίστου καί κτιστών. Ενώ η μεταφυσική ομιλεί γιά μεταφυσικά καί φυσικά, οι Πατέρες τής Εκκλησίας κάνουν λόγο γιά άκτιστα καί κτιστά. Καί αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί, όπως είδαμε προηγουμένως στήν μεταφυσική, τά φυσικά είναι αντίγραφα τών φυσικών, ενώ κατά τούς Πατέρες ο Θεός είναι άκτιστος καί όλη η φύση είναι κτιστή, δηλαδή δημουργήθηκε από τόν Θεό καί δέν είναι αντίγραφο ιδεών. Καί τό σπουδαιότερο είναι ότι δέν υφίσταται διαλεκτική διάκριση μεταξύ αυτών, ωσάν τά μεταφυσικά νά βρίσκωνται σέ έναν άλλον όροφο πιό πάνω από τά φυσικά, αλλά η άκτιστη ενέργεια τού Θεού συναντάται μέ τήν κτιστή ενέργεια τών κτιστών.

Αυτός είναι ο λόγος γιά τόν οποίον οι Πατέρες τής Εκκλησίας δέν ήλθαν σέ αντίθεση μέ τήν επιστήμη, όπως έγινε στήν Δύση, μέ τήν Ιερά Εξέταση. Γνώριζαν πολύ καλά ότι η θεολογία ομιλεί γιά τόν άκτιστο Θεό καί δημιουργεί τίς προϋποθέσεις γιά τόν αγιασμό πραγμάτων από τήν άκτιστη Χάρη τού Θεού, ενώ η επιστήμη ασχολείται μέ τήν εξερεύνηση τών κτιστών πραγμάτων. Έτσι, από πλευράς ορθοδόξου θεολογίας δέν μάς δημιουργεί προβλήματα η ανάπτυξη τών θετικών επιστημών, γιατί οι ανακαλύψεις τής επιστήμης δέν κλονίζουν τήν σχέση τού ανθρώπου μέ τόν Θεό, αφού η κτίση δέν είναι αντίγραφο των ιδεών γιά νά προσβάλλεται ο Θεός σέ κάθε διερεύνηση. Γιά νά δούμε τό θέμα αυτό θά αναφερθώ στήν αστρονομία καί τήν σύγχρονη γενετική.

Οι αρχαίοι Έλληνες μεταφυσικοί πίστευαν ότι τά ουράνια σώματα είναι αμετάβλητα καί κινούνται κυκλικώς αμεταβλήτως. Ο Αριστοτέλης στό βιβλίο του Τά φυσικά υποστηρίζει ότι υφίσταται μεταβολή στά φυσικά φαινόμενα, όχι όμως καί στά ουράνια σώματα, τά οποία είχε τοποθετήσει στό βιβλίο μετά τά φυσικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι θεωρούσε ότι τά ουράνια σώματα είναι έμψυχα, είναι κατώτεροι θεοί πού βρίσκονται πλησίον τής θεότητος. Έτσι, στό σύμπαν υπάρχει τό αμετάβλητο. Όμως η σύγχρονη αστρονομία, παρατηρώντας τόν έναστρο ουρανό, βλέπει ότι υπάρχουν αλλαγές, δέν είναι δυνατόν νά θεωρήση τά ουράνια σώματα γιά θεούς, γιατί ο άνθρωπος έχει δυνατότητα νά στείλη στά ουράνια αυτά σώματα καί επανδρωμένα διαστημόπλοια, καί ακόμη ο άνθρωπος περπάτησε στήν Σελήνη.

Έπειτα, η σύγχρονη γεννητική έχει τήν δυνατότητα, μέ τά μέσα τά οποία διαθέτει, νά μελετήση τόν υποκυτταρικό κόσμο καί νά ερευνήση όλο τό μυστήριο τό οποίο υπάρχει σέ αυτόν, καθώς επίσης έχει τήν δυνατότητα νά διαπιστώση καί τίς αλλαγές πού γίνονται μέσα στό γενετικό υλικό, τό DNA τού ανθρώπου. Γι' αυτό καί η σύγχρονη επιστήμη δέν μπορεί νά δεχθή τήν εξέταση όλων αυτών τών στοιχείων από έναν μεταφυσικό κόσμο τών ιδεών, τών οποίων είναι αντίγραφα.

