Skip to main content

Εἰσήγηση στὸ Διεθνὲς Θεολογικὸ Συνέδριο στὴν Σόφια τῆς Βουλγαρίας: Θεολογία καὶ Ἐπιστήμη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Εἰσήγηση στὸ Διεθνὲς Θεολογικὸ Συνέδριο στὴν Σόφια τῆς Βουλγαρίας (βλ. σελ. 1, 9)

Αἰσθάνομαι ἰδιαίτερη τιμὴ διότι μοῦ ἀνετέθη τὴν πρώτη ἡμέρα τοῦ Συνεδρίου νὰ κάνω μιὰ γενικὴ παρουσίαση τοῦ θέματος «Θεολογία καὶ Ἐπιστήμη». Εἶναι ἕνα θέμα καθοριστικό, γιὰ τὸ ὁποῖο κατὰ καιροὺς ἔγιναν πολλὲς συζητήσεις, ἀλλὰ πάντοτε πρέπει νὰ ἐπικαιροποιῆται, διότι ἀναφύονται νέα προβλήματα.

Κατ' ἀρχὰς πρὶν προχωρήσω στὴν ἀνάπτυξη τοῦ θέματος θὰ πρέπει νὰ σημειώσω ὅτι ὅταν χρησιμοποιῶ τὸν ὅρο θεολογία, ἐννοῶ τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ θεολογία, ὅπως διαφυλάσσεται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ὄχι τὴν σχολαστικὴ καὶ προτεσταντικὴ θεολογία ποὺ ἀναπτύχθηκε στὴν Δύση. Ἀναπτύσσοντας τὸ θέμα θὰ τεθοῦν ἐν συντομίᾳ μερικὰ σημεῖα τὰ ὁποῖα θεωρῶ σημαντικά.

1. ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Ὁ ὅρος μεταφυσικὴ ἐμφανίσθηκε μετὰ τὴν ἔκδοση τῶν ἔργων τοῦ Ἀριστοτέλους ἀπὸ τὸν Ἀνδρόνικο τὸν Ρόδιο, τὸν 1ο αἰῶνα π.Χ. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἔγραψε ἕνα ἔργο μὲ τίτλο Φυσικὴ ἀκρόασις ἢ Φυσικὰ καὶ μερικὰ ἄλλα ἔργα στὰ ὁποῖα ἀσχολεῖται μὲ τὰ φυσικὰ φαινόμενα, ἤτοι τὸν οὐρανό, τὴν γέννηση καὶ τὴν φθορά, τὰ μετεωρολογικὰ κλπ. Ἐπίσης, ὁ Ἀριστοτέλης ἔγραψε καὶ ἕνα ἄλλο βιβλίο μὲ τίτλο Πρώτη φιλοσοφία καὶ στὴν ὁποῖα ἀσχολεῖται μὲ τὴν ὀντολογία του. Ὁ ἐκδότης τῶν ἔργων του, ποὺ ἀναφέραμε πιὸ πάνω, ἔβαλε τὸ βιβλίο Πρώτη φιλοσοφία μετὰ ἀπὸ τὸ βιβλίο του Φυσικά, ὁπότε καὶ ὀνομάστηκε Μεταφυσικά. Ἔτσι, ἡ λέξη μεταφυσικὴ δηλώνει τὴν ἐπιστήμη ἐκείνη ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὸ ἀνώτατο ὅν, τὸν Θεό.

Μὲ τὸν ὅρο μεταφυσικὴ ἐννοεῖται καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Πλάτωνος, ὁ ὁποῖος προηγήθηκε τοῦ Ἀριστοτέλους. Ὁ Πλάτων ὑποστήριξε τὴν ἄποψη ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ἀνώτατον Ὅν, μέσα στὸν ὁποῖον ὑπάρχουν οἱ ἰδέες, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀγέννητες καὶ ἐπὶ τὴ βάσει αὐτῶν δημιουργήθηκε ὁ κόσμος. Ἐπίσης, ὁ Ἀριστοτέλης διετύπωσε τὴν θεωρία περὶ τοῦ πρώτου ἀκινήτου κινοῦντος.

