Ἡ πεῖνα τῶν πτωχῶν καὶ ἡ πλεονεξία-ἀσπλαχνία τῶν πλουσίων, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο (Β')
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Τὸ δεύτερο μέρος τῆς ὁμιλίας τοῦ Σεβασμιωτάτου πρὸς τοὺς Ἐκπαιδευτικοὺς τῆς Ἐπαρχίας μας, κατὰ τὴν ἐκδήλωση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως γιὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν (βλέπε τεύχη 175, 176).
(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)
4. Ἡ ποιμαντικὴ ἀντιμετώπιση τῆς καταστάσεως
Ὅπως ὁ γιατρὸς μετὰ τὴν διάγνωση μιᾶς ἀσθενείας προχωρεῖ στὴν θεραπεία της, ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἀντιμετώπιση κοινωνικῶν προβλημάτων, πέρα ἀπὸ τὴν καλὴ διάγνωση, πρέπει νὰ καταλήγουν καὶ σὲ ὀρθοὺς τρόπους θεραπείας. Τὸ ἴδιο παρατηροῦμε καὶ στοὺς λόγους τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Α) ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑ
Εἴδαμε προηγουμένως τὴν ἄποψή του ὅτι ἡ κατάσταση τῆς ξηρασίας στὴν ἐποχή του προερχόταν καὶ ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, γι' αὐτὸ προέτρεπε τοὺς ἀνθρώπους νὰ μετανοήσουν.
Ὅμως, ὅταν κάνη λόγο γιὰ μετάνοια δὲν ἐννοεῖ ἁπλῶς μιὰ μεταμέλεια, ἀλλὰ μιὰ κατάσταση ποὺ ἐκφράζεται στὴν πράξη, καὶ συνιστᾶται στὸ νὰ πλύνουν τὰ πόδια τῶν ξένων, ποὺ σημαίνει νὰ τοὺς φιλοξενήσουν, καὶ τὸ πρῶτο σημεῖο ἦταν ἡ πλύση τῶν ποδιῶν τους, κατὰ τὴν συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, νὰ θρέψουν τὸ ὀρφανὸ παιδὶ ἀπὸ πατέρα, νὰ περιθάλψουν τὴν χήρα ποὺ βασανίζεται, νὰ ξεσχίσουν τὸ ἄδικο γραμμάτιο, νὰ ἐξαφανίσουν τὴν ὁμολογία τῶν βαρυτάτων τόκων, νὰ γκρεμίσουν τὶς ἀποθῆκες καὶ νὰ προσφέρουν τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ στοὺς πτωχοὺς ποὺ ὑποφέρουν καὶ νὰ ἀνοίξουν τὰ πορτοφόλια τους, γιατί ἀλλιῶς θὰ πεθάνουν καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι καὶ θὰ ἐνταφιασθοῦν μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ τὸν χρυσό, ἀφοῦ ὁ χρυσὸς εἶναι χῶμα καὶ θὰ τοὺς σκεπάση. Μάλιστα κάνει μιὰ σημαντικὴ παρατήρηση ὅτι ἐξ αἰτίας τῶν ὀλίγων τὰ κακὰ ξεσποῦν καὶ στὸν λαό, ὁπότε καὶ ὁ λαὸς τιμωρεῖται γιὰ τὴν μοχθηρία κάποιου.