Αυτός είναι λόγος γιά τόν οποίον λέμε ότι η ορθόδοξη θεολογία, η οποία αρνείται τήν μεταφυσική, δέν έχει ουσιαστικό πρόβλημα από τήν ανάπτυξη τής συγχρόνου επιστήμης, εκτός καί άν η επιστήμη εξέρχεται από τά όριά της. Έτσι, δέν επιτίθεται εναντίον τής επιστήμης, όταν αυτή εξυπηρετή τόν άνθρωπο. Μάλιστα, μέσα από τίς σύγχρονες ανακαλύψεις θαυμάζουμε τήν σοφία τού Θεού πού δημιούργησε τόν κόσμο, «ως εμεγαλύνθη τά έργα σου, Κύριε πάντα εν σοφία εποίησας, επληρώθη η γή τής κτίσεώς σου» (Ψαλμ. 103, 24).

Βεβαίως, υπάρχει πρόβλημα ως πρός τόν τρόπο μέ τόν οποίο χρησιμοποιούνται οι επιστημονικές ανακαλύψεις, γιατί είναι ενδεχόμενο μερικές από αυτές νά γίνουν πρόβλημα γιά τόν άνθρωπο καί τόν κόσμο, νά συντελέσουν στόν βιασμό τού περιβάλλοντος καί στόν γενετικό μολυσμό καί νά βλάψουν τελικά τόν ίδιο τόν άνθρωπο. Αλλά καί σέ αυτήν τήν περίπτωση η ορθόδοξη θεολογία θέτει μερικές βασικές θεολογικές αρχές, καθώς επίσης τονίζει ότι η ίδια η επιστήμη πρέπει νά θέση βιοηθικούς κανόνες γιά νά μήν λειτουργή σέ βάρος τού ανθρώπου. Παρατηρούμε δέ ότι η σύγχρονη επιστήμη τής βιοηθικής θέτει τέτοιους κανόνες, ύστερα από τήν συνάντηση τής μοριακής βιολογίας μέ τήν μηχανική ιατρική καί τήν τεχνολογία.

3. Τό έργο τού θεολόγου καί τού επιστήμονος

Μέχρι τώρα έγινε λόγος γιά τήν σχέση μεταξύ μεταφυσικής καί επιστήμης καί είδαμε τό πόσο παλαιότερα ήταν συνδεδεμένα μεταξύ τους, αλλά ότι στήν εποχή μας, ιδιαιτέρως στούς τελευταίους δύο-τρείς αιώνες, έχουν αποσυνδεθή. Όμως, καίτοι η επιστήμη λειτουργεί ανεξάρτητα από τήν θεολογία, εν τούτοις οι επιστήμονες μπορούν νά είναι πιστοί καί θεολόγοι, όπως επίσης καί οι θεολόγοι μπορεί νά είναι επιστήμονες, αλλά ο καθένας γνωρίζει τά όριά του, τόν ρόλο του καί τήν αποστολή του.

Η ορθόδοξη θεολογία κάνει λόγο γιά τό τί είναι ο Θεός, όπως τό βλέπουμε στήν ορθόδοξη δογματική στήν οποία συγκεκριμενοποιείται η διδασκαλία τής Εκκλησίας γιά τόν Θεό. Ο Θεός είναι Τριαδικός, Πατήρ, Υιός καί Πνεύμα, είναι άκτιστος, είναι τρία πρόσωπα, όπως τό φανέρωσε ο ίδιος ο Χριστός μέ τήν ενανθρώπησή Του καί τό βίωσαν οι άγιοι τής Εκκλησίας. Αντίθετα, η επιστήμη ασχολείται μέ τά κτίσματα, διερευνά τήν ουσία τών κτισμάτων, βλέπει τόν τρόπο μέ τόν οποίο λειτουργούν, καί στήν συνέχεια καταλήγει σέ συμπεράσματα, τά οποία καταγράφονται γιά νά ωφελήσουν τόν άνθρωπο.

Η ορθόδοξη θεολογία κάνει λόγο γιά τό ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός τού κόσμου. Αυτός τόν έφερε από τήν ανυπαρξία στήν ύπαρξη, αυτός τόν ζωοποιεί καί επομένως μέσα από τήν κτίση μπορεί κανείς νά δοξάση τόν Θεό. Αντίθετα, η επιστήμη ερευνά νά διακριβώση τόν τρόπο μέ τόν οποίο ο Θεός έκανε τόν κόσμο ή τουλάχιστον τόν τρόπο μέ τόν οποίο ενεργούν τά κτιστά πράγματα.