Ἑπομένως, ἡ μεταφυσικὴ εἶναι ἡ ἐπιστήμη ἐκείνη ποὺ κάνει λόγο γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ συνδέει πολὺ στενὰ τὸν Θεὸ μὲ τὴν φύση, ἀφοῦ ὅλα τὰ ἀντικείμενα ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο εἶναι ἀντίγραφα τῶν ἀγεννήτων ἰδεῶν ἢ κινοῦνται ἀπὸ τὸ ἀνώτατο Ὅν. Αὐτὴν τὴν κλασσικὴ μεταφυσικὴ ἐγκολπώθηκε ἡ σχολαστικὴ θεολογία καὶ τὴν συναντᾶμε στὰ κείμενα τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, ὁ ὁποῖος κάνει λόγο γιὰ τὸ analogia entis. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὑπάρχει ἀναλογία μεταξὺ Θεοῦ καὶ κτιστῶν πραγμάτων. Κατ' ἐπέκταση σημαίνει ὅτι ὑπάρχει στενὸς σύνδεσμος μεταξὺ μεταφυσικῶν καὶ φυσικῶν, μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κόσμου. Ὅ,τι γίνεται στὸν κόσμο εἶναι ἀντανάκλαση τῶν ἰδεῶν. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ Ἀριστοτέλης συνέδεε τὴν φιλοσοφία μὲ τὴν ἐπιστήμη.

Μελετῶντας τὴν δυτικὴ θεολογία, ὅπως ἐκφράζεται στὸ ἔργο τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη Suma Theologica, συναντᾶμε τὴν ἄποψη ὅτι ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου εἶναι ἀντιγραφὴ τῆς θείας οὐσίας διὰ τῆς ἐνυποστατοποιήσεως τῶν ἀρχετύπων.

Αὐτὸς ὁ σύνδεσμος μεταξὺ μεταφυσικῆς καὶ φυσικῶν, δηλαδὴ δυτικῆς θεολογίας καὶ ἐπιστήμης, δημιούργησε ἕνα ὁρισμένο κοσμοείδωλο καὶ βάσει αὐτοῦ κινήθηκαν ὅλες οἱ ἑρμηνεῖες περὶ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου. Ὅμως, κατὰ τὴν ἀναγέννηση καὶ τὸν διαφωτισμό, ὅταν ἀναπτύχθηκε ὁ οὑμανισμός, ὁ ὁποῖος στηρίχθηκε στὸν ὀρθὸ λόγο καὶ τὴν αὐτονομία τοῦ ἀνθρώπου, ἄλλαξαν τὰ δεδομένα, δὲν μποροῦσαν νὰ δεχθοῦν τὴν σχέση μεταξὺ τῆς μεταφυσικῆς καὶ τῆς ἐπιστήμης, δὲν μποροῦσαν νὰ δεχθοῦν πῶς ὅ,τι ὑπάρχει στὸν κόσμο εἶναι ἀντίγραφο τῶν ἰδεῶν τοῦ Πλάτωνος ἢ κινοῦνται ἀπὸ τὸ πρῶτο ἀκίνητο κινοῦν τοῦ Ἀριστοτέλους, ὁπότε κατέρρευσε τὸ κοσμοείδωλο τῆς μεταφυσικῆς.

Οἱ ἐπιστήμονες ποὺ ἐρευνοῦσαν τὸν κόσμο, τόσο στὴν γῆ ὅσο καὶ στὸ οὐράνιο στερέωμα, τὰ ἐξέταζαν μέσα ἀπὸ τὴν παρατήρηση καὶ τὸ πείραμα. Ἀναπτύχθηκε ἕνας θετικισμός, ὁ ὁποῖος κινεῖται σὲ ἀντίθετη κατεύθυνση ἀπὸ τὴν μεταφυσική. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ὁ ἀθεϊστικὸς οὑμανισμὸς καταφέρθηκε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τῆς Δύσεως. Ἔτσι, δημιουργήθηκε ἡ ἀθεΐα, ἡ ὁποία στὴν πραγματικότητα εἶναι ἄρνηση ἑνὸς φανταστικοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Θεὸς τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους, ἀλλὰ καὶ τῶν Σχολαστικῶν θεολόγων στὴν πραγματικότητα εἶναι φανταστικός, ἀνύπαρκτος. Ἑπομένως, ἡ διακήρυξη ὅτι ὁ Θεὸς ἀπέθανε ἔχει ὑπ' ὄψη τῆς τὸν Θεὸ τῆς μεταφυσικῆς –κλασσικῆς καὶ χριστιανικῆς– ὅπως ἐπικράτησε στὴν Δύση. Οἱ δὲ θεολόγοι τοῦ Πάπα τοῦ καθολικισμοῦ θέλησαν νὰ προστατεύσουν τὸν Θεὸ ποὺ περιγράφεται ἀπὸ τὸν Θωμᾶ τὸν Ἀκινάτη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔλθουν σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐπιστήμη καὶ μάλιστα μὲ βίαιο τρόπο, ὅπως τὸ βλέπουμε στὶς ἐνέργειες τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως.

