Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Τά πνευματικά ενδιαφέροντα σέ καιρό κρίσεως

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Σὲ περιόδους κρίσεων, ὅπως αὐτὴ ποῦ διερχόμαστε, τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας συναντᾶ κάποιες πρόσθετες δυσκολίες, τὶς ὁποῖες, βέβαια, ἔχει τὴν δυνατότητα, κάτω ἀπὸ κατάλληλες ἐκκλησιαστικὲς συνθῆκες καὶ ποιμαντικὲς πρακτικές, νὰ τὶς μετατρέψη σὲ εὐλογίες. Στὸ σημείωμα αὐτὸ θὰ προσπαθήσουμε ἀφ' ἑνὸς μὲν νὰ περιγράψουμε μιὰ ἀπὸ τὶς δυσκολίες αὐτές, ἀφ' ἑτέρου δὲ νὰ ἀναφέρουμε κάποιες προϋποθέσεις γιὰ τὴν ποιμαντικὴ ἀντιμετώπισή της. Τὰ προβλήματα ποῦ μᾶς κυκλώνουν εἶναι κυρίως οἰκονομικὰ καὶ κοινωνικά. Εἶναι προβλήματα τοῦ κόσμου τούτου, ποῦ ἐγκλωβίζουν τὸν νοῦ καὶ τὴν ψυχὴ σὲ ἀσφυκτικὲς βιοτικὲς μέριμνες. Οἱ μέριμνες αὐτὲς ἔχουν τὴν ἰδιότητα, ἂν δὲν ὑπάρχη ἀνάλογη ἐγρήγορση, νὰ ἐξουδετερώνουν ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ὅλα τὰ πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα, κάθε τί ποῦ συνδέεται μὲ τὰ τιμιώτερα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ὅπως εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς βαθύτερης βίωσης τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ καθένας μπορεῖ νὰ γνωρίζη ἀπὸ τὸν ἑαυτό του τὸ πόσο οἱ μέριμνες αὐτὲς ἐρημώνουν τὴν ψυχή, τὸ πόσο εὔκολα καὶ ἀνεπαίσθητα τὴν καθιστοῦν πνευματικὰ ἄγονη.

Ἡ κατάσταση θυμίζει τὴν παραβολὴ τοῦ Σπορέως. Μόνον ποῦ τὰ «ἀγκάθια», τὰ ὁποῖα «συμπνίγουν τὸν σπόρο», δὲν εἶναι ὁ «πλοῦτος» καὶ οἱ «ἡδονὲς τοῦ βίου», ἀλλὰ ἡ στέρηση τῶν βασικῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ποῦ εἶναι ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ἐπιβίωση, καθὼς καὶ οἱ ψυχικὲς πληγὲς ποῦ δημιουργεῖ ἡ αἴσθηση τοῦ ἀδιέξοδου τῆς φτώχειας. Θὰ μποροῦσε, βέβαια, νὰ ἰσχυρισθῇ κανεὶς ὅτι δὲν ὑπάρχει σημαντικὴ διαφορὰ στὶς δύο παραπάνω περιπτώσεις, ἀφοῦ «ὁ σπόρος συμπνίγεται» ἀπὸ τὴν θλίψη ποῦ δημιουργεῖ ἡ στέρηση τοῦ πλούτου καὶ τῶν ἡδονῶν τοῦ βίου, πρᾶγμα ποῦ σημαίνει ὅτι στὸ βάθος εἶναι τὸ ἴδιο πάθος ποῦ δημιουργεῖ τὸ πρόβλημα. Πράγματι, σὲ πολλοὺς μπορεῖ αὐτὸ νὰ ἰσχύη, ὅμως δὲν πρέπει νὰ συγχέουμε τὴν δούλωση στὸ πλοῦτο καὶ τὶς ἡδονὲς μὲ τὸν ἀγῶνα γιὰ ἐπιβίωση. Εἶναι γνωστό, ἄλλωστε, ὅτι τὰ πάθη εἶναι φυσικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅτι γίνονται διαβλητά, ὅταν «κινοῦνται παρὰ φύσιν», ὅπως συμβαίνει μὲ τὴν παράλογη ἀγάπη τῶν ἡδονῶν καὶ τοῦ πλούτου, ἐνῷ στὴν φυσική τους κίνηση χαρακτηρίζονται ἀδιάβλητα, ὅπως εἶναι ἡ φυσικὴ πεῖνα καὶ δίψα.