Η ορθόδοξη θεολογία προσδιορίζει τούς «λόγους τών όντων», δηλαδή κάνει λόγο γιά τήν άκτιστη ενέργεια τού Θεού, πού υπάρχει μέσα σέ όλα τά κτίσματα, ακόμη καί στό πιό μικρό, δηλαδή ένα μικρό χόρτο. Είναι η ουσιοποιός καί ζωοποιός ενέργεια τού Θεού σέ όλη τήν κτίση, καθώς επίσης καί η σοφοποιός ενέργεια στόν άνθρωπο πού φανερώνεται μέ τόν τρόπο μέ τόν οποίο λειτουργεί η λογική του. Αντίθετα, η επιστήμη ασχολείται μέ τήν υλική ουσία τών πραγμάτων, παρατηρεί τήν σύνθεσή τους, τήν μεταβολή τους καί τήν ωφέλεια τήν οποία μπορούν νά προξενήσουν στούς ανθρώπους. Έτσι, από έρευνες στόν φυσικό κόσμο ανακαλύπτεται η σύνθεσή τους καί μπορεί ο άνθρωπος νά θεραπεύση κάποια ασθένεια. Αυτό γίνεται στά ιατρικά εργαστήρια.

Η ορθόδοξη θεολογία αναφέρεται στήν μεταμόρφωση τού κόσμου, στό πώς δηλαδή ο κόσμος αγιάζεται καί ο άνθρωπος σώζεται. Ο άρτος καί ο οίνος μεταβάλλεται σέ Σώμα καί Αίμα Χριστού χωρίς νά γίνη αλλαγή τής ουσίας τους, τό λάδι γίνεται άγιο Ευχέλαιο κ.ο.κ. Επίσης, ο άνθρωπος αγιάζεται ολόκληρος στήν ψυχή καί τό σώμα καί μπορεί νά ενωθή μέ τόν Θεό. Αυτό είναι τό έργο τής ορθοδόξου θεολογίας. Αντίθετα, η επιστήμη ασχολείται μέ τόν τρόπο βελτιώσεως τών υλικών πραγμάτων, προκειμένου νά λύση τό οικολογικό πρόβλημα, καθώς επίσης η ιατρική επιστήμη προσπαθεί νά θεραπεύση τό φθαρτό καί θνητό σώμα, ώστε η ζωή τού ανθρώπου νά έχη μιά ποιότητα.

Από αυτά φαίνεται ότι άλλο είναι τό έργο τής ορθοδόξου θεολογίας καί άλλο τό έργο τής επιστήμης. Καί, φυσικά, άλλο είναι τό έργο τού ορθοδόξου θεολόγου καί άλλο τό έργο τού επιστήμονος. Δέν μπορεί νά γίνη σύγχυση μεταξύ αυτών τών δύο. Βεβαίως, ο ορθόδοξος θεολόγος μπορεί νά ασχοληθή μέ τήν επιστήμη, αλλά όταν είναι καί επιστήμονας, καί ο επιστήμων μπορεί νά ασχολήται μέ τόν Θεό, αλλά όταν κινήται στήν προοπτική τής θεολογίας. Δέν είναι δυνατόν ο θεολόγος μέ γνώσεις μόνον θεολογικές νά αποφαίνεται επιστημονικά, εάν δέν είναι καί επιστήμων, ούτε είναι δυνατόν ο επιστήμων νά αποφαίνεται θεολογικά, εάν δέν είναι καί θεολόγος. Καί στίς δύο περιπτώσεις υπάρχουν όρια μεταξύ θεολογίας καί επιστήμης (π. Ιωάννης Ρωμανίδης).

Άλλωστε, η Αγία Γραφή δέν είναι επιστημονικό βιβλίο, αλλά θεολογικό, δηλαδή δέν ενδιαφέρεται νά κάνη επιστήμη, αλλά νά βοηθήση τόν άνθρωπο νά γνωρίση τόν Θεό καί νά ενωθή μαζί Του. Αυτό σημαίνει ότι οι συγγραφείς τής Αγίας Γραφής, οι Προφήτες καί οι Απόστολοι, χρησιμοποιούσαν τίς επιστημονικές γνώσεις τής εποχής εκείνης. Έτσι, δέν μπορεί κανείς νά χρησιμοποιή παραδείγματα από τήν Αγία Γραφή εναντίον τής επιστήμης ούτε οι ανακαλύψεις τής επιστήμης νά θεωρηθούν ότι κλονίζουν τήν Αγία Γραφή. Γιά παράδειγμα, οι συγγραφείς τής Αγίας Γραφής χρησιμοποιούν τίς γνώσεις τής εποχής τους ότι ο ήλιος περιστρέφεται γύρω από τήν γή, γι' αυτό κάνει λόγο γιά ανατολή καί δύση τού ηλίου. Η ανακάλυψη ότι η γή κινείται γύρω από τόν ήλιο, δέν κλονίζει τήν πίστη στήν Αγία Γραφή, αφού ο σκοπός της είναι θεολογικός καί όχι επιστημονικός.