2. Ἡ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας –καὶ μάλιστα ἐδῶ ἔχω ὑπ' ὄψη μου ἰδιαιτέρως τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης καὶ μερικοὺς ἄλλους ποὺ ἀσχολήθηκαν ἰδιαίτερα μὲ τὰ θέματα αὐτά, ὅπως καὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ– δὲν κινοῦνται μέσα στὰ πλαίσια τῆς κλασσικῆς καὶ τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς, ἀλλὰ σὲ ἀντίθετη κατεύθυνση. Στὴν πραγματικότητα ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀντιμεταφυσική. Θὰ δώσω μερικὰ παραδείγματα γιὰ νὰ γίνη κατανοητό.

Τὸ ἕνα παράδειγμα ἔχει σχέση μὲ τὸ analogia entis, ὅπως τὸ ἀνέπτυξε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Ὅπως εἴδαμε προηγουμένως ἀκόμη καὶ ἡ δυτικὴ χριστιανικὴ μεταφυσική, θεωρεῖ ὅτι ὑπάρχει μιὰ ἀναλογία μεταξὺ τοῦ κόσμου ποὺ βλέπουμε καὶ τοῦ ἀγεννήτου κόσμου τῶν ἰδεῶν ποὺ δὲν βλέπουμε, δηλαδὴ ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ἀντίγραφο τῶν ἰδεῶν τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ βλέπουν τὴν ἁρμονία στὸν κόσμο. Οἱ Πατέρες, ὅμως, τῆς Ἐκκλησίας καταφέρονται ἐναντίον αὐτῆς τῆς ἀπόψεως καὶ διδάσκουν, ἀκολουθῶντας τὴν ὅλη θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὅλη ἡ κτίση δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος καὶ ὄχι ἐκ τῶν ἀγεννήτων ἰδεῶν. Κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει ὀντολογικὴ σχέση μεταξὺ τῶν ἰδεῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν κτισμάτων. Ὁ κόσμος ἦλθε στὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στοὺς θεολογικούς του λόγους προτρέπει τοὺς ἀκροατάς του: «βάλε (ἀπόβαλε) τὰς ἰδέας τοῦ Πλάτωνος».

Τὸ ἄλλο παράδειγμα εἶναι συνέχεια τοῦ προηγουμένου καὶ ἀναφέρεται στὴν ψυχή. Σύμφωνα μὲ τὴν κλασσικὴ μεταφυσική, ὅπως ἐκφράζεται ἀπὸ τὸν Πλάτωνα, ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀνήκει στὸν ἀγέννητο κόσμο τῶν ἰδεῶν καὶ μετὰ τὴν πτώση της κλείσθηκε μέσα στὸ σῶμα ποὺ εἶναι φυλακὴ τῆς ψυχῆς. Ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ ἔχει ἀνάμνηση τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν γι' αὐτὸ θέλει νὰ ἐπιστρέψη σὲ αὐτόν, μὲ τὴν ἀποβολὴ τοῦ σώματος καὶ μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ κινεῖται ὅλος ὁ μυστικισμὸς καὶ τῶν πλατωνικῶν καὶ τῶν νεοπλατωνικῶν φιλοσόφων. Ὅμως, οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν δέχονται αὐτὴν τὴν ἄποψη περὶ τῆς ψυχῆς, ἰσχυριζόμενοι ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνίδεη, δηλαδὴ δὲν ἀνήκει στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν, ἀλλὰ εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ προῆλθε στὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὸ μὴ ὅν, ὅπως καὶ ὅλος ὁ κόσμος. Μὲ αὐτήν, λοιπόν, τὴν προοπτικὴ τὸ σῶμα δὲν εἶναι ἡ φυλακὴ τῆς ψυχῆς οὔτε ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ ἐπανέλθη στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν, κατὰ τρόπο μυστικιστικό, μέσα ἀπὸ μαγεῖες. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ νεοπλατωνισμὸς συνδέεται στενὰ καὶ μὲ μαγεῖες, ὅπως τὸ βλέπουμε στὸν βίο τοῦ Πλωτίνου. Ἔτσι, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀρνεῖται τὸν μυστικισμὸ τοῦ πλατωνισμοῦ καὶ νεοπλατωνισμοῦ.