Β) ΣΥΝΙΣΤΑ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΙ ΥΠΟΜΟΝΗ ΣΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ πιστεύη ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, Αὐτὸς εἶναι ρυθμιστὴς τῶν ἐποχῶν, αὐτὸς εἶναι δυνατὸς καὶ ἀγαθός. Οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ ἀποκτήσουν αὐτοκυριαρχία καὶ νὰ μὴν ὁμοιάζουν μὲ τὰ ἀνόητα παιδιὰ ποὺ ὅταν τὰ μαλώνουν οἱ διδάσκαλοι γιὰ τὸ καλό τους, αὐτὰ ξεσχίζουν τὰ βιβλία τους, καὶ ἐπειδὴ οἱ πατέρες τους ἀναβάλλουν νὰ δώσουν τὴν τροφὴ γιὰ τὴν ὠφέλειά τους, αὐτὰ ξεσχίζουν τὰ ἐνδύματα τοῦ πατρός τους ἢ μὲ τὰ νύχια τους καταγρατσουνοῦν τὸ πρόσωπο τῆς μητέρας τους. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ αἰσθανθῇ ὅτι τὸν κυβερνήτη τοῦ πλοίου τὸν δοκιμάζει ἡ τρικυμία, τὸν ἀθλητὴ τὸ στάδιο, τὸν στρατηγὸ τὸ στρατόπεδο, τὸν γενναιόκαρδο ἡ συμφορά, τὸν δὲ Χριστιανὸν ἡ δοκιμασία. Ἔτσι, οἱ λῦπες δοκιμάζουν τὴν ψυχή, ὅπως ἡ φωτιὰ δοκιμάζει καὶ ἐπεξεργάζεται τὸν χρυσό. Οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἐλπίζουν στὸν Θεό. Μέσα στὴν προοπτικὴ αὐτὴ ἀναφέρει διάφορα πρόσωπα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπως τὸν Ἠλία, τὸν Δανιὴλ στὸν λάκκο τῶν λεόντων, τὸν Ἀββακοὺμ ποὺ τρεφόταν ἀπὸ τὸν ἄγγελο, τοὺς Ἰουδαίους ποὺ προχωροῦσαν στὴν ἔρημο μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Μωϋσέως, τὸν Ἰὼβ ποὺ ἀντιμετώπισε μὲ καρτερία τὴν συμφορά.
Γ) Ἡ ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ
Διδάσκει τοὺς ἀκροατές του νὰ ἀποφεύγουν τὴν πλεονεξία, ἡ ὁποία δημιουργεῖ πολλὰ προβλήματα στὸν ἄνθρωπο. Ἡ πλεονεξία εἶναι μεγάλο πάθος ποὺ ὁμοιάζει μὲ τὸ πάθος τῆς γαστριμαργίας, ἀφοῦ οἱ λαίμαργοι προτιμοῦν νὰ σκάζουν παρὰ νὰ δώσουν κάτι ἀπὸ τὰ περισσεύματα στοὺς πτωχούς. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὴν πλεονεξία. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ γίνη ὑπηρέτης τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ καὶ οἰκονόμος τῶν συνανθρώπων τοῦ καὶ νὰ μιμηθῇ τὸν Ἰωσήφ, δίδοντας ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ὡσὰν ἀπὸ κοινὴ πηγή. Ὅμως, ὁ πλεονέκτης πλούσιος δὲν σκεπτόταν τὸν Θεὸ καὶ τοὺς πτωχοὺς ἀδελφούς του, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ φανταζόταν πολυχρόνια τὴν ἀπόλαυση, ἐνῷ τὴν ἴδια νύκτα θὰ ἀπέθνησκε.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ μιμηθῇ τὴν ἄψυχο γῆ, ἡ ὁποία δέχεται τὸν σπόρο, τὸν καρποφορεῖ, ἐκτρέφει τοὺς καρπούς, ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τοὺς ἀνθρώπους. Ὅπως ὁ σπόρος ποὺ πέφτει στὴν γῆ γίνεται κέρδος γιὰ τὸν σπορέα, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ δίνει τὸν ἄρτο σὲ αὐτὸν ποὺ πεινάει δέχεται τὴν ὠφέλεια, γιατί τὸ τέλος τῆς γεωργίας γίνεται ἀρχὴ τῆς ἐπουρανίου σπορᾶς. Ὅταν προσφέρη κανεὶς σὲ αὐτοὺς ποὺ ὑποφέρουν γίνεται πατέρας τους καὶ θὰ λάβη τὸν ἀνάλογο μισθό. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δωρίζουν τὸν πλοῦτο τοὺς στὰ θέατρα, δηλαδὴ στοὺς ἀθλητὲς τοῦ παγκρατίου, στοὺς γελωτοποιούς, καὶ θηριομάχους ἀνθρώπους γιὰ νὰ δεχθοῦν τὶς ζητωκραυγὲς καὶ τὰ χειροκτοτήματα τοῦ λαοῦ. Ὁ πλούσιος, ὅμως, δὲν προσφέρει τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ γιὰ νὰ ἀπολαύση τὴν μεγάλη δόξα ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂν συμβῇ κάτι τέτοιο, θὰ τὸν ὑποδεχθῇ ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, θὰ τὸν ἐπευφημίσουν οἱ ἄγγελοι, θὰ τὸν μακαρίσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, θὰ ἀποκτήσουν αἰώνια δόξα, θὰ στεφανωθοῦν μὲ τὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης καὶ θὰ πάρουν τὰ ἔπαθλα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Προτρέπει τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴν περιμένουν νὰ πέση πεῖνα γιὰ νὰ κερδίσουν χρυσό, νὰ μὴ γίνουν ἔμποροι τῶν ἀνθρωπίνων συμφορῶν, νὰ μὴν ἐρεθίσουν τὰ τραύματα αὐτῶν ποὺ ταλαιπωροῦνται μὲ τὸ μαστίγιο τῆς συμφορᾶς.