Μιὰ σημαντικὴ ποιμαντικὴ δυσκολία, λοιπόν, εἶναι οἱ πιεστικὲς βιοτικὲς ἀνάγκες, ποῦ προκαλοῦν ἔντονες ἐγκόσμιες μέριμνες, ἐνῷ, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ πνευματικὴ ζωὴ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐσωτερικὴ εἰρήνη καί, σὲ κάποιο βαθμό, ἀπὸ ἀμεριμνία. Ἡ χριστιανικὴ ἀμεριμνία, βέβαια, δὲν σημαίνει ἀδιαφορία. Δὲν σημαίνει ἐγκατάλειψη κάθε προσπάθειας, κάθε δραστηριότητας. Γιὰ τοὺς πιστοὺς ποῦ δὲν ἐγκατέλειψαν τὸν κόσμο ἡ ἀμεριμνία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἤρεμη κίνηση τῶν λογισμῶν καὶ τῶν ἐννοιῶν τῆς ψυχῆς τους, ἀπὸ τὴν «ἐν πραΰτητι» κυριαρχία τοῦ προσευχόμενου νοῦ πάνω στὴν ἐπιθυμία καὶ τὸν θυμό, κατάσταση ἡ ὁποία ἑδράζεται στὴν βεβαιότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀμείωτης κυβερνητικῆς πρόνοιάς Του.  Πῶς ὅμως νὰ μὴν διακατέχεται ἀπὸ ἀδημονία καὶ ταραχή, πνιγμένος στὶς βιοτικὲς μέριμνές του, ἕνας ποῦ πεινᾶ, ἕνας ποῦ χάνει τὴν δουλειά του ἢ ποῦ μειώνεται σημαντικὰ τὸ εἰσόδημά του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνταποκριθῇ στὰ χρέη του;

Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ἀποτελεῖ μιὰ πρόκληση, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἐνεργοποιήση στὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ὅλον τὸν θεολογικὸ καὶ ἀσκητικὸ ὁπλισμό της. Γιὰ παράδειγμα, μπορεῖ νὰ ἐνεργοποιήση τὴν ἐπαναδιατύπωση τῆς θεολογίας τοῦ Σταυροῦ μέσα ἀπὸ τὰ σύγχρονα καθημερινὰ παθήματα τοῦ κόσμου. Προκαλούμαστε νὰ μιλήσουμε, μὲ διάκριση καὶ ἁπλότητα, χωρὶς μάταιους καὶ ἀνενεργοὺς στοχασμούς, γιὰ τὸν Χριστό, ποῦ εἶναι ἀδιάλειπτα παρὼν στὴν Ἐκκλησία Του. Προκαλούμαστε νὰ θυμίσουμε ὅτι προσέλαβε τὴν θνητὴ καὶ παθητὴ φύση μας, τὴν ὁποῖα ἄφησε μέχρι καὶ τὸν Σταυρὸ νὰ ἐνεργὴ τὰ δικά της ἰδιώματα, ἀβοήθητη ἀπὸ τὴν θεία ἐνέργεια, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Γέροντας Παΐσιος σὲ κείμενό του, ἐκφράζοντας τὴν δική του ἐν Χριστῷ σταυρικὴ πεῖρα. Σὲ μιὰ ἀποφθεγματικὴ ἐπιστολή του γράφει: «Οἱ ἀνθρώπινοι σταυροὶ εἶναι ἁπλῶς σταυρουδάκια, ποῦ μᾶς βοηθᾶνε γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, ἐνῷ τοῦ Χριστοῦ ἦταν πολὺ βαρύς, διότι δὲν χρησιμοποίησε τὴν θεϊκὴ Τοῦ δύναμη γιὰ τὸν ἑαυτό Του». Οἱ ἀνθρώπινοι σταυροὶ γίνονται «σταυρουδάκια», γιατί ὁ Χριστὸς «χρησιμοποιεῖ τὴν θεϊκὴ Τοῦ δύναμη» γιὰ ἐμᾶς, ἀφοῦ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ πειρασθοῦμε πέρα ἀπὸ τὶς δυνάμεις μας. Ἐκεῖνος ἄφησε τὴν ἀνθρώπινη φύση Τοῦ ἀβοήθητη ἀπὸ τὴν θεία ἐνέργειά Του. Γι’ αὐτό, ὅπως γράφει ὁ ἀπ. Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, προσερχόμαστε «μετὰ παρρησίας τὼ θρόνῳ τῆς χάριτος», ἐπειδὴ δὲν ἔχουμε Ἀρχιερέα «μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταὶς ἀσθενείαις ἡμῶν», ἀφοῦ ὁ Ἀρχιερέας μας Χριστὸς ἔχει δοκιμασθῇ σὲ ὅλα «καθ’ ὁμοιότητα» πρὸς ἐμᾶς, «χωρὶς» ὅμως «ἁμαρτίας».