Τὸ τρίτο παράδειγμα, ποὺ εἶναι συνέχεια τῶν προηγουμένων ἔχει σχέση μὲ τὴν διάκριση μεταξὺ ἀκτίστου καὶ κτιστῶν. Ἐνῷ ἡ μεταφυσικὴ ὁμιλεῖ γιὰ μεταφυσικὰ καὶ φυσικά, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κάνουν λόγο γιὰ ἄκτιστα καὶ κτιστά. Καὶ αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, γιατί, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως στὴν μεταφυσική, τὰ φυσικὰ εἶναι ἀντίγραφα τῶν φυσικῶν, ἐνῷ κατὰ τοὺς Πατέρες ὁ Θεὸς εἶναι ἄκτιστος καὶ ὅλη ἡ φύση εἶναι κτιστή, δηλαδὴ δημουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν εἶναι ἀντίγραφο ἰδεῶν. Καὶ τὸ σπουδαιότερο εἶναι ὅτι δὲν ὑφίσταται διαλεκτικὴ διάκριση μεταξὺ αὐτῶν, ὡσὰν τὰ μεταφυσικὰ νὰ βρίσκωνται σὲ ἕναν ἄλλον ὄροφο πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ φυσικά, ἀλλὰ ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ συναντᾶται μὲ τὴν κτιστὴ ἐνέργεια τῶν κτιστῶν.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἦλθαν σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐπιστήμη, ὅπως ἔγινε στὴν Δύση, μὲ τὴν Ἱερὰ Ἐξέταση. Γνώριζαν πολὺ καλὰ ὅτι ἡ θεολογία ὁμιλεῖ γιὰ τὸν ἄκτιστο Θεὸ καὶ δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὸν ἁγιασμὸ πραγμάτων ἀπὸ τὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ἡ ἐπιστήμη ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἐξερεύνηση τῶν κτιστῶν πραγμάτων. Ἔτσι, ἀπὸ πλευρᾶς ὀρθοδόξου θεολογίας δὲν μᾶς δημιουργεῖ προβλήματα ἡ ἀνάπτυξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, γιατί οἱ ἀνακαλύψεις τῆς ἐπιστήμης δὲν κλονίζουν τὴν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἀφοῦ ἡ κτίση δὲν εἶναι ἀντίγραφο τῶν ἰδεῶν γιὰ νὰ προσβάλλεται ὁ Θεὸς σὲ κάθε διερεύνηση. Γιὰ νὰ δοῦμε τὸ θέμα αὐτὸ θὰ ἀναφερθῶ στὴν ἀστρονομία καὶ τὴν σύγχρονη γενετική.

Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες μεταφυσικοὶ πίστευαν ὅτι τὰ οὐράνια σώματα εἶναι ἀμετάβλητα καὶ κινοῦνται κυκλικῶς ἀμεταβλήτως. Ὁ Ἀριστοτέλης στὸ βιβλίο του Τὰ φυσικὰ ὑποστηρίζει ὅτι ὑφίσταται μεταβολὴ στὰ φυσικὰ φαινόμενα, ὄχι ὅμως καὶ στὰ οὐράνια σώματα, τὰ ὁποῖα εἶχε τοποθετήσει στὸ βιβλίο μετὰ τὰ φυσικά. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι θεωροῦσε ὅτι τὰ οὐράνια σώματα εἶναι ἔμψυχα, εἶναι κατώτεροι θεοὶ ποὺ βρίσκονται πλησίον τῆς θεότητος. Ἔτσι, στὸ σύμπαν ὑπάρχει τὸ ἀμετάβλητο. Ὅμως ἡ σύγχρονη ἀστρονομία, παρατηρῶντας τὸν ἔναστρο οὐρανό, βλέπει ὅτι ὑπάρχουν ἀλλαγές, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρήση τὰ οὐράνια σώματα γιὰ θεούς, γιατί ὁ ἄνθρωπος ἔχει δυνατότητα νὰ στείλη στὰ οὐράνια αὐτὰ σώματα καὶ ἐπανδρωμένα διαστημόπλοια, καὶ ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος περπάτησε στὴν Σελήνη.

Ἔπειτα, ἡ σύγχρονη γεννητικὴ ἔχει τὴν δυνατότητα, μὲ τὰ μέσα τὰ ὁποῖα διαθέτει, νὰ μελετήση τὸν ὑποκυτταρικὸ κόσμο καὶ νὰ ἐρευνήση ὅλο τὸ μυστήριο τὸ ὁποῖο ὑπάρχει σὲ αὐτόν, καθὼς ἐπίσης ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ διαπιστώση καὶ τὶς ἀλλαγὲς ποὺ γίνονται μέσα στὸ γενετικὸ ὑλικό, τὸ DNA τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ δεχθῇ τὴν ἐξέταση ὅλων αὐτῶν τῶν στοιχείων ἀπὸ ἕναν μεταφυσικὸ κόσμο τῶν ἰδεῶν, τῶν ὁποίων εἶναι ἀντίγραφα.

Αὐτὸς εἶναι λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον λέμε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, ἡ ὁποία ἀρνεῖται τὴν μεταφυσική, δὲν ἔχει οὐσιαστικὸ πρόβλημα ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη τῆς συγχρόνου ἐπιστήμης, ἐκτὸς καὶ ἂν ἡ ἐπιστήμη ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ ὅριά της. Ἔτσι, δὲν ἐπιτίθεται ἐναντίον τῆς ἐπιστήμης, ὅταν αὐτὴ ἐξυπηρετῇ τὸν ἄνθρωπο. Μάλιστα, μέσα ἀπὸ τὶς σύγχρονες ἀνακαλύψεις θαυμάζουμε τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ ποὺ δημιούργησε τὸν κόσμο, «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας, ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς σου» (Ψάλμ. 103, 24).

Βεβαίως, ὑπάρχει πρόβλημα ὡς πρὸς τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο χρησιμοποιοῦνται οἱ ἐπιστημονικὲς ἀνακαλύψεις, γιατί εἶναι ἐνδεχόμενο μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς νὰ γίνουν πρόβλημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο, νὰ συντελέσουν στὸν βιασμὸ τοῦ περιβάλλοντος καὶ στὸν γενετικὸ μολυσμὸ καὶ νὰ βλάψουν τελικὰ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἡ ὀρθόδοξη θεολογία θέτει μερικὲς βασικὲς θεολογικὲς ἀρχές, καθὼς ἐπίσης τονίζει ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἐπιστήμη πρέπει νὰ θέση βιοηθικοὺς κανόνες γιὰ νὰ μὴν λειτουργῇ σὲ βάρος τοῦ ἀνθρώπου. Παρατηροῦμε δὲ ὅτι ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη τῆς βιοηθικῆς θέτει τέτοιους κανόνες, ὕστερα ἀπὸ τὴν συνάντηση τῆς μοριακῆς βιολογίας μὲ τὴν μηχανικὴ ἰατρικὴ καὶ τὴν τεχνολογία.

3. ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΟΣ

Μέχρι τώρα ἔγινε λόγος γιὰ τὴν σχέση μεταξὺ μεταφυσικῆς καὶ ἐπιστήμης καὶ εἴδαμε τὸ πόσο παλαιότερα ἦταν συνδεδεμένα μεταξύ τους, ἀλλὰ ὅτι στὴν ἐποχή μας, ἰδιαιτέρως στοὺς τελευταίους δύο-τρεὶς αἰῶνες, ἔχουν ἀποσυνδεθῇ. Ὅμως, καίτοι ἡ ἐπιστήμη λειτουργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν θεολογία, ἐν τούτοις οἱ ἐπιστήμονες μποροῦν νὰ εἶναι πιστοὶ καὶ θεολόγοι, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ θεολόγοι μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπιστήμονες, ἀλλὰ ὁ καθένας γνωρίζει τὰ ὅριά του, τὸν ρόλο του καὶ τὴν ἀποστολή του.

Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία κάνει λόγο γιὰ τὸ τί εἶναι ὁ Θεός, ὅπως τὸ βλέπουμε στὴν ὀρθόδοξη δογματικὴ στὴν ὁποῖα συγκεκριμενοποιεῖται ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Πνεῦμα, εἶναι ἄκτιστος, εἶναι τρία πρόσωπα, ὅπως τὸ φανέρωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του καὶ τὸ βίωσαν οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντίθετα, ἡ ἐπιστήμη ἀσχολεῖται μὲ τὰ κτίσματα, διερευνᾶ τὴν οὐσία τῶν κτισμάτων, βλέπει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο λειτουργοῦν, καὶ στὴν συνέχεια καταλήγει σὲ συμπεράσματα, τὰ ὁποῖα καταγράφονται γιὰ νὰ ὠφελήσουν τὸν ἄνθρωπο.

Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία κάνει λόγο γιὰ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου. Αὐτὸς τὸν ἔφερε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη, αὐτὸς τὸν ζωοποιεῖ καὶ ἑπομένως μέσα ἀπὸ τὴν κτίση μπορεῖ κανεὶς νὰ δοξάση τὸν Θεό. Ἀντίθετα, ἡ ἐπιστήμη ἐρευνᾶ νὰ διακριβώση τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν κόσμο ἢ τοὐλάχιστον τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐνεργοῦν τὰ κτιστὰ πράγματα.

Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία προσδιορίζει τοὺς «λόγους τῶν ὄντων», δηλαδὴ κάνει λόγο γιὰ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπάρχει μέσα σὲ ὅλα τὰ κτίσματα, ἀκόμη καὶ στὸ πιὸ μικρό, δηλαδὴ ἕνα μικρὸ χόρτο. Εἶναι ἡ οὐσιοποιὸς καὶ ζωοποιὸς ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλη τὴν κτίση, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ σοφοποιὸς ἐνέργεια στὸν ἄνθρωπο ποὺ φανερώνεται μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο λειτουργεῖ ἡ λογική του. Ἀντίθετα, ἡ ἐπιστήμη ἀσχολεῖται μὲ τὴν ὑλικὴ οὐσία τῶν πραγμάτων, παρατηρεῖ τὴν σύνθεσή τους, τὴν μεταβολὴ τοὺς καὶ τὴν ὠφέλεια τὴν ὁποῖα μποροῦν νὰ προξενήσουν στοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι, ἀπὸ ἔρευνες στὸν φυσικὸ κόσμο ἀνακαλύπτεται ἡ σύνθεσή τους καὶ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ θεραπεύση κάποια ἀσθένεια. Αὐτὸ γίνεται στὰ ἰατρικὰ ἐργαστήρια.

Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀναφέρεται στὴν μεταμόρφωση τοῦ κόσμου, στὸ πῶς δηλαδὴ ὁ κόσμος ἁγιάζεται καὶ ὁ ἄνθρωπος σώζεται. Ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μεταβάλλεται σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ χωρὶς νὰ γίνη ἀλλαγὴ τῆς οὐσίας τους, τὸ λάδι γίνεται ἅγιο Εὐχέλαιο κ.ο.κ. Ἐπίσης, ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται ὁλόκληρος στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ μπορεῖ νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας. Ἀντίθετα, ἡ ἐπιστήμη ἀσχολεῖται μὲ τὸν τρόπο βελτιώσεως τῶν ὑλικῶν πραγμάτων, προκειμένου νὰ λύση τὸ οἰκολογικὸ πρόβλημα, καθὼς ἐπίσης ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη προσπαθεῖ νὰ θεραπεύση τὸ φθαρτὸ καὶ θνητὸ σῶμα, ὥστε ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔχη μιὰ ποιότητα.