Δ) Ἡ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ οἰκειοποιῆται τὰ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ δίνει ὁ Θεός. Σὲ τέτοια περίπτωση ὁμοιάζει μὲ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ποὺ εἰσέρχεται στὸ θέατρο, καταλαμβάνει μιὰ θέση θέας καὶ ἐμποδίζει τοὺς ἄλλους νὰ εἰσέλθουν, θεωρῶντας ὅτι εἶναι δικό του τὸ θέατρο, ἐνῷ αὐτὸ εἶναι κοινὸ γιὰ ὅλους. Δυστυχῶς αὐτὴ εἶναι ἡ νοοτροπία τῶν πλουσίων, ποὺ οἰκειοποιοῦνται τὰ κοινὰ ἀγαθά. Ἂν ὅλοι κρατοῦσαν μόνον αὐτὰ ποὺ χρειάζονταν, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχαν πτωχοὶ καὶ πλούσιοι. Κανεὶς δὲν ἔφερε τὰ ἀγαθὰ μὲ τὴν γέννησή του, ἀφοῦ βγήκαμε γυμνοὶ ἀπὸ τὴν κοιλία τῆς μητέρας μας καὶ θὰ ἐπιστρέψουμε γυμνοὶ στὴν γῆ. Τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀποκτοῦν οἱ πλούσιοι, ἂν νομίζουν ὅτι τὰ ἀπέκτησαν ἀπὸ τὴν τύχη, εἶναι ἄθεοι, διότι δὲν γνωρίζουν τὸν δημιουργὸ οὔτε εὐχαριστοῦν τὸν δοτήρα. Ἂν νομίζουν ὅτι τὰ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Θεό, τότε πρέπει νὰ καταλάβουν τὸν λόγο, γιὰ νὰ κάνουν καλὴ διαχείριση. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἄδικος γιὰ νὰ μοιράζη ἄνισα αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ζωή. Ὅμως, αὐτὸς ποὺ συγκεντρώνει τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ εἶναι πλεονέκτης καὶ τὰ στερεῖ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Εἶναι ἅρπαγας, γιατί οἰκειοποιεῖται αὐτὰ ποὺ ἔλαβε γιὰ νὰ τὰ διαχειρισθῇ καλά. Εἶναι λωποδύτης, γιατί δὲν ἐνδύει τὸν γυμνὸ ἄνθρωπο, ἐνῷ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνη. Τὸ ψωμὶ ποὺ κρατᾶ ὁ πλούσιος εἶναι αὐτοῦ ποὺ πεινᾶ, τὸ ἔνδυμα ποὺ φυλάσσει στὶς ἱματιοθῆκες εἶναι αὐτοῦ ποὺ εἶναι γυμνός, τὰ παπούτσια ποὺ σαπίζουν στὶς ἀποθῆκες εἶναι τοῦ ξυπόλυτου, τὸ ἀργύριο ποὺ ἔχει παραχωμένο εἶναι αὐτοῦ ποὺ τὸ χρειάζεται. Ἔτσι, ὁ πλούσιος ἀδικεῖ τόσους ὅσους θὰ μποροῦσε νὰ εὐεργετήση.
Ε) ΣΚΛΗΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΑΣΠΛΑΧΝΩΝ ΠΛΟΥΣΙΩΝ
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔχει μπροστά του ἕνα μεγάλο κοινωνικὸ πρόβλημα, ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ὅλη ἡ πόλη πεινάει καὶ ὑποφέρει καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ οἱ πλούσιοι ἔχουν συγκεντρωμένα τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς στὶς ἀποθῆκες, ἀναμένοντας νὰ πλουτίσουν μὲ τὴν αἰσχροκέρδια. Ἑπομένως, ὁ λόγος του εἶναι πολὺ σκληρός.