Γιὰ νὰ μπορέση, ὅμως, νὰ ἐνεργοποιηθῇ ὅλος ὁ θεολογικὸς καὶ ἀσκητικὸς ὁπλισμὸς τῆς Ἐκκλησίας στὸ ποιμαντικὸ ἔργο της, ἀπαιτοῦνται ὁρισμένες προϋποθέσεις. Θεωροῦμε ὅτι σημαντικὴ προϋπόθεση, ἀνάμεσα σὲ πολλὲς ἄλλες, εἶναι ἡ πνευματικὴ ὡριμότητα τῶν ποιμένων καὶ ἡ πιστότητά τους στὴν ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ Παράδοση, ὅπως καὶ ἡ διασάφηση, μὲ βάση τὴν ἴδια Παράδοση, τοῦ τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ποιό τὸ ἔργο της μέσα στὸν κόσμο. Μπορεῖ αὐτὲς οἱ προϋποθέσεις νὰ εἶναι ἁπλὲς καὶ αὐτονόητες, ὅμως στὶς μέρες μας φαίνεται ὅτι πολλοὶ θέλουν νὰ τὶς ξεχνοῦν, προκειμένου νὰ μὴν ἐνοχλοῦνται στὶς ἀπόψεις καὶ ἐπιδιώξεις τους. Δὲν θὰ ἀναλύσουμε αὐτὸ τὸ θέμα, ποῦ εἶναι πολυσύνθετο καὶ ἀκανθῶδες, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσουμε νὰ μιλήσουμε θετικά, στηριγμένοι σὲ μιὰ θεμελιακὴ θέση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ τὸν ἕκτο περὶ Ἱερωσύνης λόγο του. Παραθέτω τὸ σχετικὸ χωρίο σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση ἀπὸ τὸν π. Ἠλία Διακουμάκο, ὁ ὁποῖος πρόσφατα μᾶς ἔδωσε τοὺς ἕξι περὶ Ἱερωσύνης λόγους τοῦ Χρυσοστόμου σὲ κείμενο καὶ μιὰ νέα ἀπόδοση στὴν νέα ἑλληνική.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει: «Ἡ ψυχὴ τοῦ Ἱερέα πρέπει νὰ λάμπει σὰν τὸ φὼς ποῦ καταυγάζει τὴν οἰκουμένη... Οἱ Ἱερεῖς εἶναι τὸ ἁλάτι τῆς γῆς... Καὶ δὲν πρέπει νὰ εἶναι ὁ Ἱερέας μόνο τόσο καθαρός, ὅσο κατ’ ἀναλογία ἀπαιτεῖ ἡ ὑψηλὴ διακονία ποῦ ἀξιώθηκε, ἀλλὰ νὰ εἶναι καὶ πολὺ συνετὸς καὶ πολὺ ἔμπειρος, νὰ γνωρίζει ὅλες τὶς βιοτικὲς ὑποθέσεις ὄχι λιγότερο ἀπὸ ἐκείνους ποῦ βρίσκονται μέσα στὸν κόσμο, συγχρόνως ὅμως νὰ εἶναι ξένος ἀπὸ αὐτὲς περισσότερο ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ποῦ ἀσκοῦνται στὰ ἐρημικὰ βουνά». Ὁ Ἱερέας ?κατ' ἐξοχὴν ἐδῶ ἀναφέρεται στὸν Ἐπίσκοπο, πρέπει νὰ εἶναι μέσα στὸν κόσμο καὶ ταυτόχρονα ἔξω ἀπὸ αὐτόν. Νὰ γνωρίζη ἐμπειρικὰ καὶ σὲ βάθος ὅλες τὶς βιοτικὲς ὑποθέσεις, ἀλλὰ νὰ ἔχη ψυχὴ ἐλεύθερη σὰν τοῦ ἐρημίτη. Εἶναι ταυτόχρονα θεραπευτὴς καὶ κυβερνήτης. Κυβερνᾶ τὸ σκάφος τῆς Ἐκκλησίας καὶ θεραπεύει τὶς ψυχὲς τοῦ ποιμνίου του μὲ τὰ μυστήρια καὶ τὸν λόγο. Διακονεῖ τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ποῦ εἶναι ἡ ἐνεργὸς οἰκείωση ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ ἐναντίον τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου.

Ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου μᾶς συνετίζει. Μᾶς δείχνει τὶς προϋποθέσεις, τὴν εὐθύνη καὶ τὸ ὕψος τῆς Ἱερωσύνης. Μᾶς μιλάει γιὰ τὴν δωρεὰ τοῦ μυστηρίου, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνθρώπινη συνέργεια. Στὶς μέρες μας φαίνεται ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο, ἂν θέλουμε νὰ βοηθήσουμε τὸν κόσμο ποῦ ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τὴν κρίση, νὰ γνωρίζουμε τοὺς οἰκονομικοὺς μηχανισμοὺς ποῦ ὁδηγοῦν πολλοὺς στὴν φτώχεια. Χρειάζεται οἱ Κληρικοί, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, νὰ βροῦμε «τὰς ἀφορμᾶς τῶν δυστυχιῶν», ὥστε νὰ βοηθήσουμε νὰ ἀρθοῦν. Αὐτὴ ἡ κοινωνικὴ διάσταση τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου δὲν ἐξαντλεῖται, βέβαια, στὴν ὑλικὴ ἐπιφάνεια. Δὲν ἐνδιαφέρεται ἁπλὰ καὶ μόνο γιὰ τὴν οἰκονομία, ἀλλὰ πρωτίστως γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποῦ καταπιέζεται καὶ νεκρώνεται πνευματικὰ ἀπὸ τοὺς μηχανισμούς της.

Κύριος ρόλος τοῦ Ποιμένα εἶναι μὲ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ μέσα νὰ βοηθᾶ κάθε ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο νὰ βρίσκη τὴν ἐσωτερικὴ ἰσορροπία του, νὰ ἀποκαθιστᾶ τὴν εἰρήνη στοὺς λογισμοὺς καὶ τὴν καρδιά του, νὰ ξυπνᾶ μέσα του τὴν πίστη. Γενικά, νὰ τὸν βοηθᾶ, παρὰ τὶς ἐξωτερικὲς ἀντίξοες συνθῆκες, στὸ ξύπνημα πνευματικῶν ἐνδιαφερόντων, ὅπως εἶναι ἡ ἀνάγνωση ἱερῶν κειμένων καὶ ἡ κατὰ τὸ δυνατὸν ἀπερίσπαστη προσευχή, μέσα στὸ πλαίσιο τῆς ἀναζήτησης βαθύτερης βιώσεως τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2944