Ἀπὸ αὐτὰ φαίνεται ὅτι ἄλλο εἶναι τὸ ἔργο τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ ἄλλο τὸ ἔργο τῆς ἐπιστήμης. Καί, φυσικά, ἄλλο εἶναι τὸ ἔργο τοῦ ὀρθοδόξου θεολόγου καὶ ἄλλο τὸ ἔργο τοῦ ἐπιστήμονος. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνη σύγχυση μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο. Βεβαίως, ὁ ὀρθόδοξος θεολόγος μπορεῖ νὰ ἀσχοληθῇ μὲ τὴν ἐπιστήμη, ἀλλὰ ὅταν εἶναι καὶ ἐπιστήμονας, καὶ ὁ ἐπιστήμων μπορεῖ νὰ ἀσχολῆται μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὅταν κινῆται στὴν προοπτικὴ τῆς θεολογίας. Δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ θεολόγος μὲ γνώσεις μόνον θεολογικὲς νὰ ἀποφαίνεται ἐπιστημονικά, ἐὰν δὲν εἶναι καὶ ἐπιστήμων, οὔτε εἶναι δυνατὸν ὁ ἐπιστήμων νὰ ἀποφαίνεται θεολογικά, ἐὰν δὲν εἶναι καὶ θεολόγος. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ὑπάρχουν ὅρια μεταξὺ θεολογίας καὶ ἐπιστήμης (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης).

Ἄλλωστε, ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι ἐπιστημονικὸ βιβλίο, ἀλλὰ θεολογικό, δηλαδὴ δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ κάνη ἐπιστήμη, ἀλλὰ νὰ βοηθήση τὸν ἄνθρωπο νὰ γνωρίση τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἑνωθῇ μαζί Του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Ἀπόστολοι, χρησιμοποιοῦσαν τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἔτσι, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ χρησιμοποιῇ παραδείγματα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐναντίον τῆς ἐπιστήμης οὔτε οἱ ἀνακαλύψεις τῆς ἐπιστήμης νὰ θεωρηθοῦν ὅτι κλονίζουν τὴν Ἁγία Γραφή. Γιὰ παράδειγμα, οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς χρησιμοποιοῦν τὶς γνώσεις τῆς ἐποχῆς τους ὅτι ὁ ἥλιος περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὴν γῆ, γι' αὐτὸ κάνει λόγο γιὰ ἀνατολὴ καὶ δύση τοῦ ἡλίου. Ἡ ἀνακάλυψη ὅτι ἡ γῆ κινεῖται γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιο, δὲν κλονίζει τὴν πίστη στὴν Ἁγία Γραφή, ἀφοῦ ὁ σκοπός της εἶναι θεολογικὸς καὶ ὄχι ἐπιστημονικός.

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὲς τὶς σύντομες σκέψεις, θὰ ὑπενθυμίσω ὅτι ὁ φιλόσοφος Νίτσε (Nietzsche) ἀναφέρθηκε στὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι γνωστὴ ἡ φράση «δὲν ἀκοῦμε ἀκόμη τίποτε ἀπὸ τὴν φασαρία ποὺ κάνουν οἱ νεκροθάφτες ποὺ θάβουν τὸν Θεό; Δὲν μυρίζουμε ἀκόμη τίποτε ἀπὸ τὴν θεϊκὴ ἀποσύνθεση; -Καὶ οἱ Θεοὶ ἀποσυντίθενται! Ὁ Θεὸς εἶναι νεκρός! Ὁ Θεὸς παραμένει νεκρός! Κι ἐμεῖς τὸν σκοτώσαμε».

Τὸ ἐρώτημα εἶναι: ποιός θεὸς εἶναι νεκρός; Ἀπ' ὅσα εἴπαμε φαίνεται ὅτι νεκρὸς εἶναι ὁ θεὸς τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς ποὺ στηρίζεται στὴν φιλοσοφία καὶ τὸν στοχασμὸ καὶ ὄχι ὁ Θεὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ἐμπειρικός, δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος μέσα στὴν Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἀποκτήση ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.