Λέγει ὅτι ὅποιος δὲν ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτοὺς ποὺ πεινοῦν, ποὺ τοὺς βλέπει νὰ σβήνουν καθημερινῶς, πρέπει νὰ συγκαταριθμηθὴ μεταξὺ τῶν θηρίων καὶ νὰ θεωρῆται ἀνθρωποκτόνος. Γι’ αὐτὸ στὴν Δευτέρα Κρίση ὁ Θεὸς θὰ τιμήση αὐτὸν ποὺ ἔθρεψε τοὺς πεινασμένους καὶ ἔδωσε νερὸ στοὺς διψασμένους, ἐνῷ τὸν τσιγκούνη θὰ τὸν στείλη στὴν Κόλαση. Ὁπότε ἡ περίπτωση τῆς πείνας δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ ἐφαρμόση κανεὶς τὴν πρώτη ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ προσφέρη κανεὶς στοὺς πεινασμένους τὰ ἀπαραίτητα, ὥστε νὰ ἀπολαύση πολλά.
Γιὰ νὰ παρακινήση ὅσους ἔχουν νὰ δώσουν στοὺς πεινασμένους ποὺ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα χρησιμοποιεῖ διάφορα παραδείγματα ἀπὸ τὴν φύση, τὴν ζωὴ τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ τὴν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη.
Τὰ ἄλογα ζῶα βόσκουν στὸ ἴδιο βουνό, στὰ ἴδια βοσκοτόπια, καὶ παραχωροῦν τὸ ἕνα στὸ ἄλλο διάφορα τμήματα τῆς γῆς. Ὅλα τρώγουν ἀπὸ τὴν ἴδια τροφή, στὸ ἴδιο χωράφι. Ὅμως, οἱ ἀνθρωποι ποὺ οἰκειοποιοῦνται τὰ κοινὰ καὶ κατέχουν μόνοι αὐτοί, αὐτὰ ποὺ εἶναι γιὰ ὅλους κοινά, γίνονται σκληρότεροι ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα. Οἱ εἰδωλολάτρες, καὶ οὐσιαστικὰ ὑπαινίσσεται μᾶλλον τὴν σπαρτιατικὴ πολιτεία, εἶχαν θεσπίσει κοινὰ συσσίτια, ὄχι βεβαίως ἀπὸ λόγους φιλανθρωπίας, καὶ προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ τοὺς μιμηθοῦν. Ἀναφέρει παραδείγματα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ ὑπενθυμίζει καὶ τὴν πρώτη Ἐκκλησία στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπως τὸ βλέπουμε στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὅπου τὰ πάντα ἦταν κοινά, δηλαδή, ἡ ζωή, ἡ ψυχή, ἡ συμφωνία, ἡ κοινὴ τράπεζα, ἡ ἀδιαίρετη ἀδελφότητα, ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη ποὺ ἕνωνε σὲ ἕνα ὅλα τὰ σώματα, καὶ συνήρμοζε διάφορες ψυχὲς σὲ μιὰ ὁμόνοια. Μὲ ὅλα αὐτὰ προτρέπονται οἱ Χριστιανοὶ νὰ βοηθοῦν αὐτοὺς ποὺ ὑποφέρουν καὶ πεινοῦν.
Στὴν συνέχεια ἐλέγχει μὲ σκληρὰ λόγια τὴν σκληροκαρδία τοῦ πλεονέκτη, ποὺ ἐπιδιώκει νὰ μετατρέψη τὰ πάντα σὲ χρυσό, καὶ δὲν ἔχει κορεσμό, ποὺ τὸν πολλαπλασιάζει μὲ τὰ δανείσματα. Ὅταν ὁ πλοῦτος κρατῆται κλειστὸς σὲ ἀποθῆκες λιμνάζει, καὶ κάποτε σπᾶνε τὰ ἐμπόδια, κρημνίζονται οἱ ἀποθῆκες καὶ κατεδαφίζονται τὰ χρηματοκιβώτια. Ἔτσι, προτρέπει τὸν πλούσιο νὰ ἀνοίξη μόνος του τὶς θύρες τῶν χρηματοκιβωτίων καὶ νὰ προσφέρη διέξοδο στὸν πλοῦτο, ποὺ σὰν ποτάμι μὲ τὰ διάφορα κανάλια θὰ διασχίση τοὺς διαφόρους δρόμους τῶν πτωχῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἔπαινος ποὺ προέρχεται ἀπὸ τοὺς εὐεργετουμένους εἶναι μεγάλος. Πρέπει νὰ προσφέρεται ὁ πλοῦτος στοὺς πτωχοὺς ἀνθρώπους, γιατί ὅταν στέκεται εἶναι ἄχρηστος. Τὰ πηγάδια ὅταν ἀντλοῦνται δίδουν πιὸ ἄφθονο νερό.