Ύστερα από αυτές τίς σύντομες σκέψεις, θά υπενθυμίσω ότι ο φιλόσοφος Νίτσε (Nietzsche) αναφέρθηκε στόν θάνατο τού Θεού. Είναι γνωστή η φράση «δέν ακούμε ακόμη τίποτε από τήν φασαρία πού κάνουν οι νεκροθάφτες πού θάβουν τόν Θεό; Δέν μυρίζουμε ακόμη τίποτε από τήν θεϊκή αποσύνθεση; -Καί οι Θεοί αποσυντίθενται! Ο Θεός είναι νεκρός! Ο Θεός παραμένει νεκρός! Κι εμείς τόν σκοτώσαμε».

Τό ερώτημα είναι: ποιός θεός είναι νεκρός; Απ' όσα είπαμε φαίνεται ότι νεκρός είναι ο θεός τής δυτικής μεταφυσικής πού στηρίζεται στήν φιλοσοφία καί τόν στοχασμό καί όχι ο Θεός τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, πού είναι εμπειρικός, δηλαδή ο άνθρωπος μέσα στήν Εκκλησία μπορεί νά αποκτήση εμπειρία τού Θεού.

Επίσης, τό ερώτημα είναι ποιός σκότωσε τόν θεό; Εξάγεται ως συμπέρασμα από τά προηγούμενα ότι τόν μεταφυσικό θεό τής Δύσεως τόν σκότωσαν οι άνθρωποι πού δέν μπορούσαν νά Τόν αισθανθούν κοντά τους, γιατί ήταν απρόσιτος στούς ουρανούς καί τόν θεωρούσαν ως έναν σαδιστή πατέρα, καθώς επίσης τόν εκθρόνισε από τόν θρόνο του η επιστήμη, η οποία δέν μπορούσε νά τόν δεχθή ή μάλλον δέν μπορούσε νά δεχθή τήν σύνδεση μεταξύ μεταφυσικής καί φυσικών. Αυτό, όμως, δέν έγινε μέ τούς Πατέρες τής Εκκλησίας, οι οποίοι ζούσαν τόν Θεό ως προσωπικό Όν πού έχει αγάπη καί στοργή γιά τόν άνθρωπο.

Καί τό ερώτημα ακόμη είναι ποιός μυρίζει τό πτώμα τού Θεού; Από τά προηγούμενα φαίνεται ότι τό μυρίζουν οι ουμανιστές καί κυρίως οι άθεοι τού ουμανισμού, οι οποίοι απέρριψαν τόν μεταφυσικό θεό μέ τό σύνθημα «επάνοδος στήν φύση», όχι όμως οι ορθόδοξοι πού μέσα από τήν νηπτική ησυχαστική παράδοση οσφραίνονται τήν οσμή τής ενεργείας τού Θεού καί έρχονται σέ επικοινωνία μαζί Του.

Η επιστήμη μπορεί νά είναι ευεργετική γιά τόν άνθρωπο ή καί καταστροφική, αλλά σίγουρα κάποτε θά εκλείψη, όταν θά παύση νά υπάρχη αυτός ο κόσμος. Η θεολογία ομιλεί γιά τόν αγιασμό τού κόσμου καί τήν μεταμόρφωση τού ανθρώπου καί θά οδηγήση τόν άνθρωπο καί μετά τήν καταστροφή τού σύμπαντος κόσμου σέ κοινωνία μέ τόν Θεό.

Έτσι, δέν υπάρχει πεδίο σύγκρουσης μεταξύ θεολογίας καί επιστήμης, αλλά μπορεί νά υπάρξη σύγκρουση μεταξύ θεολόγων καί επιστημόνων, όταν εξέρχωνται από τά όριά τους. Οι θεολόγοι προσπαθούν νά γνωρίσουν τόν Θεό καί νά οδηγήσουν τούς ανθρώπους σέ Αυτόν, καί οι επιστήμονες προσπαθούν νά διερευνήσουν τήν φύση.

Πάντως, στήν εποχή μας πού οι άνθρωποι αναζητούν νόημα ζωής, η ορθόδοξη θεολογία μπορεί νά τούς βοηθήση, χωρίς νά εξαντλήται σέ αντιπαλότητες μέ τήν επιστήμη καί ενδεχομένως μέ τούς αθέους. Έχουμε, ως Κληρικοί καί θεολόγοι, μεγάλα πεδία δράσεως στόν πνευματικό, υπαρξιακό καί κοινωνικό χώρο γιά νά βοηθήσουμε τόν σύγχρονο πονεμένο άνθρωπο. Αυτό θά τό παρουσιάσω στήν επόμενη εισήγηση. Ευχαριστώ πολύ γιά τήν προσοχή σας.–

  • Προβολές: 3484