Ἐπίσης, τὸ ἐρώτημα εἶναι ποιός σκότωσε τὸν θεό; Ἐξάγεται ὡς συμπέρασμα ἀπὸ τὰ προηγούμενα ὅτι τὸν μεταφυσικὸ θεὸ τῆς Δύσεως τὸν σκότωσαν οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ Τὸν αἰσθανθοῦν κοντά τους, γιατί ἦταν ἀπρόσιτος στοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸν θεωροῦσαν ὡς ἕναν σαδιστὴ πατέρα, καθὼς ἐπίσης τὸν ἐκθρόνισε ἀπὸ τὸν θρόνο του ἡ ἐπιστήμη, ἡ ὁποία δὲν μποροῦσε νὰ τὸν δεχθῇ ἢ μᾶλλον δὲν μποροῦσε νὰ δεχθῇ τὴν σύνδεση μεταξὺ μεταφυσικῆς καὶ φυσικῶν. Αὐτό, ὅμως, δὲν ἔγινε μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν τὸν Θεὸ ὡς προσωπικὸ Ὅν ποὺ ἔχει ἀγάπη καὶ στοργὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

Καὶ τὸ ἐρώτημα ἀκόμη εἶναι ποιός μυρίζει τὸ πτῶμα τοῦ Θεοῦ; Ἀπὸ τὰ προηγούμενα φαίνεται ὅτι τὸ μυρίζουν οἱ οὐμανιστὲς καὶ κυρίως οἱ ἄθεοι τοῦ οὑμανισμοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀπέρριψαν τὸν μεταφυσικὸ θεὸ μὲ τὸ σύνθημα «ἐπάνοδος στὴν φύση», ὄχι ὅμως οἱ ὀρθόδοξοι ποὺ μέσα ἀπὸ τὴν νηπτικὴ ἡσυχαστικὴ παράδοση ὀσφραίνονται τὴν ὀσμὴ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἔρχονται σὲ ἐπικοινωνία μαζί Του.

Ἡ ἐπιστήμη μπορεῖ νὰ εἶναι εὐεργετικὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἢ καὶ καταστροφική, ἀλλὰ σίγουρα κάποτε θὰ ἐκλείψη, ὅταν θὰ παύση νὰ ὑπάρχη αὐτὸς ὁ κόσμος. Ἡ θεολογία ὁμιλεῖ γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ κόσμου καὶ τὴν μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ θὰ ὀδηγήση τὸν ἄνθρωπο καὶ μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ σύμπαντος κόσμου σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό.

Ἔτσι, δὲν ὑπάρχει πεδίο σύγκρουσης μεταξὺ θεολογίας καὶ ἐπιστήμης, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ ὑπάρξη σύγκρουση μεταξὺ θεολόγων καὶ ἐπιστημόνων, ὅταν ἐξέρχωνται ἀπὸ τὰ ὅριά τους. Οἱ θεολόγοι προσπαθοῦν νὰ γνωρίσουν τὸν Θεὸ καὶ νὰ ὁδηγήσουν τοὺς ἀνθρώπους σὲ Αὐτόν, καὶ οἱ ἐπιστήμονες προσπαθοῦν νὰ διερευνήσουν τὴν φύση.

Πάντως, στὴν ἐποχὴ μας ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν νόημα ζωῆς, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μπορεῖ νὰ τοὺς βοηθήση, χωρὶς νὰ ἐξαντλῆται σὲ ἀντιπαλότητες μὲ τὴν ἐπιστήμη καὶ ἐνδεχομένως μὲ τοὺς ἀθέους. Ἔχουμε, ὡς Κληρικοὶ καὶ θεολόγοι, μεγάλα πεδία δράσεως στὸν πνευματικό, ὑπαρξιακὸ καὶ κοινωνικὸ χῶρο γιὰ νὰ βοηθήσουμε τὸν σύγχρονο πονεμένο ἄνθρωπο. Αὐτὸ θὰ τὸ παρουσιάσω στὴν ἑπόμενη εἰσήγηση. Εὐχαριστῶ πολὺ γιὰ τὴν προσοχή σας.–

  • Προβολές: 3558