Ἡ σκέψη τοῦ ἄφρονος πλουσίου ποὺ εἶπε «ψυχὴ ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά, ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου», ποὺ στὴν πράξη λέγεται καὶ ἀπὸ τοὺς πλεονέκτες τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Βασιλείου, τὸν ἐρεθίζει, γι’ αὐτὸ ἐλέγχει αὐτὴν τὴν νοοτροπία μὲ σκληρὰ λόγια καὶ λέγει: «Ὧ τί παραλογισμός! Ἐὰν εἶχες ψυχὴν χοίρου τί ἄλλο καλύτερο ἀπὸ αὐτὸ θὰ μποροῦσες νὰ τῆς εὐαγγελισθῇς; Πόσον κτηνώδης εἶσαι, πόσον ἄμυαλος ἀπέναντι τῶν ἀγαθῶν τῆς ψυχῆς νὰ χαιρετίζης αὐτὴν μὲ τὰ βρώματα τῆς σαρκός. Αὐτὰ ποὺ καταλήγουν στὸν ἀπόπατο, αὐτὰ ἐσὺ τὰ παραπέμπεις στὴν ψυχή; Ἐὰν μὲν διαθέτη (ἡ ψυχὴ) ἀρετή, ἐὰν εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀγαθά, ἐὰν ἔχη προσοικειωθὴ τὸν Θεό, ἔχει πολλὰ ἀγαθὰ καὶ ἅς εὐφρανθῇ τὴν καλὴ εὐφροσύνη τῆς ψυχῆς. Ἐπειδὴ ὅμως σκέπτεσαι τὰ ἐπίγεια καὶ ἔχεις διὰ τὸν Θεὸ τὴν κοιλία καὶ εἶσαι ὁλόκληρος σάρκες, ὑποδουλωμένος στὰ πάθη, ἄκουσε τὴν προσωνυμία ποὺ σοῦ ἁρμόζει καὶ τὴν ὁποῖα δὲν σοῦ τὴν ἔδωκε κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: "ἀνόητε αὐτὴν τὴ νύκτα ζητοῦν ἀπὸ σὲ τὴν ψυχήν σου. Αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασες, ποιός θὰ τὰ πάρη";».
Προτρέπει τὸν πλούσιο νὰ μὴ ἀνεγείρη ἀποθῆκες γιὰ νὰ συγκεντρώση τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ νὰ κάνη ἀποθῆκες τὰ σπίτια τῶν πτωχῶν, νὰ κάνη ἐλεημοσύνη, νὰ μὴν τὴν ἀναβάλη γιὰ ἄλλη ἡμέρα, γιὰ νὰ μὴν ἔλθη ὁ θάνατος. Εἶναι χαρακτηριστικὰ τὰ λόγια του: «Ρίχνε κάτω μὲ τὰ ἴδια σοῦ τὰ χέρια αὐτὰ ποὺ κακῶς ἔχεις οἰκοδομήσει. Σπάσε τὰ ἀμπάρια τοῦ σιταριοῦ ἀπὸ τὰ ὁποῖα κανένας ποτὲ δὲν ἔφυγε παρηγορημένος. Ἐξαφάνισε κάθε οἴκημα ποὺ φυλάσσει τὴν πλεονεξία. Βγάλε τὴν στέγη, γκρέμισε τοὺς τοίχους, δεῖξε στὸν ἥλιο τὸ μουχλιασμένο πλοῦτο, σύντριψε τὰ σκοτεινὰ καταγώγια τοῦ μαμωνά». Ἄλλωστε, ὁ πεινασμένος λυώνει, ὁ γυμνὸς ξεπαγιάζει ἀπὸ τὸ κρύο, ὁ ὀφειλέτης πνίγεται ἀπὸ τὰ χρέη καὶ ὁ πλούσιος ἀναβάλλει τὴν ἐλεημοσύνη. Ὅταν κανεὶς προφασίζεται ὅτι δὲν ἔχει νὰ δώση γιατί εἶναι πτωχός, στὴν πραγματικότητα εἶναι πτωχὸς ἀπὸ φιλανθρωπίες, πτωχὸς ἀπὸ πίστη στὸν Θεό, πτωχὸς ἀπὸ ἐλπίδα αἰώνια.
Τελικά, προτρέπει τοὺς ἀκροατές του νὰ σκεφθοῦν τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον, καὶ νὰ μὴ προδώσουν τὸ μέλλον τους μὲ τὴν αἰσχροκέρδεια. Θὰ ἔλθη καιρὸς ποὺ τὸ σῶμα θὰ ἀφήση τὸν ἄνθρωπο, τὸ σῶμα θὰ ἐξαφανισθῇ στὸν τάφο, ἀλλὰ θὰ ἔλθη καὶ ἐποχὴ ποὺ θὰ ἀναστηθοῦν τὰ σώματα, ἡ ψυχὴ θὰ κατοικήση πάλι στὸ σῶμα καὶ θὰ γίνη ἀκριβὴς ἔλεγχος τῶν πράξεων τῆς ζωῆς ὄχι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν συνείδηση ποὺ θὰ καταθέση τότε ὡς μάρτυρας ἐναντίον του. Καὶ ἐπισημαίνει ὅτι αὐτὸ δὲν τὸ λέγει, ὅπως κάνει κάποια μητέρα ἢ κάποια τροφὸς ποὺ ἐπισείει στὰ παιδιὰ κάποια ψεύτικα μορμολύκεια, ὅταν αὐτὰ εἶναι ἄτακτα καὶ ἔτσι τὰ καθησυχάζουν μὲ φανταστικὰ διηγήματα. Αὐτὰ ποὺ λέγει γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ δὲν εἶναι παραμύθι, ἀλλὰ τὸ κήρυξε ἡ ἀδιάψευστη φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, θὰ ἔλθη ἡ ἡμέρα ποὺ στὸν καθένα θὰ ἀποδοθῇ ἀπὸ τὸν δίκαιο δικαστὴ κατὰ τὴν ἀξία του.
5. Ἡ ἀνταπόκριση τῶν πλουσίων στὶς προτροπές του
Οἱ προτροπὲς αὐτὲς τοῦ Μ. Βασιλείου δὲν ἔμειναν ἄκαρπες. Ὁ ἄγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὸν Ἐπιτάφιο στὸν Μεγάλο Βασίλειο μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἐπέπεσε λιμός-πεῖνα στὴν Καισάρεια «καὶ τῶν πώποτε μνημονευομένων ὁ χαλεπώτατος», δηλαδὴ ἦταν ἡ βαρύτερη πεῖνα ἀπὸ ὅσες διασώζονται στὴν μνήμη τῶν ἀνθρώπων. Ὁλόκληρη ἡ πόλη ὑπέφερε καὶ δὲν φαινόταν ἀπὸ πουθενὰ βοήθεια, ἀντιφάρμακο γιὰ τὴν ταλαιπωρία.
Σὲ τέτοιες δυσκολίες, ὅπως γράφει ὁ ἄγιος Γρηγόριος, οἱ ἔμποροι καὶ οἱ προμηθευτὲς τοῦ σίτου οὔτε λυποῦνται τοὺς συγγενεῖς, οὔτε εὐαρεστοῦν στὸν Θεό. Τότε ὁ Μ. Βασίλειος ἔδρασε ἀποτελεσματικά. Δὲν μποροῦσε νὰ βρέξη ἄρτο ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μὲ τὴν προσευχή του, ὅπως ἔκανε ὁ Μωϋσής, οὔτε μποροῦσε νὰ βγάλη τροφὴ ἀπὸ τὸν πυθμένα τῆς ὑδρίας, ὅπως ἔκανε ὁ Προφήτης Ἠλίας, οὔτε νὰ θρέψη χιλιάδες ἀνθρώπους μὲ πέντε ἄρτους, ὅπως ἔκανε ὁ Χριστός. Ἀλλὰ μὲ τὸν λόγο του καὶ τὶς προτροπές του ἄνοιξε τὶς ἀποθῆκες τῶν πλουσίων καὶ ἔτσι μοίρασε τροφὴ σὲ ὅσους πεινοῦσαν, χόρτασε μὲ ψωμὶ τοὺς πτωχούς, διέθρεψε τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὴν περίοδο τῆς πείνας καὶ γέμισε μὲ ἀγαθὰ τοὺς πεινασμένους. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε μὲ τὸ νὰ συγκεντρώση σὲ ἕνα μέρος αὐτοὺς ποὺ μόλις ἀνέπνεαν, ποὺ ἦταν ἄξιοι συμπαθείας, καὶ ἐνήργησε ἔρανο ἀπὸ κάθε εἶδος τροφῆς, παραθέτοντας καὶ φαγητὰ ἀπὸ χυλὸ καὶ παστὰ ψάρια. Ὁ ἴδιος διακονοῦσε τοὺς πτωχοὺς καὶ θεράπευε τὶς ψυχές τους, συμπλέκοντας τὴν τιμὴ μὲ τὴν ἀνάγκη καὶ ἀνακουφίζοντας αὐτοὺς καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Ὁπότε, λέγει ὁ ἄγιος Γρηγόριος γιὰ τὸν Μεγάλο Βασίλειο: «Τοιοῦτος ἥν ὁ νέος σιτοδότης ἡμῖν καὶ δεύτερος Ἰωσήφ», κάνοντας μάλιστα πολὺ μεγαλύτερο ἔργο ἀπὸ ἐκεῖνον.
Ἀγαπητοί μου,
Προσπάθησα νὰ παρουσιάσω τὶς κεντρικὲς ἰδέες τῶν τριῶν κοινωνικῶν ὁμιλιῶν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μὲ ἀφορμὴ τὴν πεῖνα ποὺ ἔπεσε τότε στὴν Καισάρεια, κατὰ τὴν ὁποῖα φάνηκαν δύο ἀντίθετες καταστάσεις. Ἡ μία νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ πεινοῦν καὶ ὑποφέρουν, νὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα, καὶ ἡ ἄλλη νὰ ὑπάρχουν πλεονέκτες πλούσιοι ποὺ ἔκλειναν στὶς ἀποθῆκες τὰ γεννήματα τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, καὶ τὰ χρήματα τὰ κρατοῦσαν μυστικὰ μὲ σκοπὸ τὴν δική τους καλοπέραση καὶ νὰ ἀποβλέπουν στὸν μεγαλύτερο πλουτισμό, δηλαδὴ τὴν αἰσχροκέρδεια. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὸ εἴδαμε στὸν Μ. Βασίλειο, στηλίτευαν τέτοιες νοοτροπίες. Πίστευαν ὅτι ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Θεός, αὐτὸς δημιούργησε τὰ πάντα καὶ σὲ αὐτὸν ἀνήκουν τὰ πάντα. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, παιδιά Του, καὶ ἔχουν ἴσα δικαιώματα πάνω στὴν γῆ. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀδέλφια καὶ θὰ πρέπει νὰ μοιραζόμαστε τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ὁ ἕνας νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν ἄλλο ἀδελφό του. Ἡ κοινωνικὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας δὲν ξεκινᾶ ἀπὸ κάποια φιλοσοφία καὶ κοινωνιολογία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν θεολογία τῆς πατρότητος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητος.
Ζοῦμε σὲ μιὰ δύσκολη περίοδο, γιὰ τὴν ὁποῖα διαθρυλοῦνται πολλά. Σίγουρα ὑπάρχει ἀνισότητα στὴν κοινωνία μας, ποὺ ὀφείλεται στὴν πλεονεξία καὶ τὴν φιλαργυρία τῶν ἀνθρώπων καὶ αὐτὸ συνδέεται μὲ τὴν εὐδαιμονία. Στὴν πραγματικότητα τὸ Κράτος πρέπει νὰ θεσπίζη νόμους σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς δικαιοσύνης. Δυστυχῶς, ὅμως, οἱ νόμοι πολλὲς φορὲς δὲν εἶναι δίκαιοι, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ ὑπάρχουν καταστρατηγοῦνται μὲ τὴν ἀδιαφάνεια καὶ τὴν διαφθορά. Ὅλοι θέλουν νὰ ἀπομυζοῦν τὸ Κράτος, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀδελφούς τους.
Ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ἐδῶ στὴν χώρα μας, τὸ Κράτος αὐξάνει συνεχῶς τοὺς φόρους, ἔμμεσους καὶ ἄμεσους, καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς μισθωτούς, ἐνῷ ἀφήνει οὐσιαστικὰ ἀνέγγιχτους τοὺς ἔχοντες καὶ κατέχοντες. Τὸ πρόβλημα ὅμως δὲν λύνεται μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀλλὰ αὐξάνεται ἀκόμη περισσότερο.
Ἀπὸ τὶς ὁμιλίες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ποὺ εἴδαμε προηγουμένως φαίνεται ποιό εἶναι τὸ χρέος μας.
Πρῶτον, ἐμεῖς οἱ Κληρικοὶ πρέπει νὰ εἴμαστε φτωχοὶ ἢ τοὐλάχιστον νὰ ἔχουμε μόνον τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴν συντήρησή μας. Ἰδιαιτέρως αὐτὸ ἰσχύει γιὰ μᾶς τοὺς μοναχούς. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν μοναχοί, ἐνῷ ἔχουν ὑποσχεθῇ κατὰ τὴν κουρὰ τοὺς νὰ εἶναι ἀκτήμονες, ὅμως εἶναι πλούσιοι, μὲ λογαριασμοὺς στὴν τράπεζα, μὲ ἐμπορικὲς Ἑταιρεῖες καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι οἰκογενειάρχες καὶ ἀνήκουν στὸ ποιμνιό μας, νὰ ὑποφέρουν ποικιλοτρόπως καὶ νὰ πεινοῦν. Οὔτε μποροῦμε νὰ δικαιολογηθοῦμε γιὰ πατρικὴ κληρονομιὰ ἀπὸ πλούσιους γονεῖς, γιατί εἴδαμε ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος τὴν πούλησε καὶ τὴν ἐδώρισε. Μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ μποροῦμε νὰ ἐλέγχουμε τοὺς πλεονέκτες, τοὺς τοκογλύφους, καὶ νὰ βοηθοῦμε, μὲ τὸν τρόπο μας, νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ τὴν φοβερὴ αὐτὴ ἀσθένεια.
Δεύτερον, ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ θὰ πρέπει νὰ ζοὺν μὲ λιτότητα καὶ ὀλιγάρκεια, ὅπως τὸ συνιστοῦν οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ βλέπουμε στὴν ἐπὶ τοῦ ὅρους ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ. Νὰ συνδέουμε τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὸ ὅτι εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά.
Τρίτον, ὅλοι πρέπει νὰ συνδράμουμε αὐτοὺς ποὺ πραγματικὰ στεροῦνται τῶν ἀναγκαίων γιὰ νὰ συντηρήσουν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴν οἰκογένειά τους. Ἂν θέλουμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν πλεονεξία, τότε κάθε οἰκογένεια θὰ πρέπει, ἀπὸ τὸ πλεόνασμα ἢ τὸ ὑστέρημα, νὰ ἀναλάβη νὰ φροντίση μιὰ ἄλλη οἰκογένεια ποὺ ὑποφέρει, ὁπότε θὰ μειώσουμε τὴν φτώχεια. Μὴν τὰ περιμένουμε ὅλα ἀπὸ τὸ Κράτος, γιατί αὐτὸ εἶναι μαξιμαλισμός, δηλαδὴ νὰ μὴν ἀναμένουμε νὰ συγκροτηθῇ πρῶτα τὸ Κράτος, ὥστε τότε νὰ ἰκανοποιήση ὅλες τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων. Μακάρι αὐτὸ νὰ γινόταν, ἀλλὰ δυστυχῶς εἶναι μιὰ οὐτοπία. Ὁπότε, ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς θὰ πρέπει νὰ ἀναλάβη τὶς εὐθύνες του. Ἐπειδὴ πολλοὶ θεωροῦμε ὅτι τὰ θέματα ποὺ μαστίζουν τὴν κοινωνία μας εἶναι θέματα ἐλλείψεως παιδείας, θὰ πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ ἀναλγησία, ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀδικία στὴν κοινωνία μας εἶναι ἔλλειψη παιδείας, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἐμεῖς πρέπει νὰ βροῦμε τοὺς κατάλληλους τρόπους νὰ θεραπευθοῦμε.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, νὰ μᾶς φωτίσουν νὰ εἴμαστε εὐαίσθητοι στὸν ἀνθρώπινο πόνο ἀπὸ ὁπουδήποτε κι ἂν προέρχεται καὶ νὰ βοηθᾶμε στὴν λύση τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων.–
- Προβολές: 2642